ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ

Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, η Αθήνα εξακολουθούσε να είναι η πόλη των φιλοσόφων και των ξένων. Είναι ακόμη κατάφορτη από αγάλματα και μνημεία.

Ο Στράβων δεν τα αναφέρει λεπτομερώς, γιατί ο αριθμός τους είναι πολύ μεγάλος. Και σημειώνει, χαρακτηριστικά, ότι ο Περιηγητής Πολέμων είχε γράψει τέσσερεις τόμους μόνο για τα καλλιτεχνικά έργα που βρίσκονταν στην Ακρόπολη. Ως το τέλος της ρωμαϊκής κυριαρχίας, η Αθήνα παρουσιάζεται για πόλη ανεξάρτητη και αφορολόγητη. Εκτός από την Αττική και τον Ωρωπό, έχει και μερικά νησιά στο Αιγαίο: Δήλο, Σκιάθο, Σκόπελο, Λήμνο, Ίμβρο, Σκύρο, κ.λ. Συγκριτικά με τις άλλες ελληνικές πόλεις, η Αθήνα ήταν σε καλύτερη κατάσταση, όπως αναφέρει και ο Στράβων. Ο πληθυσμός της όμως είχε ελαττωθεί σημαντικά, παρά τους πολλούς ξένους που την κατοικούσαν. Η Αττική είχε σχεδόν ερημωθεί και ο Πειραιεύς διατηρούσε πολύ λίγους κατοίκους. Ο Οράτιος ονομάζει την Αθήνα «άδεια πόλη». Και ο Οβίδιος θρηνεί τον ξεπεσμό της.

Η Ελλάς κατακτά τη Ρώμη.

Οι διάδοχοι του Αυγούστου: Τιβέριος (14 – 37 μ.Χ.), Καλιγούλας (37 – 41), Κλαύδιος (41 – 54), Νέρων (54 – 68), Βεσπεσιανός (69 – 79), Τίτος (79-81), Δομετιανός (81- 96), Νερούας (96 – 98) και Τραϊνός (98 – 117), δεν επείραξαν την Αθήνα, ούτε την υποτιθέμενη ελευθερία της. Μερικοί από αυτούς ήξεραν ελληνικά και ήταν φιλαθηναίοι. Και οι Αθηναίοι, ανταποδίδοντας την υποχρέωση που είχαν για τα φιλαθηναϊκά αισθήματά τους, φρόντιζαν να στήνουν αγάλματα και να θεοποιούν όχι μόνο τους αυτοκράτορες, όπως γινόταν ως τότε, αλλά και τους στενούς συγγενείς των. Επί της εποχής του Κλαυδίου εμφανίζονται τα πρώτα αγάλματα και η πρώτη λατρεία σε Ρωμαίες δέσποινες. Και αυτές οι περιβόητες, Μεσσαλίνα και Αγριππίνα, είχαν τιμηθεί από τους Έλληνες σα θεές! … Οι πιο ονομαστοί Λατίνοι, στην περίοδο αυτή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και παρακμής, ήθελαν να φαίνωνται ότι είχαν «αττική μόρφωση» και φρόντιζαν να μιμούνται σε πολλά τους Αθηναίους. Το «ταξίδι στην Αθήνα» το θεωρούσαν απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε μορφωμένου Ρωμαίου. Ο Κάττων, ο Βιργίλιος, ο Οράτιος, ο Κικέρων, την είχαν επισκεφθεί. Ο Ιουδαίος Φίλων έλεγε για την Αθήνα της εποχής εκείνης (αρχές του 1ου μ.Χ. Αιώνα) ότι: «Όπερ γαρ εν οφθαλμώ κόρη ή εν ψυχή λογισμός, τουτ’ εν Ελλάδι Αθήναι». Η καλή κοινωνία της Ρώμης μιλούσε ελληνικά για δεύτερη γλώσσα και οι πατρίκιες αντιγράφαν τα φορέματα, τα χτενίσματα και τα κοσμήματα των Ελληνίδων. Η υποδουλωμένη Ελλάς αρχίζει να υποδουλώνει πνευματικά και πολιτιστικά τη Ρώμη. Ύστερ’ από μερικές γενεές μεταφέρει στη Ρώμη (86 μ.Χ.) τους Ολυμπιακούς Αγώνες με το όνομα «Καπετώλεια». Ο ίδιος θα προεδρεύσει στους αγώνες, φορώντας κόκκινο ελληνικό ρούχο και πέδιλα ελληνικά. Θα καθιερώσει αγώνες ρητορικής στη λατινική και ελληνική γλώσσα. Οι διάδοχοί του θα χρησιμοποιήσουν σε μεγάλες και εμπιστευτικές θέσεις Έλληνες απελεύθερους, που θα τους κάνουν Ρωμαίους πολίτες.

Στη μεταβολή αυτή των διαθέσεων της Ρώμης είχαν συντελέσει η πολιτική και οικονομική εξουθένωση του Ελληνισμού. Η Ελλάς, ούτε πρόσκομμα είναι, ούτε φόβο εμπνέει, την εποχή αυτή, στην απέραντη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως στα χρόνια του Φλαμινίνου, του Μομμίου και του Σύλλα, όταν άρχιζε η κατάκτηση του κόσμου από τις λεγεώνες. Τότε, όπως αναφέρει ο Πολύβιος, ο Ρωμαίος ύπατος Λεύκιος, που είχε κάνει πολλούς πολέμους, έλεγε ότι: «ουδέν ουδέποτε είδε φοβερώτερον και δεινότερον φάλαγγος της μακεδονικής». Τώρα, την κατάσταση των Ελλήνων μας την δίνει παραστατικά ο Πλούταρχος γράφοντας ότι: «ολόκληρη η Ελλάς, μόλις θα μπορούσε να παρατάξει τρεις χιλιάδες οπλίτες, όσους είχαν δώσει μόνο τα Μέγαρα στη μάχη των Πλαταιών». Και ο Δίων Χρυσόστομος αναφέρει ότι: «σε πολλές ελληνικές πόλεις βόσκουν τα πρόβατα στα ερείπια των πρυτανείων και πολλά γυμνάσια έχουν μεταβληθεί σε χωράφια. Ανάμεσα στα σπαρτά που κυματίζουν, διακρίνονται κομμάτια από αγάλματα». Και μια που η Ελλάς είναι πολιτικώς και στρατιωτικώς ακίνδυνη για τη Ρώμη, δεν υπάρχει λόγος οι «νεοφθασμένοι» Ρωμαίοι να μη περιποιούνται την παλιά αρχόντισσα του πνεύματος και της τέχνης. Γι’ αυτό θα συναντήσουμε και τον ανισόρροπο Νέρωνα να χαρίζει την ελευθερία στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως την είχε λαφυραγωγήσει από κάθε έργο τέχνης, για να στολίσει τα ανάκτορά του και τη Ρώμη.