Με την εγκατάσταση της πρωτεύουσας στην Αθήνα, αποφασίστηκε από την Αντιβασιλεία να εφαρμοστεί ο νόμος του 1833 «περί συστάσεως των δήμων» και να γίνουν οι πρώτες δημοτικές εκλογές στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με το νόμο του 1833, οι δήμαρχοι δεν ψηφίζονταν απ’ ευθείας από το λαό, αλλ’ από το δημοτικό συμβούλιο, που υποδείκνυε τρεις για τη θέση του Δημάρχου και ο Βασιλιάς διάλεγε τον ένα και τον διόριζε. Με το νόμο αυτό έγιναν οι πρώτες δημοτικές εκλογές στην Αθήνα από τις 15 – 20 Μαρτίου 1835, που προκάλεσαν μεγάλο φανατισμό και πείσμα. Όλοι οι Αθηναίοι, καθώς μας πληροφορεί ο τύπος της εποχής, ήθελαν να γίνουν … δημοτικοί σύμβουλοι και δήμαρχοι. «Όλοι καταγίνονται ενταύθα» έγραφε μια εφημερίδα «να πιάσουν τας θέσεις του Δημοτικού Συμβουλίου και την καθέδραν του Δημάρχου. Σκοπός της γενεάς ταύτης είναι να προετοιμασθεί διά τα Υπουργεία και το Συμβούλιον της Επικρατείας». Κυρίως, όμως, δύο κόμματα κατέβηκαν στον εκλογικό αγώνα για την κατάληψη της δημαρχίας. Το ένα ήταν το κόμμα των Κυβερνητικών ή μάλλον του Αντιβασιλέως Άρμανσπεργ. Και το άλλο το κόμμα των Αντικυβερνητικών, που ήταν και το ισχυρότερο.
Η πρώτη δημοτική εκλογή.
Οι Αθηναίοι και πριν από την Επανάσταση ήταν προοδευτικοί, δημοκρατικοί και ριζασπαστικοί στις ιδέες τους. Είχαν έλθει σε σύγκρουση και με τον Καποδίστρια για τη δικτατορική του διοίκηση. Η απολυταρχία της Αντιβασιλείας και του Άρμανσπεργ δεν τους άρεσε. Και βρήκαν την ευκαιρία στις δημοτικές εκλογές, παρ’ όλες τις πιέσεις και τα μέτρα που είχε λάβει η Κυβέρνηση, να εκδηλώσουν τα φρονήματά τους. Από τις πρώτες εκείνες δημαρχιακές εκλογές στην Πρωτεύουσα, δόθηκε ο πολιτικός χαρακτήρας, που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, διατηρήθηκε και στα κατοπινά χρόνια. Από τους 800 Αθηναίους που ψήφισαν στις δημοτικές εκλογές του 1835, μονάχα 150 ψήφους μάζεψαν οι Κυβερνητικοί. Τις άλλες τις πήραν οι αντίθετοι, από τους οποίους βγήκαν και οι πρώτοι δημοτικοί σύμβουλοι: Α. Πετράκης, Δ. Καλλιφρονάς, Ι. Μακρυγιάννης, Σ. Βενιζέλος, Π. Ηπίτης, Χ. Τουφεξής, Δ. Μισαραλιώτης, Σ. Χ. Γκικάκης, Π. Σκουζές, Ν. Γέροντας, Σ. Παλαιολόγος, Σ. Πατούσας, Μ. Βουζίκης, Κ. Κοκκίδης, Ν. Λιανοσταφίδας, Γ. Γεννάδιος, Σ. Γαλάτης, Σ. Κυριακός, Θ. Βρυζάκης.
Ο πρώτος δήμαρχος.
Λίγες ημέρες μετά την εκλογή, το Δημοτικό Συμβούλιο με ψηφοφορία έκανε την εκλογή των τριών υποψηφίων δημάρχων. Πρώτος ήλθε ο Δημ. Καλλιφρονάς. Ο Όθων όμως, με την πρόφαση ότι ο Καλλιφρονάς ήταν πολύ νέος, διόρισε δήμαρχο τον Ανάργυρο Πετράκη, που είχε έλθει δεύτερος στην ψηφοφορία. Η πραγματική αιτία, που δεν έγινε ο Καλλιφρονάς Δήμαρχος, ήταν «τα λίαν φιλελεύθερα αισθήματά του, τα οποία έβλεπεν η Αυλή και ο Αρχιγραμματεύς (πρωθυπουργός) Άρμανσπεργ, με πολύ δυσάρεστον όμμα». Μαζί με το διορισμό του Δημάρχου, διορίστηκαν με Β. Δ. οι δημαρχιακοί πάρεδροι, Αγγ. Γέροντας, Κ. Θεοχάρης, Γ. Μεταξάς, Κ. Βρυζάκης και το Δημοτικό Συμβούλιο, με ψηφοφορία, έκανε τον Καλλιφρονά πρόεδρό του.
Προσπάθειες του Δήμου.
Μεγάλες προσπάθειες καταβάλαν ο Δήμαρχος και το πρώτο Δημοτικό Συμβούλιο, για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που παρουσίαζε η ερειπωμένη Πρωτεύουσα. Και δεν ήταν μόνο πολεοδομικά τα ζητήματα. Είχαν φορτώσει στο Δήμο καθήκοντα και υπηρεσίες που σήμερα απασχολούν ολόκληρα υπουργεία. Ο Δήμος έπρεπε να φροντίζει για τη δημοτική εκπαίδευση, για τις εκκλησίες, να κάνει αστυϊατρικά και αστυνομικά καθήκοντα, να έχει η νοσοκομειακή και υγειονομική περίθαλψη των Αθηναίων, που ήταν και το δυσκολώτερο. Υγειονομικά μέσα δεν υπήρχαν και συχνές ήταν οι επιδημίες στην Αθήνα την εποχή εκείνη. Μία από τις επιδημίες αυτές – η «γαστροχολερική», όπως την ονόμασαν τότε – είχε πάρει πανδημικό χαρακτήρα το καλοκαίρι του 1835.
Κυβερνητικές αντιδράσεις.
Η μεγαλύτερη όμως δυσχέρεια, που αντιμετώπισε η πρώτη δημοτική αρχή της Αθήνας, προερχόταν από την Κυβέρνηση και τον Άρμανσπεργ, που δεν μπορούσε να υποφέρει το Δήμαρχο και το Δημοτικό Συμβούλιο, γιατί έδειχναν ανεξαρτησία γνώμης και φιλελεύθερες και προοδευτικές τάσεις. «Κατά μοιραίαν σύμπτωσιν» γράφει ένας χρονικογράφος «ο Δήμος, ευθύς από της συστάσεώς του, απέκτησεν επικίνδυνον διά την πρόοδόν του εχθρόν, το επίσημον κράτος». Και η αντίθεση Δημαρχίας και Κυβερνήσεως όλο και μεγάλωνε. Ο υπουργός των Εσωτερικών δεν έδινε την έγκρισή του για δαπάνες, που ήταν απαραίτητες για τις στοιχειώδεις ανάγκες του Δήμου. Ο ίδιος ο Άρμνσπεργ έσβυνε από τον προϋπολογισμό του Δήμου κονδύλια. Το μοναδικό Δημοτικό Σχολείο της Αθήνας έμενε χωρίς δάσκαλο, γιατί το υπουργείο ήθελε να διορίσει κάποιο δικό του, που θα τον πλήρωνε όμως ο … Δήμος. Και το Δημοτικό Συμβούλιο δεν ψήφιζε τη δαπάνη κρίνοντας τον προτεινόμενο για ακατάλληλο. Οι εφημερίδες της εποχής διαμαρτύρονται για τις επεμβάσεις στα εσωτερικά του Δήμου: «Εδώ, εκτός της δημαρχίας» έγραφε για εφημερίδα «διοικούν και αι γραμματείαι (υπουργεία), η νομαρχία, ο φρούραρχος, οι μηχανικοί, οι χωροφύλακες και εν ενί λόγω όλοι οι βασιλεύοντες εν ονόματι του Βασιλέως, διά τούτο ίσως ουδέν κατορθούται».
Δημοκρατικό μανιφέστο του Δήμου.
Η Κυβέρνηση εξακολουθούσε να επεμβαίνει. Είχε σκεφθεί, μάλιστα, να παύσει το Δημοτικό Συμβούλιο και το Δήμαρχο, που είχαν εκλεγεί για δύο χρόνια (1835 – 1837) και να κάνει νέες εκλογές. Αντιδράσαν όμως οι εφημερίδες και οι Αθηναίοι και τελικά δεν αποτόλμησε την παύση. Στο μεταξύ ο Όθων είχε πάει στη Γερμανία να παντρευτεί και ο Άρμανσπεργ, έχοντας όλη την εξουσία στα χέρια του, βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε. Αφορμή έδωκε ένα ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου (5 Ιανουαρίου 1837) με την ευκαιρία της επιστροφής του βασιλικού ζεύγους στην Ελλάδα. Το ψήφισμα καταφερόταν έμμεσα κατά της Αρχιγραμματείας, ζητούσε να φύγουν οι ξένοι από την Ελλάδα και να μπει ο τόπος σε συνταγματικό καθεστώς. Παραθέτουμε τα κυριότερα μέρη από το τολμηρό κείμενο, που είχε ψηφίσει το Δημοτικό Συμβούλιο, με την προεδρία του Ι. Μακρυγιάννη, πρώτου δημοτικού συμβούλου: «Βασιλεύ! Οι συγκροτούντες το Δημοτικόν Συμβούλιον των Αθηνών εκφράζοντες την ειλικρινή χαράν των διά την επάνοδόν Σου εις την πατρίδα Σου και πατρίδα ημών, δεν δύνανται εις ταύτην την ευκαιρίαν να κρύψωσι της ψυχής των τας θλίψεις και ανίας, τας οποίας εδοκίμασαν εις την απουσίαν Σου και πρωτύτερα ακόμη, και να μη Σε είπωσι τα παράπονα της καρδίας των. Κατά την ανηλικίαν Σου και υστερότερον, οι διέποντες τα πράγματα της Ελλάδος ξένοι, κατεβάρυναν τον λαόν Σου με υπερόγκους φόρους και με ακατάλληλα διοικητικά μέτρα, τα οποία πιστεύομεν, ότι τους ενέπνευσεν η άγνοια των ελληνικών πραγμάτων ή η απιστία προς τον Θρόνον Σου … Ο Δήμος Αθηναίων, βασιλεύ, ελπίζει ότι σύμβουλοι Ἐλληνες θέλουν περικυκλώσει τον Θρόνον Σου και ότι οι ξένοι θέλουν απομακρυνθή διά παντός … Η προς τον Θρόνον Σου, βασιλεύ, αφωσίωσις του Ελληνικού Έθνους, ανεφάνη απεριόριστος, αφ’ ης στιγμής επάτησες το ελληνικόν έδαφος· αλλ’ η σ ύ σ τ α σ ι ς Σ υ ν τ ά γ μ α τ ο ς θέλει φέρει την στερεωτέραν παγίωσιν του Θρόνου Σου …».
Ο Δήμαρχος και το Δημοτικό Συμβούλιο παύονται.
Το θαρραλέο αυτό ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου έκανε μεγάλη εντύπωση και σχολιάστηκε ευμενέστατα. Οι περισσότεροι Αθηναίοι συμφωνούσαν με όσα έγραφε. Εξόργισε όμως τον αρχιγραμματέα Άρμανσπεργ, που εκτελούσε και χρέη Αντιβασιλέως στην απουσία του Όθωνος, και έπαυσε το Δημοτικό Συμβούλιο. Σε λίγες ημέρες έπαυσε και το Δήμαρχο Πετράκη, με μια λιγόλογη ανακοίνωση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: «Ο Δήμαρχος Αθηνών κ. Ανάργυρος Πετράκης επαύθη της υπηρεσίας του». Παράλληλα, η Κυβέρνηση καταδίωξε και το Μακρυγιάννη, που ήταν πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου όταν έγινε το ψήφισμα. Τον έπαυσε από μέλος της «Επιτροπής επί των δικαιωμάτων των Αγωνιστών» και ως συνταγματάρχη της Φάλαγγος τον «μετέθεσε» από την Αθήνα στα Μέγαρα. Στη θέση του Δημοτικού Συμβουλίου, η Κυβέρνηση διόρισε μια προσωρινή δημαρχιακή επιτροπή από τρεις παρέδρους, ώσπου να γίνουν εκλογές.
Αντικατάσταση του Άρμανσπεργ.
Την τύχη όμως του Πετράκη και του πρώτου Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας, ακολούθησε σε λίγες ημέρες και ο Άρμανσπεργ. Όταν ο Όθων γύρισε νεόνυμφος με την Αμαλία στον Πειραιά (2 Φεβρουαρίου 1837), ο Άρμανσπεργ πήγε στο βαπόρι για να τους υποδεχτεί. Και εκεί, έμαθε την παύση του. Ο Όθων έφερνε μαζί του από τη Βαυαρία το … νέο πρωθυπουργό! Ήταν ο Βαυαρός καθηγητής Ιγνάτιος Ρούδαρτ (Rudhart). Στην υποδοχή που έκανε ο αθηναϊκός λαός στους νεόνυμφους, όταν έφθασαν στο Θησείο, τους προσφώνησε ο Άγγελος Γέροντας, πρόεδρος της Δημαρχιακής Επιτροπής. Το τέλος του λόγου του «δημαρχεύοντος» το κάλυψαν οι ζητωκραυγές των Αθηναίων: Ζήτω ο Βασιλεύς, ζήτω η Βασίλισσα, ζήτω το Σύνταγμα … Ήταν η έμμεση απάντηση για την παύση του Δημοτικού Συμβουλίου … Αλλά ο Όθων και μετά την απόλυση του Άρμανσπεργ, συνέχισε την απολυταρχία, ως την ειρηνική επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που τον ανάγκασε να δεχτεί το συνταγματικό πολίτευμα. Στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου είχε πρωτοστατήσει και ο Δήμος Αθηναίων.