Ο ΑΘΗΝΑΪΚΟΣ ΤΥΠΟΣ

Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα δεν είχε καμμιά εφημερίδα. Μόνο στο διάστημα της Επαναστάσεως είχε κυκλοφορήσει (1824 – 26), όπως αναφέραμε, η «Εφημερίς των Αθηνών». Η πρώτη εφημερίδα που κυκλοφόρησε στην Αθήνα, σαν έγινε πρωτεύουσα, ηταν η «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», που είναι και η αρχαιότερη από όλες τις υπάρχουσες ελληνικές εφημερίδες.

Εκτός από την επίσημη αυτή εφημερίδα, άρχισαν να μεταφέρωνται από το Ναύπλιο στη νέα Πρωτεύουσα και οι άλλες εφημερίδες που εκδίδονταν εκεί. Πρώτες ήλθαν η αγγλόφιλη εφημερίδα «Αθηνά» του Σ. Αντωνιάδη και η γαλλόφιλη «Σωτήρ», που ήταν όργανο του Κωλέττη. Το 1838 κάνει την εμφάνισή του και ο ρωσόφιλος «Αιών» του Ι. Φιλήμονος, ώστε να αντιπροσωπεύεται και το τρίτο από τα τρία μεγάλα κόμματα των οθωνικών χρόνων: το γαλλόφιλο, το ρωσόφιλο και το αγγλόφιλο.

Οι πρώτες εφημερίδες.

Από το 1835 είχαν κυκλοφορήσει ο «Ελληνικός Ταχυδρόμος» και η «Αναγεννηθείσα Ελλάς». Και οι δύο εφημερίδες γράφονταν ελληνικά και γαλλικά. Η πρώτη είχε για αρχή: «μέτρα και όχι άνδρας». Η δεύτερη υποστήριζε το αντίθετο: «άνδρας και όχι μέτρα». Ακολουθούν έπειτα η «Ελπίς» του Κ. Λεβίδη, αντιπολιτευομένη και εναντίον της βαυαροκρατίας, και ο «Ταχυδρόμος», συμπολιτευομένη και ημιεπίσημη, που γράφεται σε τρεις γλώσσες: ελληνικά, γαλλικά και γερμανικά. Την είχε εκδώσει στην αρχή ο Αλέξανδρος Ραγκαβής και την συνέχισε έπειτα ο Γάλλος Bertrand. Όταν ο πρωθυπουργός του Όθωνος ήταν ο Βαυαρός Ρούδαρτ, διόρθωνε μόνος του τα δοκίμια του «Ταχυδρόμου» πριν τυπωθεί!

Εκτός από τις εφτά αυτές πολιτικού περιεχομένου εφημερίδες, που ήταν και οι σημαντικότερες, θα βρούμε μεταξύ των ετών 1835 – 1838 και πολλές άλλες, με περιεχόμενο πολιτικό, επιστημονικό, θρησκευτικό ή φιλολογικό. Σημειώνω με τη χρονολογική σειρά που εκδόθηκαν τις εξής εφημερίδες και περιοδικά: «Εφημερίς των Αγγελιών», «Εφημερίς των Δικαστηρίων», «Ευαγγελική Σάλπιγξ», «Βασιλική», «Ίρις», «Κλέπτης», «Πρωινός Κήρυξ», «Ιώς», «Ελληνική Πλάστιγξ», «Θεατής», «Πρόοδος», «Ασκληπιός», «Ανθολογία των Κοινωφελών Γνώσεων», «Παιδική Αποθήκη», «Εφημερίς των Κυριών» και «Σωκράτης». Δεν γνωρίζω αν στα πέντε πρώτα χρόνια της Πρωτεύουσας (1834 – 1839), κυκλοφόρησαν και άλλα περιοδικά και εφημερίδες, πάντως η συγκομιδή ήταν πλούσια, για μια πόλη που είχε 15 – 20 χιλιάδες κατοίκους.

Τα πρώτα μέτρα κατά του τύπου.

Η Αντιβασιλεία, για να περιορίσει την έξαψη των πολιτικών παθών και προ παντός τις επιθέσεις των εφημερίδων εναντίον της, εκδίδει τα διατάγματα της 6 και 11 Σεπτεμβρίου 1835 «περί αστυνομίας τύπου» και «περί εγκλημάτων εκ της καταχρήσεως του τύπου». Με τα διατάγματα αυτά «θεσπίζει» τα πρώτα μέτρα εναντίον της ελευθεροτυπίας, με αποτέλεσμα σε λίγο καιρό όλες οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες να … διακόψουν την έκδοσή τους. Μερικοί από τους εκδότες των εφημερίδων καταδιώχτηκαν και φυλακίστηκαν. Ο «Πατριάρχης της ελληνικής δημοσιογραφίας» Κ. Λεβίδης, που έβγαζε την εφημερίδα «Ελπίς», καταδικάστηκε και φυλακίστηκε (1837). Η εφημερίδα του ξαναβγήκε μόνο μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Τα δύο διατάγματα «περί τύπου» της Αντιβασιλείας προκάλεσαν γενική κατακραυγή και διαμαρτυρίες, γιατί περιόριζαν την ελευθεροτυπία. Καθώς έλεγε ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος: «Είν’ ελεύθερος ο τύπος, φθάνει μόνο να μη γράψη»! Οπωσδήποτε, η πρώτη αυτή αστυνόμευση του τύπου από την Αντιβασιλεία, που προκάλεσε τόση κατακραυγή, δεν μπορεί να συγκριθεί με τα μέτρα που λαμβάνουν τα νεώτερα ανελεύθερα καθεστώτα. Αυτά χρησιμοποιούν όχι μόνο εξοντωτικούς νόμους και στρατοδικεία, αλλά υπαγορεύουν και τα κείμενα στις εφημερίδες.

Παρά το μεγάλο αριθμό των αθηναϊκών εφημερίδων, ο Άγγλος Finlay, ιστορικός και ανταποκριτής των «Times» του Λονδίνου στην Αθήνα, έγραφε το 1836 ότι, η Ελλάς «μπορούσε να καυχιέται γιατί οι πολιτικές εφημερίδες της ήταν ανώτερες κατά πολύ από πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες». Οι πρώτες αυτές εφημερίδες είχαν ελάχιστες ειδήσεις και κυρία ασχολία τους ήταν η πολιτική. Τις χαρακτήριζε μεγάλος φανατισμός. Είχαν διαιρεθεί σε συντηρητικές, μοναρχικές, συνταγματικές και ριζοσπαστικές. Είχαν όμως ανεξάρτητη γνώμη και δε συνδέονταν με τα κόμματα παρά μόνο ιδεολογικώς. Η εξάρτηση του τύπου από οικονομικά συμφέροντα, ήταν άγνωστη ολόκληρο τον περασμένο αιώνα και οι ιδιοκτήτες των εφημερίδων πέθαιναν, κατά κανόνα, «στην ψάθα». Στην πολεμική των εφημερίδων συχνά λαμβάναν μέρος και οι ξένες πρεσβείες. Όταν ένας Βαυαρός αξιωματικός μπάτσισε κάποιον από τους συντάκτες της «Ελπίδος», ο Άγγλος πρέσβυς έσπευσε να κάνει επίσκεψη συμπάθειας στον αντιπολιτευόμενο δημοσιογράφο. Αργότερα οι επεμβάσεις των ξένων έγιναν απροκάλυπτες, ιδίως στο διάστημα του Κριμαϊκού πολέμου και στην κατοχή του Πειραιώς από τους Αγγλογάλλους.

Το πλήθος των αθηναϊκών εφημερίδων.

Η έκδοση εφημερίδων στην Πρωτεύουσα συνεχίστηκε με την ίδια «ευφορία» και μετά την οθωνική εποχή. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία επί της δευτέρας δυναστείας υποβοηθεί την παραγωγή εφημερίδων. Ο καθένας μπορούσε πια να δημοσιεύει ό,τι θέλει. Πράγμα που παρακινούσε τους Ρωμιούς να διατυπώνουν στον έντυπο χάρτη τις γνώμες τους και να δίνουν τις συμβουλές τους. Κάποτε, μάλιστα, όχι και χωρίς υστεροβουλία. Το ευφυολόγημα του Μπίλλερ «ή υπούργημα μου δίνεις ή εφημερίδα βγάζω» είχε δημιουργήσει Σχολή.

Ο μαρκήσιος de Saint Hillaire (1837 – 1889) στη μελέτη του για τον ελληνικό τύπο αναφέρει ότι, «η Ελλάς είχε στείλει το 1867 στην παγκόσμια έκθεση στο Παρίσι, «εν είδα διανοητικού τροπαίου», από ένα αντίτυπο των τότε εκδιδομένων εφημερίδων, που έφθαναν περίπου τις εκατό! …». Ο αριθμός δεν είναι υπερβολικός, αφού μόνο στην Αθήνα λίγο αργότερα – το 1875 – κυκλοφορούσαν 53 εφημερίδες και 8 περιοδικά! Τις αναφέρει με τα ονόματά τους ο πρώτος «Οδηγός της Ελλάδος», που δημοσιεύθηκε το χρόνο εκείνο από το Μιλτιάδη Μπούκα. Από τις εφημερίδες του 1875, που χαρακτηρίζονται από τον «Οδηγό» του Μπούκα «ως πολιτικαί και των ειδήσεων», οι τέσσερεις ήταν ημερήσεις: ο «Νεολόγος», η «Εφημερίς», η «Στοά» και το «Φως». Η τελευταία μάλιστα αναφέρεται «ως κοσμικοπολιτική». Από τις άλλες εφημερίδες κυκλοφορούσαν πέντε ημέρες την εβδομάδα: η «Αλήθεια», η «Αυγή», ο «Εθνοφύλαξ» και η «Παλιγγενεσία», τέσσερεις ημέρες την εβδομάδα: ο «Πρωινός Κήρυξ» και τρεις ημέρες την εβδομάδα: ο «Έσπερος», το «Μέλλον» και ο «Ταχυδρόμος των Αθηνών». Οι υπόλοιπες κυκλοφορούσαν δύο ή μία φορά την εβδομάδα. Στις τελευταίες αυτές ανήκε και ο «Χωλός Διάβολος», που ήταν «εφημερίς του λαού εκδιδομένη άπαξ της εβδομάδος». Υπήρχαν και δύο εφημερίδες: ο «Δικαστικός Κλητήρ» και η «Φωνή της Ελευθερίας», που «εξεδίδοντο αορίστως». Όταν, δηλαδή, ο διευθυντής τους μάζευε τα χρήματα για να τυπώσει ένα φύλλο! … Στις εφημερίδες του 1875 πρέπει να προσθέσουμε και την εγκυρότερη από όλες. Την «Ώρα» του Χαριλάου Τρικούπη, που το πρώτο φύλλο της κυκλοφόρησε στις 10 Νοεμβρίου του 1875. Καθαρώς κομματικές εφημερίδες την περίοδο εκείνη ήταν το «Εθνικόν Πνεύμα» (1868) όργανο του Αλεξ. Κουμουνδούρου, η «Εφημερίς των Συζητήσεων» (1870) του Επαμειν. Δεληγεώργη και η «Πρωία» (1879) του Θεοδ. Δηληγιάννη.

Η έκδοση εφημερίδων τον περασμένο αιώνα ήταν εύκολη. Οι εφημερίδες ήταν μικρού σχήματος και τετρασέλιδες, ώστε μπορούσαν να γραφούν ολόκληρες από ένα ή δύο συντάκτες και να τυπωθούν με λίγα χρήματα. Το πολυσέλιδο των εφημερίδων και το μεγάλο σχήμα καθιερώθηκαν από το τέλος του αιώνα και κυρίως μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Πρώτος ο Βλάσης Γαβριηλίδης με την εφημερίδα «Ακρόπολις», που κυκλοφόρησε την 30 Νοεμβρίου 1883, εισήγαγε το μεγάλο σχήμα των εφημερίδων, το τύπωμα σε κυλινδρικό πιεστήριο και ανέβασε τη δημοσιογραφία σε πραγματικό όργανο της κοινής γνώμης. Ο Γαβριηλίδης δημιούργησε την πρώτη σχολή Ελλήνων δημοσιογράφων και χρησιμοποίησε τους ρεπόρτερς.

Βελτίωση του τύπου.

Το τέλος του περασμένου αιώνα το επίπεδο των αθηναϊκών εφημερίδων είχε ανεβεί, σε περιεχόμενο, σε ύλη και σε εμφάνιση, μολονότι η τιμή τους ήταν μία πεντάρα. Σημειώνω τις σπουδαιότερες εφημερίδες της εποχής εκείνης: Η «Πρωία», που αναφέραμε, οι «Καιροί» του Κανελλίδη (1872), η «Εφημερίς» του Κορομηλά (1878), η «Νέα Εφημερίς» του Ι. Καμπούρογλου (1881), το «Σκριπ» του Κουσουλάκου (1895), το «Εμπρός» του Καλαποθάκη (1896) και η απογευματινή «Εστία» του Α. Κύρου (1898). Η «Εστία» είχε αρχίσε από φιλολογικό περιοδικό και εξελίχθηκε σε πολιτική εφημερίδα. Οι περισσότερες από τις εφημερίδες του περασμένου αιώνα ήταν … εφήμερες. Κυκλοφορούσαν για λίγο καιρό και κατόπιν ο εκδότης τους έμενε με τη «δόξα του δημοσιογράφου», με τα έξοδα που είχε κάνει και συχνά με τις συνδρομές που είχε προεισπράξει. Γιατί ήταν καθιερωμένο στις παλαιότερες εφημερίδες να εγγράφουν πρώτα μερικούς συνδρομητές και έπειτα να κυκλοφορούν. Και είναι αξιοπρόσεκτο πως από τις εφημερίδες του περασμένου αιώνα μονάχα μία, η «Εστία», επιζεί με την ίδια διεύθυνση.

Ο περιοδικός τύπος.

Παράλληλα με τον ημερήσιο τύπο και την πολιτική ειδησεογραφία βλάστησε στην Αθήνα ο περιοδικός και ο ευθυμογραφικός τύπος. Τις σελίδες του τελευταίου τις χαρακτήριζε, η σάτιρα, το πνεύμα και η τόλμη. Τα σημαντικότερα από τα όργανα του σατιρικού τύπου ήταν: το «Φως» του Καρύδη, ο «Ασμοδαίος» των Ροΐδη, Μητσάκη, Σουρή και Γουβέλη, ο «Νέος Αριστοτέλης» του Πηγαδιώτη, ο «Παληάνθρωπος» του Βερβέρη, ο «Ραμπαγάς» του Κλεάνθη Τριανταφύλλου, ο «Ρωμηός» του Γεωργίου Σουρή, το «Μη Χάνεσαι» του Βλάση Γαβριηλίδη και το «Άστυ» των Θέμου Αννίνου και Δημητρίου Κακλαμάνου. Από τον περιοδικό και φιλολογικό τύπο θα μνημονεύσω ιδιαιτέρως το εβδομαδιαίο περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων». Επί δύο γενεές ήταν ο πιστός σύντροφος τόσων και τόσων Ελληνόπουλων, που το περίμεναν το Σάββατο το απόγευμα να φθάσει στο σπίτι και να περάσουν μαζί το Σαββατοκύριακο. Το πρώτο φύλλο του περιοδικού έχει ημερομηνία Φεβρουάριος 1879. Εκδότες του ήταν «ο Ν. Παπαδόπουλος Υδραίος και ο Ν. Σπυλιόπουλος Κορίνθιος», όπως οι ίδιοι αναφέρονται στο φύλλο. Η οικογένεια του Παπαδοπούλου κράτησε επί 70 χρόνια την ιδιοκτησία του περιοδικού. Συντάκτης του ήταν στην αρχή ο Αριστοτέλης Κουρτίδης (Αιμίλιος Ειμαρμένος) και έπειτα ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που έγινε και γαμπρός του Παπαδοπούλου. Ανάμεσα στους συνεργάτες της «Διαπλάσεως» θα βρούμε, τον Παλαμά, το Σουρή, το Δροσίνη, τον Πολέμη, τον Άννινο, τον Καμπούρογλου, τον Ποριώτη και πολλούς άλλους, λογογράφους, ποιητές και ιστορικούς, που τίμησαν τα ελληνικά γράμματα.

Ο τύπος γίνεται οικονομική επιχείρηση.

Η έκδοση εφημερίδων και περιοδικών συνεχίστηκε και στον αιώνα μας με την ίδια ένταση. Η ελληνική δημοσιογραφία σημείωσε και μετά το 1900 προόδους, σε τυπογραφική εμφάνιση και περιεχόμενο. Σ’ αυτό είχε συντελέσει η οικονομική αυτοτέλεια που είχαν αποκτήσει οι σημαντικότερες εφημερίδες με την αύξηση της κυκλοφορίας τους. Οι 20.000 φύλλα που έφθασε να πωλεί η «Ακρόπολις» του Γαβριηλίδη στις αρχές του αιώνα και θεωρήθηκε κατόρθωμα για την εποχή εκείνη, πολλαπλασιάστηκαν σε νεώτερα χρόνια. Η μεγάλη αύξηση της κυκλοφορίας και τα πολυσέλιδα είχαν για συνέπεια να μεταβάλουν τις εφημερίδες σε οικονομικές επιχειρήσεις. Γι’ αυτό και ο αριθμός των αθηναϊκών εφημερίδων, παρ’ όλη την αλματική αύξηση του πληθυσμού της Πρωτεύουσα, ελαττώνεται αντί να αυξάνει. Στην τελευταία πεντηκονταετία τα ημερήσια αθηναϊκά φύλλα, πρωινά και απογευματινά, σπάνια έχουν υπερβεί τα δέκα. Η Αθήνα των δυόμισι εκατομμυρίων κατοίκων έχει λιγότερες εφημερίδες από την Αθήνα των εκατό χιλιάδων, και ακόμη λιγότερες από την Αθήνα των τριάντα ή σαράντα χιλιάδων κατοίκων. Αν η αύξηση της κυκλοφορίας των εφημερίδων, στις αρχές του αιώνα μας, καλυτέρευσε την ποιότητα του αθηναϊκού τύπου, η ίδια τον υποδούλωσε αργότερα. Με αποτέλεσμα ορισμένες εφημερίδες να γράφουν ό,τι αυξάνει την κυκλοφορία τους. Αγανακτισμένος ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποκαλούσε, στην πρωθυπουργία του (1928 – 1932), τις τάσεις αυτές του τύπου «κιτρινισμό».