Στο διάστημα της Κατοχής η Ελληνική κυβέρνηση του Εμμ. Τσουδερού έμεινε στην Αίγυπτο. Στασιαστικό κίνημα, οργανωμένο από το ΕΑΜ στις ενόπλους ελληνικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής (Απρίλιος 1944), ανάγκασε την κυβέρνηση Τσουδερού σε παραίτηση.
Την διαδέχεται κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου, που κατέστειλε το κίνημα. Ευθύς κατόπιν έγινε πρωθυπουργός (26 Απριλίου 1944) ο Γεώργιος Παπανδρέου, που πριν από δέκα ημέρες είχε φθάσει στην Αίγυπτο από την κατεχόμενη Ελλάδα. Τον Παπανδρέου είχαν φυλακίσει οι Ιταλοί (1942) στις φυλακές Αβέρωφ.
Το Συνέδριο του Λιβάνου.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου κάλεσε από το Κάιρο τα πολιτικά κόμματα και τις Οργανώσεις Αντιστάσεως να στείλουν αντιπροσώπους για διαπραγματεύσεις. Το συνέδριο έγινε στο Λίβανο, σε μια γραφική τοποθεσία 14 μίλλια έξω από τη Βηρυττό. Εκεί υπογράφηκε (20 Μαΐου 1944) από τους αντιπροσώπους ολοκλήρου του πολιτικού κόσμου και των μαχητικών οργανώσεων Αντιστάσεως το «Εθνικό συμβόλαιο» του Λιβάνου. Το Συμβόλαιο του Λιβάνου επισφραγίστηκε με τη συγκρότηση της κυβερνήσεως Εθνικής Ενώσεως από όλα τα κόμματα, στην οποία τελικά έλαβε μέρος (2 Σεπτεμβρίου 1944) και η Άκρα Αριστερά.
Η συμφωνία της Καζέρτας.
Η κυβέρνηση της Εθνικής Ενώσεως, στις αρχές Σεπτεμβρίου, είχε μεταφέρει την έδρα της από το Κάιρο στην Ιταλία (έξω από τη Νεάπολη). Λίγες ημέρες αργότερα υπογράφηκε (26 Σεπτεμβρίου 1944) το Σύμφωνο της Καζέρτας μεταξύ της Ελληνικής κυβερνήσεως, του Συμμαχικού Στρατηγείου της Μεσογείου και των ανταρτικών δυνάμεων της Ελλάδος. Κατά τους όρους της συμφωνίας: αγγλικές δυνάμεις θα βοηθούσαν στην απελευθέρωση της Ελλάδος. «Αι ανταρτικαί δυνάμεις ετίθεντο υπό τας διαταγάς της Ελληνικής Κυβερνήσεως, η οποία τας έθετε υπό τας διαταγάς του Άγγλου στρατηγού Σκόμπι, αρχηγού των συμμαχικών δυνάμεων». Με τις προϋποθέσεις αυτές ετοιμαζόταν η απελευθέρωση της δουλωμένης Ελλάδος. Ήδη έφθαναν οι πρώτες πληροφορίες για την αποχώρηση των Γερμανών. Η δυσάρεστη τροπή που είχαν πάρει για τα γερμανικά όπλα οι επιχειρήσεις στο Δυτικό Μέτωπο, ανάγκαζε το χιτλερισμό να αποσυρθεί από την Ελλάδα.
Απελευθέρωση της Αθήνας.
Στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι τελευταίοι Γερμανοί εγκαταλείπουν την Αθήνα. Μετά πέντε ημέρες η Ελληνική κυβέρνηση έφθανε από το εξωτερικό και ο Πρωθυπουργός της Απελευθερώσεως Γεώργιος Παπανδρέου ύψωνε την Ελληνική Σημαία στην Ακρόπολη το πρωί της 18 Οκτωβρίου. Ο ήλιος της ελευθερίας ξαναφώτιζε την Ελλάδα. Αλλά φώτιζε μόνο ερείπια και δόξα …
Η ερειπωμένη χώρα.
Φεύγοντας τα γερμανικά στρατεύματα είχαν καταστρέψει τα πάντα: δρόμους, σιδηροδρόμους, λιμενικά έργα. Είχαν φράξει και αυτό τον Ισθμό της Κορίνθου με όγκους από χώματα και βουλιαγμένα πλοία. Είχαν τινάξει όλα τα οδικά γεφύρια και είχαν καταστρέψει μεγάλα κομμάτια από το κατάστρωμα των εθνικών οδών. Στους σιδηροδρόμους η καταστροφή ήταν ολική σε τεχνικά έργα. Σε μια μόνο γραμμή, Αθηνών – Θεσσαλονίκης, είχαν καταστραφεί από τους Γερμανούς που φεύγανε 127 γεφύρια. Από το τροχαίο υλικό των σιδηροδρόμων δεν είχε απομείνει ούτε το 10%. Σε ολόκληρη την Ελλάδα κυκλοφορούσαν 500 σαράβαλα αυτοκίνητα. Η συγκοινωνία με τα νησιά γινόταν σπάνια με καΐκια, που χρησιμοποιούσαν παλιές βενζινομηχανές και πανιά. Ήταν πραγματικοί «σκυλοπνίχτες» με πανάκριβα ναύλα. Η γεωργία και η βιομηχανία είχαν καταρρεύσει. Τα εργοστάσια ήταν κλειστά και η γεωργική παραγωγή δεν έφθανε ούτε στο τρίτο της προπολεμικής, που δεν επαρκούσε και τότε να θρέψει την Ελλάδα. Ούτε κρατικός προϋπολογισμός υπήρχε, ούτε νόμισμα. Η δραχμή είχε εκμηδενιστεί.
Αυτή την εικόνα της καταστροφής παρουσίαζε η Ελλάς στην απελευθέρωση. Στην πρωτεύουσα η εικόνα ήταν λιγότερο εντυπωσιακή. Η Αθήνα δεν είχε πάθει στο διάστημα του πολέμου αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Και οι δύο εμπόλεμοι είχαν σεβαστεί την Ακρόπολη. Στην πραγματικότητα Ιταλοί και Γερμανοί, στον πόλεμο του 1940 – 41, απέφυγαν να την βομβαρδίσουν, για να μην υπάρξουν αντίποινα στη Ρώμη. Οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί δεν είχαν κανένα λόγο να βομβαρδίσουν την πρωτεύουσα ενός σύμμαχου κράτους, που δεν παρουσίαζε στρατιωτικό ενδιαφέρον. Αντίθετα από την Αθήνα, ο Πειραιεύς είχε πάθει άγριο αεροπορικό βομβαρδισμό, τόσο από τον Άξονα όσο και από τους Συμμάχους με μεγάλες καταστροφές.
Το μεγάλο πρόβλημα μετά την απελευθέρωση δεν ήταν η ανασυγκρότηση του κράτους, αλλά η διατροφή του ελληνικού λαού που λιμοκτονούσε. Την πρώτη βοήθεια την έδωκε η συμμαχική οργάνωση M.L., που διευθυνόταν κυρίως από Άγγλους. Ακολούθησε η αμερικανική UNRRA. Οι δύο αυτές οργανώσεις έφεραν στον τόπο μας τα πρώτα τρόφιμα και τα πρώτα εφόδια στον πεινασμένο κόσμο της Κατοχής.
Τα Δεκεμβριανά.
Σα να μην έφθαναν οι καταστροφές της Κατοχής, ήλθε να προστεθεί και το κομμουνιστικό κίνημα του Δεκεμβρίου 1944. Το Κ.Κ.Ε., παρά τις συμφωνίες που είχε υπογράψει, επιχείρησε ευθύς μετά την απελευθέρωση τη δυναμική επικράτησή του. Οι αγγλικές δυνάμεις που είχαν αποβιβαστεί στην Ελλάδα ήταν ελάχιστες· ούτε μία ταξιαρχία. Ο πόλεμος στο Δυτικό Μέτωπο και στην Ιταλία βρισκόταν στη μεγαλύτερη έντασή του, όταν ελευθερώθηκε η Ελλάς. Οι Σύμμαχοι αδυνατούσαν να στείλουν στρατό στην Ελλάδα. Ελληνικές δυνάμεις δεν υπήρχαν. Η ελληνική ταξιαρχία που είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή, πολεμούσε στο μέτωπο της βορείου Ιταλίας με τους Συμμάχους. Τα Τάγματα Ασφαλείας, που είχαν δημιουργήσει οι κατοχικές κυβερνήσεις, ήταν δυσφημισμένα από τα συμμαχικά ραδιόφωνα και προ παντός ανίσχυρα να αντιμετωπίσουν το στρατό του ΕΛΑΣ, που είχε περισσότερες από 60.000 καλά εξοπλισμένους, με όπλα, αυτόματα και πυροβόλα. Με αυτά τα δεδομένα η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. επιχείρησε τη δυναμική κατάληψη της εξουσίας, παρακινουμένη από τον Τίτο της Γιουγκοσλαβίας. Η Μόσχα είχε αντίθετη γνώμη. Δεν ήθελε να παραβεί τις συμφωνίες που είχε υπογράψει με τους συμμάχους της, που αναγνώριζαν την αγγλική επιρροή στην Ελλάδα. Θα διακινδύνευε την επιρροή που της είχαν αναγνωρίσει στα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης και στα Βαλκάνια.
Στο κομμουνιστικό κίνημα η Αθήνα ήταν ο στόχος. Επί ένα μήνα η πόλη συνταράχτηκε από τις μάχες που έγιναν στους αθηναϊκούς δρόμους μεταξύ των κυβερνητικών στρατευμάτων, που η κυρία δύναμή τους ήταν Άγγλοι, και του στρατού του ΕΛΑΣ. Η κυβερνητική άμυνα είχε περιοριστεί σε μια μικρή περιοχή γύρω από την πλατεία του Συντάγματος και σε ένα τμήμα του Πειραιώς κοντά στο λιμάνι. Η υπόλοιπη περιοχή της Πρωτεύουσας κατεχόταν από τους Ελασίτες. Η Αθήνα είχε μεταβληθεί σε πολεμικό πεδίο. Το ηλεκτρικό και οι συγκοινωνίες είχαν κοπεί, τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι άνθρωποι σκοτώνονταν στους δρόμους από τις αδέσποτες σφαίρες και τους όλμους. Πολλά σπίτια στις ζώνες επαφής, μεταξύ κυβερνητικών και κομμουνιστικών στρατευμάτων, τα ανατίναζαν οι Ελασίτες, για να δημιουργήσουν οδοφράγματα ή πεδία βολής. Και το χειρότερο, που οι κομμουνιστές συλλαμβάναν ομαδικά πολλούς κατοίκους, ακόμη και εργάτες, για ομήρους. Πολλούς από τους ομήρους εκτελούσαν, χωρίς καμμιά διαδικασία. Το Χαϊδάρι, τα διυλιστήρια της Ούλεν στην Κυψέλη και άλλες περιοχές γύρω από την Αθήνα, υπήρξαν τόποι ομαδικής και απάνθρωπης σφαγής αθώων ανθρώπων.
Οι μάχες στην Αθήνα άρχισαν την 3 Δεκεμβρίου 1944 και κράτησαν ένα μήνα. Στο μεταξύ ενισχύθηκαν τα αγγλικά στρατεύματα, οργανώθηκαν και ελληνικά τμήματα και κατόρθωσαν τελικά να καθαρίσουν την Πρωτεύουσα από τους Ελασίτες. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Ουίνστων Τσώρτσιλ ήλθε στην Αθήνα, τα Χριστούγεννα του 1944, ενώ εξακολουθούσαν οι μάχες, και ετοίμασε το έδαφος για τη Συμφωνία της Βάρκιζας (13 Φεβρουαρίου 1945), που έδινε ουσιαστικά αμνηστεία σε όσα είχαν γίνει. Την κυβέρνηση Παπανδρέου διαδέχτηκε (3 Ιανουαρίου 1945) η νέα με το στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα, που υπέγραψε και τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Η κομμουνιστική ανταρσία του Δεκεμβρίου ήταν εντελώς αψυχολόγητη, ύστερα από τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας και μετά την εγκατάσταση της κυβερνήσεως Εθνικής Ενώσεως στην Ελλάδα. Στην Κυβέρνηση μετείχαν όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένου και του Κ.Κ.Ε. Στον αγώνα που ακολούθησε η κυβέρνηση Παπανδρέου ήταν η «νομιμότης» και το ΕΑΜ οι «στασιαστές». Και αυτό είχε μεγάλη σημασία για την κοινή γνώμη του εξωτερικού και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών, που υποστήριζαν το ΕΑΜ, ακόμη και στο Δεκεμβριανό κίνημα. Αυτήν την υπηρεσία πρόσφερε με την αναίμακτη απελευθέρωση ο Γεώργιος Παπανδρέου. Για τα γεγονότα της εποχής εκείνης δημοσιεύονται επίσημα έγγραφα και κείμενα στο βιβλίο του Γ. Παπανδρέου «Η απελευθέρωσις της Ελλάδος. Αθήναι 1945» και Θεμ. Τσάτσου «Παραμονή απελευθερώσεως». Έχουν ασχοληθεί επίσης πολλοί άλλοι και από τις δύο παρατάξεις.
Ο «τρίτος γύρος».
Η Αθήνα με το νέο χρόνο (1945) άρχισε και πάλι να αναπνέει. Στην αθλιότητα της Κατοχής είχαν προστεθεί τώρα και οι καταστροφές από το Δεκεμβριανό κίνημα. Από το 1945 γίνονται οι πρώτες προσπάθειες για την ανασυγκρότηση και ανοικοδόμηση στην Πρωτεύουσα. Αλλά καινούργιες περιπέτειες αρχίζουν για τον τόπο. Το Κ.Κ.Ε. υποστηριζόμενο από τον παγκόσμιο κομμουνισμό και ιδιαίτερα από τα γειτονικά Βαλκανικά κράτη (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία), εξαπολύει ανταρτοπόλεμο στην Ελλάδα, που κράτησε τρία χρόνια. Για τρίτη φορά το Κ.Κ.Ε. επιχειρεί τη δυναμική επικράτησή του. Οργανώνει στις τρεις γειτονικές χώρες ισχυρά στρατιωτικά σώματα από Έλληνες κομμουνιστές που εισβάλλουν στην Ελλάδα. Ο ανταρτοπόλεμος δεν εμπόδισε μόνο την ανασυγκρότηση του τόπου, αλλά δημιούργησε και νέες καταστροφές σε όλη τη χώρα. Περισσότεροι από 700.000 είχαν αφήσει τα χωριά τους και είχαν καταφύγει για ασφάλεια στις μεγάλες πόλεις. Η Πρωτεύουσα δέχτηκε το μεγαλύτερο αριθμό των «ανταρτοπλήκτων». Ο πόλεμος είχε πάρει έκταση σε όλη την Ελλάδα, με πρωτοφανεί αγριότητα. Και το δύσκολο αυτό αγώνα τον αντιμετώπισαν ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδος και η κοινοβουλευτική δημοκρατία, χωρίς την προσφυγή σε δικτατορίες «υπερπατριωτών».
Η αμερικανική βοήθεια.
Οι Αμερικανοί, με το «Δόγμα Τρούμαν», αναλάβαν να υποστηρίξουν την Ελλάδα (1947) εναντίον της νέας επιβουλής του διεθνούς κομμουνισμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έστειλαν ούτε ένα στρατιώτη να πολεμήσει. Μας έδωκαν όμως σημαντική οικονομική βοήθεια. Ήταν η φθηνότερη επιχείρηση που έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπερασπίζοντας τα συμφέροντά τους, που συμπίπταν και με τα ελληνικά συμφέροντα. Το μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής βοήθειας το απορροφούσαν ο στρατός και η περίθαλψη των ανταρτοπλήκτων. Και μόνο το 1949, μετά την οριστική συντριβή της κομμουνιστικής ανταρσίας, αρχίζει η ταχύτερη ανασυγκρότηση του τόπου. Αλλά είχαν παύσει πια οι γενναίες αμερικανικές προσφορές και ο πόλεμος της Κορέας, που ακολούθησε, τις περιόρισε στο ελάχιστο. Ωστόσο, η οικονομία μας άρχισε να παίρνει, μετά το 1949, την επάνω βόλτα, που συνεχίστηκε με γοργότερο ρυθμό στα επόμενα χρόνια.
Τα «Δεκεμβριανά» και ο «τρίτος γύρος» του Κ.Κ.Ε., που αιματοκύλησαν την Ελλάδα, είχαν αποφασιστικές συνέπειες, όχι μόνο στην ανασυγκρότησή της, αλλά και στον πολιτικό τομέα. Δημιούργησαν ένα «πλέγμα φοβίας», σε μεγάλα στρώματα του ελληνικού λαού, που διευκόλυνε τα αντιδραστικά στοιχεία και την οικονομική ολιγαρχία να βρεθούν στο πολιτικό προσκήνιο με ενεργό ρόλο. Τα «Δεκεμβριανά» βοήθησαν και το Γεώργιο Β΄ να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα (1946), ύστερα από δημοψήφισμα.