ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ (1896)

Σημαντικό σταθμό για τον ελληνικό αθλητισμό και για τον παγκόσμιο σημείωσαν οι πρώτοι διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες, που έγιναν στην Αθήνα το 1896.

Η αναβίωση των αρχαίων Ολυμπίων οφείλεται, κυρίως, στο Γάλλο φίλαθλο Πέτρο de Coubertin. Επί χρόνια είχε μελετήσει τον αθλητισμό και τα εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη και στην Αμερική και είχε φθάσει στο συμπέρασμα πως ήταν απαραίτητη, για τη διαπαιδαγώγηση της σύγχρονης νεότητας, η επάνοδος στο αρχαίο ελληνικό εκπαιδευτικό ιδεώδες. Και ο Κουμπερτέν, για να πετύχει το ιδεώδες αυτό, σκέφθηκε να αναβιώσει και τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες σε παγκόσμιο πλαίσιο. Για το σκοπό αυτό έγινε στο Παρίσι το 1894, με πρωτοβουλία του Κουμπερτέν, ένα διεθνές αθλητικό συνέδριο. Η Ελλάς αντιπροσωπεύθηκε με το Δημήτριο Βικέλα. Στο αθλητικό συνέδριο του 1894 έπαιρνε σάρκα και οστά η ιδέα των Ολυμπιακών Αγώνων. Αποφασίστηκε να γίνωνται κάθε τέσσερα χρόνια, αρχίζοντας από το 1896. «Τιμής ένεκεν» οι πρώτοι Αγώνες θα γίνονταν στην Αθήνα. Αλλά για τους Αγώνες χρειαζόταν, εκτός των άλλων, ένα στάδιο. Και το Παναθηναϊκό, στην κατάσταση που βρισκόταν τότε, ήταν εντελώς ακατάλληλο. Η Ελληνική κυβέρνηση, με τη χρεωκοπία που είχε κάνει το κράτος πριν από λίγο καιρό, δεν ήταν σε θέση να φτιάξει καινούργιο στάδιο και να αναλάβει και τα έξοδα των Αγώνων. Και ήταν κίνδυνος να μη γίνουν στην Ελλάδα οι πρώτοι ολυμπιακοί Αγώνες.

Η μεγάλη δωρεά του Γ. Αβερώφ. Η Επιτροπή, που είχε συσταθεί με την προεδρία του διαδόχου Κωνσταντίνου για τους Αγώνες, είχε την καλή έμπνευση να ζητήσει τη συνδρομή ενός μεγάλου Έλληνα του εξωτερικού και Μεγάλου Ευεργέτη του έθνους, του Γεωργίου Αβέρωφ. Η Επιτροπή έστειλε στην Αίγυπτο με ένα γράμμα του Διαδόχου το γενικό γραμματέα της Τιμολέοντα Φιλήμονα. Όταν ο Αβέρωφ διάβασε το γράμμα του Διαδόχου, όπως αναφέρει ο Φιλήμων, σηκώθηκε ορθός και με δακρυσμένα μάτια του έσφιξε το χέρι λέγοντας: «Η ευχή του Διαδόχου θα εκπληρωθεί. Το Παναθηναϊκό Στάδιο θα ξαναζήσει και πάλι με όλη την αρχαία λαμπρότητα και την αίγλη του …». Και ο Μεγάλος Ηπειρώτης έδωκε τότε, για πρώτη δόση, ένα εκατομμύριο δραχμές για ητν αναμαρμάρσωη του Σταδίου. Το έργο αναθέσαν στον αρχιτέκτονα Αναστάση Μεταξά και χάρη στη χορηγεία του Αβέρωφ, ξανάζησε πάλλευκο το Παναθηναϊκό Στάδιο. Όταν όμως έγιναν οι Αγώνες του 1896 δεν είχε τελειώσει εντελώς η αναμαρμάρωση. Γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκαν προσωρινά ξύλινα καθίσματα σε μερικές κερκίδες και σε άλλες τα αρχαία πέτρινα που είχαν απομείνει. Και έγραφε ο Σουρής στο «Ρωμηό»:

 

Χαίρε λοιπόν ω Στάδιον – της δόξης μας Παλλάδιον,

και θαύμα δυσθεώρητον του τρέχοντος αιώνος

μαρμάρινον και πέτρινον και ξύλινον συγχρόνως.

 

Το Στάδιο και οι Αγώνες.

Όλοι οι ξένοι που ήλθαν στην Αθήνα για τους Αγώνες του 1896 θαύμασαν το Στάδιο, έστω και μισοτελειωμένο. Ήταν το καλύτερο της εποχής και είναι σήμερα ένα από τα ωραιότερα μνημεία της νεώτερης Αθήνας, ένα περικαλλέστατο αμφιθέατρο από μάρμαρο για 65 χιλιάδες θεατές. Έχει καταλάβει τη θέση που ήταν το αρχαίο Στάδιο, με τις ίδιες διαστάσεις, όπως το είχε αναμαρμαρώσει η Ηρώδης Αττικού και αποτελεί ένα αρμονικό σύνολο με τον Αρδηττό και τη γύρω περιοχή. Την 26 Μαρτίου 1896 άρχισαν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Την παραμονή έγιναν τα εγκαίνια του Σταδίου και τα αποκαλυπτήρια του αδριάντα του Αβέρωφ, που στήθηκε στην είσοδό του.

Ένα σοβαρό ζήτημα που παρουσιάστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 ήταν η ασφάλεια των χιλιάδων ξένων που θα φθάναν στην Αθήνα. Η αστυνομία μόλις επαρκούσε για τους κατοίκους της Πρωτεύουσας. Υπήρχαν πληροφορίες ότι λωποδύτες του «διεθνούς Πανθέου» και «ποντικοί των ξενοδοχείων» συγκεντρώνονταν στην Αθήνα με την ευκαιρία των Αγώνων. Και τότε έγινε το πιο περίεργο συνέδριο. Στην Πνύκα μαζεύτηκαν όλοι οι … σεσημασμένοι λωποδύτες της Πρωτεύουσας, παρουσία και του διευθυντή της Αστυνομίας και τον διαβεβαίωσαν ότι για λόγους «πατριωτισμού» δε θα γίνει το παραμικρό. Θα παρακολουθούσαν, μάλιστα, οι ίδιοι και θα εξουδετέρωναν τους ξένους «συναδέλφους» τους και κάθε ενέργειά τους. Και, πραγματικά, τήρησαν το λόγο τους.

Στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες η Ελλάς κέρδισε μερικές νίκες, που έδειχναν πόση πρόοδος είχε γίνει, μέσα σε λίγα χρόνια, στον ελληνικό αθλητισμό. Αλλά η μεγάλη ελληνική νίκη σημειώθηκε στο μαραθώνιο δρόμο, όταν ο Λούης ήλθε πρώτος. Το Στάδιο ξέσπασε σε παραλήρημα ενθουσιασμού. Επί ημέρες γιορτάζονταν τα επινίκεια. Ο Λούης ήταν από το Μαρούσι και κουβαλούσε με στάμνες νερό στην Αθήνα. Όταν ο βασιλιάς Γεώργιος τον ρώτησε τι μπορούσε να κάνει γι’ αυτόν, ο Λούης είπε αφελέστατα: «Μεγαλειότατε, να μου χαρίσετε μια καινούργια σούστα (κάρο), για να κουβαλώ το νερό στην Αθήνα …». Πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια, ένας οπλίτης Αθηναίος είχε τρέξει πάνοπλος, τα 42 χιλιόμετρα που χωρίζουν το Μαραθώνα από την Αθήνα, για να φέρει το άγγελμα της νίκης. Τώρα ο Λούης, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο, έφερνε το άγγελμα μιας ειρηνικής νίκης. Της νίκης του αθλητισμού, που από τότε, κυρίως, άρχισε να κατακτά τον κόσμο.