Στους δύο τελευταίους αιώνες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του αρχαίου κόσμου, η Αθήνα θα διατηρεί την πνευματική αποστολή της. Θα μείνει το τελευταίο μεγάλο σχολείο του κόσμου που φεύγει. Οι φιλοσοφικές της σχολές θα εξακολουθήσουν, στην αρχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και ως τον Ιουστιανό, να τραβούν σπουδαστές από όλα τα μέρη της γης.
Διάδοση της ελληνικής γλώσσας.
Στο ρωμαϊκό κόσμο της παρακμής, η ελληνική γραμματεία θα συνεχίσει τις κατακτήσεις της. Όλα τα πλούσια σπίτια της Ρώμης προσπαθούν να συναναστρέφωνται Έλληνες φιλοσόφους, ρήτορες και γραμματικούς. Ακόμη και παλαιότερα, ξακουσμένοι Ρωμαίοι, όπως ο Κικέρων, γράφουν υπομνήματα στην ελληνική γλώσσα. Ο ίδιος όμως ο Κικέρων, που θεωρούσε τιμή του να γράφει ελληνικά, αποκαλεί, πρώτος αυτός, τους Έλληνες της εποχής του (106 – 43 π.Χ.) με το υποτιμητικό όνομα των Γραικύλων ( Graeculi). Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες συντηρούν ιδιαίτερο γραφείο «ελληνικής αλληλογραφίας», που το διευθύνουν Έλληνες γραμματικοί. Ο Μάρκος Αυρήλιος γράφει ελληνικά τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του, τα «Καθ’ εαυτόν». Και ο ποιητής Οράτιος ομολογεί ότι: «Η Ελλάς κατέκτησε τους αγρίους που την νίκησαν και έφερε τις τέχνες στο βάρβαρο Λάτιο». Ο Ρωμαίος κωμωδιογράφος Πλαύτος, παρουσιάζοντας στα θέατρα της Ρώμης κομμάτια από κωμωδίες του Μενάνδρου, μεταφρασμένες στα λατινικά, πληροφορούσε το κοινό, ότι: «Αυτά τα έγραψε ο Μένανδρος σε ελληνική γλώσσα και τα έχει μεταφράσει ο Πλαύτος σε βαρβαρική γλώσσα».
Αν η ελληνική γλώσσα, από τον 1ο μ.Χ. αιώνα, άρχισε να κατακτά το δυτικό κόσμο, στον ανατολικό είχε πια επικρατήσει. Ολόκληρη η Μικρά Ασία, η Εγγύς Ανατολή, η Αίγυπτος, είχε εξελληνιστή. Και αυτό είχε γίνει , όχι με τη βία, αλλά με την ηθική επιβολή και την αφομοιωτική δύναμη που είχε το ελληνικό πνεύμα. Ούτε οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ούτε οι Ρωμαίοι, επιχείρησαν ποτέ να επιβάλουν με τη βία τη γλώσσα τους. Ήταν κάτι το αδιανόητο για τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, να υποχρεώσουν τους ξένους λαούς που υποδούλωναν, ν’ αφήσουν τη μητρική τους γλώσσα και να δεχτούν τη γλώσσα του κατακτητή. Στο θέμα αυτό, οι αρχαίοι λαοί ήταν πολύ πιο πολιτισμένοι από τους σύγχρονους. Χάρη στην ανοχή αυτή των Ρωμαίων, η ελληνική γλώσσα όχι μόνο διατηρήθηκε στην κυρίως Ελλάδα στη ρωμαϊκή κατοχή, αλλά κατέκτησε και την Ανατολή. Και η εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας στους ανατολικούς λαούς βοήθησε, όπως ήταν επόμενο, την ανάπτυξη των φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας.
Ελάττωση του πληθυσμού.
Ο πληθυσμός της Αττικής το 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα έχει περιοριστεί, τουλάχιστο στο μισό, συγκριτικά με την κλασική εποχή. Ιδιαίτερα ελαττώθηκε ο αριθμός των δούλων από την εποχή του Σύλλα, που είχε φροντίσει να μεταφέρει στη Ρώμη το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς. Μετά την καταστροφή του Σύλλα, οι Αθηναίοι δεν είχαν αρκετά χρήματα για ν’ αγοράσουν καινούργιους δούλους. Πολλά καλλιτεχνικά και βιομηχανικά εργαστήρια και τα μεταλλεία του Λαυρίου έκλεισαν από την έλλειψη των δούλων. Η αττική γη είχε παραμεληθεί και η ύπαιθρος ερημώθηκε. Το χρήμα σπάνιζε και οι ξένοι τοκογλύφοι – οι τραπεζίτες – οργιάζουν. Ήταν μια από τις μεγάλες πληγές του Ελληνισμού την εποχή της ρωμαϊκής κατοχής και συνεχίστηκε ως τη δύση της αυτοκρατορίας. Παράλληλα με τη φτώχεια των κατοίκων, είχε φτωχύνει και η Αθηναϊκή Πολιτεία, από τότε που έπαυσε να εισπράττει τους φόρους από τις αποικίες. Η τελευταία αξιόλογη αποικία, που είχε μείνει στο αθηναϊκό κράτος, ήταν η Δήλος. Αλλά και αυτή δεν αποφέρει πια τίποτε. Ο Αδριανός και οι διάδοχοί του θέλησαν να δώσουν καινούργια ζωή στο ιερό νησί του Απόλλωνος και να ξαναζωντανέψουν τις παλαιότερες αθηναϊκές «θεωρίες», όταν γιορτάζονταν τα Δήλια και τα Απολλώνια. Μάταιη προσπάθεια… Η Δήλος, μαζί με τον αρχαίο κόσμο, οδηγείται στον αφανισμό. Και το νησί αυτό, που είχε κάποτε για τους Αθηναίους τόση σημασία, δεν έχει καμμιά αξία. Τόσο λίγο ήταν το ενδιαφέρον τους, ώστε τα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα, έχοντας ανάγκη από χρήματα, έβγαλαν τη Δήλο στη δημοπρασία. Ένας σοφιστής και στρατηγός, ο Λολλιανός, διαμαρτύρεται στην Αγορά για την πώληση της «Ιεράς Δήλου». Και η πώληση ματαιώθηκε, όχι γιατί ακούστηκαν οι διαμαρτυρίες του σοφιστή, αλλά γιατί κανένας δε βρέθηκε να δώσει τίποτε για το ξερονήσι αυτό του Αιγαίου.
Τα αθηναϊκά μνημεία.
Το σημαντικότερο έσοδο των Αθηναίων ήταν από τους ξένους σπουδαστές και τον τουρισμό. Από αυτούς, κυρίως, ζούσαν. Και πρέπει να σημειωθεί ότι, με το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών επί Ιουστινιανού, έσβυσε και η πολιτεία. Τα αθηναϊκά μνημεία διατηρούνται ακόμη σχεδόν ανέπαφα, όπως την κλασική εποχή. Σ’ αυτά έχουν προστεθεί και τα νεώτερα, που οι φιλέλληνες ηγεμόνες, ο Αδριανός και ο Ηρώδης Αττικού, χάρισαν στην πόλη της Παλλάδος. Ο Παυσανίας, που είδε την Αθήνα την εποχή του Αδριανού, την περιγράφει λεπτομερώς στα «Αττικά». Η είσοδος από το Δίπυλο προς τον Κεραμεικό – κατά την περιγραφή του Παυσανία – ήταν γεμάτη από αγάλματα, ναούς, βωμούς και αξιόλογα κτίρια. Από τα αγάλματα αυτά τέσσερα ήταν του Πραξιτέλη. Συνεχίζοντας ο Παυσανίας, περιγράφει την Αγορά και τα κτίρια που την πλαισίωναν. Εκεί υπήρχαν και τα αγάλματα των μεγάλων Αθηναίων και των ξένων φιλαθηναίων. Μόνο το άγαλμα του Περικλή βρισκόταν στην Ακρόπολη.
Ολόκληρα κεφάλαια αφιερώνει, ο κορυφαίος αυτός των περιηγητών, για την Ακρόπολη, τα μνημεία της και για τα άλλα αξιοθέατα της Αθήνας και της γύρω περιοχής της. Και συμπληρώνει την περιγραφή των μνημείων με θρύλους και λαϊκές παραδόσεις. «Ο αθηναϊκός λαός» γράφει «πιστεύει για αληθινές όσες διηγήσεις έχει ακούσει στα παιδικά του χρόνια, στις συναθροίσεις και στα θεατρικά έργα». Και αναφέρει πολλές από τις παραδόσεις ο Παυσανίας, δίνοντας στις «περιηγήσεις» του λαογραφικό και φιλολογικό περιεχόμενο, πέρα από τη μεγάλη αξία που έχουν σαν ιστορικό και τοπιογραφικό κείμενο. Την καλή κατάσταση των μνημείων την επιβεβαιώνει και ο Πλούταρχος. Είχε επισκεφθή την Αθήνα πριν από τον Παυσανία και εξακόσια χρόνια μετά τον Περικλή. Και γράφει για τα μνημεία της Ακροπόλεως ότι: «δίνουν την εντύπωση καινούργιων και φρεσκοκαμωμένων … σα να έχουν πνεύμα θαλλερό και ψυχή αγέραστη». Τα μνημεία και οι φιλοσοφικές σχολές είναι εκείνα που τραβούν τους ξένους στην Αθήνα και το μεγάλο πλήθος σπουδαστών.
Ο Λογγίνος.
Ο Φιλόστρατος αναφέρει ονόματα πολλών και σπουδαίων σοφιστών και φιλοσόφων των χρόνων εκείνων. Από τους γνωστότερους ήταν ο Αθηναίος Λογγίνος, που οι σύγχρονοί του τον έλεγαν «ζωντανή βιβλιοθήκη» και «κινητό μουσείο» . Ο Λογγίνος έγινε αργότερα φίλος και σύμβουλος της περιβόητης Ζηνοβίας, της βασίλισσας της Παλμύρας. Και θανατώθηκε από τους Ρωμαίους, όταν διάλυσαν το κράτος της Ζηνοβίας (272) και κυρίευσαν την πρωτεύουσά της Παλμύρα.
Φορολογία Ελλήνων και Αθηναίων.
Επί των διαδόχων του φιλοσόφου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου, του Κομμόδου (180 – 193) και του Σεπτίμου Σεβήρου (193 – 211), η κατάσταση στην Αθήνα, ούτε καλυτέρευσε ούτε χειροτέρευσε. Ο Καρακάλλας (211 – 218) έκανε πολίτες Ρωμαίους όλους τους κατοίκους του Ρωμαϊκού κράτους, εκτός από τους δούλους και τις φτωχότερες τάξεις των «πενεστών». Και το έκανε όχι από συμπάθεια προς του υπόδουλους λαούς ή από φιλελεύθερο πνεύμα, αλλά για λόγους φορολογίας. Όσοι γίνονταν Ρωμαίοι πολίτες, πλήρωναν ειδικό φόρο στο αυτοκρατορικό ταμείο. Και οι Έλληνες, μετά την απόφαση του Καρακάλλα, φορολογήθηκαν επί πλέον για την «τιμητική προαγωγή» τους, χωρίς να παύσουν να πληρώνουν και τους φόρους που έδιναν ως τότε. Ο νόθος γιος και διάδοχος του Καρακάλλα, ο περιβόητος Ηλιογάβαλος (219 – 222) είχε βρει ένα πρωτότυπο τρόπο φορολογίας των υπηκόων του. Έκανε διαφόρους οργιαστικούς γάμους, φανταστικούς και πραγματικούς, με θεές και Ρωμαίες. Και υποχρέωνε τις πόλεις να του στέλνουν πλούσια δώρα στους γάμους του! Από την φορολογία του Ηλιογαβάλου δεν ξέφυγε και η Αθήνα. Τον ετίμησε με τα γαμήλια δώρα της. Η φορολογία του Καρακάλλα δεν την είχε θίξει, σαν «ελεύθερη πόλη». Περισσότερο την εζημίωσε η απόφαση του Καρακάλλα να καταργήσει την «ατέλεια», που είχαν όσοι δίδασκαν στις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας. Η φορολογική απαλλαγή των καθηγητών είχε καθιερωθεί από τα χρόνια του Αντωνίνου και του Μάρκου Αυρηλίου. Διακόπηκε για λίγο καιρό την εποχή του Καρακάλλα και ξαναδόθηκε ευθύς αμέσως, από τον ίδιο και τους διαδόχους του.
Ο φιλαθηναίος Γαλλιηνός.
Από τους αυτοκράτορες της ιστορουμένης εποχής ο Γαλλιηνός (263 – 268), που είχε σπουδάσει στην Αθήνα, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και ενθουσιασμό για την πόλη. Θεωρούσε μεγάλη του τιμή που τον είχαν κάνει πολίτη Αθηναίο και τον είχαν εκλέξει Επώνυμο άρχοντα και αρεοπατίτη. Και προσπάθησε να βοηθήσει τους Αθηναίους, για να συνέλθουν από τις καταστροφές που είχαν πάθει με τις επιδρομές διαφόρων βαρβάρων λαών.