Η ησυχία που είχε περάσει η Αθήνα τα δύο πρώτα χρόνια μετά τη μάχη της Χαιρωνείας, με κύριους εκπροσώπους στα εξωτερικά ζητήματα το Φωκίωνα και στα εσωτερικά το Λυκούργο, έπαυε με το θάνατο του Φιλίππου. Η ιδέα ότι ένας νεαρός βασιλιάς ανέβαινε στο θρόνο του πολύπειρου Φιλίππου, έδινε ελπίδες στους Αθηναίους και όρεξη για δράση.
Ο Δημοσθένης στους λόγους του αποκαλούσε τον Αλέξανδρο με το όνομα του «Μαργίτη», δηλαδή του ανόητου και θρασύ. Ο Μαργίτης ήταν ο ήρωας ενός παλιού σατιρικού ποιήματος, που το αποδίδαν στον Όμηρο. Στην Εκκλησία του Δήμου οι ρήτορες πανηγύριζαν για το θάνατο του Φιλίππου. Ο Δημοσθένης παρουσιάστηκε ντυμένος με κάτασπρα γιορτινά ρούχα, ενώ ήταν σε βαρύ πένθος. Και αφού εξύμνησε το δολοφόνο του Φιλίππου Παυσανία και έβρισε τον Αλέξανδρο, έπεισε τους Αθηναίους να κάνουν μεγάλη ευχαριστήριο θυσία στους θεούς για την απαλλαγή τους από το Φίλιππο. Αντίθετα από το Δημοσθένη, ο Φωκίων συνιστούσε προσοχή και μετριοπάθεια. «Δεν είναι σωστό» έλεγε στους Αθηναίους «να πανηγυρίζουμε, γιατί η δύναμη που παρατάχτηκε στη Χαιρώνεια εναντίον μας λιγόστεψε κατά ένα! …». Εναντίον της Πέλλας άρχισαν να ξεσηκώνωνται και οι άλλες πόλεις. Η Αθήνα και η Θήβα, παρά τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει με τη συνθήκη της Κορίνθου, έσπευσαν να συμμαχήσουν. Στόχος τους ήταν η Μακεδονία. Συγχρόνως κινήθηκε και η περσική προπαγάνδα, που κατάλαβε τον κίνδυνο από τον Αλέξανδρο, και έστειλε μία πρεσβεία στην Ελλάδα, με πολλά χρήματα, για να ξεσηκώση τις πόλεις εναντίον της Μακεδονίας.
Η Σύνοδος της Κορίνθου.
Ο Αλέξανδρος έδειξε τότε πως δεν ήταν όπως τον υπολόγιζαν. Δύο μήνες μετά το θάνατο του Φιλίππου κατέβηκε με μεγάλο στρατό στην κυρίως Ελλάδα και έφθασε ως την Κόρινθο. Εκεί κάλεσε τους αντιπροσώπους των ελληνικών πόλεων στην «κοινή σύνοδο», που είχε κανονίσει ο Φίλιππος. Όλες οι πόλεις, εκτός από τη Σπάρτη, έστειλαν αντιπροσώπους. Στη σύνοδο της Κορίνθου ο Αλέξανδρος ζήτησε από τις πόλεις ν’ ανανεώσουν τη συνθήκη που είχαν υπογράψει με τον πατέρα του. Οι πόλεις δέχτηκαν και ο Αλέξανδρος γύρισε στη Μακεδονία για να ετοιμάση την εκστρατεία του.
Καταστροφή της Θήβας.
ακόμη αρχίση τη μεγάλη εκστρατεία του εναντίον των Περσών, ο Αλέξανδρος θεώρησε σκόπιμο να εξασφαλίση τα σύνορά του από τις επιδρομές των βορείων γειτόνων του. Εκστρατεύει «Άνοιξη του 335) εναντίον τους και προχωρεί νικηφόρος ως τον ποταμό Ίστρο. Τότε όμως διαδόθηκε στην Ελλά δα ότι ο Αλέξανδρος χάθηκε στην εκστρατεία και ότι ο στρατός διαλύθηκε. Με τη φήμη αυτή, νέα κίνηση στην Ελλάδα για την απελευθέρωσή της από τη μακεδονική κηδεμονία. Ο Δημοσθένης και πάλι στο προσκήνιο. Αυτή τη φορά είχε μαζί του το Λυκούργο, τον Υπερείδη και τους στρατιωτικούς Χαρίδημο και Εφιάλτη. Η Θήβα δίνει το σύνθημα στην εξέγερση και πολιορκεί τη μακεδονική φρουρά, που είχε εγκατασταθή στην Καδμεία. Οι Αθηναίοι, παρακινούμενοι από το Δημοσθένη, ετοιμάζονται να τους βοηθήσουν. Τους συγκρατούν ο Φωκίων με το Δημάδη. Ενώ όμως οι Θηβαίοι πολιορκούσαν την Καδμεία και πίεζαν τη μακεδονική φρουρά να παραδοθή, φθάνει ο Αλέξανδρος στη Βοιωτία με ισχυρό στρατό. Η άφιξή του ήταν τόσο απροσδόκητη, ώστε στην αρχή οι Θηβαίοι δεν την πίστεψαν. Και όταν βεβαιώθηκαν, απορρίψανε τις διαλλακτικές προτάσεις που τους είχε κάνει. Να ξαναγυρίσουν στην κατάσταση που ήταν πριν από την ανταρσία. Θα του παραδίδαν μόνο τους δύο αρχηγούς της ανταρσίας, το Φοίνικα και τον Προθύτη. Ο αγώνας που ακολούθησε ήταν φοβερός. Οι απελπισμένοι Θηβαίοι πολέμησαν θαυμάσια και είχαν μεγάλες απώλειες. Περισσότεροι από πεντακόσιοι σκοτώθηκαν από το μακεδονικό στρατό. Στο τέλος όμως δεν μπόρεσαν να ανθέξουν στην ορμή του Αλεξάνδρου και την ανώτερη πολεμική τέχνη του μακεδονικού στρατού, που χρησιμοποιούσε και τα τελευταία πολιορκητικά μηχανήματα. Και η πόλη κυριεύθηκε από τους Μακεδόνες και τους Στερεοελλαδίτες συμμάχους των. Ακολούθησε σφαγή των Θηβαίων. Επάνω από 6.000 θανατώθηκαν και οι υπόλοιποι – κάπου 30.000 – θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι κι’ έγιναν δούλοι. Ολόκληρη η πόλη κατεδαφίστηκε και εξαφανίστηκε. Διατηρήθηκε μόνο, ύστερ’ από επέμβαση του Αλεξάνδρου, το σπίτι του ποιητή Πινδάρου, όπου έμεναν οι απόγονοί του και η ακρόπολη της Καδμείας, για να μένη η μακεδονική φρουρά. Ο Ορχομενός και οι Πλαταιές, που είχαν καταστραφή και κατεδαφιστή από τους Θηβαίους, αποφασίστηκε να ξαναχτιστούν και να περιτειχιστούν. Η ολοκληρωτική καταστροφή της Θήβας, που οφείλεται περισσότερο στο μίσος που είχαν εναντίον της οι γειτονικές της πόλεις, είναι η μεγαλύτερη σκιά στην ιστορία του Μεγάλου κατακτητή …
Συμφωνία Αλεξάνδρου και Αθηναίων.
Μετά την καταστροφή της Θήβας ο Αλέξανδρος θα μπορούσε να προχωρήση με το στρατό του και να καταλάβη την Αθήνα. Δεν το έκανε, για τους ίδιους λόγους που το είχε αποφύγει και ο πατέρας του μετά τη μάχη Χαιρωνείας. Οι 400 τριήρεις, που είχε ετοιμάσει ο Λυκούργος, εξασφάλιζαν την κυριαρχία στη θάλασσα. Αν έκανε εχθρούς τους Αθηναίους, ο στόλος τους θα εμπόδιζε τον ανεφοδιασμό του στρατού του από τα νησιά της Μικράς Ασίας, που λογάριαζε να τα χρησιμοποιήση για βάσεις στην εκστρατεία του. Γι’ αυτό περιορίστηκε να ζητήση από τους Αθηναίους να του παραδώσουν τους επιφανέστερους του αντιμακεδονικού κόμματος: Δημοσθένη, Λυκούργο, Υπερείδη, Πολύευκτο, Χάρη, Χαρίδημο, Εφιάλτη, Διότιμο, Μοιροκλή. Οι Αθηναίοι έσπευσαν να στείλουν πρεσβεία στον Αλέξανδρο. Επιστρατεύθηκε ο παλαίμαχος Φωκίων. Τον ακολούθησε ο απαραίτητος Δημάδης. Ο Αλέξανδρος δέχτηκε φιλικά και με σεβασμό το Φωκίωνα. Είχε ακούσει από τον πατέρα του για την εντιμότητα και την ηθική προσωπικότητα του Αθηναίου στρατηγού. Το σεβασμό του προς το Φωκίωνα τον διατήρησε και κατόπιν ο Αλέξανδρος. Μόνο σ’ αυτόν και στον Αντίπατρο, όταν έγραφε, τους προσαγόρευε με το «χαίρειν». Σε όλους τους άλλους το παρέλειπε.
Στη συζήτηση με τον Αλέξανδρο για τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος ο Φωκίων του είπε: «Αλέξανδρε, αν θέλης ησυχία και ειρήνη, τότε να παύσης τον πόλεμο εναντίον των Ελλήνων. Αν πάλι επιθυμής δόξα και πόλεμο, τότε να τον στρέψης από τους Έλληνες εναντίον των βαρβάρων». Ο Αλέξανδρος, που επιθυμούσε «δόξα και πόλεμο» εναντίον των βαρβάρων, βρήκε σωστή τη συμβουλή του Φωκίωνος. Δέχτηκε να σταματήση τις επιχειρήσεις του εναντίον των Ελλήνων. Ζήτησε μόνο ν’ απομακρυνθούν από την Αθήνα οι στρατηγοί Χαρίδημος και Εφιάλτης. Στο τέλος εμπιστεύθηκε στο Φωκίωνα ότι, η επιθυμία του ήταν να έχη φιλικές σχέσεις με τους Αθηναίους. «Είναι οι μόνοι» του είπε «που μπορούν να με διαδεχτούν αν πεθάνω». Όταν ο Φωκίων γύρισε στην Αθήνα, ο Αλέξανδρος του έστειλε ένα μεγάλο χρηματικό δώρο. Η πρεσβεία, που ήλθε να του αναγγείλη τη δωρεά, έμεινε κατάπληκτη με τη φτώχεια που τον είδε να ζη. Εκείνος έβγαζε νερό από το πηγάδι και η γυναίκα του ζύμωνε. Ο Φωκίων αρνήθηκε να δεχτή το δώρο και ρώτησε τους απεσταλμένους του Αλεξάνδρου με κάποια έκπληξη: «Αφού υπάρχουν τόσοι Αθηναίοι, γιατί μονάχα εμένα σκέφθηκε ο Αλέξανδρος;». Και όταν του είπαν ότι, «αυτόν θεωρούσε τον καλύτερο», τους απάντησε: «τότε ας μ’ αφήση και να φαίνωμαι πως είμαι τέτοιος».
Ο Αλέξανδρος αρχιστράτηγος των Ελλήνων.
Ύστερ’ από τη συμφωνία Αλεξάνδρου – Φωκίωνος οι Αθηναίοι ησύχασαν και ο Λυκούργος συνέχισε την πολιτική της οικονομικής περισυλλογής. Ο Αλέξανδρος κατέβηκε για δεύτερη φορά στην Κόρινθο (Φθινόπωρο του 335) και ξαναπήρε, από τους αντιπροσώπους των ελληνικών πόλεων, τη διαβεβαίωση για την ανάθεση σ’ αυτόν της αρχηγίας των Ελλήνων στην εκστρατεία κατά των βαρβάρων. Στη δεύτερη αυτή επίσκεψή του στην Κόρινθο αναφέρεται και η συνάντησή του με τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη. Όταν ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι θέλει από αυτόν, ο Διογένης του είπε «να κάνη λίγο πιο πέρα, για να μην του κόβη τον ήλιο». Όσοι βρίσκονταν εκεί, γέλασαν με την απάντηση του Διογένη. Ο Αλέξανδρος όμως θαύμασε το φιλόσοφο και τους είπε: «Αν δεν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα ήθελα να είμαι Διογένης».
Η ένδοξη πορεία.
Από την Κόρινθο ο Αλέξανδρος γύρισε στην Πέλλα για τις τελευταίες ετοιμασίες. Και τον άλλο χρόνο (334) ξεκίνησε για την ένδοξη εκστρατεία του ως τις Ινδίες, που του έδωκε τον τίτλο του «Μεγάλου». Ο Αλέξανδρος φεύγοντας από τη Μακεδονία, στην οποία δεν ξαναγύρισε, αφήκε «Επίτροπο της αρχής» έναν από τους ικανότερους στρατηγούς του Φιλίππου, τον Αντίπατρο. Του αφήκε και την ανάλογη στρατιωτική δύναμη (12.000 πεζούς και 1.500 ιππείς), για να καταστέλλη κάθε ανταρσία στο εσωτερικό. Ο ελληνικός στρατός του Αλεξάνδρου πέρασε τη Μακεδονία και τη Θράκη κι’ έφθασε στη Σηστό του Ελλησπόντου. Εκεί βρήκε τα πλοία – 160 τριήρεις και πολλά μεταγωγικά – που θα μεταφέραν στο στρατό του στην ασιατική ακτή. Τα περισσότερα από τα πολεμικά πλοία ήταν αθηναϊκά.
Πρώτος ο Αλέξανδρος αποβιβάστηκε «εκ της στρατηγίδος νεώς» στο μικρασιατικό έδαφος, στην ίδια θέση που οι Έλληνες είχαν αποβιβαστή στον Τρωϊκό πόλεμο. Μετά την πρώτη μεγάλη νίκη του στο Γρανικό ποταμό (Μάιος 334), έστειλε στην Αθήνα 300 περσικές πανοπλίες για να τις κρεμάσουν στον Παρθενώνα. Ήταν αφιέρωμα στην πολιούχο Αθηνά με το επίγραμμα «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων». Τρία χρόνια αργότερα (331) ο Αλέξανδρος έστειλε στους Αθηναίους τους χάλκινους ανδριάντες του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος, που είχε μεταφέρει στα Σούσα ο Ξέρξης το 480. Και όχι μόνο στην περίπτωση των ασπίδων του Γρανικού, αλλά και σε όλες τις κατοπινές εκδηλώσεις του ο Αλέξανδρος παρουσίαζε την εκστρατεία του για καθαρά «ελληνική» και όχι «μακεδονική», μολονότι το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του το αποτελούσαν Μακεδόνες. Και όταν στο Γρανικό έπιασε 2.000 Έλληνες αιχμαλώτους, που πολεμούσαν στον περσικό στρατό, τους έστειλε δεμένους στη Μακεδονία να εργάζωνται δούλοι, διότι «Έλληνες όντες, εναντία τη Ελλάδι υπέρ των βαρβάρων εμάχοντο».
Η υπόθεση του «στεφάνου».
Παρά τη συμπάθεια που έδειχνε ο Αλέξανδρος στους Αθηναίους και την τιμητική διάκριση που τους είχε κάνει με τις ασπίδες του Γρανικού, οι τελευταίοι δεν ήταν ευχαριστημένοι από τις νίκες του. Οι θρίαμβοι του Αλεξάνδρου σήμαιναν μονιμοποίηση του καθεστώτος που είχε επιβάλει. Και οι Αθηναίοι θέλαν πλήρη ανεξαρτησία. Είχαν όμως αποκτήσει αρκετή πείρα και γνώση, ώστε ν’ αποφεύγουν τις εναντίον του εκδηλώσεις. Τις αποφύγαν ακόμη και όταν διαδόθηκε, ότι ο Αλέξανδρος είχε χαθή στην εκστρατεία των Ινδιών. Η Αθήνα, στα εννέα χρόνια της εκστρατείας του Αλεξάνδρου, ησύχαζε, ανορθωνόταν και περίμενε. Η πλειοψηφία των Αθηναίων ήταν με το Δημοσθένη, όπως φάνηκε και στην υπόθεση του «στεφάνου».
Καταδίκη του Αισχίνη.
Ύστερ’ από πρόταση που είχε κάνει ο Κτισιφών, η Εκκλησία του Δήμου αποφάσισε να στεφανωθή ο Δημοσθένης δημοσία στο θέατρο με χρυσό στεφάνι στη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων, «αρετής ένεκεν και ευνοίας ην έχων διατελεί τη πόλει». Σε απάντηση, ο Αισχίνης καταγγέλλει στο δικαστήριο τον Κτησιφώντα, γιατί είχε κάνει παράνομη πρόταση. Και είχε δίκιο από νομικής πλευράς. Ο νόμος απαγόρευε να στεφανώνωνται όσοι είχαν υπεύθυνη θέση. Και ο Δημοσθένης ήταν τότε «άρχων». Το στεφάνωμα μπορούσε να γίνη, σύμφωνα με το νόμο, μόνο στη Βουλή ή στην Εκκλησία του Δήμου και ποτέ στο θέατρο. Επί πλέον, υποστήριζε ο Αισχίνης, θα έπρεπε να τιμωρήσουν το Δημοσθένη, που είχε παρασύρει τους Αθηναίους στην ήττα της Χαιρωνείας, και όχι να τον στεφανώσουν. Ο Δημοσθένης, με το θαυμάσιο λόγο του «περί του στεφάνου», κατόρθωσε να μεταφέρη το θέμα από νομικό σε πολιτικό. Σε μια γενική συζήτηση για την πολιτική των «Μακεδονιζόντων» και των «φίλων της ελευθερίας». Κι’ επειδή η πλειοψηφία των Αθηναίων και του δικαστηρίου ήταν αντιμακεδονική, κατατροπώθηκε ο Αισχίνης. Δεν επήρε ούτε το πέμπτο των ψήφων. Του έβαλαν πρόστιμο 1.000 δραχμές και του αφαιρέσαν το δικαίωμα να καταγγέλλη παρόμοιες πράξεις στο μέλλον. Μετά την ήττα ο Αισχίνης έφυγε από την Αθήνα και εγκατεστάθηκε στη Ρόδο όπου και πέθανε. Εκεί είχε ανοίξει ρητορική σχολή. Η δίκη έγινε το 330, όταν ο Αλέξανδρος θριάμβευε στην Ασία. Και παρουσιάζει ανάγλυφα τα αισθήματα της πλειοψηφίας των Αθηναίων απέναντί του. Παρ’ όλα τα αντιμακεδονικά αισθήματα των περισσοτέρων πολιτών, η ησυχία στην Αθήνα εξακολούθησε και μετά την καταδίκη του Αισχίνη. Τρία χρόνια αργότερα οι Αθηναίοι δέχτηκαν με σκωπτική διάθεση το πρόσταγμα του Αλεξάνδρου στις ελληνικές πόλεις, που απαιτούσε να τον προσκυνούν σα θεό! «Περίεργος θεός» έλεγε ο Λυκούργος «που βγαίνοντας από το ιερό του θα πρέπει να πλένεσαι …».
Το «σκάνδαλο Αρπάλου».
Τη συγκρατημένη ησυχία των Αθηναίων ήλθε να διακόψη ο Άρπαλος. Ο Μακεδόνας αυτός ήταν στενός φίλος του Αλεξάνδρου. Επειδή όμως ήταν καχεκτικός και αδύνατος και δεν μπορούσε να λάβη μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις, ο Αλέξανδρος του είχε αναθέσει να διευθύνη τα οικονομικά. Ο Άρπαλος είχε παραλάβει το χρυσάφι του Περσικού κράτους και τις άλλες προσόδους της απέραντης αυτοκρατορίας. Ζούσε στη Βαβυλώνα ζωή άσωτη και πολυδάπανη. Στην αρχή με την Αθηναία εταίρα Πυθιονίκη, που απαιτούσε να της φέρωνται σα να ήταν βασίλισσα, κι’ έπειτα με την εταίρα Γλυκέρα, την αργότερα ερωμένη του ποιητή Μενάνδρου. Όταν πέθανε η Πυθιονίκη, ο Άρπαλος της έστησε μεγαλόπρεπο μνημείο στην Αθήνα, κοντά στην Ιερά Οδό, που το αναφέρει ο Παυσανίας και το περιγράφει ο Δικαίαρχος. «Όταν πλησιάζη κανένας στην Αθήνα» γράφει ο τελευταίος «και φθάση στο μέρος εκείνο που φαίνεται η Ακρόπολις με τα μνημεία της, βλέπει κοντά στο δρόμο ένα μνημείο, που με κανένα άλλο δε μοιάζει σε μεγαλοπρέπεια. Ο καθένας νομίζει ότι πρόκειται για το μνημείο του Μιλτιάδη, του Περικλή, του Κίμωνος, ή κάποιου άλλου σπουδαίου Αθηναίου, που έχει στηθή ύστερ’ από ψήφισμα με δημοσία δαπάνη. Αλλά τι πληροφορείται; Ότι είναι το μνημείο της εταίρας Πυθιονίκης!» Ο Άρπαλος είχε στείλει δώρο στους Αθηναίους φορτία με στάρι, σε μια περίοδο σιτοδείας, και η Εκκλησία του Δήμου από ευγνωμοσύνη τον είχε ανακηρύξει πολίτη Αθηναίο.
Στην εκστρατεία που είχε κάνει ο Αλέξανδρος στις Ινδίες και κράτησε δύο χρόνια, οι περισσότεροι πίστευαν ότι είχε χαθή. Και ο Άρπαλος, βέβαιος πως δε θα γύριζε πίσω, για να του αποδώση λογαριασμό, κατασπατάλησε ένα μέρος του δημοσίου θησαυρού σε οργιαστικές και πολυέξοδες διασκεδάσεις. Όταν ο Αλέξανδρος γύρισε από τις Ινδίες, ο Άρπαλος προτίμησε να δραπετεύση προτού ανακαλυφθούν οι καταχρήσεις του. Πήρε μαζί του 5.000 τάλαντα χρυσάφι, 6.000 μισθοφόρους και εμφανίστηκε στο Σούνιο με 30 πλοία. Πρότεινε στους Αθηναίους, με τα χρήματα που έφερε και τους μισθοφόρους, να επαναστατήσουν κατά του Αλεξάνδρου. Τις προτάσεις του τις υποστήριξε ο Υπερείδης. Οι Αθηναίοι, ύστερ’ από πρόταση του Δημοσθένη και του Φωκίωνος, τον χαρακτήρισαν «προδότη» και αρνήθηκαν να τον δεχτούν. Ο Άρπαλος ζήτησε καταφύγιο στο Ταίναρο. Από εκεί ξαναγυρίζει στην Αθήνα, χωρίς τους μισθοφόρους και ζητάει άσυλο, προβάλλοντας ότι είναι πολίτης Αθηναίος, και αναφέρει ότι έχει μαζί του 700 τάλαντα. Οι Αθηναίοι δέχτηκαν να παραμείνη. Αλλά όταν ο Αντίπατρος ζήτησε να τον παραδώσουν, ο Δημοσθένης πήρε το μέρος του Αρπάλου. Είπε να τον παραδώσουν μόνο σε πληρεξούσιο του Αλεξάνδρου και να κατατεθούν τα 700 τάλαντα που έφερε στο ταμείο του Παρθενώνος. Ο Δήμος δέχτηκε την πρόταση. Αλλά στον Άρπαλο βρέθηκαν μόνο 350 τάλαντα αντί των 700. Και τότε έσκασε το σκάνδαλο! Τι έγιναν τα άλλα 350 τάλαντα; Κατηγορήθηκαν διάφοροι, και ο Δημοσθένης, ότι είχαν δωροδοκηθή από τον Άρπαλο με τα χρήματα που έλειπαν. Και γι’ αυτό ο Δημοσθένης είχε αλλάξει γνώμη. Η υπόθεση έφθασε στον Άρειο Πάγο. Στο μεταξύ ο Άρπαλος δραπέτευσε από την Αθήνα και πήγε στην Κρήτη με τα πλοία του και τους υπόλοιπους θησαυρούς. Εκεί τον σκότωσε ο Σπαρτιάτης Θίβρων, που ήταν ένας από τους μισθοφόρους του. Του πήρε τα πλοία και τους θησαυρούς και έγινε αυτός ο αρχηγός των μισθοφόρων. Αλλά και το τέλος του Θίβρωνος δεν ήταν καλύτερο. Μετά δύο χρόνια (322) τον έπιασε ο στρατός του Πτολεμαίου και τον σταύρωσε.
Καταδίκη του Δημοσθένη.
Το «σκάνδαλο Αρπάλου» δημιούργησε σάλο στην Αθήνα. Οι εχθροί του Δημοσθένη βρήκαν την ευκαιρία να τον εξοντώσουν πολιτικώς. Ιδίως όταν ο Άρειος Πάγος έβγαλε απόφαση εις βάρος του Δημοσθένη και τον καταδίκασε να πληρώση 50 τάλαντα πρόστιμο. Καταδίκασε επίσης το Δημάδη και μερικούς άλλους. Ο Δημάδης αρνήθηκε ν’ απολογηθή και πλήρωσε το πρόστιμο λέγοντας ότι «στην Αθήνα δεν είχαν απομείνει παρά μόνο τα ναυάγια της πολιτείας». Ο Δημοσθένης δεν είχε να πληρώση και φυλακίστηκε. Στην αρχαία Αθήνα ήταν εύκολο να δραπετεύση ένας φυλακισμένος από το «δεσμωτήριο». Μόνο ο Σωκράτης αρνήθηκε να το κάνη. Οι φίλοι του Δημοσθένη τον φυγάδευσαν στην αρχή στην Αίγινα κι’ έπειτα στην Τροιζήνα. Από εκεί ο Δημοσθένης στέλνει υπομνήματα στον Άρειο Πάγο. Διαμαρτύρεται για την προχειρότητα που βγάλαν την απόφαση, χωρίς ανακρίσεις και αποδείξεις. Και το «σκάνδαλο Αρπάλου» εξακολούθησε να συνταράζη την Αθήνα … Πολλά έχουν γραφή από αρχαίους και νεώτερους για την υπόθεση αυτή, χωρίς ως σήμερα να μπορέσουν να την φωτίσουν περισσότερο. Και παραμένει πάντα ένα ερωτηματικό για τη συμμετοχή ή όχι του Αθηναίου ρήτορα στη θλιβερή υπόθεση. Ο ίδιος ο Δημοσθένης παραδέχτηκε ότι είχε πάρει 20 τάλαντα από τον Άρπαλο για εθνικές ανάγκες. Για να συμπληρώσουν τον εξοπλισμό του στρατού. Η Αθηναϊκή Πολιτεία πρέπει να είχε ξεπέσει πολύ την εποχή εκείνη για να δέχεται τα χρήματα ενός καταχραστή για την άμυνά της. Ίσως από τη λύπη του, για όσα είχαν γίνει, πέθανε τον ίδιο χρόνο (324) και ο ρήτωρ Λυκούργος.
Θάνατος του Αλεξάνδρου.
Ενώ οι Αθηναίοι συζητούσαν ακόμη την υπόθεση Αρπάλου, έφθασε η πληροφορία για το θάνατο του Αλεξάνδρου (Ιούνιος 323 π.Χ.). Την είχε φέρει ένας ταξιδιώτης. Η είδηση ήταν τόσο καταπληκτική, που οι Αθηναίοι δεν ήθελαν να την πιστέψουν. Την αμφισβήτησε και ο Δημάδης: «Άν είχε πεθάνη, Αθηναίοι,» τους είπε «θα μύριζε ολόκληρη η οικουμένη από το νεκρό …». Άλλοι όμως ρήτορες στην Πνύκα επιμέναν ότι ο Αλέξανδρος είχε πεθάνει και ότι έπρεπε αμέσως να ελευθερωθούν από το μακεδονικό ζυγό. Ο Φωκίων προσπάθησε να συμβιβάση τις απόψεις: «Δεν πρέπει να βιαζόμαστε» είπε «και να παίρνουμε αποφάσεις, για τις οποίες αύριο θα μετανοιώσουμε». Αν σήμερα πέθανε ο Αλέξανδρος και αύριο και μεθαύριο θα είναι νεκρός· ώστε μπορούμε με την ησυχία μας να λάβουμε αργότερα τις πιο ωφέλιμες αποφάσεις». Τελικά υπερίσχυσαν οι φίλοι της ελευθερίας. Οργανώθηκε ένα επαναστατικό κίνημα εναντίον της μακεδονικής κυριαρχίας με κέντρο την Αθήνα και με συμμετοχή πολλών πόλεων. Αρχηγοί του κινήματος στην Αθήνα ήταν ο Υπερείδης και ο στρατηγός Λεωσθένης. Ο Δημοσθένης βρισκότα ακόμη στην Τροιζήνα. Η Εκκλησία του Δήμου τον ανακάλεσε και ψήφισε να πληρώση η πολιτεία το πρόστιμο που του είχαν επιβάλει. Ο Φωκίων προσπάθησε, και την τελευταία ώρα, ν’ αποτρέψη τους Αθηναίους από την πολεμική περιπέτεια. Μάταια όμως. Ο πόλεμος αποφασίστηκε με ψήφισμα της Εκκλησίας του Δήμου, που το παραθέτει ο Διόδωρος. Επιστράτευσαν όλους τους Αθηναίους μέχρι 40 χρονών και αποφάσισαν να εξοπλίσουν 40 τετρήρεις και 200 τριήρεις. Με το ψήφισμα οι Αθηναίοι έδιναν στον αγώνα κατά των Μακεδόνων πανελλήνιο χαρακτήρα «υπέρ της κοινής των Ελλήνων σωτηρίας», όπως στον παλιό καιρό στην εισβολή των Περσών.