Η ΑΘΗΝΑ ΥΠΟ ΤΟΥΣ ΓΑΛΛΟΥΣ

Η Φραγκοκρατία στην Αθήνα άρχισε με το γαλλικό οίκο των Dela Roch. Ο αρχηγός της οικογενείας Όθων Ντελαρός πήρε τον τίτλο του «Sire d’ Athenes», δηλαδή του άρχοντα της Αθήνας.

Στα επίσημα έγγραφα του Πάπα και των Φράγκων αναφέρεται με το λατινικό τίτλο «Dominus Athenarum», που σημαίνει το ίδιο: «Κύριος της Αθήνας». Το «Χρονικόν του Μωρέως» τον αναφέρει «Μέγαν Κυρ» ή «Μέγαν Κύρην». Παρά τον τίτλο του, ο Όθων προτίμησε να κάνει πρωτεύουσα του κρατιδίου του τη Θήβα, που ήταν μεγαλύτερη και πολύ πιο εμπορική πολη από την Αθήνα, που είχε πάθει και την τελευταία καταστροφή, πριν από ένα χρόνο, από την επιδρομή του Λέοντος Σουγρού. Ήταν ακόμη η Θήβα μακρυά από τη θάλασσα και λιγότερο εκτεθειμένη στους πειρατές, που συχνά κούρσεβαν την Αθήνα και τα περίχωρά της. Και ήταν τόσο ανεπτυγμένη και κερδοφόρα η πειρατεία στη Μεσόγειο, ώστε αργότερα και οι ίδιοι οι Ντελαρός, κατά τη μαρτυρία του Μαρίνου Σανούδου, έφτιαξαν δικά τους πειρατικά πλοία και έκαναν επιδρομές στην ανατολική Μεσόγειο με ορμητήριο την Εύβοια και το Ναύπλιο! Αλλά και οι Βυζαντινοί πειρατές ήταν περιβόητοι. Είχαν οργανώσει ναυτικές μοίρες, που έφεραν την αυτοκρατορική σημαία.

Όθων Ντελαρός.

Λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή του στην Ελλάδα ο Όθων Ντελαρός έφερε στο Δαφνί τους Γάλλους μοναχούς «Βενεδικτίνους – Κιστερκίους», από το Μοναστήρι Bellevaux της Βουργουνδίας, όπου ήταν οι τάφοι των προγόνων του. Το Μοναστήρι του Δαφνιού ονομάστηκε από τους Βενεδικτίνους Delphino ή Delphinet. Εκτός από το Δαφνί, εγκατεστάθηκαν τότε και άλλα Καθολικά μοναστήρια, στην Αθήνα, στην Εύβοια, στη Θήβα, στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη. Η Θήβα διατηρήθηκε πρωτεύουσα του Δουκάτου της Αθήνας όλο το διάστημα της ηγεμονίας των Ντελαρός και των διαδόχων τους, επίσης Γάλλων, Μπριέν (Brienne).

Ο Όθων Ντελαρός έμεινε στην Ελλάδα μία εικοσαετία. Το 1207 παντρεύτηκε την κόρη του άρχοντα της Βουργουνδίας Guyot de Ray. Είτε γιατί νοστάλγησε την πατρίδα του, είτε για άλλους λόγους, ο Όθων ξαναγύρισε στη Βουργουνδία το 1225, όπου και πέθανε το 1234. Φεύγοντας δεν αφήκε για διάδοχό του έναν από τους γιους του, όπως θα ήταν φυσικό και νόμιμο, αλλά τον ανεψιό του Γουίδο Ντελαρός (Guyot de lar Roch). Ο Γουίδος του παραχώρησε για αντάλλαγμα τα κτήματά του στη Βουργουνδία. Η Αθήνα, με ολόκληρη την Αττική και ένα μέρος της Βοιωτίας, ανταλλασσόταν με ένα κτήμα της Βουργουνδίας! Εκεί είχει καταντήσει η περίλαμπρη Πολιτεία…

Γουίδος Ντελαρός.

Η ηγεμονία του Γουίδου Ντελαρός κράτησε 38 χρόνια (1225 – 1263). Είναι γεμάτη από περιπέτειες πολεμικές και άλλες. Διατήρησε τη Θήβα πρωτεύουσα του κρατιδίου του. Αλλά ο θείος του Όθων είχε παραχωρήσει τη μισή Θήβα στη συγγενική του οικογένεια των Σαιντ Ομέρ (Saint Omer). Σώζονται ακόμα στη Θήβα τα ερείπια από τον «Πύργο του Σανταμέρη». Επί των ημερών του Γουίδου η Θήβα πήρε μεγάλη εμπορική ανάπτυξη, κυρίως με τη βιομηχανία του μεταξιού και των λινών υφασμάτων. Πολλοί Εβραίοι και Γενοβέζοι επιχειρηματίες είχαν εγκατασταθεί εκεί.

Πόλεμος Γουίδου και Βιλλαρδουίνου.

Ο Γουίδος στην αρχή είχε φιλικές σχέσεις με τους γείτονές του. Και όταν καταργήθηκε (1222) το φραγκικό κράτος της Θεσσαλονίκης από το Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο Άγγελο, το κρατίδιο της Αθήνας και ο Μέγας Κύρης του είχαν γίνει ανεξάρτητοι. Έπειτα όμως, ο Γουίδος ήλθε σε ρήξη με τον ηγεμόνα της Πελοποννήσου Γουλιέλμο Βιλλαρδουίνο (Villehardouin). Άρχισε τότε πόλεμος μεταξύ τους, με μεγάλη αγριότητα, με αποτέλεσμα να καταστρέφωνται οι ελληνικοί πληθυσμοί από τις επιδρομές και τις λεηλασίες των δύο αντιπάλων. Η αποφασιστική μάχη μεταξύ Ντελαρός και Βιλλαρδουίνου δόθηκε το καλοκαίρι του 1258 κοντά στα Μέγαρα. Ο Ντελαρός νικήθηκε και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Θήβα και να κλειστεί στο κάστρο της. Με την επέμβαση του Λατίνου Αρχιεπισκόπου και μερικών ιπποτών έγινε συμβιβασμός μεταξύ των δύο ηγεμόνων. Ο Μέγας Κύρης της Αθήνας υποχρεώθηκε ν’ αναγνωρίσει την επικυριαρχία του ηγεμόνα της Αχαΐας. Επί πλέον, ο Γουίδος Ντελαρός θα δικαζόταν από ένα ανώτατο δικαστήριο ιπποτών – μία «Κούρτη» – που θα συνεδρίαζε στο Νίκλι. Ύστερ’ από τη συμφωνία ο Βιλλαρδουίνος ξαναγύρισε θριαμβευτής στην Πελοπόννησο, αφού αφήκε προηγουμένως το στρατό του να λεηλατήσει την Αττική. Οι ελληνικοί πληθυσμοί, που είχαν πληρώσει τον πόλεμο των δύο ιπποτών, πλήρωναν τώρα και τη συμφωνία τους.

Η «Κούρτη» που έγινε στο Νίκλι δε θέλησε να λάβει απόφαση. Τα μέλη της δεν ήταν ανεξάρτητοι ιππότες και δεν μπορούσαν να δικάσουν ένα ηγεμόνα σαν το Μεγάλο Κύρη της Αθήνας. Και η απόφαση του δικαστηρίου των ιπποτών άφησε το Γουίδο να δικαστεί από το βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ΄, που ήταν ο φυσικός προστάτης των Γάλλων ιπποτών στην Ελλάδα. Μετά την απόφαση της «Κούρτης» ο Γουίδος Ντελαρός ξαναγύρισε στη Θήβα και ετοιμάστηκε ν’ αναχωρήσει για τη Γαλλία, προκειμένου να δικαστεί από το Λουδοβίκο. Την άνοιξη του 1259 ξεκίνησε με δύο γαλέρες για τη Γαλλία. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ΄, που η Καθολική Εκκλησία τον έχει κατατάξει στους αγίους της, δέχτηκε με ευμένεια και καλωσύνη το Γουίδο. Και αφού άκουσε την απολογία του, τον έστειλε να δικαστεί στο Παρλαμέντο, που το αποτελούσαν οι ανώτατοι κληρικοί και ιππότες του βασιλείου του. Η απόφαση του Παρλαμέντου, στη δίκη που ακολούθησε, ήταν περισσότερο διπλωματική από δικαστική. «Κατά τύπους ο Γουίδος ήταν ένοχος, αλλά οι κόποι που έκανε και τα έξοδα για ένα τόσο δύσκολο και μακρυνό ταξίδι, ήταν αρκετή τιμωρία, ώστε να εξαγνίσει τα παράπτωμά του».

Η Αθήνα γίνεται δουκάτο.

Την απόφαση του Παρλαμέντου την επικύρωσε ο Λουδοβίκος και την ανακοίνωσε στο Ντελαρός, που συγκινήθηκε, γονάτισε μπροστά στο βασιλιά και του φίλησε τα πόδια. Και όταν ο βασιλιάς τον ρώτησε αν είχε να του ζητήσει κάποια χάρη, ο Γουίδος τον παρακάλεσε να του απονείμει τον τίτλο του Δούκα. «Να τον λαλούν και λέγουσιν των Αθηνών ο Δούκας», όπως γράφει το «Χρονικόν του Μωρέως», που δίνει με πολλές λεπτομέρειες, τους πολέμους του Γουίδου Ντελαρός, την Κούρτη του Νίκλι και το ταξίδι του στην Γαλλία. Ο Λουδοβίκος δέχτηκε την αίτηση του Ντελαρός και από την εποχή εκείνη (1260) ο Φράγκος ηγεμόνας της Αθήνας ονομάζεται «Δούκας», αντί του τίτλου που είχε ως τότε: «Sire» ή «Μέγας Κύρης» στα ελληνικά. Το νέο τίτλο του «Δούκα» οι σύγχρονοί του θέλησαν να τον περιβάλουν με κάποιο θρύλο. Το «Χρονικόν του Μωρέως» γράφει ότι η προσωνυμία του «Δούκα της Αθήνας» υπήρχε από την … αρχαιότητα. Και ο Βυζαντινός ιστοριογράφος Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει ότι, ο τίτλος του Δούκα είχε δοθεί στον άρχοντα της Αττικής και της Αθήνας από το Μεγάλο Κωνσταντίνο.

Η Μάχη της Πελαγωνίας.

Ενώ ο Γουίδος βρισκόταν ακόμη στη Γαλλία, έφθασαν σ’ αυτόν συγκλονιστικά νέα. Ο εχθρός του ηγεμόνας της Αχαΐας Βιλλαρδουίνος είχε νικηθεί και συλληφθεί αιχμάλωτος από τον αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Παλαιολόγο στη μεγάλη μάχη της Πελαγωνίας, στα σύνορα Ηπείρου και Μακεδονίας. Στη μάχη είχε πέσει και το άνθος από τους ιππότες της Αχαΐας. Μπροστά στην καταστροφή αυτή, οι βαρώνοι της Πελοποννήσου είχαν ανακηρύξει το Γουίδο «Βάιλο της Αχαΐας», δηλαδή τοποτηρητή του Βιλλαρδουίνου. Και είχαν στείλει πρεσβεία στη Γαλλία να του ζητήσει να γυρίσει αμέσως στην Ελλάδα, γιατί ο πληθυσμός της Πελοποννήσου ετοιμαζόταν για επανάσταση. Ο Ντελαρός έσπευσε να γυρίσει. Αποβιβάστηκε επισήμως στη Γλαρέντζα, που ήταν από τα μεγαλύτερα κάστρα του Μωριά, και πήρε τη διοίκηση της Πελοποννήσου. Στο Δουκάτο της Αθήνας αφήκε αντικαταστάτη του τον αδελφό του Όθωνα Ντελαρός. Ο Γουίδος, ιπποτικά φερόμενος, δε θέλησε ούτε να εκδικηθεί τον παλιό αντίπαλό του, ούτε ν’ αρπάξει τις επαρχίες του. Απεναντίας, προσπάθησε ειλικρινά να τον απελευθερώσει, προσφέροντας λύτρα στο Μιχαήλ Παλαιολόγο. Και εν ονόματι του Βιλλαρδουίνου κυβέρνησε με πολλή σωφροσύνη τις επαρχίες του.

Απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως.

Ενώ ο Βιλλαρδουίνος εξακολουθούσε να είναι αιχμάλωτος του αυτοκράτορα της Νίκαιας, σημαντικά γεγονότα συνέβηκαν στην Ανατολή. Ο στρατηγός του Παλαιολόγου Αλέξιος Στρατηγόπουλος κυριεύει την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους (1261) και καταλύει τη Λατινική αυτοκρατορία. Μετά τρεις εβδομάδες, ανήμερα της Παναγίας (15 Αυγούστου), μπαίνει στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος. Ο τελευταίος Φράγκος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Β΄ φεύγει κρυφά, με βενετικό πλοίο, για την Αθήνα και από εκεί για τη Γαλλία. Φεύγοντας παίρνει μαζί του και μερικά άγια λείψανα. Και κατόρθωσε να λύσει το οικονομικό πρόβλημα στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, πουλώντας τα άγια λείψανα και απανέμοντας – ως «αυτοκράτορας» του Βυζαντίου – φανταστικούς τίτλους σε μερικούς ανόητους και φιλόδοξους πλούσιους της Ιταλίας και της Γαλλίας. Τα άγια λείψανα ήταν περιζήτητα το Μεσαίωνα και ακριβοπληρώνονταν. Αναφέρουν το εξής: Ο Βαλδουίνος, όταν ήταν ακόμη αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη, είχε δανειστεί από το βαρώνο της Καρύστου Όθωνα de Cicons πέντε χιλιάδες υπέρπυρα (χρυσά νομίσματα) και είχε δώσει για ενέχυρο, σε τόσο σημαντικό ποσό, ένα από τα πολλά χέρια που κυκλοφορούσαν του Ιωάννου του Βαπτιστή. Και όταν ο Βαλδουίνος έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και δεν είχε να πληρώσει το χρέος του, ο βαρώνος της Καρύστου έμεινε «πολύ ικανοποιημένος», γιατί ο τέως αυτοκράτορας δέχτηκε να του αφήσει το «άγιο κόκκαλο», για εξόφληση του δανείου! … Ο Βαλδουίνος είχε πουλήσει και το μολύβι από τις στέγες των ανακτόρων της Κωνσταντινουπόλεως, για να εξοφλήσει χρέη του. Και είχε δώσει ενέχυρο σε Βενετούς δανειστές το … γιο του Φίλιππο, για εγγύηση ότι θα πληρώσει!

Με την εγκατάσταση του Μιχαήλ Παλαιολόγου στην Κωνσταντινούπολη, μεταφέρονται εκεί ο Βιλλαρδουίνος και οι άλλοι αιχμάλωτοι ιππότες. Ο Γουίδος Ντελαρός επαναλαμβάνει τα διαβήματά του στον αυτοκράτορα για την απελευθέρωση των κρατουμένων. Και ύστερ’ από πολλές διαπραγματεύσεις, συμφωνήθηκε να πάρει ο Παλαιολόγος τα τέσσερα μεγάλα κάστρα του Μωριά: το Μυστρά, τη Μάινα, το Γεράκι και τη Μονεμβάσια και να ελευθερώσει το Βιλλαρδουίνο, που θα ήταν πια ηγεμόνας υποτελής, του αυτοκράτορα. Τη συμφωνία έπρεπε να την επικυρώσει η «Κούρτη» του Νίκλι.

Η «Κούρτη» του Νίκλι.

Το 1262 έγινε στο Νίκλι η «Κούρτη». Ήταν από τις πιο περίεργες της ιστορίας. Επειδή όλοι οι βαρώνοι έλειπαν – άλλοι είχαν σκοτωθεί στη μάχη της Πελαγωνίας και άλλοι ήταν αιχμάλωτοι του Παλαιολόγου – τους αντικατάστησαν οι γυναίκες τους. Οι μόνο άντρες στην «Κούρτη» ήταν οι δύο γραμματικοί. Στο πρωτότυπο αυτό συνέδριο παρουσιάστηκε ο Γουίδος κι’  αφού προσφώνησε τις συνεδριάζουσες γυναίκες, υποστήριξε πως δεν έπρεπε να δεχτούν τέτοιους βαρείς όρους και να χάσουν τα κάστρα «που εκέρδισαν με κόπον οι γονείς τους». Και πρόσθεσε, ιπποτικότατα, κατά το «Χρονικόν του Μωρέως», πως ήταν πρόθυμος να πάει αυτός φυλακή για ν’ αντικαταστήσει το Βιλλαρδουίνο και να βάλει εγγύηση στον Παλαιολόγο το Δουκάτο της Αθήνας για να τον ελευθερώσει. Οι γυναίκες όμως της «Κούρτης», που ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο να ξαναϊδούν τους άντρες τους από τα τέσσερα κάστρα του Μωριά, επικύρωσαν τη συμφωνία. Ο Βιλλαρδουίνος και οι ιππότες αφέθηκαν ελεύθεροι και γύρισαν στην Πελοπόννησο. Ο Βιλλαρδουίνος έγινε και πάλι ηγεμόνας Αχαΐας και πέθανε το 1278, δέκα έξι χρόνια μετά την επιστροφή του.

Η παράδοση των τεσσάρων κάστρων της Λακωνικής χερσονήσου στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, άνοιξε καινούργια εποχή για τους Παλαιολόγους στην Πελοπόννησο και ήταν η αρχή για την κατάρρευση της Φραγκοκρατίας στο Μωριά. Με πρωτεύουσα το Μυστρά δημιουργήθηκε το νέο Ελληνικό κράτος της Πελοποννήσου. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος σχεδίαζε να απαλλάξει την Ελλάδα από τη Φραγκοκρατία. Υπολόγιζε και στον ελληνικό πληθυσμό, που στο μεταξύ είχε γίνει εμπειροπόλεμος, γιατί τον στράτευαν τακτικά οι Φράγκοι ηγεμόνες. Επειδή όμως δεν είχε να διαθέσει αρκετό στρατό, έστειλε στην Πελοπόννησο πέντε χιλιάδες μισθοφόρους μουσουλμάνους Σελτζουκίδες. Αυτοί πολέμησαν στην αρχή με τους Βυζαντινούς. Έπειτα όμως πήγαν με τους Φράγκους, που τους έδωκαν περισσότερα. Αυτό θα γίνει και αργότερα. Μισθοφόροι των Βυζαντινών ή των Φράγκων θα αυτομολούν στον αντίπαλο, όταν θα τους πληρώνει καλύτερα. Όλοι όμως αυτοί οι ξένοι πλιατσικολογούσαν άγρια τις περιοχές που πολεμούσαν, με αποτέλεσμα να ερημωθεί η Πελοπόννησος.

Ιωάννης Ντελαρός.

Το 1263 πέθανε ο Γουίδος Α΄. Τον διαδέχεται στο Δουκάτο της Αθήνας ο πρωτότοκος γιος του Ιωάννης. Λίγο πριν πεθάνει ο Γουίδος είχε αφήσει στο δευτερότοκο Γουλιέλμο το κάστρο της Λιβαδειάς. Η περίοδος που ο Ιωάννης κυβέρνησε την Αθήνα είναι γεμάτη πολέμους και περιπέτειες. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, μετά την ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, προσπάθησε να επεκτείνει τα όρια του κράτους του στην κυρίως Ελλάδα και στην Ήπειρο. Και ασφαλώς, θα είχε από τότε καταλύσει τη φράγκικη κυριαρχία στην Ελλάδα, αν δε συμμαχούσαν με τους Φράγκους εναντίον του Παλαιολόγου οι Άγγελοι που είχαν ιδρύσει το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Στον πόλεμο που ακολούθησε ο Ιωάννης Ντελαρός σημείωσε επιτυχίες και αποτυχίες. Νίκησε το στρατό του Παλαιολόγου στην Υπάτη (1275) και κέρδισε και άλλες νίκες. Τελικά όμως στη μάχη της Ευβοίας (1278), όχι μόνο νικήθηκε από τους Βυζαντινούς, αλλά πιάστηκε και αιχμάλωτος μαζί με άλλους ιππότες και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος έδειξε μεγάλη επιείκεια απέναντι του Δούκα της Αθήνας. Τον αφήκε ελεύθερο να επιστρέψει στο δουκάτο, αφού πήρε για αποζημίωση μόνο 30 χιλιάδες χρυσά νομίσματα και την υπόσχεση του Ιωάννη για διαρκή ειρήνη. Δύο χρόνια μετά την επιστροφή του στη Θήβα, ο Ιωάννης πέθανε ανύπαντρος. Τον διαδέχεται ο αδελφός του Γουλιέλμος, βαρώνος της Λιβαδειάς. Ο Γουλιέλμος είχε παντρευτεί Ελληνίδα. Την κόρη του σεβαστοκράτορα Μεγαλοβλαχίας (Θεσσαλίας) Ιωάννου Αγγέλου, που του έδωσε για πορίκα τις πόλεις: Ζητούνι, Γαρδίκι και Σιδηρόκαστρο.

Γουλιέλμος Ντελαρός.

Ο νέος Δούκας της Αθήνας Γουλιέλμος Α΄ (1280 – 1287), έρχεται σε συνεννοήσεις με τον πανίσχυρο τότε βασιλιά της Σικελίας και Νεαπόλεως Κάρολο Α΄ τον Ανδεγαβικό και τον αναγνωρίζει για επικυρίαρχο. Με την αναγνώριση της επικυριαρχίας του Καρόλου, ο Γουλιέλμος ζητούσε να εξασφαλιστεί από τον κίνδυνο του Βυζαντίου. Αλλά προχώρησε και περισσότερο. Άρχισε να ετοιμάζεται για να λάβει μέρος στην εκστρατεία που είχαν οργανώσει, ο Πάπας Μαρτίνος Δ΄, η Βενετία και ο Κάρολος Α΄, για να ξαναπάρουν την Κωνσταντινούπολη. Αλλά η επανάσταση της Σικελίας (30 Μαρτίου 1282), που είναι γνωστή στην ιστορία με το όνομα «Σικελικός Εσπερινός», ανατρέπει τα μεγαλεπήβολα σχέιδα του Πάπα και των συνεταίρων του. Ο Κάρολος Α΄ βρέθηκε χωρίς θρόνο, 8.000 Γάλλοι θανατώθηκαν και καγκελάριος στη Σικελία έγινε ο Πρόχυτος (Ιωάννης da Procida), που είχε κάνει την επανάσταση με την υποκίνηση και την οικονομική ενίσχυση του Μιχαήλ Παλαιολόγου.

Γουίδος Β΄ Ντελαρός.

Ο Γουλιέλμος Ντελαρός πέθανε το 1287 και αφήκε το Δουκάτο της Αθήνας στο γιο του Γουίδο Β΄. Επειδή ο Γουΐδος ήταν ανήλικος, την κυβέρνηση την πήρε η μητέρα  του Ελένη, που ήταν Ελληνίδα. Η φραγκοκρατούμενη Αθήνα για λίγο καιρό κυβερνήθηκε από Ελληνίδα. Η Ελένη αποφάσισε (1291) να παντρευτεί, για να έχει ένα συνεργάτη και προστάτη, τον ευγενή Γάλλο από την Καμπανία Ούγο Βριέννιο, που ήταν τότε βαρώνος της Καρύταινας. Ο Βριέννιος ουσιαστικά κυβέρνησε το Δουκάτο ως την ενηλικίωση του Γουίδου. Η ενηλικίωση του Γουίδου έγινε με μεγάλη επισημότητα στο δουκικό ανάκτορο της Θήβας το 1294. Οι χρονικογράφοι της εποχής και ιδιαίτερα ο Ισπανός Ραμόν Μουντάνερ, που ήταν στην ενηλικίωση, μας δίνουν λεπτομέρειες από τους πανηγυρισμούς και τις τελετές που συνόδευσαν την αναρρήχηση στο δουκικό θρόνο του νεαρού Ντελαρός. Ο Μουντάνερ προσθέτει ότι: «ο Δούκας της Αθήνας ήταν, μετά τους βασιλείς, ο επιφανέστερος και ο πλουσιότερος από τους δυνάστες της Ρωμανίας (Ελλάδος)».

Γάμος του Γουίδου και αντιδράσεις.

Λίγο καιρό μετά την ενηλικίωσή του ο Γουίδος Β΄ αποφάσισε να παντρευτεί την κόρη του ηγεμόνα της Αχαΐας. Ο γάμος γινόταν για πολιτικούς λόγους. Ο πατέρας της νύφης και άρχοντας της Αχαΐας Φλωρέντιος είχε πεθάνει και αφήκε την ηγεμονία στην κόρη του Ματθίλδη, που την επιτρόπευε η μητέρα της Ισαβέλλα Βιλλαρδουίνου. Ο Γουίδος ζήτησε σε γάμο τη Ματθίλδη, που ήταν τότε … 5 χρονών! Με το γάμο αυτό θα ενωνόταν η Αχαΐδα με το Δουκάτο της Αθήνας. Η πρόταση έγινε δεκτή και ακουλούθησαν μεγαλόπρεπες γαμήλιες τελετές στο κάστρο Βλιζίρι (Blisiere), ξακουσμένο το μεσαίωνα για τους κήπους του και τα ανάκτορά του. Η αυλή των Βιλλαρδουίνων ήταν μία από τις λαμπρότερες της Ευρώπης. Πολλοί ιππότες πήγαιναν εκεί για να εκπαιδευτούν στην πολεμική τέχνη. Ονομαστή ήταν η πολυτέλεια και εθιμοτυπία που επικρατούσε. Ογδόντα ιππότες με χρυσά σπειρούνια και φανταχτερές στολές αποτελούσαν την τιμητική φρουρά του ηγεμόνα. Με ανάλογη μεγαλοπρέπεια έφθασε και ο γαμπρός Γουίδος Β΄ στο Βλιζίρι. Τον συνόδευαν όλοι οι βαρώνοι της Στεράς Ελλάδος. Το ηγεμονικό ανάκτορο της Θήβας δεν υστερούσε σε πλούτο και λαμπρότητα. Ο Δούκας της Αθήνας πήρε για πρώτη προίκα την Καλαμάτα και αργότερα θα έπαιρνε όλη την Αχαΐα, όταν θα γινόταν ενήλικη η νύφη. Ο γάμος έμεινε ιστορικός και το γλέντι κράτησε 20 ημέρες. Ο Καθολικός Επίσκοπος της Ωλένης ευλόγησε το μυστήριο.

Μετά το γάμο, ο Δούκας της Αθήνας γύρισε στη Θήβα με την πεντάχρονη γυναίκα του. Ο λαός τους υποδέχτηκε με μεγάλο ενθουσιασμό. Τον ίδιο όμως ενθουσιασμό δεν έδειξε και ο βασιλιάς της Νεαπόλεως Κάρολος Β΄, που είχε την επικυριαρχία της Αχαΐας. Σχεδίαζε να παντρέψει τη Ματθίλη με κάποιο από τους γιους του  ή εγγονούς του. Και όταν έμαθε το γάμο, ζήτησε από το Γουίδο να τον ακυρώσει, γιατί είχε γίνει χωρίς τη συγκατάθεσή του και του έστειλε διαταγή να στείλει εντός τριών ημερών τη νύφη στη μητέρα της. Ξεσηκώθηκε και ο Πάπας, βαλτός από τον Κάρολο Β΄, και ζήτησε την άμεσο ακύρωση του γάμου, καταγγέλλοντας το Γουίδο για «αιμομίκτη», επειδή η Ματθίλδη ήταν τρίτη εξαδέλφη του! Ο Γουίδος αρνήθηκε να χωρίσει τη γυναίκα του και έστειλε πρεσβεία στον Πάπα και στον Κάρολο για να διαπραγματευθεί το ζήτημα. Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν χρόνια. Στο τέλος ο Πάπας και ο Κάρολος Β΄ αναγκάστηκαν (1300) να δώσουν τη συγκατάθεσή τους. Και η Ματθίλδη έμεινε οριστική σύζυγος του Γουίδου και έγινε «ουσιαστική» όταν συμπλήρωσε το δωδέκατο χρόνο της ηλικίας και κηρύχτηκε «ενήλικος». Με την ενηλικίωση της Ματθίλδης (1305), έγιναν νέες γιορτές στο φημισμένο παλάτι της Θήβας. Ηγεμόνες, ιππότες, αρχιεπίσκοποι και κληρικοί, μαζί με τις ωραιότερες και πλουσιότερες από τις Φράγκισσες αρχόντισσες, μαζεύτηκαν για να γιορτάσουν την ενηλικίωση και τον ουσιαστικό γάμο της Δούκισσας της Αθήνας. Κατά σύγχρονο χρονικογράφο, στην αυλή του Δούκα της Αθήνας μιλούσαν τόσο καλά τα γαλλικά, όσο και στο Παρίσι. Ο Γουίδος είχε μάθει και τα ελληνικά από τη μητέρα του.

Επέκταση του Δουκάτου της Αθήνας.

Την εποχή του Γουίδου Β΄ το Δουκάτο της Αθήνας είχε τη μεγαλύτερη έκτασή του. Εκτός από τη Στερεά Ελλάδα, ο Γουίδος εξουσίαζε, σα βάιλος, το Φραγκικό κράτος του Μωριά, και, σαν επίτροπος του ανήλικου διαδόχου της Μεγαλοβλαχίας, τη Θεσσαλία. Το «Χρονικόν του Μωρέως» μας πληροφορεί ότι, τον αναγνώριζαν για «Μέγαν Κύρην» και ήταν αφοσιωμένοι σ’ αυτόν όλοι οι ιππότες της Ελλάδος. Ο Γουίδος μπορούσε να συγκεντρώσει 40.000 στρατό και το κράτος του ευημερούσε και οικονομικώς. Γιατί η Θήβα ξέρουμε πως ήταν τότε εμπορική και πλούσια πολιτεία με πολούς Γενοβέζους και Εβραίους εμπόρους. Για την Αθήνα δεν υπάρχουν πληροφορίες. Γνωρίζουμε όμως πως τότε γινόταν εξαγωγή σταριού και άλλων προϊόντων από την Αττική σε ξένα μέρη, ενώ άλλοτε δεν έφθανε το στάρι ούτε για τους Αθηναίους. Επομένως η Αθήνα πρέπει να είχε κάποια εμπορική κίνηση, για να κάνει και εξαγωγές.

Θάνατος του Γουίδου Β΄.

Αλλά η ευτυχία του πανίσχυρου Δούκα της Αθήνας δε διατηρήθηκε πολύ καιρό. Αν και νεώτατος – μόλις τριάντα χρονών – έπαθε φυματίωση. Και παρ’ όλες τις προσπάθειες των γιατρών δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει το μοιραίο. Σε λίγο πέθανε στην Αθήνα, όπου είχε μεταφερθεί για αλλαγή κλίματος. Τον έθαψαν (6 Οκτωβρίου 1308) στο Μοναστήρι του Δαφνιού, που το είχαν οι Καθολικοί καλόγεροι Βενεδικτίνοι Κιστερκιανοί. Ο Γουίδος πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους. Η γυναίκα του ήταν 15 χρονών και η κυβέρνηση του Δουκάτου απαιτούσε κάποιον ισχυρό άρχοντα. Και η «Κούρτη» διάλεξε το Βάλθερο Βριέννιο (Gautier de Brienne), πρώτο εξάδελφο του Γουίδου. Ο Βριέννιος είχε πολεμήσει στη Σικελία εναντίον του καταλανικού στρατού. Γνώριζε ακόμη και την αυλή της Θήβας, όπου είχε μείνει όταν ο πατέρας του ήταν κηδεμόνας του Γουίδου Β΄.

Βαλθέρος Βριέννιος.

Το 1309 ο Βριέννιος αναλαμβάνει το Δουκάτο της Αθήνας. Για να εξασφαλιστεί από το βόρειο γείτονά του, το σεβαστοκράτορα της Μεγαλοβλαχίας Ιωάννη Β΄, που τον απειλούσε, παίρνει στην υπηρεσία του 8.000 Ισπανούς Καταλανούς. Οι τυχοδιώκτες αυτοί πολεμιστές, καταδιωκόμενοι από τους Βυζαντινούς, είχαν κατέβει από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία. Ζούσαν με τη διαρπαγή και τη λεηλασία και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των επαρχιών που φθάναν. Στην ιστορία είναι περισσότερο γνωστοί με το όνομα «Αλμογάβαροι», που πιθανότατα παράγεται από την αραβική λέξη «αλ –μουγκαβίρ», που σημαίνει το στρατιώτη που κάνει επιδρομή σε εχθρική χώρα. Οι Καταλανοί είχαν κάποια οργάνωση που βασιζόταν στα έθιμα της Βαρκελώνης. Είχαν και αρχηγούς που, συνήθως, αλληλοεξοντώνονταν μεταξύ τους. Οι ξένοι ιστορικοί τους αναφέρουν με το όνομα  «compnia» των Καταλανών. Το «Χρονικόν του Μωρέως» χρησιμοποιεί τη λέξη «Κουμπανία» και άλλοι «Συντροφιά των Καταλανών». Στην πραγματικότητα επρόκειτο περί μεγάλη ληστοσυμμορίας. Έτσι, τουλάχιστο, τους γνώρισαν οι δύστυχοι ελληνικοί πληθυσμοί, όταν κατέβηκαν στη Στερεά Ελλάδα και έγιναν στην αρχή μισθοφόροι και έπειτα αντίπαλοι του τελευταίου Γάλλου Δούκα της Αθήνας Βαλθέρου Βριενίου.

Σύγκρουση Βριεννίου και Καταλανών.

Με τη βοήθεια των Καταλανών ο Βριέννιος εισβάλλει στη Μεγαλοβλαχία, που είχε πρωτεύουσα την Υπάτη και περιλάμβανε τη Φθιώτιδα και τη Θεσσαλία. Την Υπάτη την ονόμαζαν τότε «Νέαι Πάτραι». Ο στρατός του Βριεννίου σημειώνει μεγάλες επιτυχίες. Καταλαμβάνει επάνω από τριάντα οχυρωμένες πόλεις και φθάνει στα παράλια του Παγασιτικού κόλπου. Οι αντίπαλοι του Βριεννίου αναγκάζονται να συνθηκολογήσουν και να δεχτούν τους όρους του. Μετά τις επιτυχίες του ο Βριέννιος δεν είχε ανάγκη από τους Καταλανούς, που λεηλαούτσαν τη χώρα του, και ζήτησε να απαλλαγεί από αυτούς. Κράτησε τους καλύτερους ιππείς και μερικούς πεζούς. Τους μοίρασε χρήματα και χωράφια, που πήρε από τους ελληνικούς πληθυσμούς. Στους υπόλοιπους είπε να φύγουν από το κράτος του. Αλλά οι Καταλανοί δεν ήταν τόσο καλόβολοι, όπως τους φαντάστηκε. Εννέα χρόνια πολεμούσαν στη Μικρά Ασία και στη Βόρειο Ελλάδα, είτε σα μισθοφόροι, είτε και για λογαριαμό τους. Επάγγελμα άλλο από τον πόλεμο, ούτε ήξεραν, ούτε μπορούσαν να κάνουν. Βρίσκοντας πως οι περιοχές του Βριεννίου, ιδίως η Βοιωτία, ήταν και πολύ έυφορες, αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί. Αρνήθηκαν να φύγουν, με την πρόφαση πως ο Βριέννιος τους χρωστούσε μερικούς μισθούς.

Η μάχη του Κηφισού.

Ο Βριέννιος αποφάσισε τότε να ετοιμάσει στρατό και να τους διώξει με τη βία. Κάλεσε τους βαρώνους της Στερεάς Ελλάδος, της Ευβοίας και της Πελοποννήσου, που πρόθυμα δέχτηκαν να τον βοηθήσουν. Ως και αυτός ο μακρινός Κόμης της Κεφαλληνίας έσπευσε στο προσκλητήριο του Δούκα της Αθήνας. Το Μάρτιο του 1311 ο στρατός του Βριεννίου ήταν έτοιμος, με το άνθος των ιπποτών της φραγκοκρατούμενης Ελλάδος. Εφτακόσιοι Γάλλοι ιππότες ακολουθούσαν τη σημαία του Βριεννίου. Για τη δύναμη του στρατού του δε συμφωνούν οι αριθμοί των χρονικογράφων της εποχής και των νεώτερων ιστορικών. Το βέβαιο είναι πως ο στρατός του Βριεννίου ήταν πολύ μεγαλύτερος από τις 8.000, σε πεζικό και ιππικό, που είχαν παρατάξει οι Καταλανοί. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς ανεβάζει το στρατό του Βριεννίου σε 6.400 καβαλάρηδες και περισσότερους από 8.00 πεζούς και ο Μουντάνερ σε 700 Γάλλους ιππότες και 24.000 πεζούς. Από τις 8.000 των Καταλανών, οι 3.000 ήταν Τούρκοι. Και καμμιά εμπιστοσύνη δεν μπορούσαν να έχουν σ’ αυτούς. Οι Τούρκοι περίμεναν να ιδούν ποιος θα νικήσει, για να σπεύσουν να τον βοηθήσουν στην καταδίωξη του νικημένου και προ παντός στη λεηλασία που ακολουθούσε ύστερ’ από κάθε μάχη.

Τα κείμενα, παλαιότερα και νεώτερα, διαφωνούν και για την τοποθεσία που έγινε η μάχη. Το πιθανότερο είναι πως έγινε κοντά στην Κωπαΐδα λίμνη. Οι Καταλανοί είχαν παραταχθεί στις πλαγιές μερικών λόφων. Μπροστά από αυτούς εκτεινόταν μια καταπράσινη κοιλάδα. Ήταν τα τέλματα της λίμνης της Κωπαΐδος. Σκεπασμένα από χόρτα και αγριολούλουδα, έδιναν την εντύπωση πρασινισμένου κάμπου. Οι σατανικοί Καταλανοί είχαν φροντίσει, με τάφρους και διώρυγες, να ρίξουν τα νερά του Βοιωτικού Κηφισσού στη λίμνη, ώστε να κάνουν ακόμη πιο τέλμα το έδαφός της. Απέναντι από τους Καταλανούς παρατάχθηκε ο στρατός του Βριεννίου. Κι’ εκεί δόθηκε η μάχη, που τόσο απρόοπτες και τραγικές συνέπειες είχε για το Βριέννιο και τους Φράγκους ιππότες της Ελλάδος.

Πανωλεθρία των ιπποτών.

Άμα συμπληρώθηκε η παράταξη των Φράγκων, ο Βάλθερος Βριέννιος, επί κεφαλής διακοσίων εκλεκτών ιπποτών, όρμησε ακάθεκτος κατά του αντιπάλου. Τον ακολουθούσε το ιππικό του και πιο πίσω το πεζικό. Αλλά οι ιππότες, πριν φθάσουν στο μέσο του κάμπου, βρέθηκαν χωμένοι μέσα στη λάσπη και στα έλη, μη μπορώντας να κινηθούν. Οι Καταλανοί άρχισαν να τους χτυπούν με τα βέλη και τα ακόντια. Και ήταν τρομεροί στο ρίξιμο του ακοντίου. Τα πληγωμένα άλογα των ιπποτών βυθίζονταν μέσα στα έλη, παρασύροντας και τους αναβάτες. Στο τέλος οι Καταλανοί όρμησαν επάνω τους και τους αποτέλειωσαν. Τους ακολούθησαν και οι Τούρκοι, που ως εκείνη την ώρα δεν είχαν λάβει μέρος στη μάχη, περιμένοντας το αποτέλεσμα. Οι καλύτεροι ιππότες της Ρωμανίας βρήκαν το θάνατο στα έλη της Κωπαΐδος. Μερικούς τους έπιασαν αιχμάλωτους. Ο στρατός των Φράγκων, όταν έμεινε χωρίς αρχηγούς, περικυκλώθηκε από τους Καταλανούς και σφάγηκε ανηλεώς. Μετά τη σφαγή οι Καταλανοί βρήκαν το πρώμα του Βριεννίου. Έκοψαν το κεφάλι και το περιφέραν θριαμβευτικά στο στρατόπεδό τους. Το σώμα του το πήραν οι Τούρκοι, για να κάνουν και αυτοί το « θρίαμβό» τους. Ύστερ’  από πολλά χρόνια το κεφάλι του Βαλθέρου Βριεννίου παραδόθηκε στην οικογένειά του.

Οι Καταλανοί κύριοι της Αθήνας.

Μετά την εύκολη και ανέλπιστη νίκη τους, οι Καταλανοί προχώρησαν νοτιότερα. Έγιναν κύριοι διαδοχικά της Λιβαδειάς, της Θήβας και της Αθήνας. Την προέλασή τους την ακολουθούσε τρομερή λεηλασία Καταλανών. Στο τέλος όμως της Καταλανοκρατίας τα πράγματα έγιναν πιο ελαστικά και επιτρέψαν μικτούς γάμους, ιδίως Καταλανών με Ελληνίδες.

Η Εκκλησία.

Στα εκκλησιαστικά ζητήματα η κατάσταση έμεινε όπως και επί των Γάλλων δουκών. Η Ορθόδοξος Εκκλησία ήταν μια ανεκτή αίρεση σχισματικών χριστιανών. Η Καθολική Εκκλησία ήταν η επίσημη στο Δουκάτο, με τον οργανισμό που είχε επιβάλει ο Πάπας. Μόνο που αντί για Γάλλους επισκόπους και παπάδες, ο βασιλιάς της Σικελίας διόριζε Ισπανούς, με το δικαίωμα της εκλογής που είχε για τους ιερωμένους. Τη γαλλική γλώσσα στο Δουκάτο την αντικατάστησε η καταλανική διάλεκτος. Σ’ αυτή γράφονται τα δημόσια έγγραφα και οι συνθήκες.

Η Αθήνα, συμπρωτεύουσα του Δουκάτου.

Για λόγους, κυρίως, στρατιωτικούς η Αθήνα έγινε συμπρωτεύουσα με τη Θήβα. Από τις ανώτατες αρχές άλλες έμειναν στη Θήβα και άλλες μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και ιδιαίτερα οι στρατιωτικές. Με τους συνεχείς πολέμους που είχαν οι Καταλανοί με τη Βενετία, η Αθήνα, που βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, παρουσίαζε μεγαλύτερο στρατηγικό ενδιαφέρον από τη Θήβα. Οι Καταλανοί φρόντισαν να ενισχύσουν τα τείχη που περιβάλλαν την Αθήνα και την Ακρόπολη. Η πόλη είχε περιοριστεί από τα τελευταία βυζαντινά χρόνια, γύρω από την Αγορά και στο Ριζόκαστρο. Επομένως θα ενίσχυσαν τα δύο μικρότερα τείχη, το υστερορρωμαϊκό και του Ριζόκαστρου. Τότε, φαίνεται, πως έγινε και ο φραγκικός πύργος στην Ακρόπολη, ο λεγόμενος «Κουλάς» στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τον κατεδάφισαν το 1875. Βρισκόταν στο δεξί μέρος των Προπυλαίων, κοντά στο Ναό της Απτέρου Νίκης. Αυτά ήταν και τα μόνο έργα που έκαναν οι Καταλανοί στο διάστημα της κατοχής τους. Την εποχή των Καταλανών δεν υπήρχαν ούτε φανταχτερές δουκικές αυλές, όπως τον καιρό των Γάλλων, ούτε διασκεδάσεις και μεγαλόπρεπες γιορτές. Οι Καταλανοί έμειναν, στα πρώτα χρόνια, πρωτόγονοι πολεμιστές, λιτοδίατοι και αγροίκοι. Όπως έλεγε ένας Καταλανός στρατιώτης:  «Δεν είμαστε κατάλληλοι για καμμιά δουλιεά. Το μόνο που ξέρουμε είναι να πολεμούμε».

Οι Αθηναίοι, αφού πέρασαν τη λαίλαπα και τη θεομηνία των πρώτων μηνών μετά την καταλανική εισβολή, εξακολουθούσαν να ζουν ή μάλλον να  φυτοζωούν, όπως και επί των κυριάρχων Γάλλων. Θα παρατηρήθηκε, ίσως, μεγαλύτερη κίνηση στην Αθήνα μετά τη μεταφορά των καταλανικών αρχών. Αλλά είναι ζήτημα αν αυτό ήταν ευεργετικό για τους κατοίκους ή αντιμετώπισαν μεγαλύτερες απαιτήσεις και χειρότερη αποστράγγιση από τους άξεστους υπαλληλους που θα εγκαταστάθηκαν.

Οι εχθροί των Καταλανών.

Η διακυβέρνηση του Δουκάτου της Αθήνας με το Γενικό Επίτροπο Εστανιόλ κράτησε μία τετραετία. Στο διάστημα αυτό ο εκπρόσωπος του βασιλιά της Σικελίας έδειξε αρκετή σωφροσύνη και ικανότητα, ιδίως απέναντι των εξωτερικών εχθρών των Καταλανών. Και δεν είχαν παρά μόνο εχθρούς: τους Φράγκους της Πελοποννήσου, τους Έλληνες Δεσπότες των Νέων Πατρών (Υπάτης) και Άρτας, τους Βυζαντινούς, τον Πάπα, τη Βενετία και τους Βριεννίους, που ετοίμαζαν εκστρατεία για να ξαναπάρουν το Δουκάτο τους. Οι πιο επικίνδυνοι εχθροί τους ήταν ο Πάπας και η Βενετία. Ο πρώτος με τους αφορισμούς του και την επιρροή που ασκούσε στο δυτικό κόσμο, η δεύτερη με την πολεμική της δύναμη. Ο Εστανιόλ κατόρθωσε, με τα όπλα στο χέρι, να προστατεύσει το νεοσύστατο κράτος, παρά τις απειλές και τους κεραυνούς του Πάπα, που αξιούσε από τους ηγεμόνες των δυτικών κρατών να απαλλάξουν το Δουκάτο της Αθήνας από τους «απαίσιους και άθρησκους Καταλανούς». Σχεδίασε μάλιστα το 1318 και σταυροφορία εναντίον τους. Στο τέλος έδωκε διαταγή στο Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Πατρών να αφορίσει «τα καθάρματα αυτά, τους εχθρούς του Χριστιανισμού Καταλανούς». Και ο Πάπας, δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτό, αλλά τον άλλο χρόνο τους αφόρισε και μόνος του.

Ουσιαστικότερες ήταν οι απειλές της  Βενετίας , που φοβόταν επέκταση των αγροίκων αυτών στην Εύβοια. Και οι φόβοι της Βενετίας έγιναν μεγαλύτεροι, όταν ο Εστανιόλ ήλθε σε συνεννοήσεις με τον άρχοντα της Καρύστου Βονιφάτιο, που φιλοδοξούσε να γίνει κύριος σε ολόκληρη την Εύβοια υπό την επικυραρχία του βασιλιά της Σικελίας. Η Βενετία, που είχε το μεγαλύτερο μέρος της Ευβοίας και μεγάλα συμφέροντα, άρχισε να ετοιμάζεται για πόλεμο. Το 1316 πέθανε ο Εστανιόλ. Ο Φρειδερίκος διάλεξε για διάδοχό του το νόθο γιο του Αλφόνσο Φαδρίγο της Αραγώνος. Δέκα γαλέρες συνόδευσαν το νέο Γενικό Επίτροπο στον Πειραιά. Οι χρονικογράφοι της εποχής αναφέρουν τον Πειραιά με το όνομα: λιμάνι της Αθήνας ή λιμάνι του λέοντα.

Επέκταση του Καταλανικού κράτους.

Ο νέος αρχηγός των Καταλανών Φαδρίγος ήταν ένας ικανότατος και γενναίος πολεμιστής και είχε διακριθεί στην ισπανική αυλή. Η θητεία του στο Δουκάτο της Αθήνας του έδωκε την ευκαιρία να δείξεια κόμη περισσότερο τις ικανότητές του. Λίγο καιρό μετά την άφιξή του, εκστρατεύει και καταλαμβάνει αιφνιδιαστικά τη Χαλκίδα και γίνεται κύριος του μεγαλύτερου μέρους της Ευβοίας. Συγχρόνως, ετοιμάζει πειρατικό στόλο και αρχίζει επιδρομές κατά των Βενετών. Αλλά το 1319 η Βενετία και ο βασιλιάς της Σικελίας Φρειδερίκος κάνουν ανακωχή, που παρατάθηκε για αρκετό καιρό. Και ο Φαδρίγος με εντολή του Φρειδερίκου φεύγει από την Εύβοια και αναλαμβάνει την υποχρέωση, ούτε να δέχεται, ούτε να εξοπλίζει πειρατικά πλοία. Όταν ησύχασε από τους Βενετούς, ο Φαδρίγος εισβάλλει στο κράτος της Μεγαλοβλαχίας. Καταλαμβάνει την πρωτεύουσά του Υπάτη και πολλές άλλες πόλεις (Λιδωρίκι, Ζητούνι, Γαρδίκι, Φάρσαλα, Δομοκό), που τις προσαρτά στο Δουκάτο της Αθήνας. Μετά τις επιτυχίες του, ο Φαδρίγος φροντίζει να έχει καλές σχέσεις με τους Βενετούς και τους προς βορράν Βυζαντινούς γείτονές του, και ετοιμάζεται να εκστρατεύσει και να καταλάβει την Αργολίδα, που είχε παραχωρηθεί από την εποχή των Ντελαρό στο Δουκάτο της Αθήνας. Αιφνηδίως όμως, στις αρχές του 1331, ο ικανότατος αυτός αρχηγός των Καταλανών ανακαλείται στη Σικελία. Ο βασιλιάς Φρειδερίκος αναγκάσητκε να τον ανακαλέσει, για να δώσει μια διέξοδο στην καταφορά που είχε δημιουργηθεί στο δυτικό κόσμο εναντίον των Καταλανών, με τη δραστηριότηα του αρχηγού τους. Ο Φαδρίγος έμεινε μερικά χρόνια στη Σικελία και ξαναγύρισε στην Ελλάδα το 1335, για να ζήσει όμως πια ως ιδιώτης.

Εκστρατεία του Βριεννίου Β΄.

Λίγο καιρό μετά την αναχώρηση του Φαδρίγου, ο Βριέννιος Β΄ εκστρατεύει εναντίον των Καταλανών, με σημαντικές δυνάμεις, για να πάρει πίσω το Δουκάτο της Αθήνας. Αποβιβάζεται στην Ήπειρο, κυριεύει τη Λευκάδα, τη Βόνιτσα και υποχρεώνει το Δεσπότη της Ηπείρου Ιωάννη Ορσίνι να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του βασιλιά της Νεαπόλεως. Έπειτα εισβάλλει στο Δουκάτο της Αθήνας. Αλλά οι πονηροί Καταλανοί, βλέποντας τη στρατιωτική υπεροχή του Βριεννίου, αποφεύγουν να δώσουν μάχη σε ανοικτό πεδίο. Κλείνονται στα κάστρα τους και αφήνουν στο στρατηγό – χειμώνα να δώσει τη μάχη. Από τις κακουχίες, την έλλειψη τροφίμων και το βαρύ χειμώνα, ο στρατός του Βριεννίου διαλύθηκε και ο ίδιος αναγκάστηκε (Ιούνιος 1332) να ξαναγυρίσει στη Νεάπολη, με την ελπίδα να ετοιμάσει νέα εκστρατεία, που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε.

Εσωτερικές ανωμαλίες.

Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του Βριεννίου, ακολουθεί περίοδος ειρήνης και ησυχίας για το Καταλανικό κράτος της Αθήνας. Σ’ αυτό είχε συντελέσει και η μεταβολή της πολιτικής του Πάπα. Βλέποντας τον τουκικό κίνδυνο να πλησιάζει, άρχισε να γίνεται πιο διαλλακτικός απέναντι των Καταλανών. Οι αγροίκοι αυτοί Καθολικοί ήταν λιγότερο επικίνδυνοι για το Βατικάνο από τους μουσουλμάνους Τούρκους. Η νέα ειρηνική ζωή, με τις απολαύσεις της, μαλάκωσε κάπως τους πολεμόχαρους και πρωτόγονους Ισπανούς, που άρχισαν να εκπολιτίζωνται. Αυτό όμως ήταν και η αιτία της καταστροφής του κράτους τους. Όταν έλειψαν οι εξωτερικοί πόλεμοι, ακολούθησαν οι εσωτερικοί. Ζηλοτυπίες και έριδες μεταξύ των αρχηγών τους, οδήγησαν σε ανωμαλίες και αιματηρές συγκρούσεις. Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι, στα τριάντα χρόνια της ειρήνης που πέρασαν, οι επαγγελματίες αυτοί του πολέμου, έγιναν απόλεμοι. Και όταν (1363) ξανάρχισε ο πόλεμος με τους Βενετούς, οι Καταλανοί ζήτησαν τη βοήθεια των Τούρκων, που βρίσκονταν κοντά στα βόρεια σύνορά τους.

Χρησιμοποίηση Τούρκων.

Την πρόταση στους Τούρκους την έκανε ο Ρογήρος Λιούρια (Lluria), που ήταν ο αντιπρόσωπος του βασιλιά της Σικελίας και ο Γερίνος Επίτροπος των Καταλανών. Οι Τούρκοι, που άλλο δε ζήταγαν, μπήκαν στη Θήβα σα σύμμαχοι των Καταλανών. Δεν άργησαν όμως να μεταβληθούν σε εχθρούς. Λεηλάτησαν την περιοχή και απειλούσαν μόνιμη εγκατάσταση στη Θήβα. Μπροστά στον τουρικικό κίνδυνο, επεμβαίνουν ο Πάπας και ο βασιλιάς της Σικελίας. Πείθουν τη Βενετία και τους Καταλανούς να σταματήσουν τον πόλεμο. Συγχρόνως φθάνει στην Αθήνα με ευρύτατες εξουσίες, απεσταλμένος του βασιλιά της Σικελίας, ο Ισπανός Ματθ. Μογκάδα. Κανονίζει τα ζητήματα με τη Βενετία και διώχνει τους Τούρκους από τη Θήβα.

Αν όμως σταμάτησαν οι εξωτερικοί κίνδυνοι για το Καταλανικό κράτος, δεν έπαυσε το εσωτερικό αλληλοφάγωμα που οδήγησε σε αγώνες μεταξύ των Καταλανών αρχηγών και σε αλληλοσφαγή. Τα περιγράφουν με λεπτομέρειες στα βιβλία τους, ο Φ. Γρηγορόβιος, ο Κ. Καιροφύλας, κ.λ. Στο μεταξύ οι Τούρκοι δυνάμωναν και ο κίνδυνος για το χριστιανικό κόσμο γινόταν αμεσώτερος. Ο Πάπας Γρηγόριος ΙΑ΄ παίρνει την πρωτοβουλία να ετοιμάσει μία σταυροφορία κατά των Τούρκων. Για τον σκοπό αυτό προσκαλεί σε συνέλευση στη Θήβα τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη Παλαιολόγο και τους ηγεμόνες και αρχηγούς, που διατρέχαν κίνδυνο από τους Τούρκους.

Σύνοδος ηγεμόνων στη Θήβα.

Η σύνοδος αυτή έγινε τον Οκτώβριο του 1373. Η Θήβα φιλοξένησε τότε τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, το βασιλιά της Ουγγαρίας, τους αντιπροσώπους της Κύπρου και της Βενετίας, το Γενικό Επίτροπο του Δουκάτου της Αθήνας, το Δεσπότη της Κορίνθου, αρχιεπισκόπους και άλλες προσωπικότητες. Αλλά η σύνοδος αυτή, εκτός από το θεαματικό μέρος που παρουσιάζαν όλοι αυτοί οι άρχοντες με τις ακολουθίες τους, δεν είχε κανένα πρακτικό και ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ούτε καν οι Φράγκοι ηγεμόνες μπόρεσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Εξακολούθησαν να αλληλοϋποβλέπωνται και να αλληλομάχωνται με πάθος. Τα σχέδια του Πάπα Γρηγορίου Α΄ αποδεικνύονταν χιμαιρικά. Η σύνοδος στη Θήβα ήταν η τελευταία εμφάνιση του Δουκάτου της Αθήνας επί Καταλανών. Οι εσωτερικοί αγώνες το είχαν κλονίσει και ήταν ώριμο πια για το νέο κατακτητή, που θα διαδεχτεί τους Ισπανούς τυχοδιώκτες. Και ο νέος κατακτητής θα είναι ένας Φλωρεντινός τιμαριούχος και τραπεζίτης, που θα δημιουργήσει επί 69 χρόνια (1387 – 1456) τη νέα δυναστεία των Δουκών της Αθήνας Ατζαγιόλι (Acciajuoli).

Επιδρομή Ναβαρραίων.

Πριν όμως ο Νέριος Ατζαγιόλι γίνει ο άρχοντας της Αθήνας, είχαν επιχειρήσει να καταλάβουν (1379) το ετοιμόρροπο Καταλανικό Δουκάτο οι Ναβαρραίοι. Ήταν μια «συντροφιά» από Γάλλους και Ισπανούς Γασκώνους, πανομοιότυπη με την καταλανική. Οι νέοι τυχοδιώκτες, αφού είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους σα μισθοφόροι σε διαφόρους δυτικούς ηγεμόνες, ζήτησαν νέες περιπέτειες. Έφτιαξαν ένα πειρατικό στόλο και κατέβηκαν στην Κέρκυρα και από εκεί στην Αττική, με σκοπό να διώξουν τους Καταλανούς και να μείνουν αυτοί στη θέση τους. Στην αρχή σημείωσαν επιτυχίες. Κυρίευσαν διάφορα φρούρια και αυτή την Καδμεία της Θήβας. Επιχείρησαν να πάρουν και την Αθήνα. Την πολιόρκησαν χωρίς αποτέλεσμα. Και τότε αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αττική (1380) και να εγκατασταθούν στην Πελοπόννησο, στην περιοχή της Βοστίτσας (Αιγίου), με αρχηγό το Γάλλο Σουπεράν (Superan). Από εκεί εξακολούθησαν να διεκδικούν την κυριαρχία του Δουκάτου της Αθήνας.

Το τέλος των Καταλανών.

Μετά τους Ναβαρραίους, ένας άλλος μνηστήρας του Δουκάτου θα το διεκδικήσει με επιτυχία. Ο άρχοντας της Κορίνθου Νέριος Ατζαγιόλι. Εισβάλλει στο κράτος των Καταλανών, πολιορκεί τα Μέγαρα και τα καταλαμβάνει, χωρίς να μπορέσει όμως να προχωρήσει πιο πέρα. Στην άμυνα των Μεγάρων διακρίνεται ένας Αθηναίος, ο Δημήτριος Ρέντης. Χάρη στις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στους Καταλανούς, είχε γίνει «νοτάριος» στην Αθήνα. Και τώρα, από συμβολαιογράφος, βρέθηκε στρατηγός των Καταλανών και υπερασπιστής των Μεγάρων! Θα παίξει και μετά τα Μέγαρα, σημαντικό πολιτικό και στρατιωτικό ρόλο.

Η περίπτωση του Ρέντη είναι αξιοπρόσεχτη, γιατί είναι ιστορικώς εξακριβωμένο ότι οι Καταλανοί, ούτε πολιτογραφούσαν ούτε χρησιμοποιούσαν Έλληνες σε δημόσεις θέσεις. Πιθανότατα και οι Έλληνες αποφεύγαν κάθε επαφή με αυτούς. Εκτός από το Ρέντη, αναφέρονται ακόμη τα ονόματα ενός «νοταρίου», στη Λιβαδειά, του Μαυρονικόλα, και δύο φρουράρχων στα Σάλωνα, του Μήτρου και του Δημήτρη, που είχαν πάρει ανώτερες δημόσεις θέσεις στο Δουκάτο, αν και Έλληνες. Ο Κ. Μπίρης, στο βιβλίο του «Αρβανίτες, οι Δωριείς του Νεωτέρου Ελληνισμού», υποστηρίζει ότι, τόσον ο Ρέντης, όσο και οι άλλοι που πήραν ανώτερες θέσεις στο Καταλανικό κράτος, δεν ήταν Έλληνες, αλλά Αρβανίτες. Επί των Καταλανών είχε γίνει εγκατάσταση Αλβανών στην Εύβοια και στην Αττική. Και δεν είναι απίθανο στην παρακμή που βρισκόταν τότε το Δουκάτο, να χρησιμοποίησε και Αρβανίτες στον κρατικό του μηχανισμό και ιδιαίτερα στο στρατό. Θα πρέπει, εντούτοις, να σημειωθεί ότι, τα τελευταία χρόνια της Καταλανοκρατίας είχε παρατηρηθεί μία μεταβολή των καταλανικών διαθέσεων απέναντι του ελληνικού στοιχείου. Σ’ αυτό είχε συντελέσει και ο βασιλιάς της Αραγώνος Πέτρος Δ΄, που είχε βασιλεύσει μισόν αιώνα (1336 -1387) και ο οποίος τελικά ένωσε τη Σικελία στο βασίλειό του και είχε στείλει (1379) δικό του επίτροπο στην Αθήνα. Ο Πέτρος είχε φιλελληνικά αισθήματα, ακολούθησε πολιτική προσεγγίσεως των Καταλανών με τους Έλληνες και έλεγε (1380) υπερηφανευόμενος ότι, «η Ακρόπολις είναι το πιο πλούσιο στολίδι μέσα στον κόσμο, που όμοιό του δεν έχει κανένας άλλος βασιλιάς μέσα στη Χριστιανοσύνη».

Οι ιστορικοί δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν αν ο Νέριος Ατζαγιόλι πήρε την Αθήνα το 1387 ή το 1388. Το βέβαιο είναι πως δε δυσκολεύθηκε να διώξει τους Καταλανούς και να γίνει κύριος στο Δουκάτο της Αθήνας. Τη μεγαλύτερη αντίσταση την βρήκε στην Ακρόπολη, που την πολιόρκησε για λίγο καιρό. Άγνωστο παραμένει επίσης τι έγιναν οι καταλανοί της Ελλάδος. Ούτε οι σύγχρονοί τους, ούτε οι νεώτεροι ιστορικοί μας διαφωτίζουν στο προκείμενο. Ούτε ακόμη ο Ισπανός ιστορικός Rubbio y Lluch, που εμελέτησε τα αρχεία της Βαρκελώνης και έγραψε, στις αρχές του αιώνα μας, την καλύτερη ιστορία για τους Καταλανούς. Μόνον ο Αθηναίος Λ. Χαλκοκονδύλης γράφει ότι, από τους Ισπανούς της Αθήνας άλλοι γύρισαν στην Ιταλία και άλλοι έμειναν στην Ελλάδα υπό τον Κόμητα των Σαλώνων Λουδοβίκο. Γνωρίζουμε ακόμη ότι στην Αίγινα ο καταλανικός οίκος των Καοπένα, που καταγόταν από τους Γαδρίγους, διατήρησε την αρχή ως 1451.

Για την περίοδο της Καταλανοκρατίας στην Αθήνα, εκτός από τα κλασικά έργα των Φ. Γρηγοροβίου – Σπυρ. Λάμπρου «Ιστορία της πόλεως Αθηνών», και Ουλ. Μίλλερ – Σπυρ. Λάμπρου «Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι», ως και άλλων νεώτερων, αξιόλογη είναι η μελέτη K. Setton, «Catalan Domination of Athens 1311 – 1388» Cambridge 1948, που περιλαμβάνει και σχετική βιβλιογραφία.

Όπως οι προκάτοχοί τους Γάλλοι και οι Καταλανοί δεν άφησαν κανένα μνημείο στην Αττική, που να θυμίζει την παρουσία τους. Αφήκαν μόνο το όνομά τους, που για αιώνες κατόπιν οι Έλληνες το αναφέραν με αποτροπιασμό. Και τα παλιά χρόνια φοβέριζαν τα μικρά παιδιά «πως θα τα πάρει ο Καταλάνος». Και είναι περιέργη η κακοφημία αυτή, γιατί οι Καταλανοί, απέναντι του ελληνικού στοιχείου, δεν ήταν χειρότεροι από τους Γάλλους που είχαν προηγηθεί. Εγακαταλείποντας το Δουκάτο, άφηναν την Αθήνα σε πολύ καλύτερη κατάσταση, από εκείνη που την είχαν βρει μετά τη μάχη του Κηφισού. Ήταν όμως πρωτόγονοι, άξεστοι και βάναυσοι. Και οι Αθηναίοι, παρ΄ όλη τη φτώχεια και την κακομοιριά τους, είχαν διατηρήσει κάτι από την παλιά παράδοση και το λεπτό κριτικό πνεύμα της Αττικής. Και ασφαλώς, μεταξύ των δύο δυναστών τους, με μεγαλύτερη ανοχή θα είδαν τους Γάλλους ιππότες από τους Ισπανούς τυχοδιώκτες που τους διαδέχτηκαν.