Στα πρώτα χρόνια της ελευθερίας ο αθλητισμός ήταν άγνωστος, καθώς και η γυμναστική στα σχολεία. Ο «λογιωτατισμός», που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη, είχε κηρύξει ανοιχτό πόλεμο σε κάθε γυμναστική και αθλητική εκδήλωση.
Τις θεωρούσε καταστρεπτικές για την πνευματική πρόοδο της νεολαίας. Η Αντιβασιλεία, που είχε συνοδεύσει τον Όθωνα στην Ελλάδα, προσπάθησε να αντιδράσεις στις ιδέες αυτές. Με βασιλικά διατάγματα όρισε από το 1834 «γυμναστικάς ασκήσεις» στα σχολεία. Ήταν όμως «προαιρετικές» και έπρεπε να γίνωνται «κατά τας ώρας αναπαύσεως και τας εορτάς». Και φυσικά κανένας δάσκαλος δεν είχε διάθεση να κάνει γυμναστική στους μαθητές και μάλιστα σε ώρες «αναπαύσεως»! Γι’ αυτό τα διατάγματα της Αντιβασιλείας έμειναν ανεφάρμοστα. Έπρεπε να περάσουν δεκαετίες για να εισαχθεί η γυμναστική στα ελληνικά σχολεία.
Τα πρώτα γυμναστήρια.
Την ίδια τύχη είχε και το πρώτο γυμναστήριο που άνοιξε η Αντιβασιλεία στο Ναύπλιο. Είχε φέρει το Γερμανό γυμναστή Κορκ να το διευθύνει. Ο Κόρκ γυμναζόταν κάθε μέρα μόνος του και οι κάτοικοι του Ναυπλίου παρακολουθούσαν το … θέαμα. Το γυμναστήριο έκλεισε σε δύο χρόνια και ο Κορκ ξαναγύρισε στην πατρίδα του. Λίγο αργότερα έγινε καινούργια προσπάθεια στην Αθήνα. Τη διεύθυνση του δεύτερου αυτού γυμναστηρίου την πήρε ένας Έλληνας, ο Γεώργιος Παγών, που είναι και ο πρώτος αθλητής στη Νεώτερη Ελλάδα. Ο Παγών είχε σπουδάσει στη Γερμανία τη γυμναστική. Ήταν μεγάλος φίλος του αθλητισμού, σπουδαίος κολυμβητής και πεζοπόρος. Προπαγάνδιζε τη γυμναστική όσο μπορούσε περισσότερο και καλούσε τη νεολαία νε επιδοθεί στον αθλητισμό. Αλλά η αντίδραση από τους «λογιωτάτους» ήταν μεγάλη. Μαάταια ο Παγών προσπαθούσε να την εξουδετερώσει. Τύπωσε και ένα βιβλίο σχετικό με τη γυμναστική και αφιέρωσε ολόκληρα κεφάλαια για να αποδείξει πως μπορούσαν να συνυπάρξουν η πνευματική εργασία και ο αθλητισμός. Κανένας όμως δεν τον άκουγε και το γυμναστήριο έκλεισε από έλλειψη πελατείας. Το μόνο σπορ που επικρατούσε τότε στην Αθήνα ήταν ο … πετροπόλεμος!
Η δωρεά του Ζάππα.
Το 1858 ο Όθων άνοιξε καινούργιο γυμναστήριο. Έφερε ένα Γερμανό γυμναστή, τον Όττεντορφ, να το διευθύνει, προκειμένου να γίνουν τον άλλο χρόνο οι πρώτοι αθλητικοί αγώνες. Οι αγώνες αυτοί, που τους έδωκαν το μεγαλόπρεπο όνομα των «Ολυμπίων», οφείλονταν όχι στο αθλητικό πνεύμα της εποχής, αλλά στο μεγάλο Εθνικό Ευεργέτη και αγωνιστή τού 21 Ευαγγέλη Ζάππα και στον ποιητή Παναγιώτη Σούτσο. Ο τελευταίος είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο, που με αρκετή ποιητική έξαρση έγραφε για τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες και πρότεινε την αναβίωσή τους στην Ελλάδα. Μονάχα φαντασία ποιητή μπορούσε την εποχή εκείνη να συλλάβει και να αποτολμήσει τέτοια πρόταση! Από το άρθρο του Σούτσου ενθουσιάστηκε, εντούτοις, ο Ζάππας. Και έγραψε στον Όθωνα από τη Ρουμανία, όπου ήταν εγκαταστημένος και πάμπλουτος, πως θα ήταν πρόθυμος να διαθέσει μεγάλο μέρος από την περιουσία του για την οργάνωση αθλητικών αγώνων, που θα ξαναφέρναν στην Ελλάδα τη λαμπρότητα των αρχαίων Ολυμπίων. Για πρώτη δόση της δωρεάς του έθεσε στη διάθεση του Όθωνος το κολοσσιαίο ποσό του ενός εκατομμυρίου φράγκων. Το ποσό αντιστοιχούσε σε 40 χιλιάδες χρυσές λίρες Αγγλίας, αλλά με πολλαπλάσια ανταλλακτική αξία από τις σημερινές χρυσές λίρες.
Το Ζάππειο.
Ο Όθων, άμα έλαβε το γράμμα, κάλεσε τον υπουργό των Εξωτερικών Ραγκαβή και τον ρώτησε: «τι είδους παραδοξολογίες ήταν αυτές που έγραφε ο Ζάππας;». Ο Ραγκαβής συμμερίστηκε τη γνώμη του Όθωνος και γράφει στα Απομνημονεύματά του: «ότι η πρότασις του Ζάππα προήρχετο εκ της καρδίας μάλλον ή εκ του νοός, ήτον ήκιστα πρακτική και ουχί αυτού του γελοίου απέχουσα. Ως τοιαύτην δε την εξέλαβεν ευθύς και ο Βασιλεύς». Και όμως, ύστερ’ από σαράντα χρόνια, η πρόταση του Ζάππα που χαρακτηριζόταν από τον Όθωνα και τον υπουργό του – υπουργό μάλιστα της περιωπής του Αλεξάνδρου Ραγκαβή – ως «παράδοξος» και «γελοία», έπαιρνε το δρόμο της πραγματικότητας με τους πρώτους Ολυυμπιακούς Αγώνες (1896), που συνεχίζονται από τότε κάθε τετραετία και προκαλούν το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Για να μη χάσουν όμως και τη δωρεά του Ζάππα, τον παρακάλεσαν να τροποποιήσει την πρότασή του. Να διαθέσει το ποσό για την ανοικοδόμηση ενός μεγάλου κτιρίου για εκθέσεις, κάθε τριετία, βιομηχανικών και γεωργικών προϊόντων. Στο διάστημα των εκθέσεως αυτών, τις Κυριακές, θα γίνονταν αθλητικοί αγώνες. Όρισαν μάλιστα τα πρώτα «Ολύμπια» για το 1859, που θα γιορτάζαν τα είκοσι πέντε χρόνια από την ενηλικίωση του Όθωνος. Ο Ζάππας δέχτηκε την πρόταση, αναλαμβάνοντας και ολόκληρη τη δαπάνη για την κατασκευή του μεγάρου των εκθέσεως (σημερινού Ζαππείου). Το κτίριο κόστισε τελικά περί τις 400 χιλιάδες λίρες χρυσές, τις οποίες και πλήρωσε ο Μεγάλος Ευεργέτης.
Διακωμώδηση Ολυμπιακών.
Για να τηρηθούν τα υποσχημένα, οργανώθηκαν στην Αθήνα το 1859 οι πρώτοι αθλητικοί αγώνες. Τους έδωκαν το όνομα: Α΄ Ολυμπιάς. Οι αγώνες έγιναν στη σημερινή πλατεία της Ελευθερίας (Κουμουνδούρου) κοντά στην οδό Πειραιώς. Έλαβαν μέρος αυτοσχέδιοι αθλητές και οι Μαλτέζοι χαμάληδες είχαν τις περισσότερες επιτυχίες. Στην «αναρρίχησιν επί κάλω» ήλθε πρώτος και πήρε το βραβείο ένας μονόφθαλμος ζητιάνος. Στα ιππικά αγωνίσματα διακρίθηκαν οι αμαξάδες της Αθήνας. Ξέζεψαν τα άλογά τους από τα αμάξια και τα μεταβάλαν σε «καθαρόαιμους» ιπποδρομιών! Η νεολαία δεν έλαβε μέρος στους αγώνες. Ο αθλητισμός εξακολουθούσε ακόμη να μη συμβιβάζεται με τη σοβαρότητα και την καθωσπρεποσύνη …
Η γελοιοποίηση όμως των πρώτων αυτών αγώνων ξεσήκωσε μια μερίδα του τύπου και έδωκε την ευκαιρία σε μερικούς φίλαθλους να διαμαρτυρηθούν. Ένας από τους τελευταίους ήταν και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Γεώργιος Μακκάς, που ζήτησε να υποστηριχθεί ο αθλητισμός και να εισαχθεί η γυμναστική στο Πανεπιστήμιο. Έπρεπε όμως να περάσουν ακόμη αρκετά χρόνια για να κατακτήσει η αθλητική ιδέα τους Αθηναίους. Στους αγώνες που έγιναν το 1870 (Β΄ Ολυμπιάς), με πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου, η Επιτροπή των Αγώνων παρατηρεί στην έκθεσή της: «ότι έλαβαν μέρος μόνον χειρωνάκτες και εργατικοί». Προκειμένου μάλιστα να γίνει η Β΄ Ολυμπιάς και έπειτα Γ΄ Ολυμπιάς το 1875, σκέφθηκαν να επισκευάσουν το αρχαίο Παναθηναϊκό Στάδιο. Έκαναν ένα πρόχειρο καθάρισμα του χώρου του αρχαίου Σταδίου από τα χώματα όπου το είχαν σκεπάσει. Έγιναν και μερικές συμπληρώσεις από τον αρχιτέκτονα Τσίλλερ, με έξοδα του βασιλιά Γεωργίου Α΄. Ελάχιστες όμως από τις αρχαίες μαρμάρινες κερκίδες είχαν σωθεί, από τα καμίνια του ασβέστη των Αθηναίων. Οι κερκίδες συμπληρώθηκαν με πρόχειρα ξύλινα καθίσματα.
Ο Φωκιανός.
Την εποχή αυτή εμφανίζεται καινούργιος απόστολος του αθλητισμού ο Ιωάννης Φωκιανός και τον κάνει έργο της ζωής του. Στην απόφασή του είχε συντελέσει και ο θάνατος του αδελφού του. Ενώ γυμναζόταν στα δίζυγα, έσπασε το ξύλο και έπεσε στη γη. Το πέσιμο ήταν θανατηφόρο. Ο Φωκιανός εγκαταλείπει τότε το Πανεπιστήμιο, που σπούδαζε φυσικομαθηματικά και ζήτησε από το υπουργείο της Παιδείας να του αναθέσει την οργάνωση του αθλητισμού και της γυμναστικής στα σχολεία. Το Υπουργείο τον διόρισε το 1878 «ιδιαίτερον διδάσκαλον της γυμναστικής» με 25 δραχμές το μήνα. Τα μισά από όσα έπαιρναν τότε οι κλητήρες των υπουργείων!
Η γυμναστική στα σχολεία.
Ο εξευτελιστικός όμως μισθός δεν εμπόδισε το Φωκιανό να ριχτεί με ενθουσιασμό στη δουλειά και να γίνει ο θεμελιωτής του αθλητισμού στην Ελλάδα. Προσπάθησε να επιβάλει τη γυμναστική στα σχολεία, παρά τις δυσκολίες και τις αντιδράσεις που βρήκε. Το πέτυχε μόνο, ύστερ’ από 15 χρόνια προσπάθειας, από την κυβέρνηση Τρικούπη, που έκανε υποχρεωτικό και με βαθμολογία το μάθημα της γυμναστικής στα σχολεία. Από τότε οργανώθηκαν σχολεία γυμναστικής για τη μετεκπαίδευση των δασκάλων. Παράλληλα έστειλαν στο εξωτερικό άλλους να σπουδάσουν τη σωματική αγωγή. Ιδρύθηκαν γυμναστήρια στις επαρχίες και το σπουδαιότερο έργο του Φωκιανού ήταν που μπόρεσε να κατακτήσει τη μαθηματική νεολαία και να της εμπνεύσει την αγάπη στον αθλητισμό. Και όταν στις 15 Μαΐου 1893 έγινε στο Κεντρικό Γυμναστήριο (λεωφόρου Όλγας) η πρώτη γυμναστική επίδειξη των αθηναϊκών γυμνασίων, τόσος ήταν ο ενθουσιασμός και το ενδιαφέρον του κόσμου, ώστε όχι μόνο το χώρο του γυμναστηρίου αλλά και τους γύρω λόφους είχαν πιάσει οι χιλιάδες των Αθηναίων.
Νίκη του αθλητικού πνεύματος.
Παράλληλα με το Φωκιανό, ένας άλλος εμπνευσμένος γυμναστής και οπλοδιδάσκαλος, ο Νικόλαος Πύργος, εργαζόταν επίσης για τη διάδοση του αθλητισμού στην Ελλάδα. Και οι πρώτοι διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 έδειξαν πως ο ελληνικός αθλητισμός στα χρόνια εκείνα, αλλά και σε νεώτερα, δεν ήταν «επάγγελμα» και «κερδοσκοπική επιχείρηση», με σύμπραξη μάλιστα του κράτους! Ήταν «Ιδέα», που οι πρωτοπόροι του αθλητισμού προσπάθησαν να εμπνεύσουν στην ελληνική νεότητα, σα συνέχεια του αρχαίου πνεύματος. Ένα μήνα με τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες πέθανε ο Φωκιανός σε ηλικία 53 χρόνων, ύστερ’ από μια εγχείρηση που είχε κάνει. Τον πένθησε ολόκληρος ο φίλαθλος κόσμος. Μετά μία τριακονταετία η «Ένωσις των Ελλήνων Γυμναστών» τον ανακήρυξε: «Πατέρα της Γυμναστικής». Το Γυμναστήριο της λεωφόρου Όλγας, από όπου είχε ξεκινήσει ο αθλητισμός στην Ελλάδα, φέρει και σήμερα το όνομα του Φωκιανού, καθώς και ένας δρόμος κοντά στο Στάδιο.