Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (Αύγουστος 1922) η Ελλάς πέρασε μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις στην ιστορική της διαδρομή και αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα.
Και από αυτά, δύο ήταν τα περισσότερο επείγοντα ευθύς μετά την καταστροφή. Η αποκατάσταση των προσφύγων, που κατά χιλιάδες είχαν καταφύγει στο ελεύθερο κράτος από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και η δημιουργία στρατού, ώστε να μπορέσει η Ελληνική Αντιπροσωπεία στο συνέδριο της ειρήνης να συζητήσει «από θέσεως ισχύος». Και τα δύο τα αντιμετώπισε με επιτυχία η Επανάσταση του 1922. Χάρη στο στρατό που συγκεντρώσαμε στα ελληνοτουρκικά σύνορα του Έβρου και στον Ελευθέριο Βενιζέλο, που αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στο συνέδριο της ειρήνης, φθάσαμε στη Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923). Ήταν η καλύτερη που μπορούσε να ελπίσει η Ελλάς τότε. Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, ολοκληρώθηκε η μετανάστευση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης στην Ελλάδα. Η Αττική δέχτηκε το μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων και η Αθήνα περισσότερους από τους κατοίκους της.
Η εγκατάσταση των προσφύγων.
Δύσκολα μπορούν οι νεώτεροι να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος του προσφυγικού ζητήματος και το δράμα της εποχής εκείνης. Η Ελλάς είχε τότε πληθυσμό 4½ εκατομμύρια κατοίκους. Έπρεπε να αποκαταστήσει 1.400.000 πρόσφυγες. Δηλαδή, όσο ήταν το τρίτο του πληθυσμού της. Και όλοι αυτοί οι πρόσφυγες είχαν φθάσει ξεριζωμένοι από τα σπίτια τους και εξαθλιωμένοι. Πόσο μεγάλος ήταν ο άθλος για την πρώτη εγκατάσταση των προσφύγων φάνηκε κατόπιν. Ύστερ’ από μισόν αιώνα δεν είχε ολοκληρωθεί η αποκατάστασή τους. Και υπήρχαν στην Πρωτεύουσα πρόσφυγες, που κατοικούσαν ακόμα στις παράγκες που τους είχε εγκαταστήσει προσωρινά και εξ ανάγκης η Επανάστασις του 1922.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε και την ευεργετική πλευρά της. Άλλαξε τη δημογραφική σύνθεση της Μακεδονίας, ώστε το ελληνικό στοιχείο ν’ αποτελεί σήμερα την ολότητα του πληθυσμού της. Αλλά και για την Αθήνα ήταν αποφασιστική. Οι πρόσφυγες έδωκαν καινούργια ζωή στην οικονομική δραστηριότητα των Αθηναίων. Γύρω από την παλιά πόλη δημιουργήθηκε μια ευρύτατη περιφερειακή ζώνη από συνοικισμούς. Και οι συνοικισμοί αυτοί εξελίχτηκαν σε πολιτείες, που ενώθηκαν με την Αθήνα και τον Πειραιά και αποτελούν σήμερα το πολεοδομικό συγκρότημα της Πρωτεύουσας. Ο διπλασιασμός όμως του πληθυσμού της Αθήνας, μετά την εγκατάσταση των προσφύγων, έκανε ακόμη οξύτερα τα προβλήματα, της υδρεύσεως, των συγκοινωνιών και του φωτισμού. Το μεγαλύτερο ήταν της υδρεύσεως. Είχε μείνει άλυτο επί έναν αιώνα και βρήκε τελικά τη λύση του το 1924 με την τεχνητή λίμνη του Μαραθώνος.
Η λίμνη του Μαραθώνος.
Από την απελευθέρωση του κράτους και ιδιαίτερη μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα (1834) παρουσιάστηκε η έλλειψη νερού. Η Αντιβασιλεία του Όθωνος επιχείρησε να λύσει το ζήτημα με αρτεσιανά πηγάδια, χωρίς όμως επιτυχία. Επισκευάστηκε έπειτα από το Δήμο ένα κομμάτι από τα παλιό υδραγωγείο του Αδριανού και αργότερα έγιναν νέες εργασίες και επεκτάσεις του Αδριανείου. Ο Χαρίλαος Τρικούπης ζήτησε, το 1882, να δώσει μόνιμη λύση στο ζήτημα της υδρεύσεως και έφερε Άγγλο υδραυλικό να το μελετήσει. Ο Άγγλος ετοίμασε τα σχέδια. Αλλά χρειάζονταν τέτοια ποσά, που ο ελληνικός προϋπολογισμός δεν μπορούσε να καλύψει το έργο, ούτε οι ξένες αγορές ήταν πρόθυμες να δώσουν δάνειο για την ύδρευση της Αθήνας. Στα 1888, στις γιορτές που έγιναν για την εικοσιπενταετηρίδα της βασιλείας του Γεωργίου Α΄, μαζεύτηκε πολύ κόσμος στην Πρωτεύουσα. Η έλλειψη νερού που παρατηρήθηκε έδωκε αφορμή σε νέες συζητήσεις και νέα σχέδια για το επίμαχο θέμα. Τότε, για πρώτη φορά, προτάθηκε η μεταφορά των νερών στη Στυμφαλίας λίμνης στην Αθήνα. Και τα «νερά της Στυμφαλίας» ήταν το θέμα που συζητούσαν κάθε καλοκαίρι, για χρόνια κατόπιν, οι διψασμένοι Αθηναίοι. Η κυβέρνηση Βενιζέλου, το 1914, έκανε διεθνή διαγωνισμό για την ύδρευση της Αθήνας, είτε από το Μέλανα ποταμό, είτε από τη Στυμφαλία. Ο πρώτος όμως Παγκόσμιος πόλεμος, που ακολούθησε, εμπόδισε τη λύση του ζητήματος. Και η κατάσταση έγινε πια αφόρητη. Τόση ήταν η έλλειψη νερού σε περιόδους ανομβρίας, που οι Αθηναίοι δε βρίσκαν ούτε να πιουν. Πολλές οικογένειες έφευγαν τους καλοκαιρινούς μήνες από την Πρωτεύουσα, γιατί με την έλλειψη νερού η πόλη γινόταν ακάθαρτη και αναπτύσσονταν επιδημίες. Αυτοί που είχαν τους λαχανόκηπους, τους πότιζαν με βρώμικα συνήθως νερά και πολλές φορές με νερά των υπονόμων, με αποτέλεσμα ο τύφος να ενδημεί στην Αθήνα.
Από αυτή την τραγική κατάσταση, την απαράδεκτη για πρωτεύουσα, που είχε γίνει ακόμη χειρότερη με την εγκατάσταση των προσφύγων και το διπλασιασμό του πληθυσμού, έσωσε τους Αθηναίους το τεχνητό φράγμα του Μαραθώνος. Η τότε κυβέρνηση Ανδρέα Μιχαλακοπούλου, ύστερ’ από μελέτη του ζητήματος και από μύριες όσες αντιδράσεις, πήρε την απόφαση να αναθέσει το έργο στην αμερικανική εταιρεία «Ulen» υπογράφοντας τη σχετική σύμβαση (23 Δεκεμβρίου1924). Τα έργα της Ούλεν τέλειωσαν μετά πέντε χρόνια και η Πρωτεύουσα πλουτίστηκε με άφθονο νερό. Ο Μαραθώνας για δεύτερη φορά έσωζε τους Αθηναίους!
Φωτισμός και συγκοινωνίες.
Την ίδια εποχή λύεται και το ζήτημα του φωτισμού και των συγκοινωνιών στην Αθήνα. Με πρωτοβουλία της Εθνικής Τραπέζης και με την ενεργό ανάμιξή της, η αγγλική εταιρεία «Power» παίρνει το προνόμιο της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην περιοχή της Πρωτεύουσας και την εκμετάλλεσυη εσωτερικών συγκοινωνιών. Η Πάουερ αναλαμβάνει την υποχρέωση να ηλεκτροκινήσει και το σιδηρόδρομο Κηφισιάς. Παράλληλα με την επίλυση του ζητήματος του ηλεκτρισμού η Εθνική Τράπεζα βοηθεί με δάνειο το δημόσιο για να μεταφέρει νερό από τη θάλασσα στην Αθήνα για το πλύσιμο και το κατάβρεγμα των δρόμων, ώσπου να τελειώσουν τα έργα της Ούλεν.
Αλλά και οι αστικές μεταφορές βελτιώνονται με τα επιβατικά αυτοκίνητα συγκοινωνίας που πολλαπλασιάζονται και δημιουργούνται νέες γραμμές στις μακρυνές συνοικίες. Το 1925 – 26 στρώνονται οι δύο πρώτοι δρόμοι με άσφαλτο στην Αττική, για να ενώσουν την Αθήνα με την Ελευσίνα και το Μενίδι. Ως τότε οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, που ήταν ελάχιστοι, περιορίζονταν μόνο στο κέντρο της Αθήνας. Τώρα, το δάπεδο της ασφάλτου αρχίζει να επεκτείνεται και πέραν από την Πρωτεύουσα, σαν προάγγελος των τουριστικών δρόμων που θα καλύψουν αργότερα την Αττική και ολόκληρη την Ελλάδα. Ενδεικτικά σημειώνω ότι, στην Πρωτεύουσα το 1926 τα επιβατικά αυτοκίνητα συγκοινωνίας μεταφέραν 26.000 επιβάτες την ημέρα, το 1966 είχαν περάσει τα 2.000.000. Το 1928 δημιουργείται και το πρώτο πολιτικό αεροδρόμιο, στη θέση που ήταν άλλοτε ο Ζωολογικός Κήπος, στο Δέλτα του Παλαιού Φαλήρου. Ο πρώτος αυτός αερολιμένας της Αθήνας ήταν για υδροπλάνα. Τα επιβατικά αεροπλάνα προτιμούσαν τότε την προσθαλάσσωση από την προσγείωση. Η πρώτη αεροπορική συγκοινωνία εξασφάλιζε τη μεταφορά του ταχυδρομείου Ιταλίας – Ελλάδος – Τουρκίας.
Αποκατάσταση προσφύγων.
Μαζί με τον τεχνικό εκσυγχρονισμό της Πρωτεύουσας προχωρεί και η αποκατάσταση των προσφύγων, χάρη στα δάνεια που έγιναν υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών. Ανθρωπινότερα σπίτια χτίζονται για τους πρόσφυγες στους γύρω από την Αθήνα συνοικισμούς, ενώ ένα μεγάλο μέρος προσφύγων μεταφέρεται από την Πρωτεύουσα στις επαρχίες. Ευθύς μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας ο όγκος των προσφύγων είχε συγκεντρωθεί στην Αθήνα. Η πρώτη μεγάλη αποσυμφόρηση έγινε το καλοκαίρι του 1923, από την έλλειψη νερού που παρουσιάστηκε τότε. Και τόση ήταν η έλλειψη, ώστε ένας Αμερικανός δημοσιογράφος έγραφε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ότι «δεν μπορούσε κανείς την ίδια ημέρα να έχει νερό για να πλυθεί και να πάρει και το τσάι του …».
Αλματική πρόοδος της Αθήνας.
Το νερό, το ηλεκτρικό, ο πολλαπλασιασμός των συγκοινωνιακών μέσων και ο προσφυγικός κόσμος που εγκαταστάθηκε, άλλαξαν εντελώς την όψη της Αθήνας. Το εμπόριο και η βιομηχανία πήραν νέα ανάπτυξη με το επιχειρηματικό πνεύμα των προσφύγων. Το χρηματιστήριο κινήθηκε και ο Πειραιεύς άρχισε να εξελίσσεται σε σημαντικό λιμάνι της Μεσογείου. Από την εποχή αυτή η Αθήνα μπαίνει στα πλαίσια των μεγαλουπόλεων. Οι μεγάλες οικοδομές με τις πολυκατοικίες πληθύνονται. Σ’ αυτό είχε βοηθήσει και η νομοθετική καθιέρωση της οριζόντιας ιδιοκτησίας. Στα νεόχτιστα διαμερίσματα τοποθετούν ιδιαίτερα δωμάτια για λουτρά. Και το σπουδαιότερο, υπάρχει και νερό για να μην είναι … «αχρείαστα». Ο τεχνικός πολιτισμός, χάρη στο άφθονο ηλεκτρικό ρεύμα, κάνει τις πρώτες εμφανίσεις και κατακτήσεις στην εσωτερική ζωή των Αθηναίων. Η λάμπα του πετρελαίου, που κυριαρχούσε ως τότε, παραχωρεί τη θέση της στο ηλεκτρικό φως. Παλαιότερα, μόνο στα πλουσιότερα σπίτια χρησιμοποιούσαν φωτισμό ή κουζίνες γκαζιού και σε μερικά το ηλεκτρικό φως. Τώρα, εισάγονται οι πρώτες ηλεκτρικές κουζίνες, που θα αντικαταστήσουν τις «φουφούδες» και τα «φουρνέλα» με τα κάρβουνα. Το παλιό κρεμασμένο «φανάρι», με το ψιλό δίχτυ για να προφυλάσσει τα τρόφιμα από τις μύγες και τα άλλα έντομα, θα παραχωρήσει τώρα τη θέση του στο ψυγείο με τις κολώνες του πάγου και αργότερα στο ηλεκτρικό ψυγείο. Τη σόμπα και το μαγκάλι θα διαδεχτούν, στο διάστημα του μεσοπολέμου οι πρώτες κεντρικές θερμάνσεις, με τον ανθρακίτη και το ακάθαρτο πετρέλαιο. Μερικά αθηναϊκά μέγαρα, ελάχιστα σε αριθμό, χρησιμοποιούσαν από παλαιότερα κεντρική θέρμανση με ζεστό άνεμο, που έφθανε στα δωμάτια με σωλήνες από ένα καζάνι που έβραζε νερό.
Τα παλιά τηλέφωνα – τα «καβουρδιστήρια», όπως τα έλεγαν, γιατί καλούσε κανείς το συνομιλητή του διαμέσου του τηλεφωνικού κέντρου, που σπάνια απαντούσε – εκτοπίζονται από τα αυτόματα. Τα τοποθέτησε μια Γερμανική εταιρεία. Ο «βουβός» κινηματογράφος παραχωρεί τη θέση του στον «ομιλούντα» και τα πρώτα ραδιόφωνα ακούγονται στην Αθήνα. Οι φωνόγραφοι με το μεγάλο χωνί και οι λαντέρνες, που γύριζαν τις γειτονιές παίζοντας κομμάτια από ιταλικές όπερες, θα είναι τα πρώτα θύματα του ραδιοφώνου. Αργότερα, «θύματα» θα γίνουν όλοι οι Έλληνες, όταν θα ακούνε τις εκπομπές των ελληνικών σταθμών.
Μεταβολές στην κοινωνική ζωή.
Με την επικράτηση του τεχνικού πολιτισμού και την αλματική πρόοδο της Αθήνας, άρχισαν να εξαφανίζωνται, έθιμα, συνήθειες, γιορτές, που επί χρόνια είχαν συνδεθεί μαζί της. Τα κούλουμα της Καθαράς Δευτέρας, που γιορτάζονταν ομαδικά από τους Αθηναίους στης Στήλες του Ολυμπίου Διός και στο Θησείο, παύουν να τους συγκεντρώνουν. Η αποκριά αλλάζει όψη. Το αποκριάτικο γλέντι στους δρόμους της Πλάκας και στα σπίτια, μεταφέρεται στις αίθουσες των χορευτικών κέντρων και των ξενοδοχείων, με τη μορφή χορευτικών συγκεντρώσεων για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Στην παλαιότερη Αθήνα το κοσμικότερο γεγονός της αποκριάς ήταν ο χορός των Συντακτών στο Δημοτικό Θέατρο. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 στο Δημοτικό Θέατρο στέγασαν πρόσφυγες. Οι χοροί των Συντακτών συνεχίστηκαν για λίγα χρόνια στο Θέατρο Ολύμπια και τελικά σταμάτησαν.
Μαζί με το καρναβάλι της Πλάκας εξαφανίστηκαν από τους αθηναϊκούς δρόμους, τουλάχιστο τους κεντρικούς, η γκαμήλα, το γαϊτανάκι, ο φασουλής, τα ρόπαλα, το γαϊδουράκι, ο κόκορας, που ήταν οι αχώριστοι σύντροφοι κάθε αθηναϊκής αποκριάς. Και δεν ήταν μόνο τα λαϊκά αποκριάτικα θεάματα που σταμάτησαν στο διάστημα του μεσοπολέμου, αλλά και αυτά τα επισημότερα των «κομιτάτων», με την παρέλαση των «αρμάτων», έπαυσαν να ενδιαφέρουν τους Αθηναίους. Τελευταία προσπάθησαν, με πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίων, να ξαναζωντανέψουν το παλιό Καρναβάλι της Πλάκας. Και σημείωσαν αξιοθρήνητη αποτυχία …
Στη μεταβατική αυτή περίοδο του μεσοπολέμου τα Πατήσια θα παύσουν να συγκεντρώνουν την παραμονή της Πρωτομαγιάς τους Αθηναίους, που πήγαιναν εκεί «να πιάσουν το Μάη». Και έπρεπε κάθε οικογενειάρχης να φέρει από τα Πατήσια και να κρεμάσει στην πόρτα ή στο μπαλκόνι του σπιτιού του το στεφάνι με τα μαγιάτικα άνθη. Το «μάη», όπως τον έλεγαν.
Τα ξενοδοχεία θα βελτιώσουν στην περίοδο εκείνη την εσωτερική τους επίπλωση. Θα εγκαταστήσουν μπάνια και θα βάλουν τρεχούμενο νερό στα δωμάτια. Συγχρόνως θα χτιστούν αξιόλογα καινούργια ξενοδοχεία στην Αθήνα και στα προάστια. Τα παλαιότερα «καφέ – σαντάν» και «καφέ – αμάν» θα τα διαδεχτούν πολυτελή και πλούσια σε πρόγραμμα νυχτερινά κέντρα, τα «καμπαρέ», που θα μπορούν να συχνάζουν και κυρίες. Ως τότε σε παρόμοια κέντρα οι κυρίες πήγαιναν μόνο τις αποκριές και με «ντόμινο», για να μην αναγνωρίζονται. Τις συνόδευαν συζύγοι και συγγενείς, ώστε να αποκλείωνται οι «ενοχλήσεις» από τους τακτικούς θαμώνες των νυχτερινών κέντρων.
Το αυτοκίνητο θα μεταφέρει τους φίλους της θάλασσας και πιο μακρυά από τη Φαληρική ακτή, στις έρημες ως τότε ακτές του Σαρωνικού. Και θα δημιουργηθούν νέα κέντρα παραθερισμού και θαλασσίων λουτρών, στον Άλιμο, στο Ελληνικό, στη Γλυφάδα. Το Νέο Φάληρο θα παύσει να είναι κοσμικό κέντρο και τόπος θερινής διαμονής. Στα δύο μεγάλα ξενοδοχεία του και στο θέατρό του θα στεγάσουν, μετά το 1922, πρόσφυγες. Στο Παλαιό Φάληρο, που θα το διαδεχτεί, θα εμφανιστούν και τα πρώτα «μπαιν – μιξτ». Θα τα παρακολουθούν όχι μόνο οι λουόμενοι και οι φίλοι της θάλασσας, αλλά και πλήθος περιέργων χάριν του … Θεάματος.
Τα πρώτα αυτά θαλάσσια λουτρά, για άντρες και γυναίκες μαζί, δημιούργησαν θόρυβο και θέμα σχολίων, τόσο στις εφημερίδες, όσο και στις επιθεωρήσεις των θεάτρων. Και ήταν φυσικό η εμφάνιση ημίγυμνου του ωραίου φύλου να προκαλέσει την περιέργεια και τα σχόλια, σε εποχή που η γυναικεία φούστα μόλις είχε υπερβεί τον αστράγαλο. Σε λίγο καιρό η μόδα θα πλησιάσει τη φούστα προς το γόνατο. Και η τότε δικτατορία (1925) απαγόρευσε, με αστυνομική διάταξη και με πρόστιμο, το ανέβασμα της φούστας επάνω από 35 πόντους από το έδαφος. Οι Αθηναίες όμως αδιαφόρησαν στις αποφάσεις της δικτατορίας και διατήρησαν τις φούστες στο … ύψος τους. Και συμμορφώθηκαν μόνον, όταν ένας άλλος μεγαλύτερος δικτάτορας, η μόδα, τις υποχρέωσε να τις κατεβάσουν.
Την εποχή του μεσοπολέμου εγκαταλείπονται οι ολιγόλεπτες «εθιμοτυπικές επισκέψεις» που έκαναν οι Αθηναίοι, σε συγγενείς και φίλους, το πρωί της Πρωτοχρονιάς και σε άλλες γιορτάσιμες ημέρες. Την ίδια εποχή απαγορεύτηκαν και οι παρελάσεις των κηδειών μέσα από την πόλη, με ανοιχτά φέρετρα και ψαλμωδίες. Οι γάμοι και τα βαφτίσια θα γίνονται υποχρεωτικά στην εκκλησία και όχι στα σπίτια, όπως γινόταν ως τότε.
Γενικότερη πρόοδος στην Ελλάδα.
Η περίοδος του μεσοπολέμου ήταν αποφασιστική για τη νεώτερη Αθήνα. Μέσα σε μια γενεά η Πρωτεύουσα άλλαξε όψη, έθιμα, συνήθειες. Ήταν ο δεύτερος σημαντικός σταθμός μετά την τρικουπική εποχή. Ο Τρικούπης έκανε το χωριό μικρή πολιτεία. Και η περίοδος μεταξύ των δύο Παγκοσμίων πολέμων έβαλε τις βάσεις για να γίνει η πολιτεία μεγαλούπολη. Το μεγάλο βήμα θα πραγματοποιηθεί είκοσι χρόνια αργότερα, μετά το 1950. Η ίδια πρόοδος με την Πρωτεύουσα σημειώθηκε την περίοδο του μεσοπολέμου σε ολόκληρη την Ελλάδα. Τότε έγιναν τα μεγάλα αποξηραντικά έργα στη Μακεδονία, που βοήθησαν στην αποκατάσταση του προσφυγικού κόσμου και άλλαξαν την όψη της Βορείου Ελλάδος. Η σημαντική αυτή μεταβολή, ο εκπολιτισμός και η πρόοδος της Αθήνας και γενικότερα της Ελλάδος, συμπίπτουν με την περίοδο της Ελληνικής Δημοκρατίας (1924 – 1935). Στο προσκήνιο είχαν έλθει τότε οι ζωντανότερες και προοδευτικότερες δυνάμεις του τόπου, αλλά και οι πιο ανήσυχες. Ήταν εκείνες που είχαν κάνει το δεκάχρονο πόλεμο (1912 – 1922).