ΣΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α’

Η Αθήνα και μετά την άφιξη του Γεωργίου Α΄ θα συνεχίσει στον πολεοδομικό τομέα την «ανιούσα», που είχε ακολουθήσει τα τελευταία οθωνικά χρόνια.

Η πόλη αρχίζει τώρα να επεκτείνεται στην αρχή της οδού Πατησίων και στην καινούργια συνοικία της Νεαπόλεως. Επί δύο γενεές η Νεάπολη – που γειτόνευε με το Πανεπιστήμιο – θα συγκεντρώνει τους περισσότερους επαρχιώτες φοιτητές και θα μεταβληθεί σε πραγματική «φοιτητούπολη». Από εκεί θα ξεκινούν οι διαδηλώσεις της «χρυσής νεολαίας», που συντάραξαν την Αθήνα ως τις αρχές του αιώνα μας.

Εντατική ανοικοδόμηση.

Παράλληλα με την επέκταση της πόλης, παρατηρείται την ίδια εποχή εντατική ανοικοδόμηση και στις παλιές συνοικίες της Αθήνας. «Ουδέποτε η γηραιά Κεκροπία» έγραφε ο Ειρηναίος Ασώπιος «κατελήφθη υπό τοιούτου προ το οικοδομείν νεανικού οργασμού, ουδέποτε η φυγόπονος και ήρεμος πόλις ανέδειξε τοσαύτην ζωήν, ως περί τα τέλη του σωτηρίου έτους 1872. Από του ενός μέχρι του ετέρου άκρου της πόλεως, από του Παναθηναϊκού Σταδίου μέχρι της Πύλης του Αδριανού, παντού το έδαφος ευρίσκεται υπό αξίνην, παντού θέτουσι θεμέλια, εργάζονται, οικοδομούν». Και ο Ασώπιος περιγράφει τις μεγάλες οικοδομές που χτίζονταν την εποχή εκείνη στην Αθήνα των 50.000 κατοίκων:  Την Ακαδημία, με δωρεά του Σίνα, «το αγλάϊσμα τούτο πάντων των μνημείων του αναγεννωμένου της Παλλάδος άστεος», το Ζάππειο με τη δωρεά του Ευαγγέλη Ζάππα, τη Βουλή στην οδό Σταδίου, το Ναό των Καθολικών στην οδό Πανεπιστημίου, το Δημοτικό Θέατρο στην οδό Αιόλου και τη μαρμάρινη γέφυρα του Σταδίου με δωρεά του Ζάππα. Τα δύο τελευταία δεν υπάρχουν σήμερα. Το 1870 έμπαινε ο θεμέλιος λίθος του Ναού του Αγίου Κωνσταντίνου (κοντά στην Ομόνοια), που τέλειωσε το 1905. Την εποχή εκείνη χτιζόταν το Βρεφοκομείο στην οδό Πειραιώς με δωρεά του εγκαταστημένου στη Ρωσία Κ. Κοντογιαννάκη «μεριμνήσαντος» κατά τον Ασώπιο «υπέρ των ατυχών εκείνων του έρωτος θυμάτων, άτινα γεννώνται και θνήσκουν άνευ της αγκάλης και του φιλήματος της μητρός των». Την ίδια εποχή έγιναν και οι ανασκαφές στον Κεραμεικό που «επανέφερον εις φως το αρχαίον Δίπυλον εκ της τέφρας είκοσι και πλέον αιώνων». Με δωρεές εθνικών ευεργετών (Κων. Μπερναρδάκη, αδελφών Τοσίτσα, Νικ. Στουρνάρα), χτίζονταν τότε το Πολυτεχνείο και το Αρχαιολογικό Μουσείο στην οδό Πατησίων.

Δημοτικά έργα.

Παράλληλα με την ανοικοδόμηση κοινωφελών και ιδιωτικών κτιρίων, ο Δήμος Αθηναίων θα κάνει αξιόλογα δημοτικά έργα. Ο δήμαρχος Παναγής Κυριακός, στη δημαρχία του που κράτησε δέκα χρόνια (1870 – 79), θα βάλει σε τάξη τα οικονομικά του Δήμου και θα πρωχωρήσει σε αποφασιστικά έργα, που θα βοηθήσουν την πολεοδομική ανάπτυξη της Πρωτεύουσας. Θα πραγματοποιήσει το πρόγραμμα που είχε ετοιμάσει ο προκάτοχός του Γ. Σκούφος (1866 – 70) και θα το συμπληρώσει έπειτα ο διάδοχός του Δ. Σούτσος (1879 – 87). Στους τρεις αξιόλογους αυτούς δημάρχους οφείλει πολλά η Αθήνα της εποχής τους. Άνοιξαν καινούργιους δρόμους, διόρθωσαν το υδραγωγείο, βελτίωσαν το ατελέστατο δίκτυο υπονόμων, έχτισαν το δημαρχιακό μέγαρο της οδού Αθηνάς και την καινούργια αγορά. Στα φανάρια του λαδιού, που εξακολουθούσαν να φωτίζουν την Αθήνα, ο Παναγής Κυριακός πρόσθεσε και 300 νέα με αεριόφως. Συγχρόνως εξωραΐστηκαν και δεντροφυτεύτηκαν οι δύο πλατείες, της Ομονοίας και του Συντάγματος και έστησαν, στην κάθε μια, μαρμάρινη εξέδρα, για να παίζει η στρατιωτική μουσική. Νέες συνοικίες δημιουργήθηκαν και ο Δήμος ενίσχυσε σχολεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Στις προσπάθειες της δημοτικής αρχής βοήθησαν αποφασιστικά η Εθνική Τράπεζα, με τα μεγάλα ποσά που δάνεισε στο Δήμο και προπαντός οι κυβερνήσεις του Αλεξ. Κουμουνδούρου και του Χαριλάου Τρικούπη.

Πληθυσμός και έκταση της Πρωτεύουσας.

Για την Αθήνα της ιστορουμένης εποχής μας δίνει πολλές πληροφορίες ο πρώτος « Οδηγός της Ελλάδος», που εκδόθηκε το 1875 από το Μιλτιάδη Μπούκα. «Η Πρωτεύουσα του Βασιλείου της Ελλάδος και του ομώνυμου Δήμου Α΄ τάξεως» γράφει ο Οδηγός «κείται επί κοιλάδος απεχούσης δύο ώρας του Πειραιώς, συνδέεται δε μετ’  εκείνου διά σιδηροδρόμου εννέα χιλιομέτρων, ου η ταχύτης είναι δέκα μέχρι δέκα πέντε λεπτών της ώρας, και δι’ ετέρας οδού αμαξητής, εγγύς και παραλλήλου της σιδηράς γραμμής. Η πόλις των Αθηνών έχουσα πληθυσμόν υπέρ τας 50.000 κατοίκων, ωραίας οικοδομάς, πλατείας και ρύμας ικανώς ευρείας, περικυκλούται υπό τεσσάρων λόφων, μάλλον ή ήττον υψηλών και διατέμνεται σταυροειδώς υπό δύο οδών επιμήκων, της του Ερμού από δυσμών προς ανατολάς, αρχομένης από του σταθμού του Σιδηροδρόμου (Θησείο) και ληγούσης προ του μικρού κήπου των Ανακτόρων και της Αιόλου, αρχομένης από του Ναού του Αιόλου, ή Ωρολόγιον του Κηρύστου, και ληγούσης εις την εξοχήν των Πατησίων (σημερινά Χαυτεία), διαιρούσα ούτω την πόλιν εις τέσσαρα τμήματα ή συνοικίας. Εις τας δύο ταύτας κεντρικάς οδούς απολήγουσιν αι λοιπαί των τεσσάρων τμημάτων, και του πέμπτου, όπερ είναι προέκτασις του δευτέρου και ονομάζεται Νεάπολις».

Ξενοδοχεία του 1875.

Από την εποχή εκείνη οι πλατείες της Ομονοίας και του Συντάγματος θα γίνουν οι τόποι συγκεντρώσεως και περιπάτου των Αθηναίων. Η οδός Πατησίων και το Πολύγωνο, που διατήρησαν το προνόμιο αυτό την οθωνική εποχή, έχουν πια ξεπέσει. Στην πλατεία του Συντάγματος θα συναντήσουμε στα 1875 και τα τέσσερα καλύτερα ξενοδοχεία της Αθήνας:  Των «Ξένων», το «Βυζάντιον», της «Αγγλίας» και της «Μεγάλης Βρετανίας». Από αυτά μόνο το τελευταίο επιζεί και είναι και σήμερα το καλύτερο της Αθήνας. Για το ξενοδοχείο αυτό γράφει ο Οδηγός ότι, «είναι μεταξύ των μεγαλυτέρων ξενοδοχείων της Ευρώπης, διά την μαγευτική θέσιν του, την μεγαλοπρέπειαν του κτιρίου, το ευάερον των δωματίων, την εξαίρετον μαγειρικήν του και την αρχιτεκτονική κανονικότητα». Εφάμιλλα με τη «Μεγάλη Βρετανία» ήταν την εποχή εκείνη και τα δύο άλλα ξενοδοχεία: των «Ξένων» και το «Βυζάντιον». Για το τελευταίο μαθαίνουμε από τον Οδηγό του Μπούκα τα εξής: «Το νεοσύστατον ξενοδοχείον Βυζάντιον εκοσμήθη με όλως νέα και πολυτελή έπιπλα και κατά τρόπον ευρωπαϊκόν. Ταχύτης, φιλοκαλία, τάξις, υπηρεσία τηλεγραφική. Λαλούνται 10 γλώσσαι. Εφημερίδες όλων των εθνών. Συχνάζεται υπό των μεγαλυτέρων περιηγητών. Πρίγκιπες και λόρδοι καταλύουσειν εν αυτώ. Διερμηνείς αυτού αποστέλλονται και παραλαμβάνουσι τους ταξιδεύοντας εκ του ατμοπλοίου. Δείπνο πιάτα εννέα. Πρόγευμα πιάτα πέντε. Τιμαί συγκαταβατικαί». Ο Οδηγός δεν αναφέρει αν οι «λόρδοι» και οι «πρίγκιπες», που σύχναζαν στο Βυζάντιο, έμεναν ευχαριστημένοι. Πάντως νηστικοί δε θα έφευγαν με τα «εννέα» πιάτα του βραδινού φαγητού και τα «πέντε» του μεσημεριανού. Εκτός από τα τέσσερα ξενοδοχεία που μνημονεύσαμε, τα καλύτερα της Αθήνας, αναφέρονται στον Οδηγό του Μπούκα και άλλα 21 για καλά ξενοδοχεία. Τα περισσότερα ήταν στην οδόν Αιόλου και μερικά στην οδόν Ερμού.

Ο πληθυσμός της Ελλάδος.

Ο ίδιος Οδηγός μας πληροφορεί ότι: «ο όλος πληθυσμός της Ελλάδος (1875) ανέρχεται εις 1.500.000 κατοίκους, εν δε τη κατ’ επιτήδευμα κατατάξει, την μεν πρώτην θέσιν ως προς τον μείζονα αριθμόν κατέχουσιν οι γεωργοί, μετ’  αυτούς οι μαθηταί αμφοτέρων των φύλων, είτα οι βιομήχανοι, οι ποιμένες, οι κτηματίαι, έμποροι κ.λ.» Αναφέρει επίσης ότι παρατηρείται «οργασμός του Έθνους», «υλική και ηθική της χώρας πρόοδος». Και προσθέτει: «Αδικείται δε μόνο ως νεώτερον κράτος εκ των πολιτικών περιστάσεων και ανωμαλιών, ων ένεκεν στερείται εισέτι σιδηροδρομικού, και εν γένει οδικού συμπλέγματος, όπερ ηδύνατο να μεταβάλη τα φυσικά αυτής, και τα μέχρι του νυν ολίγα βιομηχανικά προϊόντα εις εμπορεύματα». Η μόνη σιδηροδρομική γραμμή που είχε η Ελλάς του 1875 ήταν ο Σιδηρόδρομος Αθηνών – Πειραιώς, που ξεκινούσε μάλιστα από το Θησείο.