Η ΕΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Από τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα η Αθηναϊκή Πολιτεία θα παραχωρήση την ηγεμονία της στη νέα ελληνική δύναμη του βορρά, που θα δώση την τελευταία αναλαμπή στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Επί δύο αιώνες η Αθήνα και η Σπάρτη αγωνίστηκαν για να ηγεμονεύσουν στον ελληνικό χώρο και να ενώσουν σε ενιαίο κράτος τις αυτόνομες ελληνικές πολιτείες. Το επιχειρεί έπειτα ο Επαμεινώνδας. Αλλά δεν ήταν δυνατό να πετύχη σε εννέα χρόνια ό,τι οι άλλοι δεν κατόρθωσαν σε διακόσια.

Αυτή η διασπορά του Ελληνισμού σε μικρές ανεξάρτητες πολιτείες, αλληλομισούμενες πολλές φορές και αλληλομαχόμενες διαρκώς, υπήρξε η αιτία της αυτοκαταστροφής του. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν όλα τα στοιχεία για να επικρατήσουν δυναμικά στον τότε γνωστό κόσμο, όπως επικράτησαν ηθικά. Αλλά τους έλειπε η ενότητα. Αυτό που υπογραμμίζει ο Αριστοτέλης γράφοντας: «το των Ελλήνων γένος … ελεύθερόν τε διατελεί και βέλτιστα πολιτευόμενον, και δυνάμενο άρχειν πάντων μιας τυγχάνον πολιτείας». Η έλλειψη ενιαίου κράτους οδήγησε σε τοπικούς αγώνες, σε αλληλοεξόντωση των Ελλήνων, με αποτέλεσμα το ελληνικό γένος, αντί ν’ αυξάνη σε πληθυσμό, να ελαττώνεται. Συγχρόνως η δημιουργία αυτών των ανεξάρτητων μικροπολιτειών, από τις οποίες έλειπε η κρατική οργάνωση και η πειθαρχία του συνόλου, ήταν φυσικό να διαπλάση πολίτες με τοπικιστικό πνεύμα, ατομικιστές και απείθαρχους. Και θα ήταν δύσκολο να προσδιοριστή, αν τα ελαττώματα αυτά της φυλής δημιούργησαν τις ανεξάρτητες πόλεις ή προήλθαν από αυτές. Τα ίδια ελαττώματα, και όσα πρόσθεσε η μακραίωνη δουλεία, παρατηρούνται και στους σύγχρονους Έλληνες. Σα να θέλουν να πιστοποιήσουν την απ’ ευθείας καταγωγή των νεώτερων από τους αρχαίους. Φαινομενικά, εξαίρεση στην Αρχαία Ελλάδα αποτελούσε η Σπάρτη. Αλλά εκεί δεν ίσχυε η συνειδητή πειθαρχία του ελεύθερου πολίτη, αλλά η τυποποιημένη πειθαρχία του στρατώνα. Γι’ αυτό και δεν μπόρεσε να επικρατήση, παρ’ όλες τις προσπάθειες που έκανε. Και προ παντός δεν μπόρεσε ν’ αφήση τίποτε το ακατάλυτο από το χρόνο…

Το χωρισμένο αυτό ελληνικό κόσμο έρχεται να ενώση η Πέλλα. Ήταν φυσικό, με τις αντιλήψεις της ανεξαρτησίας που είχαν τότε, οι ελληνικές πόλεις να συνασπιστούν ενατίον της. Και να ιδούν την προσπάθεια του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου σαν υποδούλωση Ελλήνων. Η Αθήνα, η Σπάρτη, η Κόρινθος, η Θήβα, θα ξεχάσουν τις διαφορές τους και θα σχηματίσουν κοινό μέτωπο εναντίον του μακεδονικού κινδύνου. Θα θεωρούν «προδότες» όλους τους «μακεδονίζοντες». Ο Δημοσθένης στην πατριωτική του φαντασία θα βλέπη μόνο την Αθήνα ικανή για το ρόλο της ηγεμονίας και θα αποκαλή «βαρβάρους» τους Έλληνες της Μακεδονίας. Αλλά ο ίδιος στους φλογερούς του λόγους ομολογούσε ότι η Αθήνα της εποχής του δεν ήταν η πολιτεία των χρόνων του Θεμιστοκλή και του Περικλή. Και δριμύτατα στιγμάτιζε τη νωθρότητα, την αδιαφορία και την έλλειψη κάθε πολεμικής αρετής των συμπατριωτών του. Και η πραγματικότητα δεν ήταν μακρυά από την κριτική του μεγάλου ρήτορα. Η Αθηναϊκή Πολιτεία ήταν πια πολύ κουρασμένη για να ηγεμονεύση στον ελληνικό κόσμο και να τον φέρη εκεί που τον οδήγησε ο Αλέξανδρος. Και η Σπάρτη ήταν εξουθενωμένη από τους πολέμους με τη Θήβα, και προ παντός ακατάλληλη για τέτοια αποστολή. Η Αθήνα του 4ου αιώνα δεν είναι σε θέση να προσθέση καινούργιες πολεμικές δάφνες. Θα ζήση στο μέλλον με την παλιά της δόξα και θα μείνη για αιώνες το μεγάλο κέντρο της τέχνης και του πνεύματος. Αυτός θα είναι ο νέος της ρόλος.