Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα, η επικοινωνία της με το εξωτερικό και τα περισσότερα μέρη της Ελλάδος γινόταν από τον Πειραιά με πλοία. Ωστόσο η ακτή του Πειραιώς ήταν ακόμη έρημη και ακατοίκητη.
Το μεγάλο λιμάνι της αρχαιότητας είχε χάσει και το όνομά του από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια. Οι Τούρκοι έλεγαν τον Πειραιά Ασλάν λιμάνι και οι ξένοι Πόρτα Δράκο και Πόρτο Λεόνε. Τα μόνα κτίρια που υπήρχαν στον Πειραιά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος με 10 – 12 καλόγερους, οχυρωμένο σα φρούριο, η Δογάνα (Τελωνείο) και μερικές αποθήκες. Πριν από την Επανάσταση έμενε στον Πειραιά και ο Γάλλος Καϋράκ, έχοντας αξιόλογο σπίτι, υποδεχόμενος τους ξένους που φθάναν και κάνοντας εμπόριο, κυρίως λαδιού. Ο μοναδικός αυτός κάτοικος του Πειραιώς, πέθανε λίγο πριν από την Επανάσταση και το σπίτι του είχε ερειπωθεί. Σε ερείπια είχε μεταβληθεί και το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος, όπου σήμερα η ομώνυμη εκκλησία, από τις μάχες που έγιναν γύρω από αυτό με τον Καραϊσκάκη. Οι αποθήκες του Πειραιώς είχαν γκρεμιστεί και η Δογάνα είχε σαραβαλιαστεί. Απομέναν μόνο μερικές καλύβες, όπου έμεναν όσοι είχαν τα υποζύγια που μεταφέραν τους ταξιδιώτες στην Αθήνα.
Η παράγκα του Τζελέπη.
Κοντά στη σαραβαλιασμένη Δογάνα, ένας Αγωνιστής του 21, ο Γιαννακός Τζελέπης, έστησε από το 1829 μια παράγκα. Την έκανε ένα είδος πανδοχείου, όπου οι ταξιδιώτες βρίσκαν κρασί και κανένα πρόχειρο φαγητό. Ένας ταξιδιώτης έγραφε ότι, «εις την λεγομένην παράγκα του Τζελέπη εφάγομεν τα ψάρια τα τηγανιτά σταυροπόδι καθήμενοι επί του δαπέδου». Αργότερα η παράγκα του Τζελέπη έγινε ξενοδοχείο και ο ιδιοκτήτης της αποθανάτισε το όνομά του στην ομώνυμη Πειραϊκή ακτή. Θεωρείται μάλιστα ο Τζελέπης «πρώτος οικιστής» του νεώτερου Πειραιώς. Αυτό τουλάχιστο μας πληροφορεί ένα επίγραμμα χαραγμένο στον τάφο του, που μερικοί το αποδίδουν στον ποιητή Αχιλλέα Παράσχο:
Εδώ εις τούτον άνθρωπε τον τάφον όπου βλέπεις εν μέσω τόπου θλιβερού,
Κοιμάται, αναπαύεται ο Γιαννακός Τζελέπης κ’ η σύζυγός του η Φλωρού.
Αφήσας την πατρίδα του Θετταλομαγνησίαν με σπάθην ωπλίσθη
κι’ εις της Επαναστάσεως την πάλην την αγρίαν εδνόξως ηγωνίσθη.
Κι’ αυτός εις του Πειραιώς την γην οικοδομήσας «πρώτος» οικίαν εκλεκτήν
και μετά της συζύγου του ένδεκα χρόνους ζήσας διάπρεπεν εις αρετήν.
Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, που είδε τον Πειραιά το 1834, γράφει στα «Απομνημονεύματά» του: «Ην δ’ η ακτή του περιφήμου ποτέ λιμένος έρημος και αγρία και μόνον εις τον μυχόν αυτού ίστατο ερείπιον υπερώου καλύβας, ην ο Έλλην τελώνης διεδέχθη παρά του Οθωμανού προκατόχου του. Εις αυτήν δε διά ξυλίνης κλονουμένης κλίμακος ανερριχήθημεν ίνα καταλύσωμεν, μέχρις ου μας προμηθευθώσιν νευρέθησαν και κατά το πλείστον ήσαν ημίονοι ή και όνοι». Στην έρημη αυτή παραλία άρχισε να χτίζεται ο νεώτερος Πειραιεύς, επάνω στο ωραίο πολεοδομικό σχέδιο των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, που βασιζόταν στο σχέδιο του αρχαίου Πειραιώς. Στα πρώτα χρόνια ο Πειραιεύς υπαγόταν στην Κοινότητα των Αθηναίων και μόνο μετά το 1835 έγινε ιδιαίτερος δήμος.
Η οδός Πειραιώς.
Ο δρόμος, που ένωνε τον Πειραιά με την Αθήνα, ακολουθούσε την ίδια περίπου χάραξη με το σημερινό. Ονομαζόταν, ακόμη και στην Επανάσταση, οδός Δράκου. Και μόνο μετά την απελευθέρωση πήρε το όνομα: Οδός Πειραιώς. Ο δρόμος ήταν τότε σε αθλία κατάσταση. Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, που πέρασε την οδό Πειραιώς το Δεκέμβριο του 1834, μας πληροφορεί ότι, «τοιαύτη ήτο η κατάστασις, ώστε τα κτήνη ημών είχον μεταβληθή εις ιπποποτάμους, έχοντα ύδωρ και ιλύν μέχρι της κοιλίας». Επί πλέον γύρω από το δρόμο είχαν σχηματιστεί έλη από τις διακλαδώσεις του Κηφισού και είχε φυτρώσει ένα δηλητηριώδες φυτό, ο φλώμος, που άφηνε αναθυμιάσεις.
Οι πρώτοι κάτοικοι.
Από το 1835 αρχίζει κυρίως ο εποικισμός του Πειραιώς. Από όλα τα μέρη της Ελλάδος και του υπόδουλου Ελληνισμού έρχονται να εγκατασταθούν στο καινούργιο λιμάνι. Υδραίοι και Χιώτες είναι οι περισσότεροι. Υδραίος είναι και ο πρώτος Δήμαρχος του Πειραιώς Κ. Σερφιώτης, που μαζί με τα άλλα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου συνεδρίασαν για πρώτη φορά στην ερειπωμένη Εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος. Έξι μήνες αργότερα λειτούργησε και το πρώτο Δημοτικό Σχολείο στον Πειραιά με ένα δάσκαλο και «υπέρ τους εξήκοντα μαθητάς καλής διαγωγής και οκτώ κοράσια». Το 1836 έβαλαν και το θεμέλιο λίθο της πρώτης εκκλησίας, στο μέρος που ήταν το γκρεμισμένο μοναστήρι. Η εκκλησία αυτή δεν υπάρχει σήμερα και στη θέση της χτίστηκε αργότερα ο τωρινός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος. Ο συνοικισμός του 1836 – 1837, που δεν αριθμούσε περισσότερους από χίλιους κατοίκους, εξελίχθηκε με τα χρόνια στη μεγάλη βιομηχανική πόλη της εποχής μας και σε ένα από τα πρώτα λιμάνια της Μεσογείου. Για την ιστορία του νεώτερου Πειραιώς βλέπε: Ιώννου Α. Μελετοπούλου «Πειραϊκά» Αθήναι 1945, ένθα και σχετική βιβλιογραφία.