Στην πολυκύμαντη περίοδο 1912 – 1922, των μεγάλων ιστορικών και αποφασιστικών για τον Ελληνισμό γεγονότων, η Αθήνα δεν παρουσίασε ουσιαστική μεταβολή, ούτε πολεοδομική ούτε κοινωνική.
Οι 167.000 κάτοικοι, που έδωκε η απογραφή του 1907, έφθασαν το 1920 – την εποχή της Μεγάλης Ελλάδος – τους 285.000. Στο διάστημα αυτό είχαν προστεθεί στην πόλη μερικές νέες οικοδομές και είχαν επεκταθεί οι ακραίες συνοικίες. Αλλά τα σπίτια χτίζονταν πάντοτε, μονώροφα, διώροφα ή τριώροφα και το κέντρο της Αθήνας διατηρούσε ακόμη τη μορφή και τη σφραγίδα που του είχαν δώσει η οθωνική και η τρικουπική εποχή.
Η κοινωνική ζωή.
Στην αθηναϊκή κοινωνία, που ήταν η ίδια και με την ίδια νοοτροπία του 1900, είχαν προστεθεί και μερικοί νεόπλουτοι του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, κυρίως από τον εφοπλιστικό κόσμο. Μερικοί ανόητοι της παλιάς κοινωνίας έλεγαν τις γυναίκες των εφοπλιστών: οι «εφοπλύστρες». Οι εργαζόμενες γυναίκες από την αστική τάξη ήταν σπάνιες και η γυναικεία ψήφος αποτελούσε μόνο εύθυμο σχόλιο στις θεατρικές επιθεωρήσεις. Η γυναίκα είχε τους ίδιους περιορισμούς και ελευθερίες, όπως και στην αρχή του αιώνα. Η «προίκα» ήταν το κίνητρο των περισσότερων γάμων, που γίνονταν κατά κανόνα με «συνοικέσιο». Το Νέο Φάληρο και η Κηφισιά εξακολουθούν να είναι οι δύο τόποι παραθεριμού της αθηναϊκής κοινωνίας και κοσμικών συγκεντρώσεων το καλοκαίρι. Στο Παλαιό Φάληρο δημουργούνται τότε τα πρώτα κέντρα διασκεδάσεων. Πιο πέρα από το Π. Φάληρο, ήταν ακόμη έρημη ακτή και συνοικισμοί ψαράδων και γεωργών με χωριατόσπιτα.
Η πολεοδομική κατάσταση.
Η ίδια στάσιμη κατάσταση παρατηρείται στην πολιτιστική και τουριστική ανάπτυξη της Αθήνας. Τα ξενοδοχεία είναι τα ίδια και με τις ίδιες ελλείψεις. Το μπάνιο στα δωμάτια, το τρεχούμενο νερό, η κεντρική θέρμανση, το τηλέφωνο και οι άλλες στοιχειώδεις ανέσεις που παρέχουν σήμερα και τα γ΄ κατηγορίας ξενοδοχεία, έλειπαν και από τα καλύτερα της Αθήνας του 1920. Τα ξενοδοχεία «πολυτελείας» είχαν συνήθως ένα μπάνιο σε κάθε πάτωμα, κοινό για όλους, που σπάνια λειτουργούσε γιατί δεν υπήρχε … νερό.
Η έλλειψη νερού, που και παλαιότερα ήταν αισθητή στην Αθήνα, είχε γίνει τώρα προβληματική με την αύξηση του πληθυσμού. Τα πηγάδια που χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι Αθηναίοι, είχαν μολυνθεί από τους γύρω βόθρους και ήταν άχρηστα. Ο Δήμος έδινε νερό μόνο μερικές ώρες και συνήθως τη νύχτα. Στις συνοικίες περίμεναν ώρες οι νοικοκυρές στις βρύσες για να πάρουν μια στάμνα ή ένα τενεκέ νερό. Και πολλές φορές γίνονταν ομηρικές μάχες γύρω από τη βρύση, με ξεμαλλιάσματα και σπάσιμο της στάμνας, όταν καμμιά «βιαστική» ήθελε να πάρει τη σειρά της άλλης. Αλλοίμονο άμα έπιανε πυρκαϊά. Το σπίτι ή το μαγαζί ήταν καταδικασμένο. Η πυροσβεστική αντλία έφθανε πάντοτε εγκαίρως. Αλλά έλειπε το νερό. Και ώσπου να φθάσει το βυτίο, το σπίτι είχε καεί … Η σκόνη και η λάσπη παραμένουν οι πιστοί σύντροφοι των αθηναϊκών δρόμων. Η μεγάλη έλλειψη νερού εμπόδιζε το κατάβρεγμα που γινόταν σε παλαιότερες εποχές. Ο φωτισμός των δρόμων εξακολουθούσε να γίνεται με φλόγα γκαζιού και με φανάρια σε αραιά διαστήματα.
Το κύριο μεταφορικό μέσο των Αθηναίων ήταν το ηλεκτρικό τραμ, που οι επιβάτες στοιβάζονταν σε αφόρητο συνωστισμό. Υπήρχαν και αμάξια με άλογα για τους πλουσιότερους. Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα ήταν λίγα και ακόμη λιγότερα τα αγοραία. Η πολεοδομική και πολιτιστική καθυστέρηση της Αθήνας στη δεκαετία 1912 – 22 οφείλεται αποκλειστικά στους συνεχείς πολέμους που έκανε η Ελλάς στην περίοδο εκείνη.
Το Θέατρο.
Εκείνο όμως που παρουσίασε προόδους στην πολεμική δεκαετία ήταν το Θέατρο. Ενώ η Κυβέλη και η Κοτοπούλη κρατούν τα σκήπτρα στο θέατρο της πρόζας με τους θιάσους τους, δημιουργείται η ελληνική οπερέτα με μουσική του Σ. Σαμάρα, Θ. Σακελλαρίδη, Δ. Λαυράγκα, Χατζηαποστόλου κ.λ. Η θεατρική επιθεώρηση γίνεται πλουσιότερη σε εμφάνιση και με λεπτότερη σάτιρα και πνεύμα. Παίρνει όμως, μετά το 1915, καθαρά πολιτικό χρώμα. Υπήρχαν επιθεωρήσεις βενιζελικές και αντεβενιζελικές. Ο Διχασμός είχε επεκταθεί και στο Θέατρο. Το Θέατρο της Κυβέλης ήταν το «βενιζελικό» και της Κοτοπούλη το «αντιβενιζελικό». Και οι θεατές ήταν οι περισσότεροι των αυτών … φρονημάτων.
Τα «απηγορευμένα άσματα».
Σε μια θεατρική επιθεώρηση, το «Ξιφίρ Φαλέρ», που παίχτηκε μετά τους Βαλκανικούς πολέμους στο θέατρο του Φαλήρου, πρωτακούστηκε το τραγούδι: «Του αητού ο γιος». Ήταν αφιερωμένο στον τότε διάδοχο Γεώργιο και το τραγουδούσε μια χαριτωμένη Γερμανίδα σουμπρέττα, η Έλσα Ένγκελ. Το τραγούδι αυτό έγινε κατόπιν βασιλικό εμβατήριο του Κωνσταντίνου, πολιτικό σύνθημα και «απηγορευμένον άσμα», κατά περιόδους. Και κλεινόταν στη φυλακή όποιος θα το τραγουδούσε στη βενιζελική περίοδο (1917 – 20). Το ίδιο πάθαιναν και όσοι θα τραγουδούσαν στην Κωνσταντινική περίοδο (1920 – 22) τα δύο αφιερωμένα στο Βενιζέλο τραγούδια: ο «Γιος του Ψηλορείτη» και «Βενιζέλε μας, πατέρα της Πατρίδος». Ύστερ’ από χρόνια ο καθένας μπορούσε να τραγουδάει ελεύθερα, όποιον από τους δύο «γιους» ήθελε. Ο Διχασμός είχε περάσει, τα μίση είχαν εξατμιστεί και τα δύο τραγούδια που τόσο, κάποτε, είχαν συγκινήσει και είχαν φανατίσει τους Έλληνες, τα κάλυψε και αυτά η λησμοσύνη …
Βενιζελικοί και Αντιβενιζελικοί.
Ο Διχασμός δεν είχε περιοριστεί μόνο στα τραγούδια και στην πολιτική. Είχε επεκταθεί σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής. Υπήρχαν τότε «βενιζελικά» και «αντιβενιζελικά»: καφενεία, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια, κέντρα διασκεδάσεως, κουρεία, κ.λ., που η πελατεία τους ανήκε αποκλειστικά στη μία από τις δύο πολιτικές παρατάξεις. Και στα κέντρα που προσπαθούσαν να κρατήσουν … «ουδετερότητα», οι Βενιζελικοί κάθονταν χωριστά από τους Αντιβενιζελικούς και είχαν τα δικά τους γκαρσόνια, τα «ομόφρονα», που τους σερβίριζαν. Ατυχώς, σημειώνονταν και πολύ σοβαρότερες πολιτικές «εκδηλώσεις» από τη μια παράταξη εναντίον της άλλης. Και αναφέραμε τα θλιβερά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αθήνα, μετά την απόπειρα κατά του Βενιζέλου στο Παρίσι, με θύμα τον Ίωνα Δραγούμη. Τα ίδια έκαναν και οι Αντιβενιζελικοί, όταν πήραν την εξουσία (1920 – 22). Τώρα είχε προστεθεί και η δολοφονία επιφανών Βενιζελικών παρ’ … «αγνώστων». Τότε δολοφονήθηκαν ο Ανδρέας Καβαφάκης, ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος» και ο πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Στέφανος Φατσέας. Οι ίδιοι «άγνωστοι» είχαν πυροβολήσει και το ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, ενώ μοίραζε βοηθήματα σε οικογένειες επιστρατευμένων. Ο Ναύαρχος σώθηκε, αλλά τραυματίστηκαν από τις σφαίρες όσοι ήταν κοντά του.
Η Μικρασιατική καταστροφή ήταν η μοιραία κατάληξη του δράματος που είχε αρχίσει με τη διαφωνία Κωνσταντίνου – Βενιζέλου και συνεχίστηκε με το Διχασμό. Αν επιχειρούσε κανείς να γράψει λεπτομερώς την αθηναϊκή ιστορία της περιόδου 1912 – 1922, θα έπρεπε να περιλάβει ολόκληρη την πολιτική ιστορία της Ελλάδος στην κρίσιμη εκείνη εποχή. Από την Πρωτεύουσα δίδονταν τα συνθήματα, εξυφαίνονταν οι συνωμοσίες και οι αντιδράσεις, οργανώνονταν οι εξορμήσεις για μεγάλα και ταπεινά έργα. Η Αθήνα ήταν ο «εγκέφαλος» και η «κινούσα χειρ» μιας εποχής που την καλύπτουν μεγαλεία και αθλιότητες. Από την Αθήνα είχε δοθεί και η εντολή – ύστερ’ από κλήρο – στους δύο αξιωματικούς να δολοφονήσουν το Βενιζέλο στο Παρίσι. Και το σπίτι που έγινε η κλήρωση δεν ήταν τυχαίο και άγνωστο. Εκεί είχε οδηγήσει ο Φανατισμός και ο Διχασμός.
Από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς που έδρασαν στην περίοδο του Διχασμού, πολλοί μας αφήκαν απομνημονεύματα, ημερολόγια και σημειώσεις. Αναφέρω τους κυριότερους: Π. Δαγκλής, Ι. Μεταξάς, Β. Δούσμανης, Κ. Ζαβιτσιάνος, Θ. Πάγκαλος, Ξ. Στρατηγός, Α. Μαζαράκης. Τα κείμενά τους, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, φωτίζουν τα γεγονότα με τον πολιτικό προβολέα της παρατάξεως που ανήκαν. Ο τύπος της εποχής είναι ακόμη περισσότερο επηρεασμένος από την πολιτική του τοποθέτηση. Ίσως και σήμερα να είναι νωρίς για να γραφεί το κεφάλαιο αυτό της Ελληνικής Ιστορίας.