Η ΑΘΗΝΑ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΟΘΩΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Μνημειακά κτίρια. Ο Όθων βρήκε την Αθήνα ένα ερειπωμένο χωριό με 4 – 5 χιλιάδες κατοίκους και την αφήκε, όταν έφευγε μετά τριάντα χρόνια, μια μικρή πολιτεία με δεκαπλάσιο πληθυσμό και με μνημειακά κτίρια που κοσμούν και σήμερα την Πρωτεύουσα.

Στην οθωνική εποχή χτίστηκαν τα Ανάκτορα της πλατείας του Συντάγματος, το Πανεπιστήμιο, το Αρσάκειο, το Αμαλίειο – που κατεδαφίστηκε τα τελευταία χρόνια – το Οφθαλμιατρείο. Μπήκε ο θεμέλιος λίθος και έγιναν τα σχέδια της Ακαδημίας καθώς και τα σχέδια της Βιβλιοθήκης από το Θεόφιλο Χάνσεν. Τότε έκαναν τις δωρεές τους ο Ζάππας για το μέγαρο του Ζαππείου, που χτίστηκε πολύ αργότερα και ο Στουρνάρας για το Πολυτεχνείο. Επί Όθωνος έγινε ο Μητροπολιτικός Ναός, η Αγγλικανική Εκκλησία, το σημερινό Βυζαντινό Μουσείο και άλλα αξιόλογα κτίρια. Την ίδια εποχή αναστηλώθηκαν αρχαία μνημεία, όπως ο Ναός της Νίκης, το Ωδείο του Ηρώδη Αττικού, το Μνημείο του Λυσικράτους. Τότε δημιουργήθηκε με τις φροντίδες του Όθωνος και της Αμαλίας ο Βασιλικός Κήπος, ο μοναδικός πράσινος πνεύμονας στο κέντρο της Αθήνας.

Αρχιτέκτονες.

Τα μνημειακά κτίρια της οθωνικής εποχής, που τα περισσότερα είναι και σήμερα τα ωραιότερα της Αθήνας, οφείλονται σε έξοχους αρχιτέκτονες, που η Ελλάς ευτύχησε να έχει τα πρώτα χρόνια της ελευθερίας. Ο Σταμάτης Κλεάνθης, ο Γερμανός Σάουμπερτ, ο Λύσσανδρος Καυταντζόγλου, ο Βαυαρός Γκαίρτνερ, οι δύο Δανοί αδελφοί Χριστιανός και Θεόφιλος Χάνσεν, αποτέλεσαν την πρωτοπορία και έδωκαν τη σφραγίδα της αρχιτεκτονικής των οθωνικών χρόνων. Τους ακολούθησε μια σειρά λαμπρών επίσης αρχιτεκτόνων (Κάλκος, Μπουλανζέ, Τρούμπ, Τσίλλερ), που έσβυσε στις αρχές του αιώνα μας. Από τους διαδόχους τους κανένας δεν μπόρεσε να επιβληθεί και να δώσει «χαρακτήρα» στην καινούργια Αθήνα, που παραδέρνει σε αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και πολεοδομικά σχέδια. Αρκεί να δει κανένας τις οικοδομές που χτίστηκαν τελευταία στις δύο κεντρικές πλατείες, Ομόνοια και Σύνταγμα, για να καταλάβει την ποιότητα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και τη διαφορά της με την οθωνική.

Κοινωνική εξέλιξη.

Εκτός από τα κτίρια που μνημονεύσαμε και τα οποία οφείλονται σε δωρεές μεγάλων πατριωτών, χτίστηκαν τα τελευταία χρόνια και μερικά αξιόλογα ιδιωτικά σπίτια, που έδειχναν πως η Αθήνα, τόσο στον πολεοδομικό όσο και στον κοινωνικό τομέα, είχε αρχίσει να ξεφεύγει από τα στενά όρια που είχε περιοριστεί στα πρώτα χρόνια της ελευθερίας. Περνούσε τότε μια μεταβατική περίοδο και ετοιμαζόταν για το μεγάλο βήμα που έγινε, μετά μία εικοσιπενταετία, με το φωτεινό πέρασμα του Χαριλάου Τρικούπη. Ο αρχαιολόγος Φραγκίσκος Λενορμάν, που έκανε ανασκαφές στην Ελευσίνα (1860 – 62) και γνώρισε την Αθήνα καλά, γράφει για το τέλος της οθωνικής περιόδου: «Η Πρωτεύουσα όπως παρουσιάζεται σήμερα είναι η πόλη των μεγάλων αντιθέσεων. Δεν υπάρχει καλύτερη εικόνα που να μας δείχνει την κατάστασή της αλλά και την κατάσταση ολόκληρης της Ελλάδος, από τη θέα των αθηναϊκών δρόμων. Κοντά σ’ ένα μαγαζί που έχει τούρκικη εμφάνιση και όπου ο καταστηματάρχης κάθεται σταυροπόδι καπνίζοντας το τσιμπούκι του, βλέπει κανείς μια Παρισινή μοδίστρα ή καφενεία που θυμίζουν τη Γαλλία. Μαλτέζοι χαμάληδες καθισμένοι στο δρόμο περιμένουν εργασία. Εκεί παλικάρια με την άσπρη φουστανέλλα και ναυτικοί του Αιγαίου με τις βράκες τους καπνίζουν ναργιλέ, ενώ άλλοι Έλληνες ντυμένοι με την τελευταία γαλλική μόδα πίνουν μπύρα, καπνίζουν πούρα της Αβάνας και διαβάζουν ξένες εφημερίδες. Κοντά στον πιο φίνο πολιτισμό βρίσκει κανείς ήθη και έθιμα σχεδόν βάρβαρα. Κοντά σ’ ένα δημοκρατισμό, ορμέμφυτο στους Έλληνες όσο και στους Αμερικανούς, βλέπει κανείς ανθρώπους με φεουδαρχικές αντιλήψεις θεμελιωμένες επάνω στη βία και στην αρπαγή, όπως ακριβώς τις είχαν και οι βαρώνοι το μεσαίωνα».

Ένας άλλος Γάλλος της Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών αναφέρει για την ίδια εποχή ότι: «Στην Αθήνα συναντά κανείς μεγαλόπρεπα μνημεία, μαρμάρινα μέγαρα, πολυτελείς κατοικίες, λαμπρές αίθουσες, καλούς δρόμους. Και όλα αυτά δίνουν την εντύπωση ότι έγιναν «διά μαγείας». Γιατί λίγα χρόνια πριν τα καλύτερα σπίτια ήταν χαμηλά, στενόχωρα και βρώμικα. Μερικά ελεεινά ντιβάνια, παραγεμισμένα με άχυρο και σκεπασμένα με τσίτι και λίγες καρέκλες αποτελούσαν την επίπλωση του δωματίου που οι Αθηναίοι το έλεγαν «σάλα». Δε μιλώ για τα σπίτια των φτωχών και του λαού, αλλά τις κατοικίες που είχε η ανώτερη κοινωνική τάξη, εκείνων που ήταν υπουργοί ή επρόκειο να γίνουν κατόπιν».

Με το ίδιο πνεύμα γράφει και ο Γάλλος ζωγράφος και περιηγητής Μ. Α. Προύστ, που έμεινε στην Αθήνα το 1858 – 1859 και μας αφήκε μαζί με τις αναμνήσεις του και ωραία ζωγραφικά σχεδιάσματα από την Ελλάδα της εποχής εκείνης, που είχε πληθυσμό 1.200.000 κατοίκους και τα σύνορά της έφθαναν ως τη Λαμία. Ο πληθυσμός της Αθήνας πλησίαζε τις 45.000 κατοίκους. Δρόμοι στην Ελλάδα δεν υπήρχαν, η βιομηχανία ήταν ανύπαρτκη και η γεωργία σε υποτυπώδη κατάσταση. Αντίθετα, υπήρχε μεγάλη και ακμάζουσα εμπορική ναυτιλία με 4.000 πλοία, αριθμός δυσανάλογα μεγάλος για τη μικρή και φτωχή χώρα. Ο Προυστ περιγράφει την Αθήνα του 1858 – 59 και διαμαρτύρεται γιατί η καινούργια πόλη χτίστηκε επάνω στην παλιά, ενώ ήταν γύρω τόσες ελεύθερες εκτάσεις, με αποτέλεσμα οι δρόμοι της να είναι στενοί, στραβοί και ελεεινοί. «Ολόκληρη η πόλη» συνεχίζει «αποτελείται από δύο κεντρικούς δρόμους: την οδόν Αιόλου και Ερμού. Γύρω από αυτούς βρίσκονται οι τέσσερεις συνοικίες της Αθήνας, ενώ πιο πέρα σχηματίζεται η νέα πόλη (Νεάπολις)».

Κατά την περιγραφή του Προυστ, από τα αθηναϊκά κτίρια, του 1858, το επιβλητικότερο ήταν το βασιλικό παλάτι. Ήταν επίσης αξιόλογα, το Πανεπιστήμιο, το Οφθαλμιατρείο, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο και το Αρσάκειο. Δεν υπήρχε όμως ούτε ένα δημόσιο κτίριο της προκοπής! Τα υπουργεία στεγάζονταν σε μικρά και άθλια σπίτια και η πόλη δεν παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και προσθέτει ο Προυστ με το γαλλικό πνεύμα του: «Και μόνος ο λόγος, να ξεφορτωθούν οι Έλληνες τη σημερινή Πρωτεύουσά τους, θα ήταν αρκετός για να δικαιολογήσει την επιμονή τους να την μεταφέρουν στην Κωσταντινούπολη! …». Εντύπωση του είχαν κάνει οι πολλοί ξένοι που κατοικούσαν στη μικρή Πρωτεύουσα. «Οι Αθηναίοι» γράφει «ονομάζουν όλους τους ξένους «Ευρωπαίους», σα να μην είναι και οι Έλληνες Ευρωπαίοι!». Πολλοί από τους ξένους είχαν κοινωνικές σχέσεις με αθηναϊκές οικογένειες, στις οποίες είχαν αρχίσει να επικρατούν οι ευρωπαϊκές συνήθειες, αν και οι περισσότεροι διατηρούσαν τις παλιές αυστηρές παραδόσεις. «Η αθηναϊκή κοινωνία» προσθέτει «μοιάζει σαν ένα θερμοκήπιο όπου κανένα από τα άνθη που φέρατε από το εξωτερικό δεν έχει ακόμη εγκλιματιστεί, αλλ’ όπου μπορείτε να βρήτε θαυμάσια άνθη του τόπου».

Το «αεριόφως».

Το 1857 η εταιρεία Φεράλδη αναλαμβάνει με σύμβαση να φωτίσει τους δρόμους της Αθήνας με γκάζ. Ως τότε μερικά λιχνάρια του λαδιού αποτελούσαν το φωτισμό της Πρωτεύουσας. Πρώτος ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, σε μια συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου, το 1853, έριξε την ιδέα να χρησιμοποιήσουν το «αεριόφως» για το φωτισμό της Αθήνας. η πρόταση του Ραγκαβή πραγματοποιήθηκε μόνο μετά τέσσερα χρόνια, όταν έγινε η σύμβαση με τον επιχειρηματία Φεράλδη «προς φωτισμόν της πόλεως διά του αερίου (γκαζ)». Από την εποχή εκείνη το γκαζ άρχισε να εκτοπίζει τους «λύχνους ελαίου», χωρίς όμως και να βελτιώσει το νυχτερινό φωτισμό της Αθήνας, αν κρίνουμε από τις συνεχείς διαμαρτυρίες των εφημερίδων. Και μόνο όταν από το τέλος του περασμένου αιώνα άρχισε να χρησιμοποιήται το ηλεκτρικό φως, η «πόλις του φωτός» έπαυσε πια να πλέει τη νύχτα σε βαθύτατο … σκοτάδι!

Διαμόρφωση οδών Σταδίου και Πανεπιστημίου.

Δύο χρόνια μετά τη σύμβαση για το γκαζ, η οδός Σταδίου – που ως τότε διασχιζόταν από μια ρεματιά – άρχισε να σκεπάζεται και να μεταβάλλεται σε ευπρόσωπο δρόμο. Με τη δωρεά ενός πλούσιου Έλληνα του εξωτερικού, του Δούμπα, θα ισοπεδώσουν και θα φυτέψουν την πλατεία μπροστά από το Πανεπιστήμιο. Συγχρόνως θα τελειώσει το στρώσιμο της οδού Πανεπιστημίου (σημερινής Ελευθ. Βενιζέλου), που διασχιζόταν επίσης από ρεματιά. Και θα φυτευτεί με «χαριέσσας δενδροστοιχίας», μαζί με τη λεωφόρο Αμαλίας, που στρωνόταν την ίδια εποχή.

Η πλατεία Ομονοίας.

Γύρω στα 1859 η σημερινή πλατεία της Ομονοίας αρχίζει να διαμορφώνεται και να ισοπεδώνεται. Ως τότε περιτριγυριζόταν από μερικές μάντρες. Σ’ αυτές είχαν εγκαταστήσει βουστάσια και κατσικάδικα. Από το μέσο της πλατείας περνούσε μια ρεματιά. Οι γύρω από την πλατεία δρόμοι, εκτός από την οδό Πειραιώς, ήταν ασχημάτιστοι και σε φυσικό έδαφος. Εκεί που είναι σήμερα η αρχή της οδού Γ΄ Σπτεμβρίου τα κάρα της Δημοαρχίας έριχναν τα σκουπίδια μέσα στη ρεματιά. Τα νερά της βροχής που κατέβαιναν από τη ρεματιά, παρασύραν ένα μέρος από το σκουπιδώνα της Αθήνας και καθάριζαν τη γύρω περιοχή από τις αναθυμιάσεις. Και μόνο μετά το 1861, που σκεπάστηκε η οδός Σταδίου και η Ομόνοια, ο σκουπιδώνας μεταφέρθηκε κάπου μακρύτερα. Στην αρχή κοντά στον Κολωνό – ίσως για να τιμήσουν τον ιστορικό τόπο! – έπειτα στην έρημη Καλλιθέα και τελευταία, για πολλά χρόνια, στο Μπραχάμι, μεταξύ Αθήνας και Παλαιού Φαλήρου.

Σκουπίδια και σκόνη.

Εκτός από τον επίσημο αυτό σκουπιδώνα και ολόκληρη η Αθήνα, τόσο στην ιστορουμένη εποχή όσο και πολύ αργότερα, αποτελούσε ένα μεγάλο σκουπιδαριό. Τα κάρα των σκουπιδιών που χρησιμοποιούσε η Δημαρχία ήταν ελάχιστα και οι «οδοκαθαριστές» σπάνιζαν. Κρατούσαν μια σκούπα από θυμάρι κι’ ένα φτιάρι για σύνεργα καθαριότητας και φρόντιζαν περισσότερο – με μικρό φιλοδώρημα – να καθαρίζουν τις αυλές των σπιτιών, παρά τους δρόμους για τους οποίους τους προόριζε η Δημαρχία. Ένα άλλο πρόβλημα των παλαιότερων δημάρχων, που δεν μπόρεσαν ποτέ να λύσουν, ήταν το κατάβρεγμα των αθηναϊκών δρόμων για να περιορίσουν τη φοβερή σκόνη που σκέπαζε ανθρώπους και πράγματα. Όταν μάλιστα φυσούσαν ορισμένοι άνεμοι, σηκωνόταν τέτοια σκόνη, που δεν έβλεπε κανείς τίποτε από την πόλη της Παλλάδος. Ήταν ολόκληρη σκεπασμένη με το «ξανθό νέφος», που όσο κι’ αν το έχει εξυμνήσει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ήταν πάντως ενοχλητικότατο. Υπήρχε μόνο η παρηγοριά πως η σκόνη δεν έλειπε και από την αρχαία Αθήνα. Αυτό τουλάχιστο μας πληροφορεί ο φιλόσοφος και ιστορικός Δικαίαρχος, που επισκέφθηκε την Αθήνα τον 4ο π.Χ. αιώνα και την βρήκε «κονιορτοβριθή».

Τα σφαγεία.

Από τα εξυγιαντικά έργα που έγιναν στην Πρωτεύουσα τα τελευταία οθωνικά χρόνια ήταν και η εγκατάσταση συγχρονισμένων σφαγείων. Τα τοποθέτησαν πίσω από το Λόφο του Φιλοπάππου, προς το Φάληρο, στη θέση που σε νεώτερα χρόνια ήταν γνωστή με το όνομα: «Σφαγεία». Η εγκατάσταση των συγχρονισμένων αυτών σφαγείων, μακρυά από την πόλη, οφείλεται στην πρωτοβουλία της βασίλισσας Αμαλίας. Ως τότε, οι περισσότεροι χασάπηδες της Αθήνας έσφαζαν τα ζώο έξω από το κατάστημά τους, μολονότι είχε οριστεί το Στάδιο για σφαγείο. Τον ιστορικό αυτό τόπο του αρχαίου Σταδίου, όπου επί Τουρκοκρατίας βρίσκονταν τα καμίνια του ασβέστη, είχαν διαλέξει οι νεώτεροι Αθηναίοι για «προσωρινόν σφαγείον της Πρωτευούσης». Μία έκθεση του Αστυάτρου, το 1838, μας πληροφορεί ότι: «το Σφαγείον έκειτο εις πολύ … κατάλληλον θέσιν». Κατά τον Αστύατρο «κατάλληλος θέσις» για σφαγείο ήταν το Πανθηναϊκό Στάδιο! …

Αλλά και μετά την εγκατάσταση των νέων συγχρονισμένων σφαγείων πίσω από το Λόφο του Φιλοπάππου, οι Αθηναίοι χασάπηδες εξακολουθούσαν να σφάζουν τα ζώα στα μαγαζιά τους, για να μη πληρώνουν το φόρο που ζητούσε η Δημαρχία «επί των σφαζομένων». Το 1891 ο Δήμος Αθηναίων διαμαρτύρεται στην αστυνομία «διότι οι κρεοπώλαι εξακολουθούν να σφάζουν τα ζώα των ουχί μόνον εις τα κατά συνοικίας κρεοπωλεία των, αλλά και εις αυτή ακόμη την οδόν Αιόλου. Πλησίον δε του μαγελοπρεπούς και καλλιμαρμάρου μεγάρου Μελά (όπου βρίσκεται σήμερα το Κεντρικό Ταχυδρομείο) παρατηρούνται αιμοσταγή κρεοπωλεία». Έπρεπε να περάσουν αρκετές δεκαετίες από τότε για να πάρουν τα αθηναϊκά χασάπικα περισσότερο πολιτισμένη όψη. Ακόμη και στις αρχές του αιώνα μας υπήρχαν «αιμοσταγή κρεοπωλεία» και σ’ αυτό το κέντρο της Αθήνας.

Τα μαρμαράδικα.

Η διαμόρφωση της οδού Σταδίου και της πλατείας της Ομονοίας (1859 – 1861) είχαν αποφασιστικές συνέπειες στην πρόοδο και στην επέκταση της Πρωτεύουσας. Η οδός Σταδίου και η Ομόνοια θα τραβήξουν σε λίγα χρόνια το κέντρο της Αθήνας. Τα μαρμαράδικα που ήταν εγκαταστημένα στην έρημη οδό Σταδίου, θα την εγκαταλείψουν όταν αρχίσει να χτίζεται. Θα μεταφερθούν στην οδό Πατησίων, κοντά στο Μουσείο, και από εκεί, στις αρχές του αιώνα μας, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Για να καταφύγουν τελικά, τα ελάχιστα μαρμαράδικα που έμειναν σήμερα, κοντά στο Νεκροταφείο.

Η ρεματιά της οδού Σταδίου.

Στην κατασκευή της οδού Σταδίου και στη διαμόρφωση της πλατείας της Ομονοίας είχε συντελέσει και η δωρεά που είχε κάνει την εποχή εκείνη για «έργα οδοποιΐας» ο εθνικός ευεργέτης Μ. Τοσίτσας. Κάτω από την οδό Σταδίου έγινε τότε και η πρώτη αξιόλογη υπόνομος της Αθήνας (1858) με σχέδιο και επίβλεψη του Γάλλου μηχανικού Δανιήλ, που τον είχε φέρει η Κυβέρνηση για να μελετήσει το ζήτημα των δρόμων και των υπονόμων. Τη χρησιμότητα του καινούργιου έργου την «αντελήφθησαν» και οι … λωποδύτες, από τους οποίους αφθονούσε τότε η Πρωτεύουσα. Λίγα χρόνια μετά την κατασκευή της, μερικοί λωποδύτες κατόρθωσαν, χρησιμοποιώντας την υπόνομο, να φθάσουν ως το Κεντρικό Ταμείο του Κράτους, που ήταν στο υπουργείο των Οικονομικών, στην οδό Σταδίου (Κήπος Κλαυθμώνος). Και ενώ ο «σκοπός στρατιώτης» φρουρούσε αμέριμνος έξω από Υπουργείο, οι κλέφτες έφθασαν από την υπόνομο κάτω από αυτό. Άνοιξαν μια τρύπα στο πάτωμα του πρώτου ορόφου και μπόρεσαν ανενόχλητοι να αδειάσουν το δημόσιο ταμείο, που φαίνεται πως δεν είχε σπουδαία πράγματα. Σε λίγες, άλλωστε, ημέρες βρέθηκαν οι κλέφτες και τα κλοπιμαία και ο προϋπολογισμός του κράτους δε «διέτρεξε» σοβαρό κίνδυνο …

Η κατασκευή της οδού Σταδίου εξαφάνισε τη γραφική ρεματιά, που συντρόφευε, από τα παλαιότατα χρόνια, ένα κομμάτι του τείχους της αρχαίας Αθήνας και έπειτα το άθλιο περιτείχισμα του Χασεκή. Στη ρεματιά αυτή έκανε συχνά την εμφάνισή της τα οθωνικά χρόνια η Τζένυ Θεοτόκη με την ακολουθία των θαυμαστών της. Προσπαθούσε να περάσει τη ρεματιά πηδώντας με το άλογό της από τη μια μεριά στην άλλη. Και η εκκεντρική και ερωτόληπτη αυτή Αγγλίδα, που είχε αλλάξει πολλές πατρίδες και περισσότερους συζύγους, φαίνεται πως κατόρθωνε το επικίνδυνο αυτό πήδημα, καταπλήσσοντας τους θαυμαστές της που την παρακολουθούσαν, επίσης έφιπποι, αλλ’ από τη μια μόνον … όχθη της ρεματιάς.