Η δημοκρατία που ξαναγύριζε στην Αθήνα είχε ν’ αντιμετωπίση μεγάλο και δύσκολο έργο. Η πόλη είχε κουραστή και ερημωθή από τις διαδοχικές περιπέτεις που πέρασε, εσωτερικές και εξωτερικές, ύστερ’ από τη συφορά της Σικελίας. Πολλοί Αθηναίοι κατέχονταν ακόμη από το φόβο των Λακεδαιμονίων. Και πίστευαν πως επαναφέροντας το δημοκρατικό πολίτευμα, θα προκαλέσουν νέα εισβολή του σπαρτιατικού στρατού.
Κύριος εκπρόσωπός τους είναι ο Φορμίσιος. Ένας αξιοσέβαστος και αξιόλογος Αθηναίος, που είχε αγωνιστή μαζί με το Θρασύβουλο εναντίον της τυραννίας. Ο Φορμίσιος αντιπροσωπεύει το κόμμα των συντηρητικών, που παρεμβάλλεται μεταξύ των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών. Η πρόταση που έκανε να ξαναγυρίσουν στο πολίτευμα του Σόλωνος, δεν έγινε δεκτή από την Εκκλησία του Δήμου. Τελικά αποφασίστηκε να λειτουργήση και πάλι η δημοκρατία του Κλεισθένη. Μετά την απόφαση οι συντηρητικοί ενώθηκαν με τους δημοκρατικούς και αποτελέσαν το μεγάλο κόμμα της δημοκρατίας. Οι ολιγαρχικοί έμειναν πια μια ασήμαντη μειοψηφία. Δε θα μπορέσουν στο μέλλον να βλάψουν την πολιτεία και να κακουργήσουν, μολονότι εξακολουθούσαν να είναι αρκετά προκλητικοί ύστερ’ από τη γενική αμνηστεία που είχε δοθή. Πολλοί από τους «υπηρέτες της τυραννίας», όχι μόνο γύριζαν ελεύθεροι και ανενόχλητοι, αλλά είχαν και δημόσια αξιώματα. Η τάξη των ιππέων, που είχε αποτελέσει την πιστή σωματοφυλακή των τυράννων, εξακολουθούσε να απολαμβάνη τα παλιά της προνόμια και τις τιμές. Επί πλέον, υποχρεώθηκαν οι Αθηναίοι να πληρώσουν το δάνειο (100 τάλαντα) που είχαν κάνει οι Δεκαδούχοι στη Σπάρτη, όταν ετοιμάσαν το μισθοφορικό στρατό που έφερε ο Λύσανδρος για να υποδουλώση την Αθήνα. Όλα αυτά ήταν φυσικό να δημιουργούν μια αναταραχή στο δημοκρατικό πλήθος και να αισθάνωνται ένα αίσθημα αδικίας όσοι είχαν αγωνιστή με το Θρασύβουλο για την ελευθερία, καθώς επίσης και οι οικογένειες των θυμάτων της τυραννίας.
Δύσκολα προβλήματα παρουσιάζονται και με την αποκατάσταση εκείνων που οι τύραννοι τους είχαν πάρει τις περιουσίες. Τα κτήματα ήταν ευκολώτερο να επιστραφούν. Αλλά όταν η περιουσία που δημεύτηκε ήταν κινητά πράγματα και χρήματα, πού να βρη η πολιτεία τα οικονομικά μέσα να τους αποζημιώση; Τα δημόσια οικονομικά ήταν σε αθλία κατάσταση. Η γη της Αττικής ακαλλιέργητη από χρόνια. Τα σπίτια στην πόλη γκρεμισμένα και πολλά κατεδαφισμένα. Το εμπόριο είχε νεκρωθή. Από τους μετοίκους, που αποτελούσαν άλλοτε ένα μεγάλο κεφάλαιο πλούτου για την Αθήνα, άλλοι την είχαν εγκαταλείψει και άλλους τους είχε εξολοθρεύσει η τυραννία. Αλλά και οι περισσότεροι από τους πλούσιους Αθηναίους είχαν μεταφέρει τα χρήματά τους μακρυά από την Αττική. Αυτή την κατάσταση αντιμετώπιζαν ο Θρασύβουλος και οι άλλοι άρχοντες, που αναλάμβαναν να ξαναδώσουν ζωή στην κουρασμένη και ρημαγμένη από τον εξωτερικό και εσωτερικό εχθρό πολιτεία. Και πέτυχαν, μέσα σε λίγο διάστημα, να ξαναβρή η Αθήνα το δρόμο της. Και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η δύναμη που έδειχνε κάθε φορά η πόλη αυτή για να ξαναδημιουργηθή.
Κωδικοποίηση της νομοθεσίας.
Το έτος του Επωνύμου άρχοντος Ευκλείδη (403) είναι το πρώτο μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας και ένα ξεκίνημα για την Αθήνα. Θα γίνη αναθεώρηση της νομοθεσίας και κωδικοποίηση. Οι βασικοί νόμοι του Δράκοντος, του Σόλωνος και του Κλεισθένη, που θεωρητικά ίσχυαν ακόμη, είχαν τροποποιηθή ή αχρηστευθή από εκατοντάδες νόμους που έγιναν σε μεταγενέστερες εποχές. Μια μεγάλη επιτροπή από 20 νομομαθείς, με τη βοήθεια της Βουλής, ετοίμασε τη νέα νομοθεσία, που μπήκε σε εφαρμογή ύστερ’ από συζήτηση του κάθε νόμου στην Εκκλησία του Δήμου. Όταν η εργασία τέλειωσε, οι νόμοι χαράχτηκαν σε μαρμάρινες πλάκες και τοποθετήθηκαν στη Βασίλειο Στοά της Αγοράς. Στην ίδια Στοά συνεδρίαζε και ο Άρειος Πάγος. Σ’ αυτόν αναθέσαν να εφορεύη στην τήρηση των νόμων.
Η ιωνική γραφή. Τέχνες και γράμματα.
Μία από τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις, που έγιναν τότε, ήταν η καθιέρωση της νέας ιωνικής γραφής με 24 γράμματα, αντί του αρχαίου αττικού αλφαβήτου που είχε μόνο 18 γράμματα. Την πρόταση για τη νέα γραφή την είχε κάνει ο ρήτορας στρατηγός και συγγραφέας, Αρχίνος. Ήταν από τους κύριους συνεργάτες του Θρασυβούλου στην απελευθέρωση της Αθήνας. Με τη νέα γραφή γράφηκαν οι κωδικοποιημένοι νόμοι. Οι διάφορες όμως επίσημες επιγραφές σε πινακίδες γράφηκαν και με την παλιά, την «προευκλείδιο γραφή», και με τη νέα. Πρέπει να σημειωθή ότι η αττική γλώσσα είχε σημαντική εξέλιξη στο διάστημα του 5ου π.Χ. αιώνα. Η σύνταξη είχε αλλάξει και πολλές νέες λέξεις είχαν «πολιτογραφηθή» στο αττικό λεξιλόγιο. Οι περισσότεροι από τους Αθηναίους δεν καταλάβαιναν όταν διάβαζαν τους νόμους του Σόλωνος ή του Δράκοντος, που ήταν γραμμένοι με την αρχαιότερη γραφή. Ήταν ένας ακόμη λόγος για την κωδικοποίηση της νομοθεσίας και την αλλαγή του αλφαβήτου.
Επί της αρχοντίας του Ευκλείδη φρόντισαν και για τη συλλογή των διαφόρων συγγραμάτων. Τις περισσότερες βιβλιοθήκες τις είχε καταστρέψει η τυραννία των «Τριάντα». Έστησαν μαρμάρινες στήλες για να τιμήσουν τους θεούς της πολιτείας και τους ανθρώπους που είχαν προσφέρει υπηρεσίες και χρηματικές δωρεές. Δεν ξέχασαν και τη Θήβα, από την οποία είχαν ξεκινήσει οι ελευθερωτές. Της χάρισαν ένα μεγάλο μνημείο με τα αγάλματα της Αθηνάς και του Ηρακλή. Ήταν έργο του Αλκαμένη και στήθηκε στο Ηράκλειο της Θήβας, σα σύμβολο της φιλίας που θα συνδέη στο μέλλον τις δύο πόλεις.
Το θέατρο.
Στη νέα δημοκρατία το θέατρο θα συνεχίση την παράδοσή του, μολονότι οι δύο μεγάλοι τραγικοί, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, είχαν πεθάνει ενώ διαρκούσε ο πόλεμος. Ο Σοφοκλής πέθανε στην Αθήνα το 405 και ο Ευριπίδης τον προηγούμενο χρόνο στη Μακεδονία, όπου έμενε φιλοξενούμενος από το βασιλιά Αρχέλαο. Το έργο του μεγάλου Αισχύλου το συνεχίζουν δύο γενεές από την οικογένειά του: ο γιος του Εφορίων, οι ανεψιοί του Φιλοκλής και Μόρσιμος και ο εγγονός του Αστυδάμας. Τα τελευταία χρόνια του 5ου αιώνα και τις αρχές του επομένου έχουμε υπερπαραγωγή από δραματικούς ποιητές και τραγωδίες. Αλλά εκείνο που ενθουσίαζε τους Αθηναίους και τους είχε γίνει πάθος ήταν η δραματική ποίηση των τριών μεγάλων: του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Τους παρακολουθούσαν όχι μόνο στο θέατρο, αλλά τους απαγγέλαν στα σπίτια και τους αποστήθιζαν. Και αυτές οι παραμάνες λέγαν στα μικρά παιδιά, αντί για παραμύθια, κομμάτια των μεγάλων τραγικών.
Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου η κωμωδία θα αλλάξη μορφή και θα προσαρμοστή στις νέες κοινωνικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν. Τα πάθη έχουν κατευναστή. Οι πολιτικές διαμάχες έχουν κοπάσει και ο κόσμος άρχισε να γίνεται πιο πνευματικός και με καλύτερο γούστο, χάρη στην επίδραση των φιλοσοφικών σχολών. Η μεταπολεμική γενεά των Αθηναίων δεν ανέχεται, ούτε την αισχρολογία των παλαιοτέρων σατιρικών, ούτε τους χορούς του κόρδακος, ούτε τις προσωπικές επιθέσεις. Θα δημιουργηθή μια μεταβατική περίοδος για το σατιρικό θέατρο, που θα μας φέρη από την αρχαία στη νέα κωμωδία, με το Φιλήμονα, το Δίφιλο, τον Ποσείδιππο και τον επιφανέστερο από όλους Μένανδρο. Αυτοί θα είναι, μετά έναν αιώνα, στη νέα κωμωδία οι διάδοχοι, του Αριστοφάνη, του Κρατίνου, του Φερεκράτη, του Εύπολη, του Φρυνίχου, του Τηλεκλείδη και των άλλων, που διεκδικούσαν τις δάφνες της κωμωδίας το τέλος του 5ου αιώνα. Στη μεταβατική περίοδο από την παλιά στη νέα κωμωδία η σάτιρα θα ασχοληθή περισσότερο με τα γενικά θέματα και λιγότερο με τα πρόσωπα. Την ίδια γραμμή θα ακολουθήση και η νέα κωμωδία, που οι ειδικοί την τοποθετούν από το 336 – 250 π.Χ. Αυτή είναι και η τελευταία περίοδος του αρχαίου ελληνικού σατιρικού θεάτρου.
Το πολίτευμα.
Το θέατρο αντικατόπτριζε το νέο τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας τα πρώτα χρόνια μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Χωρίς τις υπερβολές των δημαγωγών, χωρίς τις υπονομεύσεις των ολιγαρχικών, χωρίς πολιτικές οξύτητες και αναταραχές. Όλη η εξουσία ήταν και πάλι στα χέρια του λαού, που με τη Βουλή, με την Εκκλησία του Δήμου και με τα δικαστήρια, ρύθμιζε και συντόνιζε τη διοίκηση της πολιτείας, ώστε ν’ αποφεύγωνται οι ακρότητες. Ο νόμος περί «ευθύνης των αρχόντων» συγκρατούσε από την κατάχρηση της εξουσίας όλους εκείνους, που ο λαός τους είχε εμπιστευθή την κυβέρνησή του. Εικόνα του τότε πολιτεύματος μας δίνει ο Αριστοτέλης στην «Αθηναίων Πολιτεία». Και από αυτό έχει εμπνευστή και ο Πλάτων γράφοντας την «Πολιτεία» του. Με το πολίτευμα αυτό έζησε η Αθήνα οκτακόσια ακόμη χρόνια. Άλλοτε με καλή εφαρμογή του, άλλοτε με μέτρια και στο τέλος, όταν υποδουλώθηκε στους Ρωμαίους, με τα «κουρέλια» που είχαν απομείνει από το πολίτευμα της δημοκρατίας.
Εξωτερική πολιτική.
Παράλληλα με την εσωτερική της αναδιοργάνωση, η Αθήνα ακολούθησε συνετή πολιτική και στις εξωτερικές της σχέσεις. Προσπαθούσε να εφαρμόση τη συνθήκη που είχε κάνει με τη Σπάρτη, εκπληρώνοντας στο ακέραιο τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντί της. Συγχρόνως επιζήτησε να έχη φιλικές σχέσεις με τη Θήβα, τη νέα στρατιωτική δύναμη στον ελληνικό χώρο. Από τότε δημιουργούνται στην Αθήνα οι «βοιωτίζοντες», που θα είναι στην Πνύκα οι αντίθετοι των «λακωνιζόντων», στους αγώνες που θα ακολουθήσουν μεταξύ Σπαρτιατών και Θηβαίων. Γενικότερα, ο 4ος π.Χ. αιώνας άρχιζε για την Αθήνα με ευνοϊκή προοπτική, παρά την τραγική θέση που είχε βρεθή μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο και τους «Τριάντα τυράννους». Ωστόσο, την αρχή του νέου αιώνα έρχεται να σκιάση η καταδίκη και ο θάνατος του Σωκράτη. Ήταν το τελευαίο έκδηλο σημάδι της ηθικής παρακμής που είχε οδηγήσει την Αθήνα και γενικότερα την Ελλάδα ο μακρός εσωτερικός πόλεμος. Η ελληνική διανόηση θα αντιδράση στον εθνικό ξεπεσμό και ο Πλάτων, ποτισμένος από τη διδασκαλία του Σωκράτη, θα προσπαθήση να ανοίξη, χωρίς όμως επιτυχία, καινούργιους δρόμους για μια μεταφυσική κοινωνία.