Την εποχή των διαδόχων του Αυγούστου δε σημειώνονται αξιόλογα γεγονότα στην Αθήνα. Συνέβηκε όμως ένα γεγονός, επί του Οκταβίου Αυγούστου, που άλλαξε την πορεία του κόσμου. Στη Βηθλεέμ της Γαλιλαίας γεννήθηκε ο Χριστός. Και οι Αθηναίοι, μισόν αιώνα μετά τη γέννησή του – την εποχή του αυτοκράτορα Κλαυδίου – θα ακούσουν , για πρώτη φορά, τον Απόστολο Παύλο να τους αναφέρει για τη νέα θρησκεία.
Η πορεία του Αποστόλου Παύλου στην Ελλάδα, για να διδάξει το Χριστιανισμό, αρχίζει από τη Μακεδονία και κυρίως από τις πόλεις που έχουν σημαντικές παροικίες Εβραίων. Και ο κορυφαίος των Αποστόλων, το 52 – 53, θεμελιώνει τις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες στη Θεσσαλονίκη και στη Βέρροια. Στις δύο αυτές πόλεις πολλοί Εβραίοι προσηλυτίζονται στη νέα θρησκεία και «των Ελληνίδων γυναικών και ανδρών ουκ ολίγοι». Μερικοί Εβραίοι καταδιώκουν τον Παύλο και τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει τη Μακεδονία. Ο Παύλος αποφασίζει να καταφύγει στην Κόρινθο, όπου υπήρχε επίσης μεγάλη παροικία Εβραίων. Στο ταξίδι του εκείνο πέρασε από την Αθήνα και έμεινε λίγο καιρό, περιμένοντας δύο χριστιανούς, το Σίλα και τον Τιμόθεο, να ταξιδέψουν μαζί στην Κόρινθο.
Η «κατείδωλος πόλις».
Στην Αθήνα οι Εβραίοι είναι λίγοι. Οι Αθηναίοι και οι ξένοι έχουν τις εθνικές θρησκείες τους και η «κατείδωλος πόλις» είναι γεμάτη από Επικουρείους και Στωικούς φιλοσόφους, που με τις θεωρίες τους έχουν κλονίσει την αρχαία θρησκεία. Οι θεοί του Ολύμπου μόλις στέκονται στα βάθρα τους … Στον ανάμικτο αυτό κόσμο ο Παύλος κήρυξε το λόγο του Θεού, τις λίγες ημέρες που έμεινε στην Αθήνα. Μίλησε στη συναγωγή των Εβραίων και στην Αγορά. Οι Αθηναίοι, που ήταν συνηθισμένοι ν’ ακούνε τους φιλοσόφους και τους άλλους ρήτορες, μαζεύονταν γύρω από τον περίεργο αυτό ξένο, που τους μιλούσε για έναν άγνωστο θεό, για ανάσταση νεκρών και για ημέρα κρίσεως. Και πολλοί αναρωτιώνταν «τι αν θέλοι ο σπερμολόγος ούτος λέγειν;». Η υποδοχή που κάνει το αθηναϊκό κοινό στη διδασκαλία του Παύλου είναι μάλλον φιλική και πολύ απέχει από τη διαγωγή που είχαν δείξει οι «ελληνίζοντες» Εβραίοι των Φιλίππων, της Θεσσαλονίκης και της Βερροίας, που τον καταδίωξαν. Οι Αθηναίοι τον άκουγαν με σκωπτική μάλλον διάθεση και στο τέλος έφευγαν λέγοντας με κάποια δόση ειρωνείας: θα τα ξαναπούμε και πάλι. «Ακουσόμεθά σου και πάλιν περί τούτου». Ο Παύλος κατάλαβε πως το αθηναϊκό κοινό δεν ήταν επιδεκτικό για τη διδασκαλία του. Και αφού έγραψε δύο επιστολές προς Θεσσαλονικείς από την Αθήνα, έφυγε για την Κόρινθο και δεν ξαναγύρισε πια στο αττικό έδαφος. Ούτε έστειλε καμμιά επιστολή προς Αθηναίους.
Ο Παύλος στον Άρειο Πάγο.
Οι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν ότι στην Αθήνα έπιασαν τον Παύλο και τον έφεραν στον Άρειο Πάγο, για να δώσει εξηγήσεις τι εννούσε με τα παράδοξα κηρύγματά του. «Επιλαβόμενοί τε αυτού επί τον Άρειον Πάγον ήγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνώναι τις η καινή αύτη η υπό σου λαλουμένη διδαχή; ξενίζοντα γαρ τινα εισφέρεις εις τας ακοάς ημών· βουλόμεθα ουν γνώναι τι αν θελοι ταύτα είναι». Και τότε, συνεχίζουν οι Πράξεις, στάθηκε ο Παύλος στο μέσο του Αρείου Πάγου και μίλησε για τη νέα θρησκεία: «Άνδρες Αθηναίοι» τους είπε «σας βλέπω πολύ θεοφοβούμενους. Γυρίζοντας στην πόλη, για να ιδώ τα Ιερά σας, βρήκα κι’ ένα βωμό που ήταν αφιερωμένος στον Άγνωστο Θεό. Αυτόν, λοιπόν, τον Άγνωστο Θεό, που λατρεύετε χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν ακριβώς εγώ κηρύττω στις διδασκαλίες μου …». Και ο μεγάλος Απόστολος συνέχισε το λόγο του για το Χριστιανισμό. Όπως μας πληροφορούν οι Πράξεις των Αποστόλων, από τους ακροατές του πίστεψαν και τον ακολούθησαν ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης και μία γυναίκα, η Δάμαρις. Είναι φανερό, από την περιγραφή των Πράξεων, ότι τον Απόστολο Παύλο, ύστερ’ από καταγγελία, τον κάλεσαν στον Άρειο Πάγο να δώσει εξηγήσεις γι’ αυτά που δίδασκε. Ο Άρειος Πάγος είχε ανέκαθεν την ανώτερη εποπτεία στις διδασκαλίες των φιλοσόφων. Και ο Απόστολος Παύλος, αφού απολογήθηκε, αφέθηκε ελεύθερος. Αλλιώς, δεν εξηγείται η παρουσία του στον Άρειο Πάγο. Ένας ξένος δεν μπορούσε να βγάζει λόγους στον ιερό χώρο του ανώτατου δικαστηρίου και μάλιστα μπροστά σε αρεοπαγίτες, παρά μόνο απολογούμενος. Η Αγορά ήταν ο συνηθισμένος τόπος των ρητόρων. Ρητώς, άλλωστε, αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων περί «προσαγωγής» του Παύλου στον Άρειο Πάγο. «Επιλαβόμενοί τε αυτού επί τον Άρειον Πάγον ή γ α γ ο ν».
Οι Πράξεις των Αποστόλων μας πληροφορούν επίσης ότι, εκτός από την ομιλία του στον Άρειο Πάγο, ο Παύλος συζητούσε και τις άλλες ημέρες στη Συναγωγή «μετά των Ιουδαίων και των θεοσεβών» και στην Αγορά, κάθε ημέρα, μετά των «τυχόντων». Δεν είναι επίσης ιστορικά εξακριβωμένο, αν ο Απόστολος Παύλος μίλησε από το βράχο του Αρείου Πάγου (στο μέρος που υπάρχει χαραγμένος ένας σταυρός) ή λίγο μακρύτερα, στη Βασίλειο Στοά, που συνεδρίαζαν τότε οι αρεοπαγίτες. Το δεύτερο φαίνεται πιθανότερο. Η μοναδική πηγή για το ταξίδι και τη διαμονή του Παύλου στην Αθήνα είναι οι Πράξεις των Αποστόλων.
Οι πρώτοι Αθηναίοι Επίσκοποι.
Εκτός από το Διονύσιο Αρεοπαγίτη και τη Δάμαρι – που από το όνομά της «Θάμαρ» φαίνεται πως ήταν Εβραία – δεν παρουσιάζονται άλλοι Αθηναίοι, τουλάχιστον από τους επώνυμους, να δέχτηκαν ευθύς αμέσως το Χριστιανισμό. Ο Διονύσιος ήταν από τους επιφανέστερους Αθηναίους. Ανήκε σε μια αριστοκρατική οικογένεια και ήταν γνώστης των φιλοσοφικών συστημάτων και της ρητορικής. Κατά τον ποιητή Θεοφάνη: «πλούτω και σοφία και συνέσει των απάντων υπερέχων». Ταξίδεψε σε νέα ηλικία στην Αίγυπτο, όπου συμπλήρωσε τις γνώσεις του. Όταν γύρισε στην Αθήνα, έγινε αρεοπαγίτης. Και ήταν 43 χρονών, όταν ο Παύλος μίλησε στον Άρειο Πάγο. Ο Διονύσιος φρόντισε, μετά την αναχώρηση του Παύλου, να οργανώσει τους λίγους χριστιανούς της Αθήνας και να προσηλυτίσει νέους. Τα εκκλησιαστικά κείμενα τον αναφέρουν για τον πρώτο Επίσκοπο Αθηνών. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος προσθέτει ότι, ο Διονύσιος παντρεύτηκε την «ομόπιστον εν τω νέω θρησκεύματι» Θάμαρ ή Δάμαριν. Κοντά στο βράχο του Αρείου Πάγου είχε εγκαταστήσει την κατοικία του και την επισκοπή του. Εκεί χτίστηκε και μια βυζαντινή εκκλησία, ο Άγιος Διονύσιος, που τα ερείπιά της σώζονταν την εποχή της Τουρκοκρατίας. Στους διωγμούς που έγιναν επί Δομετιανού, το 93, ο Διονύσιος, σε γεροντική ηλικία, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο «διά της πυράς». Κάηκε μαζί με τα συγγράματά του. Η Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο.
Ο μαρτυρικός θάνατος του πρώτου Επισκόπου και οι διώξεις των χριστιανών, έφεραν κάποιο κλονισμό στη Χριστιανική Κοινότητα της Αθήνας. Είχε μείνει πολύ περιορισμένη. Τόσο μάλιστα, ώστε οι δύο Επίσκοποι, που διαδέχονται το Διονύσιο, ο Νάρκισσος και ο Πόπλιος, δεν ήταν Αθηναίοι. Τους έστειλαν για Επισκόπους, τον πρώτο από την Παλαιστίνη και το δεύτερο από τη Μάλτα. Ο Νάρκισσος ήταν ένας από τους «Εβδομήκοντα μαθητάς ή αποστόλους του Χριστού» και πέθανε μαρτυρικό θάνατο. Ο διάδοχός του Πόπλιος έπεσε θύμα μιας οχλαγωγίας, που έγινε στην Αθήνα, εναντίον των ξένων που δίδασκαν καινούργιες θρησκείες. Ο Πόπλιος ήταν γιος πλούσιου γαιοκτήμονα και άρχοντα της Μάλτας. Είχε γνωρίσει τον Απόστολο Παύλο, όταν τον μεταφέραν «δεσμώτη» με πλοίο στην Ιταλία. Κοντά στη Μάλτα, το πλοίο ναυάγησε και ο Παύλος, με άλλους επιβάτες, μπόρεσαν να σωθούν κολυμπώντας και να φθάσουν στην ξηρά. Ο Πόπλιος φιλοξένησε και περιποιήθηκε τον Παύλο, που τον «εμύησε» στο Χριστιανισμό. Μετά το θάνατο του Ποπλίου, η Κοινότητα των Χριστιανών στην Αθήνα αντιμετώπισε τον κίνδυνο να διαλυθεί. Η ατμόσφαιρα δεν ευνοούσε την ανάπτυξη του Χριστιανισμού. Και από τους πρώτους προσήλυτους, άλλοι φεύγουν και άλλοι αδρανούν. Αναγκάστηκε τότε να επέμβει ενεργώς ο Επίσκοπος της Κορίνθου Διονύσιος, για να δώσει θάρρος στους Αθηναίους χριστιανούς και να τους κρατήσει στην πίστη. Αποφασιστικά βοήθησε και ο τέταρτος στη σειρά Επίσκοπος Αθηνών Κοδράτος, που μπόρεσε ν’ αναζωπυρώσει το Χριστιανισμό στην επισκοπή του. Τον Κοδράτο ευνόησε και η γενικότερη κατάσταση της Αθήνας. Ήταν η εποχή του Αδριανού και των διαδόχων του, που δείχνανε ανεξιθρησκεία και ανοχή απέναντι των χριστιανών. Όταν μάλιστα ο Αδριανός είχε έλθει στην Αθήνα για να μυηθεί στα ελευσίνια μυστήρια, ο Κοδράτος παρουσιάστηκε και του έδωκε ένα υπόμνημα «υπέρ της κατά Χριστόν θεοσεβείας». Και ο χριστιανός φιλόσοφος Αριστείδης προσπάθησε να επηρεάσει τον Αδριανό υπέρ της νέας θρησκείας. Η δραστηριότητα όμως αυτή της Κοινότητας των Χριστιανών εξόργισε τους Αθηναίους εναντίον του Επισκόπου Κοδράτου και τον ανάγκασαν, διά της βίας και πετροβολώντας αυτόν, να φύγη από την πόλη.
Τέτοια τύχη είχαν οι πρώτοι τέσσερεις Επίσκοποι, που θεμελίωσαν το Χριστιανισμό στην Αθήνα. Αγωνίστηκαν μέσα σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον, επηρεασμένο από την αρχαία θρησκεία και από τις θεωρίες των φιλοσόφων. Την ίδια αντίδραση θα συναντήσουν οι χριστιανοί της Αθήνας και στο μέλλον. Η «κατείδωλος πόλις» θα μείνει για αιώνες ακόμη προσκολλημένη στους αρχαίους θεούς της και προ παντός στα φιλοσοφικά συστήματα, που είχαν καλλιεργήσει οι Στωικοί και οι Επικούρειοι.