Το 1950 είναι σταθμός και ορόσημο για τη μεταπολεμική Ελλάδα. Για πρώτη φορά ο τόπος, ύστερ’ από μια δεκαετία πολέμων και εχθρικών κατοχών, ξανάβρισκε ειρήνη και ησυχία.
Και τα ξανάβρισκε μέσα σε μια γενική άνθηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και άνοδο του βιοτικού επιπέδου των λαών της, που οφείλονται στην αμερικανική βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ και στην τεχνική πρόοδο των τελευταίων χρόνων. Η μεταπολεμική Ευρώπη έχει μάθει να ζει πολύ καλύτερα από την προπολεμική.
Δημόσια και τουριστικά έργα. Η πρόοδος που σημειώθηκε στην Ελλάδα μετά το 1950 σε ορισμένους κλάδους της εθνικής οικονομίας και η αλματική αύξηση της εμπορικής μας ναυτιλίας σε παγκόσμια πλαίσια, βελτίωσαν σημαντικά το εθνικό μας εισόδημα, που κάθε χρόνο, ως το 1967, παρουσίαζε αύξηση από 6 – 8%. Και η αύξηση του εθνικού εισοδήματος αφήκε περιθώρια στον προϋπολογισμό για μεγαλύτερες επενδύσεις σε δημόσια και τουριστικά έργα.
Από τα έργα που έγιναν και την ανάπτυξη της Οικονομίας ήταν φυσικό να ωφεληθεί κατά μεγάλο ποσοστό η Πρωτεύουσα. Οι κεντρικοί αθηναϊκοί δρόμοι και οι πλατείες διαρρυθμίζονται, βελτιώνονται και ηλεκτροφωτίζονται με άπλετο φωτισμό. Αυτοκινητόδρομοι συνδέουν την Αθήνα με τα προάστειά της και δημιουργούνται τα πρώτα αξιόλογα τουριστικά κέντρα με συγχρονισμένες εγκαταστάσεις θαλλασσίων λουτρών, στη Γλυφάδα, στη Βουλιαγμένη και στο Λαγονήσι. Ενισχύεται η λίμνη του Μαραθώνος με τα νερά της Υλίκης, χωρίς όμως να λυθεί οριστικά η ύδρευση της Πρωτεύουσας. Άφθονο ηλεκτρικό ρεύμα διοχετεύεται στην Αθήνα με τα μεγάλα ηλεκτροπαραγωγικά έργα του Αλιβερίου και του Λάδωνος. Η κορυφή του Λυκαβηττού διαρρυθμίζεται τουριστικά, χωρίς να χάσει τη γραφικότητά της και ενώνεται με μικρό ηλεκτρικό σιδηρόδρομο. Στην πλατεία Ομονοίας δημιουργούντα υπόγειες διαβάσεις, για να διευκολύνουν την κυκλοφορία των πεζών.
Χτίζονται μεγάλα τουριστικά ξενοδοχεία μέσα στην πόλη και στα προάστεια. Τα συγκοινωνιακά μέσα βελτιώνονται, ο σιδηρόδρομος της Κηφισιάς ηλεκτροκινείται και τα τρόλλεϋ αντικαθιστούν τα θορυβώδη τραμ, που ξεκούφαιναν τους Αθηναίους. Η μεγάλη αύξηση του αριθμού των αυτοκινήτων στην Πρωτεύουσα δημιούργησε και μεγάλα προβλήματα στην κυκλοφορία, ιδιαίτερα στις κεντρικές αρτηρίες και ζητήματα υγείας των κατοίκων με τις εξατμίσεις των καυσίμων. Τα προβλήματα αυτά δεν είναι μόνο ελληνικά αλλά παγκόσμια.
Εντατική ανοικοδόμηση.
Η ιδιωτική πρωτοβουλία ακολούθησε την κρατική δραστηριότητα και έλυσε το μεγάλο πρόβλημα της Αθήνας μετά την απελευθέρωση: το ζήτημα της στέγης. Σε όλο το διάστημα της Κατοχής είχε σταματήσει κάθε ανοικοδόμηση, ενώ ο πληθυσμός είχε αυξηθεί σημαντικά. Τα κυβερνητικά μέτρα που είχαν ληφθεί από το 1947, για να διευκολύνουν την ανοικοδόμηση κατοικιών, υπήρξαν ευεργετικά. Το 1950 χτίστηκαν στην Αθήνα και την περιοχή της 6.000 νέες κατοικίες που χτίστηκαν στην περιοχή της Πρωτεύουσας, από την απελευθέρωση ως το 1967.
Ο οικοδομικός οργασμός που παρατηρήθηκε στην Αθήνα μεταπολεμικά άλλαξε και την όψη της. Τα μονώροφα και διώροφα σπίτια παραχώρησαν τη θέση τους σε πολυώροφες πολυκατοικίες. Συνοικίες που ήταν άλλοτε αραιοκατοικημένες με χαμηλόσπιτα: οι Αμπελόκηποι, η περιοχή των Ιλισίων, το Παγκράτι, η Κυψέλη, τα Πατήσια, δίνουν τώρα την εντύπωση μεγαλουπόλεων, με ψηλές πολυκατοικίες, με ωραία καταστήματα και κέντρα διασκεδάσεως. Οι ρεματιές που τις διασχίζαν προπολεμικά έγιναν τώρα ωραίες λεωφόροι. Οι ακραίες αθηναϊκές συνοικίες δίνουν περισσότερο την όψη της μεγαλουπόλεως από το κέντρο της Αθήνας, που εμφανίζεται σήμερα πολύ χειρότερο από ό,τι ήταν στις αρχές του αιώνα. Στα ωραία παλαιά και μνημειακά κτίρια, που διατηρούνται ακόμη στο κέντρο, έχουν προστεθεί και πολλά άσχημα καινούργια. Το κύριο χαρακτηριστικό των νέων κτιρίων του κέντρου είναι η έλλειψη καλαισθησίας και αρχιτεκτονικής συνοχής. Ο καθένας χτίζει ό,τι του αρέσει, αντιγράφοντας συνήθως ξένα αρχιτεκτονικά σχέδια, προορισμένα για τόπους που δεν έχουν καμμιά σχέση με το αθηναϊκό τοπίο. Και η αρχιτεκτονική αναρχία συνεχίζεται.
Αύξηση του πληθυσμού.
Ανάλογη με την ανοικοδόμηση και επέκταση της Πρωτεύουσας τα τελευταία χρόνια είναι και η αύξηση του πληθυσμού της. Σύμφωνα με τα δεδομένα των απογραφών: οι 802.000 κάτοικοι, που είχαν το 1928 η Αθήνα, ο Πειραιεύς και οι συνοικισμοί, έφθασαν το 1940 σε 1.124.109, το 1951 σε 1.378.586, το 1961 σε 1.852.709 και το 1971 σε 2.530.000. Όταν η Αθήνα έγινε Πρωτεύουσα (1834) ο πληθυσμός της, μαζί με τον Πειραιά και τα περίχωρα, ήταν γύρω στις 17.000 κατοίκους. Και στο τέλος του αιώνα πλησίαζε τις 170.000. Σε 65 χρόνια είχε δεκαπλασιάσει τον πληθυσμό της. Το ίδιο και περισσότερο έγινε στον αιώνα μας. Αν η αύξηση του πληθυσμού στην Αθήνα συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό, θα πρέπει σε μερικά χρόνια να φιλοξενήσει όλους τους κατοίκους της Ελλάδος!
Ατυχώς, δεν παρουσιάζεται στην τελευταία δεκαετία (1961 – 71) η ίδια αύξηση πληθυσμού σε ολόκληρη την Ελλάδα. Οι 8.388.553 κάτοικοι του 1961 έγιναν μόνο 8.736.367 το 1971. Δηλαδή, στη δεκαετία 1961 – 71 έχουμε αύξηση πληθυσμού στην Ελλάδα 4% και στην Πρωτεύουσα αύξηση 37%! Σημαντική αύξηση σημείωσε και η Θεσσαλονίκη, ενώ στις άλλες πόλεις της Ελλάδος ο πληθυσμός ελαττώθηκε. Το κύριο χαρακτηριστικό, στην πληθυσμιακή κίνηση των Ελλήνων, τα τελευταία χρόνια, είναι η «φυγή» προς το εξωτερικό και προς τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα: την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Το αττικό πανόραμα.
Σήμερα ολόκληρο το Αττικό πεδίο καλύπτεται από σπίτια. Έχει αρχίσει η αναρρίχηση των σπιτιών και στα γύρω βουνά. Από το Φαληρικό όρμο και τον Πειραιά, ως τους πρόποδες του Αιγάλεω, της Πάρνηθος, του Πεντελικού και του Υμηττού, παρουσιάζεται ένα ενιαίο σύνολο πολιτείας. Δεν έχει παρά να ανέβει κανείς στο Λυκαβηττό για να το διαπιστώσει και να θαυμάσει το θέαμα του αττικού πεδίου, ιδίως τη νύχτα, με την πάμφωτη Αθήνα.
Δυσανάλογη έκταση της Πρωτεύουσας.
Ακόμη μεγαλύτερη αύξηση από τον πληθυσμό σημείωσε, τα τελευταία χρόνια, η Αθήνα με την περιοχή της σε έκταση. Συγκριτικά με τους κατοίκους της, έχει τη μεγαλύτερη έκταση από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Το άπλωμα αυτό την έβλαψε στην πολεοδομική της πρόοδο. Δεν μπόρεσε ως τώρα να έχει ολοκληρωμένο δίκτυο υπονόμων, πεζοδρόμια και στρωμένους δρόμους. Πολλοί συνοικιακοί δρόμοι βρίσκονται ακόμη σε φυσικό έδαφος και οι παρόδιοι εξακολουθούν να έχουν το «προνόμιο» της σκόνης και της λάσπης.