Με τα τελευταία θύματα που οι καταδότες παραδίδαν στους δημίους του Μενύλλου, έσβυνε και η δημοκρατία στην Αθήνα. Ουσιαστικά βρισκόταν «υπό κηδεμονίαν» από τη μάχη της Χαιρωνείας, τώρα έμπαινε και «υπό απαγόρευσιν». Αφαιρέθηκε το δικαίωμα από 12.000 Αθηναίους να ψηφίζουν στην Εκκλησία του Δήμου.
Στο μέλλον θα έχουν ψήφο μόνο 9.000, οι πλουσιότεροι και κατά τεκτήμιο «Μακεδονίζοντες». Οι άλλοι αποτελέσαν μια ιδιαίτερη τάξη, μεταξύ μετοίκων και πολιτών. Η Βουλή έχασε τις περισσότερες από τις δικαιοδοσίες της. Ο δικαστικός μισθός, ο εκκλησιαστικός και τα θεωρικά καταργήθηκαν, όπως και τα λαϊκά δικαστήρια. Οι ποινικές υποθέσεις μεταβιβάστηκαν στον Άρειο Πάγο. Ο αριθμός των υπαλλήλων περιορίστηκε στο ελάχιστο. Κανένας δεν θα έπαιρνε αξίωμα με τον κλήρο. Οι άρχοντες θα εκλέγονται ή θα διορίζονται. Τυπικά η εκτελεστική εξουσία αφέθηκε στους στρατηγούς με ένα τεχνικό σύμβουλο για τα οικονομικά ζητήματα. Στην πραγματικότητα η εξουσία ανήκε σ’ εκείνον που διοικούσε το μακεδονικό απόσπαμα. Αν σ’ αυτούς που θρηνούσαν για την απώλεια της ελευθερίας τους, προσθέσουμε και όσους έχασαν τις θέσεις τους, θα έχουμε ένα σημαντικό σύνολο ανθρώπων απελπισμένων και ικανών για όλα. Πολλοί από αυτούς αφήκαν την Αθήνα και προτίμησαν να αυτοεξοριστούν σε μακρυνούς τόπους. Οι περισσότεροι πήγαν στη Θράκη. Όσοι έμειναν, οργάνωσαν την παθητική αντίσταση κατά των μακεδόνων και των «προδοτών», που τους υποστήριζαν. Από τους «Μακεδονίζοντες» ο επιφανέστερος ήταν ο Δημάδης. Είχε κατορθώσει να επιπλεύση καλύπτοντας την αμάθειά του με την εξυπνάδα και τη ρητορική του ικανότητα και την ακολασία του και χυδαιότητα με την αδιαντροπιά του. Ήταν φίλος των Μακεδόνων από την εποχή του Φιλίππου. Αρχή του ήταν να κολακεύη τον ισχυρό της ημέρας. Και όταν νόμισε τον Περδίκκα αρκετά ισχυρό, του έγραψε, με διάφορες κολακείες, να κατέβη και στην Ελλάδα για να τους σώση «από τη σάπια κλωστή που κρεμόντουσαν», δηλαδή από τον Αντίπατρο. Όταν το έμαθε ο Αντίπατρος, έδωκε εντολή και εκτελέσαν (320) το Δημάδη και το γιο του Δημέο.
Η αποπνικτική ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθή μετά το 323 για τους Αθηναίους δεν κράτησε πολύ. Το 319 πέθανε ο Αντίπατρος. Αφήκε διάδοχό του στην αντιβασιλεία, όχι το μεγαλύτερο γιο του Κάσσανδρο αλλά το στρατηγό Πολυσπέρχοντα, με αποτέλεσμα να αρχίση μεταξύ τους πόλεμος. Ο Πολυσπέρχων, για να προσεταιριστή τους Έλληνες και ιδιίατερα τους Αθηναίους στους αγώνες του εναντίον του Κασσάνδρου, τους υποσχέθηκε να τους ξαναδώση την ελευθερία τους και το δημοκρατικό πολίτευμα. Οι δημοκρατικοί Αθηναίοι, και ιδίως οι φτωχότεροι που τους είχαν στερήσει από το πολιτικά τους δικαιώματα, ξεσηκώθηκαν και καταλάβαν την πόλη. Μαζεύτηκαν στην Πνύκα και καθαίρεσαν το Φωκίωνα από στρατηγό, που τους συμβούλευε να μην αναμιχθούν στους αγώνες των δύο διαδόχων του Αντιπάτρου. Τον κατηγόρησαν συγχρόνως, καθώς και μερικούς οπαδούς του, για προδοσία. Ότι είχαν αντιταχθή στις αποφάσεις του Πολυσπέρχοντος, που ξανάδινε τη δημοκρατία. Ο Φωκίων μαζί με τον Ηγήμονα, το Νικοκλή, το Δημήτριο Φαληρέα και άλλους ζήτησαν άσυλο στο στρατόπεδο του Πολυσπέρχοντος, που βρισκόταν στη Φωκίδα. Εκεί έφθασε και μία πρεσβεία των δημοκρατικών Αθηναίων, με τον Άγνωνίδη για κατήγορο, και ζήτησαν την παράδοση του Φωκίωνος για να δικαστή στην Αθήνα. Ο Πολυσπέρχων, για να ευχαριστήση τους δημοκρατικούς, του παραδίδει το Φωκίωνα και τους άλλους.
Καταδίκη του Φωκίωνος.
Μία από τις πρώτες ημέρες του Μαΐου του 318 μεταφέρονται στην Αθήνα, μέσα σε αμάξια σιδηροδέσμιοι, ο Φωκίων – που είχε περάσει τα ογδόντα – και οι άλλοι κατηγορούμενοι. Η συνοδεία στάθηκε στο θέατρο του Διονύσου και περίμενε, μέχρις ότου οι άρχοντες μαζέψουν τους πολίτες που θα τους δίκαζαν. Ένα αλλοπρόσαλλο και έξαλλο πλήθος μαζεύτηκε για ν’ αποτελέση το δικαστήριο. Και η δίκη έγινε μέσα σε τέτοια οχλαγωγία, ώστε κανένας δεν ακουγόταν. Ο Φωκίων διαμαρτυρήθηκε. «Τι προτιμάτε» τους είπε «να μας θανατώσετε δικαίως ή αδίκως;». Του φώναξαν «δικαίως!». Τότε τους λέγει: «Πώς θα μάθετε αν έχουμε δίκιο ή άδικο, αφού κανένας δεν ακούγεται από το θόρυβο;». Αλλά η παρέμβαση του Φωκίωνος δεν ωφέλησε. Η δίκη συνεχίστηκε με την ίδια οχλαγωγία και στο τέλος τον καταδίκασαν σε θάνατο. Μερικοί πρότειναν να θανατώσουν το Φωκίωνα με βασανιστήρια. Επειδή όμως και αυτός ο διοικητής της μακεδονικής φρουράς που παρακολουθούσε τη δίκη δυσανασχέτησε, η αθλία πρόταση δεν έγινε δεκτή. Ο Φωκίων οδηγήθηκε στο δεσμωτήριο κι’ εκεί πήρε το κώνειο. Όταν τον ρώτησαν, λίγο πριν πεθάνη, αν είχε να μηνύση τίποτε στο γιο του, τους είπε: «Να μη μνησικακή κατά των Αθηναίων». Μαζί με το Φωκίωνα καταδικάστηκαν σε θάνατο και ήπιαν το κώνειο, ο Νικοκλής, ο Θούδιππος, ο Ηγήμων και ο Πυθοκλής. Όταν ο δήμιος ετοίμαζε το δηλητήριο, τους ζήτησε να του δώσουν 12 δραχμές ν’ αγοράση κι’ άλλο, γιατί δεν έφθανε. Τότε ο Φωκίων παρακάλεσε ένα φίλο του, που είχε έλθει στη φυλακή, να δώση στο δήμιο τα χρήματα που ζητούσε. Και πρόσθεσε: «Δεν μπορεί κανένας ούτε να πεθάνη στην Αθήνα χωρίς να … πληρώση». Και για να συμπληρωθή ο θρίαμβος των εχθρών του Φωκίωνος, απαγόρευσαν την ταφή του στην Αθήνα. Πήραν τα πτώματα και τα πέταξαν έξω από τα σύνορα της Αττικής, κοντά στα Μέγαρα. Εκεί, στην ξένη γη, ένας εργολάβος κηδειών, ο Κωνωπίων, έκαψε τους νεκρούς. Μια Μεγαρίτισσα, που γνώριζε το Φωκίωνα, φύλαξε τα οστά του.
Μεταμέλεια των Αθηναίων.
Η δίκη του Φωκίωνος ήταν ένα ξέσπασμα του αθηναϊκού λαού για ό,τι είχε πάθει από το Μένυλλο και τους Αθηναίους καταδότες του, και στον παροξυσμό του αυτό καταδίκασε το γέρο στρατηγό, που τόσες φορές είχε υπερασπιστή την πολιτεία και ήταν πρότυπο σε τιμιότητα και ηθική. Γρήγορα, άλλωστε, οι Αθηναίοι κατάλαβαν το έγκλημα που είχαν κάνει. Μεταφέραν τα οστά του Φωκίωνος και τα θάψαν με δημοσία δαπάνη και τιμές. Του έστεισαν χάλκινο ανδριάντα και καταδίκασαν σε θάνατο τον κατήγορό του Αγνωνίδη, που είχε παρασύρει τον όχλο στην καταδίκη του στρατηγού. Η καταδίκη του Φωκίωνος θυμίζει τη δίκη και το θάνατο του Σωκράτη. Ο μεγάλος φιλόσοφος πέθανε όταν άρχιζε ο 4ος π.Χ. αιώνας και ο Φωκίων όταν τέλειωνε. Ο αιώνας αυτό ήταν μοιραίος για την Αθηναϊκή Πολιτεία. Σ’ αυτόν άρχισε η παρακμή της, που θα καταλήξη στην υποδούλωσή της στους Ρωμαίους. Οι Αθηναίοι στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα έχουν, σε ορισμένες περιόδους, την ψευδαίσθηση ότι ξαναβρήκαν το ελεύθερο πολίτευμά τους. Πρόκειται για πλάνη. Η δημοκρατία τους δεν θα έχη καμμιά ομοιότητα με το πολίτευμα του 5ου αιώνα. Σε μερικές περιπτώσεις θα δίνη την απατηλή εντύπωση που παρουσιάζει κάποτε στον ορίζοντα το είδωλο του ήλιου μετά τη δύση του. Από το κράτος του Περικλή θα μείνη μόνο η πνευματική ακτινοβολία του και η παλιά του δόξα. Αυτά τα δύο: το πνευματικό παρόν και το ένδοξο παρελθόν, θα συντηρήσουν την Αθήνα για μερικούς αιώνες. Θα είναι αρκετά μεγάλη για να μη την αγνοούν οι κυρίαρχοι της ελληνικής χερσονήσου και αρκετά μικρή για να παίξη αποφασιστικό ρόλο. Μέσα στα πλαίσια αυτά θα βρούμε την Αθήνα να συνεχίζη την πορεία της στον αρχαίο κόσμο.