Η ΑΘΗΝΑ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ

Όταν ο Καποδίστριας έφθασε στην Ελλάδα (12 Ιανουαρίου 1828), χρησιμοποίησε για πρωτεύουσα στην αρχή την Αίγινα και έπειτα το Ναύπλιο. Αλλ’ από την εποχή ακόμη του Καποδίστρια, θεωρούσαν το Ναύπλιο ακατάλληλο για οριστική πρωτεύουσα του κράτους, κυρίως, για τη γεωγραφική του θέση.

Και από τότε, άρχισαν να συζητούν για την πόλη που θα διάλεγαν για οριστική πρωτεύουσα. Πολλές πόλεις διεκδικούσαν το προνόμιο, προβάλλοντας λόγους, γεωγραφικούς, ιστορικούς και υπηρεσιών στο διάστημα του Αγώνα. Η Τριπολιτσά, η Πάτρα, το Άργος, η Σύρος, το Μεσολόγγι, η Κόρινθος, το Ναύπλιο και η Αθήνα, ήταν στην πρώτη γραμμή. Αλλά το ζήτημα της πρωτεύουσας σταμάτησε με τη δολοφονία του Καποδίστρια και ξανάρχισε με την άφιξη του Όθωνος.

Η εκλογή της Αθήνας.

Το Μάρτιο του 1833 η Αντιβασιλεία έστειλε στην Αθήνα δύο Γερμανούς μηχανικούς, για να μελετήσουν επί τόπου την τοπογραφία της περιοχής και τις δυνατότητες να γίνει εκεί η πρωτεύουσα. Στην εκλογή της Αθήνας, φαίνεται, πως στρεφόταν και η προτίμηση της βαυαρικής αυλής, επηρεασμένη από τον αρχαιόφιλο βασιλιά της Λουδοβίκο Α΄, πατέρα του Όθωνος και από επιστήμονες και περιηγητές που είχαν επισκεφτεί την Ελλάδα. Ένα άρθρο, που δημοσίευσε η «Γενική Εφημερίς της Αυγούστας», στις 15 Οκτωβρίου 1832, υποστήριζε πως έπρεπε να προτιμηθεί η Αθήνα για οριστική πρωτεύουσα και για την παλιά της δόξα και για το εξαίρετο κλίμα της. Το άρθρο αναδημοσιεύθηκε από την εφημερίδα του Ναυπλίου «Χρόνος», θεωρήθηκε εμπνευσμένο από τη βαυαρική αυλή και προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση και συζήτηση.

Ενώ εξακολουθούσαν οι συζητήσεις, συνεδρίασαν οι υπουργοί, στις 15 Μαΐου 1833, για να εξετάσουν τις σχετικές με την πρωτεύουσα του κράτους προτάσεις και να αποφασίσουν. Αλλά οι υπουργοί διαφώνησαν. Ο υπουργός των Εσωτερικών Ψύλλας, που ήταν Αθηναίος, πρότεινε την Αθήνα. Τρεις υπουργοί υποστήριξαν ότι η πρωτεύουσα έπρεπε να γίνει στον Ισθμό της Κορίνθου, για να μπορεί να συνδέεται από τη θάλασσα με την Ανατολική και Δυτική Ελλάδα. Ο υπουργός των Ναυτικών Κωλέττης πρότεινε για πρωτεύουσα τα Μέγαρα. Είχε συνδεθεί με την πόλη αυτή από την περιβόητη «Στάση των Μεγάρων» μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια. Και όταν η πρότασή του, καθώς ήταν επόμενο, απορρίφθηκε, ζήτησε να μη οριστεί καμμιά πόλη για πρωτεύουσα. Και πρότεινε η Πρωτεύουσα της Ελλάδος να είναι … κινητή και να μεταφέρεται διαρκώς «προς βορράν», μέχρις ότου φθάσει στην Κωνσταντινούπολη, που θα ήταν και η οριστική πρωτεύουσα του βασιλείου! … Αφού το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπόρεσε να συμφωνήσει, αποφάσισε η Αντιβασιλεία να λύσει το ζήτημα. Και αφού συνεννοήθηκε με τον πατέρα του Όθωνος, το Λουδοβίκο Α΄ της Βαυαρίας, διάλεξε την Αθήνα για πρωτεύουσα «ένεκα της θαυμασίας θέσεώς της, των μεγάλων της αναμνήσεων και λόγω βλέψεων υψηλής πολιτικής».

Μετά την εκλογή της Αθήνας γεννήθηκε ένα άλλο ζήτημα: Σε ποιό μέρος της περιοχής θα χτιζόταν η καινούργια πόλη; Πολλοί υποστήριζαν τον Πειραιά για το λιμάνι του. Ο Γερμανός αρχιτέκτονας Γκούντενσον είχε κάνει ένα ωραίο σχέδιο. Για την εκλογή του Πειραιώς συνηγορούσε και το γεγονός ότι, ολόκληρη η έκταση γύρω από το λιμάνι ανήκε στο δημόσιο και θα ήταν εύκολη η εφαρμογή ενός καλού σχεδίου χωρίς αποζημιώσεις. Οι υποστηρικτές του Πειραιώς παρουσίαζαν και ένα ακόμη επιχείρημα: Με την παραθαλάσσια εγκατάσταση της πρωτεύουσας, θα μπορούσε εύκολα η κυβέρνηση, σε περίπτωση ταραχών, να … μπαρκάρει στα πλοία και να φύγει! Οι αντίθετοι έλεγαν ότι η πρωτεύουσα έπρεπε να είναι μακρυά από τη θάλασσα και πίσω από την Ακρόπολη, ώστε να μη βρίσκεται εντός της βολής των πυροβόλων των πλοίων… Υποστηρίχτηκε ακόμη, και ήταν η σοφώτερη σκέψη, η πρωτεύουσα να γίνει στην πεδιάδα που εκτείνεται από την Ακρόπολη προς το Φαληρικό όρμο. Εκεί θα υπήρχαν και δύο φυσικοί αγωγοί, ο Κηφισός και ο Ιλισός για τα νερά της βροχής. Ο Γάλλος αρχιτέκτων Marchbeus, που ήλθε στην Αθήνα το 1833 με την πρώτη κρουαζιέρα που έγινε με ατμόπλοιο στην Ελλάδα, είχε υποβάλει στην Αντιβασιλεία ένα σχέδιο, που τοποθετούσε τη Νέα Αθήνα μεταξύ Φιλοπάππου και Καλλιθέας. Τελικά προτιμήθηκε η χειρότερη λύση: Να χτιστεί η καινούργια πόλη με κέντρο την Παλιά Αθήνα, κάτω από την Ακρόπολη. Και αντί ν’ αφήσουν ελεύθερη όλη την περιοχή γύρω από την Ακρόπολη και το Θησείο, για μελλοντικές αρχαιολογικές ανασκαφές, άπλωσαν τη νέα πόλη επάνω στον αρχαιολογικό αυτό χώρο. Και την άπλωσαν επάνω σε λόφους, σε αρχαία ερείπια, σε παλιές ιδιοκτησίες, που κάναν δύσκολη όχι μόνο τη ρυμοτομία, αλλά και την αποχέτευση των νερών της βροχής. Ακόμη και σήμερα πλημμυρίζουν πολλές κεντρικές συνοικίες σε κάθε νεροποντή.

Το σχέδιο της πόλεως.

Γύρω από την Ακρόπολη τοποθετούσε τη νέα πρωτεύουσα και το ωραίο, κατά τα άλλα, σχέδιο που είχαν ετοιμάσει, από το 1832, ο Κλεάνθης με τον Σάουμπερτ, που αποφασίστηκε από την Κυβέρνηση να εφαρμοστεί. Αλλά το σχέδιο αυτό, που πρόβλεπε ωραίες λεωφόρους, ευρύτατες πλατείες με κήπους και μεγάλα γήπεδα για δημόσια κτίρια, τελικά δεν εφαρμόστηκε. Ξεσηκώθηκαν εναντίον του σχεδίου οι Αθηναίοι και οι ξένοι, που είχαν οικόπεδα και θα τα έκοβε η νέα ρυμοτομία. Και τι δεν έγραψαν εναντίον του πρώτου εκείνου σχεδίου ενδιαφερόμενοι και μη. Ότι, αν εφαρμοζόταν με τους φαρδείς δρόμους και τις μεγάλες πλατείες που άφηνε, οι κάτοικοι της καινούργιας πολιτείας θα καίγονταν από τον ήλιο! Ανάλογα υποστήριζαν και σοβαροί άνθρωποι. Ο ιστορικός Μέντελσον έγραφε αργότερα ότι, «οι δύο αρχιτέκτονες ήθελον να κτίσουν κατά διαστάσεις κολοσιαίας την μέλλουσαν πρωτεύουσαν και να κατασκευάσουν οδούς τοιούτου πλάτους, ώστε αι παρόδιοι οικίαι να φαίνωνται καλύβαι εις τους ισταμένους εις το μέσον του δρόμου». Η Αντιβασιλεία, ύστερ’ από τις αντιδράσεις που παρουσιάστηκαν, κάλεσε από το Μόναχο τον αρχιτέκτονα Leo von Klenze για να λύσει το ζήτημα. Ο Κλέντσε ήταν μία αυθεντία σε αρχιτεκτονικά ζητήματα και σ’ αυτόν οφείλονται πολλά μνημειακά κτίρια του Μονάχου. Με ζητήματα όμως πολεοδομικά δε φαίνεται να είχε ασχοληθεί. Και μπροστά στις αντιρρήσεις των Αθηναίων, προτίμησε να κάνει πολιτική παρά πολεοδομία. Κουτσούρεψε τους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες, που είχε το σχέδιο των Κλεάνθη και Σάουμπερτ και αφήκε το κέντρο της Αθήνας με τους στενούς δρόμους που βλέπουμε σήμερα. Οι οικοπεδούχοι Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν με τις προτάσεις του Κλέντσε. Η Δημογεροντία του έστειλε έγγραφο, για να του εκφράσει «ανεξάλειπτον την ευγνωμοσύνην της». Η Αντιβασιλεία, μαζί με τη βασιλική ευαρέσκεια, του πλήρωσε από το δημόσιο ταμείο για αμοιβή χίλιες χρυσές λίρες. Και η Αθήνα πληρώνει ακόμη την κατάσταση που δημιούργησε η περικοπή των λεωφόρων και η μετατροπή τους σε στενούς δρόμους.

Στις 18 Σεπτεμβρίου 1834 «εκυρώθει» από την Αντιβασιλεία το σχέδιο του Κλέντσε, που αργότερα κολοβώθηκε ακόμη περισσότερο από τους ενδιαφερομένους. Την ίδια ημέρα δημοσιεύτηκε και το διάταγμα που όριζε την Αθήνα Πρωτεύουσα και «διάτασσε» τη μεταφορά των υπουργείων και άλλων αρχών εις την «Βασιλικήν Καθέδραν και Πρωτεύουσαν».

Εξώσεις Αθηναίων και διαμαρτυρίες.

Μετά την επικύρωση του πολεοδομικού σχεδίου η Κυβέρνηση έστειλε συνεργεία στην Αθήνα για ν’ ανοίξουν τους κεντρικούς δρόμους: Αδριανού, Ερμού, Αιόλου και Αθηνάς, προκειμένου, άλλωστε, να εγκατασταθούν την 1 Δεκεμβρίου οι αρχές και τα υπουργεία στη νέα Πρωτεύουσα. Είχε συμφωνηθεί με την Κοινότητα να αποζημιωθούν οι παρόδιοι, που θα έχαναν τις ιδιοκτησίες τους με 40 λεπτά τον πήχη. Αλλά τα χρήματα που έστειλε η Κυβέρνηση δεν έφθασαν. Στο μεταξύ τα οικόπεδα υπερτιμήθηκαν και κανένας νοικοκύρης δεν ήθελε να αφήσει το σπίτι του. Και τότε ένα κρατικό συνεργείο, με την προστασία στρατιωτικής φρουράς, άρχισε να απομακρύνει διά της βίας τους κατοίκους από τα καταδαφιστέα σπίτια και να τα γκρεμίζει αμέσως. Θρήνος και οδυρμός των Αθηναίων που έμεναν χωρίς στέγη και διαμαρτυρίες της Δημογεροντίας προς το Νομάρχη για τις εξώσεις. Από τότε έμεινε και η χαρακτηριστική φράση: «Τον πήρε κι’ αυτόν το σχέδιο». Ο Τύπος βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί στην Κυβέρνηση· «Χθες και σήμερον» έγραφε «η Αθηνά» του Αντωνιάδη «βλέπομεν με μεγάλην δραστηριότητα να κρημνίζει η τοπική αρχή τα πληρωθέντα οικόπεδα και οι διορισθέντες εις τον κρημνισμόν δεν φείδονται, ούτε της ύλης των οσπιτίων, ούτε των ευρισκομένων εις τα οικήματα ταύτα πραγμάτων. Καταβοήν γενικήν και παράπονα ακούει τις παντού. Το σημερινόν σύστημα της διοικήσεως δεν κάμνει σχεδόν τίποτε ή εάν κάμνει κάτι, το κάμνει στραβόν. Αλλ’ έως πότε τα τοιαύτα;». Μία άλλη εφημερίδα διαμαρτυρόταν γιατί σε μερικούς Αθηναίους, που κατεδάφισαν τα σπίτια τους, τους έδωκαν οικόπεδα σε μακρυνά μέρη, για να χτίσουν τα νέα. «Πού νομίζετε» έγραφε «ότι περχώρησαν οικόπεδα; Πλησίον του ρέματος του Σταδίου!». Δηλαδή, στη σημερινή οδό Σταδίου, που η καλή εφημερίδα την θεωρούσε τότε τόπο εξορίας. Και δεν είχε άδικο να διαμαρτύρεται, γιατί τα οικόπεδα γύρω από την οδό Σταδίου είχαν το τρίτο της αξίας από εκείνα που ήταν στο Μοναστηράκι ή στην Πλάκα. Τα ακριβότερα οικόπεδα ήταν της οδού Αδριανού, που φθάναν τις 10 δραχμές τον πήχη. Της οδού Σταδίου είχαν 1 -2 δραχμές τον πήχη.

Επιτάξεις σπιτιών.

Σα να μην έφθαναν οι κατεδαφίσεις των σπιτιών, αλλά άρχισαν και οι επιτάξεις. Όσοι είχαν φρεσκοχτισμένα σπίτια υποχρεώθηκαν να τα αφήσουν, για να εγκατασταθούν σ’ αυτά ο στρατός και οι δημόσιες υπηρεσίες. Καινούργιες τώρα διαμαρτυρίες ακούγονται από παντού για τις επιτάξεις· «Έκβαλον από τα σπίτια εν καιρώ χειμώνος οικογενείας σεβασμίας» έγραφε η «Αθηνά» του Αντωνιάδη «διά να βάλουν εις την θέσιν των υπαλλήλους της Συνόδου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου». Και η Δημογεροντία, με έγγραφά της στο Νομάρχη, διαμαρτύρεται (Νοέμβριος 1834) για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με τις εξώσεις και τις επιτάξεις. Και ερωτά η Δημογεροντία: «… τι θέλει γενεί ο τόσος κόσμος, όστις αμέσως ήδη διά την μόρφωσιν της πόλεως μένει ανέστιος και κατερημωμένος; Τούτο δεν είναι οικογένειαι ενός αριθμού· είναι, ούτως ειπείν, λαός ολόκληρος, κύριε Νομάρχα, όστις παραδίδεται άστεγος υπό την διάκρισιν των επηρειών του χειμώνος και δεν θέλει είσθε παντελώς δύσκολον να συμπεράνετε, πόσον θέλει καταντήσει πικρόν και απαραμύθητον, λαός ερημωμένος, ηκρωτηριασμένος και ταλαιπωρημένος από τας καταστρεπτικάς τύχας ενός φονικού τοσοχρονίου πολέμου, τοιούτος λαός ύστερον, αφού ήλπισε να επαναπαυθή εις τους σωρούς των πενιχρών του ερειπίων, σήμερον ενώ μεταναστεύεται χάριν του σχηματισμού της πόλεως, να μη ευρίσκη σπιθαμήν γης ετοίμην διά να κλίνη την πτωχήν κεφαλήν του …». Για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί τότε, με τις εξώσεις των Αθηναίων από τα σπίτια τους, αναφέρει λεπτομερώς ο Γ. Παρασκευόπουλος στο βιβλίο του «Οι Δήμαρχοι των Αθηνών 1833 – 1907». Βλέπε επίσης Κώστα Μπίρη «Τα πρώτα σχέδια των Αθηνών».

Εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδίου.

Μέσα σε διαμαρτυρίες, θρήνους και αντιδράσεις, άρχισε η εφαρμογή του τροποποιημένου από τον Κλέντσε σχεδίου, που έμελλε, δυστυχώς, να αποτελέσει το βασικό πολεοδομικό σχέδιο του κέντρου της Πρωτεύουσας. Αλλά και αυτό δεν εφαρμόστηκε. Οι τρεις κεντρικοί δρόμοι: Ερμού, Αιόλου και Αθηνάς, που προβλεπόταν από τότε να έχουν στοές, έγιναν χωρίς στοές και στενώτεροι, ενώ οι κάθετοι σ’ αυτούς δρόμοι έμειναν στα … σχέδια. Και διατηρήθηκαν τελικά τα στενά και στραβά σοκάκια μέσα στο κέντρο της Αθήνας, που την ασχημίζουν και εμποδίζουν σήμερα την κυκλοφορία. Το βασικό σφάλμα ήταν που θέλησαν να κάνουν την καινούργια πόλη στη θέση της παλιάς και προ παντός «υπό την σκιάν της Ακροπόλεως». Και αυτό το «ρομαντικό λάθος» το πληρώνουμε ακόμη.

Εγκατάσταση της κυβερνήσεως στην Αθήνα.

Τελικά αποφασίστηκε από την Αντιβασιλεία να γίνει η εγκατάσταση του Βασιλιά και των υπουργείων στη νέα Πρωτεύουσα την 1 Δεκεμβρίου 1834. Και βιαστικά, αρχεία, υπουργοί και υπάλληλοι, φορτώθηκαν σε καΐκια και σε μια κορβέττα του στόλου και αποβιβάστηκαν στην έρημη τότε ακτή του Πειραιώς. «Εκεί δεν υπήρχον» γράφει ένας χρονικογράφος «ούτε άμαξαι, ούτε κάρρα, προς μεταφοράν των ταξειδιωτών, κάμηλοι μόνο ήσαν έτι εν χρήσει προς μετακόμισιν βαρέων φορτίων». Τα δε φορτηγά ταύτα κτήνη της Ανατολής, συνδυαζόμενα μετά σαρικοφόρων Τούρκων και ενός φοίνικος τυχαίως πεφυκότος, προσέδιδον εις την δίοδον όψην βιβλικήν». Τα μόνα κτίρια που υπήρχαν στο λιμάνι του Πειραιώς ήταν η «Δογάνα», που στέγαζε το Τελωνείο και η παράγκα του Τζελέπη. Σ’ αυτή καταφεύγαν οι ταξιδιώτες που έφθαναν στον Πειραιά, ώσπου να ετοιμαστούν τα υποζύγια, για να τους μεταφέρουν στην Αθήνα. Στου Τζελέπη κατέφυγε και το Υπουργικό Συμβούλιο. Ο Τζελέπης τους ετοίμασε φαγητό σε μια χύτρα. Κι’ επειδή δεν υπήρχαν αρκετά πιάτα και μαχαιροπήρουνα «υπουργοί και ανώτατοι λειτουργοί εγεύοντο άπαντες εκ της χύτρας δι’ ιδίων έκαστος μέσων».

Υποδοχή Όθωνος.

Μια εβδομάδα μετά την εγκατάσταση των υπουργών στη νέα Πρωτεύουσα, έφθασε (1 Δεκεμβρίου 1834) και ο βασιλιάς Όθων στον Πειραιά. Η βάρκα που τον έβγαζε κάθισε στα ρηχά. Και ο Όθων αναγκάστηκε να βγει στην παραλία όχι «αβρόχοις ποσίν». Στο Ναύπλιο πάλι, όταν αποβιβάστηκε, ερχόμενος από τη Βαυαρία (1833), γλίστρησε την ώρα που πατούσε το ελληνικό έδαφος. Και θα πεφτε αν δεν τον έπιανε ένας Γάλλος στρατιώτης, από τους παρατεταγμένους να του αποδώσουν τις τιμές. Το όπλο του στρατιώτη έπεσε κάτω και το κοντάκι του έγινε δύο κομμάτια. Να ήταν άραγε και τις δύο φορές μύνημα του πεπρωμένου; Οι μυστικοπαθείς και οι προληπτικοί έχουν το λόγο …

Η βασιλική συνοδεία από τον Πειραιά ανέβηκε στην Αθήνα από την οδό Πειραιώς, που ήταν σε άθλια κατάσταση. Οι Αθηναίοι και πολλοί από τις επαρχίες και τα χωριά της Αττικής μαζεύτηκαν στον Κεραμεικό να υποδεχτούν τον Όθωνα. Οι περισσότεροι όμως απογοητεύτηκαν γιατί, «αντί λαμπράς συνοδείας, είδον μίαν παράδοξον πομπήν, της οποίας το μεγαλύτερον μέρος απετελείτο από φορτωμένας εις υποζύγια αποσκευάς του Βασιλέως». Από χρονικογράφο της εποχής πληροφορούμαστε ότι, «αι αρχαί ήσαν παρατεταγμέναι επί του λοφίσκου, του καλουμένου Στακτοθήκη (κοντά στον Κεραμεικό) και πέριξ αυτών συνωστίζετο ο λαός οπλοφορών μεθ’ όλας τας απαγορεύσι των αρχών. Άνωθεν της Στακτοθήκης είχον ποτοθετηθεί πέντε πυροβόλα, τα οποία θα εχαιρέτιζον την εις την πόλιν είσοδον του Βασιλέως. Την ενδεκάτην π.μ. τα πυροβόλα ταύτα ήρχισαν κροτούντα και αμέσως αντεπεκρίθησαν εις τον κρότον των χιλιάδων όπλων εκπυρσοκροτήσεις και ουρανομήκεις ζητωκραυγαί και αλαλαγμοί. Ο Βασιλεύς εισήρχετο εις την πόλιν έφιππος προηγούμενος της συνοδείας του. Μετά την υπό των αρχών υποδοχήν διηυθύνθη εις τον ναόν του Θησέως τον και Άγιον Γεώργιον καλούμενον, διά να ψαλή δοξολογία, συνοδευόμενος από όλον τον λαόν ενθουσιώντα και αλαλάζοντα». Ένας ωραίος πίνακας του Βαυαρού ζωγράφου Πέτρου φον Hess έχει αποθανατίσει την υποδοχή. Ο πίνακας βρίσκεται στο Μόναχο. Υπάρχει όμως ένα καλό αντίγραφό του στη Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Στο Θησείο ο Σταύρος Βλάχος προσφώνησε τον Όθωνα εκ μέρους της Δημογεροντίας. Ακολούθησε δοξολογία στο Θησείο (Ναός Αγίου Γεωργίου), που ήταν μία από τις τελευταίες χριστιανικές λειτουργίες που έγιναν στον αρχαίο αυτό ναό. Σε λίγο το Θησείο θα αποδοθεί στους παλιούς θεούς του, αφού χρησιμοποιηθεί μειρικά χρόνια για το αρχαιολογικό μουσείο.

Το βασιλικό «ανακτόριον».

Μετά τη δοξολογία ο Βασιλιάς εγκαταστάθηκε στο προσωρινό του «Ανακτόριον». Ήταν ένα διώροφο σπίτι με 8 δωμάτια, του Κοντόσταυλου. Βρισκόταν εκεί που χτίστηκε κατόπιν η Βουλή στην οδό Σταδίου, όπου σήμερα στεγάζεται το Ιστορικό Μουσείο της Ελλάδος. Μια σπάνια γερμανική χαλκογραφία του Von A. Megelin, που δίνει το «Πανόραμα της Αθήνας» του 1836, παρουσιάζει το βασιλικό «Ανακτόριον» με την έρημη γύρω του περιοχή. Οι πολιτικοί εχθροί του Κοντόσταυλου τον κατηγορούσαν – αδίκως – πως είχε χτίσει το σπίτι, από τα χρήματα που κέρδισε, όταν πήγε στην Αμερική για να επιβλέψει την ναυπήγηση της φρεγάτας «Ελλάς». Είχαν φτιάξει μάλιστα και ένα δίστιχο με τον υπαινιγμό αυτό:

 

Το σπίτι σου Κοντόσταυλε, μακρόθεν ομοιάζει

τρίκροτον της Αμερικής, εξ ου αυτό πηγάζει …

 

Το σπίτι του Κοντόσταυλου αγοράστηκε από το δημόσιο, επισκευάστηκε και συμπληρώθηκε με μία οκτάγωνη αίθουσα υποδοχής, που χωρούσε 400 πρόσωπα. Η βασιλική κατοικία ήταν ανάλογη με την πενιχρότητα των άλλων αθηναϊκών οικοδομών. Ο πρέσβυς της Αυστρίας Πρόκεν Όστεν αναφέρει σε έκθεσή του για την καινούργια Πρωτεύουσα ότι, «δεν είναι τίποτε άλλο παρά σωροί από βρώμικα ερείπια, που βρίσκονται γύρω από μεγαλόπρεπα λείψανα αρχαίων χρόνων. Τους σωρούς διακόπτουν 150 σπίτια, που χτίστηκαν με μεγάλη σπουδή. Τα καινούργια αυτά σπίτια είναι σπαρμένα σε μεγάλη, σχετικώς, έκταση κα τα έχουν επιτάξει για την Κυβέρνηση  και τις κρατικές υπηρεσίες. Τα νοίκια και το φαγητό είναι τόσο ακριβά στην Αθήνα, όσο, ίσως, πουθενά αλλού στο γνωστό κόσμο». Και ο Bartholdy γράφει ότι: «εγκαταστάθηκε η πρωτεύουσα με την αυλή, τα αμάξια και τα βιεννέζικα κλειδοκύμβαλα (πιάνα), μέσα σε σωρό ερειπίων, σε 182 περίπου σπίτια, που τα περιβάλλουν χώματα και πέτρες».