Όταν άρχιζε ο 20ος αιώνας, ο πληθυσμός της Αθήνας έφθανε τις 130.000. Η απογραφή του 1896 την παρουσιάζει με 111.468 και η απογραφή του 1907 με 167.479 κατοίκους.
Η Ελλάς είχε τότε δυόμισι εκατομμύρια κατοίκους, όσους έχει σήμερα η Πρωτεύουσά της. Τα ελληνικά σύνορα έφθαναν ως τη Λάρισα. Η Αθήνα εξακολουθούσε να απλώνεται στις παλιές συνοικίες γύρω από την Ακρόπολη, στο Μεταξουργείο και στη Νεάπολη. Το Κολωνάκι ήταν αραιοκατοικημένο και πέρα από τον Ευαγγελισμό υπήρχαν ελάχιστα σπίτια. Προς την πλευρά της οδού Πατησίων, του Λεβίδη και λίγο πιο πέρα του Γάσπαρη – κοντά στη σημερινή πλατεία Αγάμων – αποτελούσαν τα όρια της πόλεως προς το μέρος εκείνο. Η περιοχή του Σταδίου ήταν από τα ακραία σημεία της Αθήνας και στο Παγκράτι υπήρχαν σποραδικά σπιτάκια. Μερικά είχαν χτιστεί κοντά στην κοίτη του Ιλισού. Και όταν κάποτε ο Ιλισός θύμωσε, στη μεγάλη νεροποντή του Αγίου Φίλιππα (14 Νοεμβρίου 1896), τα νερά που κατέβασε παρασύρανε τα σπιτάκια και η Αθήνα θρήνησε 27 πνιγμένους και 30 ο Πειραιεύς. Οι σημερινές πολυάνθρωπες συνοικίες: του Παγκρατίου, των Αμπελοκήπων, του Πεδίου του Άρεως, της Κυψέλης, των Πατησίων, της Αττικής, των Λιοσσίων, της Κολοκυνθούς, ήταν χωράφια και περιβόλια, μέσα από τα οποία ξεπρόβαλλε σε αραιά διαστήματα κάποιο αγροτικό σπίτι ή κάποια εξοχική έπαυλη. Χωράφια και ερημότοποι ήταν και οι σημερινές πολιτείες γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά, η Καλλιθέα, η Νέα Σμύρνη, η Νέα Κοκκινιά, το Αιγάλεω, η Νέα Φιλαδέλφεια, κ.λ.π., που τείνουν να ενωθούν σε μια πόλη.
Πολεοδομική καθυστέρηση.
Στα πρώτα χρόνια του αιώνα μας η Πρωτεύουσα υστερούσε ακόμη σε δρόμους, σε μεταφορικά μέσα, σε πολεοδομία, παρά την προσπάθεια που είχε γίνει την εποχή του Τρικούπη. Εξακολουθούσε να είναι ένα μεγάλο χωριό με μερικά ωραία σπίτια. Οι κατσικάδες περιφέραν τις κατσίκες τους στους αθηναϊκούς δρόμους, ακόμη και στους κεντρικούς, και πουλούσαν το γάλα αρμέγοντας την κατσίκα μπροστά στον αγοραστή. Για να αποφεύγουν τις μύγες, που υπεραφθονούσαν, σκέπαζαν τους μαστούς της κατσίκας με πάνινες σακκούλες. Και ήταν τόσο αμφίβολης καθαριότητας οι σακκούλες, ώστε να αναρωτιέται κανένας αν δεν ήταν προτιμότερες οι μύγες. Πάντοτε έβραζαν το γάλα πριν το πιουν και οι περισσότεροι Αθηναίοι έβραζαν και το νερό για το φόβο του τύφου. Και ήταν πολλές φορές τόση η σκόνη το καλοκαίρι ώστε, όταν υψωνόταν ο «ξανθός κονιορτός» προς τους ουρανούς, δεν έβλεπε κανείς σε απόσταση δύο μέτρων. Και τόση ήταν η λάσπη ώστε καθιστούσε προβληματικό το πέρασμα των διαβατών από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο. Για τις κυρίες το πέρασμα ήταν ακόμη δυσκολώτερο, με τις μακρυές φούστες με ουρά που φορούσαν.
Η ασφαλτόστρωση των δρόμων.
Ύστερ’ από τέτοια κατάσταση δρόμων, ήταν φυσικό να προκληθεί το ενδιαφέρον και η ικανοποίηση των Αθηναίων από την ασφαλτόστρωση (1906) της οδού Αιόλου από το Δήμο Αθηναίων. Ήταν ο πρώτος δρόμος της Πρωτεύουσας που ασφαλτοστρώθηκε. Μια αγγλική εταιρεία είχε αναλάβει «δοκιμαστικώς» την ασφαλτόστωση του δρόμου. «Αν το πείραμα επετύγχανε» έλεγε η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, θα ασφαλτοστρώνονταν και οι άλλοι δρόμοι και οι πλατείες. Και το πείραμα πέτυχε απόλυτα στην οδό Αιόλου. Το πρώτο εκείνο ασφαλτικό κατάστρωμα κράτησε επί μισό και πλέον αιώνα. Ίσως γιατί ήταν … «δοκιμαστική» η κατασκευή του!
Ευθύς μετά την οδόν Αιόλου ασφαλτοστρώθηκαν η οδός Ερμού, η πλατεία της Ομονοίας και οι γύρω από την πλατεία δρόμοι. Οι χρονικογράφοι της εποχής εγκωμιάζουν τα επιτεύγματα από την ασφαλτόστρωση: «Ποία ήτο η κατάστασις της πλατείας Ομονοίας προ της ασφαλτοστρώσεως» έγραφε ένας από αυτούς «και τι εγίνετο με την παραμικράν βροχήν; Λίμνη αδιάβατος. Ποία σήμερον; Καθρέπτης απαστράπτων … Η μεγάλη της πόλεως αρτηρία η οδός Αιόλου δεν είναι πλέον η κονιορτοβριθής και λασποποιουμένη με το ελαφρότερον κατάβρεγμα, αλλά δρόμος ο οποίος προκαλεί τον διαβάτην να χαρή την ωραιότητά του …». Από το 1906 άρχισε η ασφαλτόστρωση των αθηναϊκών δρόμων. Συνεχίστηκε όμως με αξιοθρήνητη βραδύτητα. Αρκεί να σημειωθεί ότι και στη σύγχρονη Αθήνα πολλοί δρόμοι και οι περισσότεροι στις ακραίες συνοικίες βρίσκονται ακόμη επί φυσικού εδάφους!
Ηλεκτροκίνηση συγκοινωνιακών μέσων.
Ανάλογα με τους δρόμους ήταν και τα μεταφορικά μέσα τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας. Τα τραμ με τα άλογα αποτελούσαν το κύριο συγκοινωνιακό μέσο για τους Αθηναίους. Όλες οι γραμμές του «ιπποσιδηροδρόμου» ξεκινούσαν από την πλατεία της Ομονοίας. Ένας χιουμορίστας δημοσιογράφος έγραφε στα 1905 ότι «ο ιπποσιδηρόδρομος κατεσκευάσθη διά να εμποδίζη την συγκοινωνίαν».
Στα 1908 έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα ηλεκτρικά τραμ, που σημείωσαν και το πρώτο βήμα στον εκσυγχρονισμό και εκπολιτισμό των συγκοινωνιακών μέσων της Πρωτεύουσας. Τα πρώτα ηλεκτρικά τραμ κυκλοφόρησαν στη γραμμή της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, για να συνδέσουν το κέντρο της Αθήνας (πλατεία Ομονοίας) με τους δύο σιδηροδρομικούς της σταθμούς: της Πελοποννήσου και της Λαρίσης. Ακολούθησε το ηλεκτρικό τραμ της οδού Πειραιώς και μέσα σε δύο χρόνια ο «ιπποσιδηρόδρομος», με τα τρία μικρόσωμα και συνήθως κοκκαλιάρικα άλογα που τον σέρναν, είχε περάσει στις αθηναϊκές αναμνήσεις. Επί μισόν αιώνα τα ηλεκτρικά τραμ εξυπηρέτησαν τους Αθηναίους, για ν’ αντικατασταθούν και αυτά με τη σειρά τους από τα «τρόλεϋ» και τα αυτοκίνητα.
Στην ηλεκτροκίνηση των μεταφορικών μέσων είχε προηγηθεί από τα τραμ ο σιδηρόδρομος Αθηναών – Πειραιώς κατά τέσσερα χρόνια. Ηλεκτροκινήθηκε στα 1904. Ύστερα από μισόν αιώνα μετά την ηλεκτροκίνησή του, ο σιδηρόδρομος Αθηνών – Πειραιώς επεκτεινόταν ως την Κηφισιά, για να αποτελέσει ως σήμερα και το μοναδικό «μετρό» της Αθήνας. Όταν έγινε η επέκταση της Κηφισιάς, μεταφέρθηκε ο σταθμός από την οδόν Αθηνάς στην πλατεία της Ομονοίας και έγιναν και οι υπόγειες διαβάσεις για τους πεζούς.
Το τηλέφωνο.
Στις τεχνικές προόδους που σημείωσε η Αθήνα στις αρχές του αιώνα ανήκει και το τηλέφωνο. Τα πρώτα τηλέφωνα χρησιμοποιήθηκαν από το τέλος του περασμένου αιώνα, αλλά ήταν ιδιωτικά. Συνδέαν απ’ ευθείας γραφεία και δημόσεις υπηρεσίες, χωρίς την παρεμβολή τηλεφωνικού κέντρου. Στη μεγάλη πλημμύρα του Αγίου Φίλιππα (14 Νοεμβρίου 1896), ο Πειραιεύς είχε αποκλειστεί από τα νερά. Η επικοινωνία με την Αθήνα γινόταν μόνο με το τηλέφωνο που είχε εγκαταστήσει η εφημερίδα «Ακρόπολις» με την Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιώς. Με τον καιρό ο αριθμός των τηλεφώνων αύξησε και όταν λειτούργησε (1908) το πρώτο τηλεφωνικό κέντρο στην Αθήνα, οι συνδρομητές ήταν διακόσιοι. Το 1924 έφθασαν τους 1.500 και το 1930 τις 3.000. το 1950 ο αριθμός των συνδρομητών ανέβηκε στις 53.000 και το 1965 είχε περάσει τις 400 χιλιάδες.
Το μπετόν – αρμέ.
Μαζί με την άσφαλτο και την ηλεκτροκίνηση των μεταφορικών μέσων η Αθήνα σημειώνει ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα στον τεχνικό τομέα, που θα αλλάξει και την πολεοδομική της εμφάνιση. Αρχίζει να χρησιμοποιεί στο χτίσιμο των οικοδομών το μπετόν – αρμέ, το «σιδηροπαγές σκυροκονίαμα», όπως το ονόμασαν οι καθαρευουσιάνοι της εποχής. Και πριν από το 1906 χρησιμοποιούσαν το τσιμέντο στις οικοδομές, αλλά για δευτερεύουσες εργασίες (σε δάπεδα, για επαλείψεις τοίχων, για συγκολλητική ουσία, κ.λ.). Η πρώτη χρησιμοποίηση τσιμέντου έγινε στην κατασκευή των κτιρίων της Σχολής των Ευελπίδων στο Πεδίον του Άρεως (1889 – 1894). Έστρωσαν με τσιμέντο το δάπεδο των στάβλων της Σχολής «κατά σύστημα πρώτην φοράν εφαμοζόμενον εν Ελλάδι και παρέχον πάσας τας εγγυήσεις και καθαριότητα». Από τότε γενικεύθηκε η χρησιμοποίηση του τσιμέντου σε διάφορα τεχνικά έργα και σε δάπεδα οικοδομών, χωρίς όμως να έχει και καμιά γενικότερη επίδραση στην αρχιτεκτονική των αθηναϊκών οικοδομών. Ως τις αρχές του αιώνα οι τοίχοι των σπιτιών ήταν από πέτρες ή τούβλα, οι στέγες ξύλινες και με κεραμίδια και τα πατώματα των σπιτιών στηρίζονταν σε μεγάλα ξύλινα δοκάρια, που ακουμπούσαν στους τοίχους. Και μόνο στις αρχές του 20ου αιώνα είδαν οι Αθηναίοι έναν καινούργιο τρόπο χτισίματος σπιτιών με σκελετούς από μπετόν – αρμέ, που τόση διάδοση πήρε στην εποχή μας.
Ένα από τα πρώτα κτίρια που υψώθηκαν στην Αθήνα με σκελετό μπετόν είναι το μέγαρο Αφεντούλη, στην οδό Σταδίου και πλατεία Κολοκοτρώνη, που στεγάζει σήμερα το ξενοδοχείο «Ατενέ Παλάς». Από τις εφημερίδες του 1907 πληροφορούμεθα ότι τα σχέδια και τους υπολογισμούς του μπετόν τους έκανε η γαλλική οικοδομική εταιρεία «Εννεμπίκ», που την αντιπροσώπευε στην Ελλάδα ο μηχανικός Ηλίας Αγγελόπουλος, που επέβλεψε και στην κατασκευή της οικοδομής. «Ως μεγάλην κατάκτησιν της αρχιτεκτονικής εν Ελλάδι» έγραφε μία εφημερίδα «πρέπει να θεωρήσωμεν την χρησιμοποίησιν του μπετόν – αρμέ. Μία τοιαύτη κατασκευή παρουσιάζει πλείστα όσα πλεονεκτήματα: είναι εντελώς άφλεκτος, έχει μεγάλην συνοχήν και στερεότητα, 20% οικονομίαν χώρου και αντοχήν εις πάσαν σεισμικήν δόνησιν». Αλλά και μετά το 1907 σποραδικά χρησιμοποίησαν το μπετόν – αρμέ στην Αθήνα. Εξακολουθούσαν να χτίζουν τα σπίτια με τον παλιό τρόπο.
Ο πρώτος «ουρανοξύστης».
Μόνο μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο άρχισε να γενικεύεται η χρησιμοποίηση του μπετόν και η κατασκευή πολυώροφων οικοδομών. Ως την εποχή εκείνη τα σπίτια σπάνια ξεπερνούσαν τα τρία πατώματα. Ένας διευθυντής αθηναϊκών εφημερίδων, ο Πέτρος Γιάνναρος, σκέφθηκε να κάνει έναν «ουρανοξύστη» στην πλατεία του Συντάγματος, κατά το πρότυπο των αμερικανικών. Και ο «ουρανοξύστης» άρχισε να χτίζεται, λίγο μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Τότε όμως παρουσιάστηκε η πολεοδομική υπηρεσία και απαγόρευσε το χτίσιμο τόσο ψηλής οικοδομής στην Αθήνα. Υποχρέωσε μάλιστα τον ιδιοκτήτη της να ξηλώσει και το τελευταίο πάτωμα. Από τότε άρχισαν να εφαρμόζονται περιορισμοί στο ύψος των αθηναϊκών σπιτιών. Και το «Μέγαρο Γιαννάρου», όπως είναι γνωστό και σήμερα, περιορίστηκε στις διαστάσεις που το βλέπουμε στη γωνία της πλατείας Συντάγματος και της οδού Φιλελλήνων. Η Αθήνα είχε χάσει την ευκαιρία να μεταβληθεί σε … Νέα Υόρκη. Γιατί, ασφαλώς, ο Γιάνναρος θα εύρισκε πολλούς μιμητές από τότε. Τα τελευταία χρόνια επιτράπηκε, με ορισμένες προϋποθέσεις, η ανέγερση «ουρανοξυστών». Ο πρώτος που υψώθηκε (1972) είναι στους Αμπελοκήπους, ο γνωστός με το όνομα «Πύργος των Αθηνών».
Πολεοδομικά και καλλωπιστικά έργα.
Εκτός από την ασφαλτόστρωση των δρόμων, ο Δήμος Αθηναίων προσπάθησε τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας να διορθώσει, το φωτισμό, την καθαριότητα, την ύδρευση και να κάνει και διάφορα καλλωπιστικά έργα στην πόλη. Το δημοτικό κατάστημα της οδού Αθηνάς ανακαινίστηκε (1901), χτίστηκε η Λαχαναγορά της οδού Πειραιώς (1902), που επί εξήντα χρόνια εξυπηρέτησε την Αθήνα και κατεδαφίστηκε τελευταία. Δρόμοι και πλατείες φυτεύτηκαν. Συμπληρώθηκε η ανέγερση της Εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου (κοντά στην Ομόνοια) και έγιναν (1905) τα εγκαίνιά της, με μεγάλη επισημότητα και με παρουσία των Βασιλέων. Ο θεμέλιος λίθος της Εκκλησίας είχε μπει όταν γεννήθηκε (1868) ο διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος. Παράλληλα με την αποπεράτωση του Αγίου Κωνσταντίνου, συνεχίστηκε με ταχύτερο ρυθμό, η κατασκευή του Αγίου Παντελεήμονος (οδού Αχαρνών), του Αγίου Παύλου στην ομώνυμη συνοικία, του Αγίου Σπυρίδωνος «εις την συνοικίαν Βατραχονησίου», όπως λεγόταν τότε η περιοχή μεταξύ Σταδίου και Παγκρατίου, του Αγίου Διονυσίου στο Κολωνάκι. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εξήντα ενοριακές εκκλησίες της τότε Πρωτεύουσας ανήκαν στο Δήμο Αθηναίων.
Ο ιστορικός του Δήμου Αθηναίων Γ. Π. Παρασκευόπουλος στο βιβλίο του «οι Δήμαρχοι των Αθηνών (1835 – 1907) μας δίνει αρκετές πληροφορίες για την προσπάθεια και τα επιτεύγματα της δημοτικής αρχής στην ιστορουμένη περίοδο. Επίσης σημαντική πηγή για την ιστορία της Αθήνας στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα είναι ο τύπος της εποχής, ημερήσιος και περιοδικός, ο «Ρωμηός» του Σουρή και οι Αθηναιογράφοι: Δ. Καμπούρογλου, Μπάμπης Άννινος, Θ. Βελλιανίτης, Γ. Τσοκόπουλος, Ν. Λάσκαρης. Ζ. Παπαντωνίου, Τίμος Μωραϊτίνης, Κώστας Καιροφύλλας, Δ. Σκουζές, Κ. Μπίρης, Δ. Γατόπουλος, Κ. Δημητριάδης, Κ. Καζαντζής, για ν’ αναφέρω τους παλαιότερους. Επίσης τα «Αθηναϊκά» του Συλλόγου Αθηναίων, με συντάκτη το Δημ. Γέροντα. Η «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος» του Σπ. Μαρκεζίνη περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό από ενδιαφέρουσες εικόνες, σχετικές με την Αθήνα, τόσο για την περίοδο 1900 – 1920, όσο και για παλαιότερες εποχές.
Κοσμικά κέντρα.
Στην Αθήνα των πρώτων χρόνων του 20ου αιώνα οι τρεις κεντρικοί δρόμοι, Αιόλου Ερμού, Σταδίου, αποτελούσαν το τρίγωνο μέσα στο οποίο βρισκόταν η κοσμική και εμπορική ζωή της Πρωτεύουσας. Ο περίπατος των Αθηναίων είχε μετατεθεί στη λεωφόρο Αμαλίας. Στην πλατεία των Ανακτόρων, όπου βρίσκεται σήμερα το μνημείο του «Αγνώστου Στρατιώτου», έπαιζε τις Κυριακές το πρωί η στρατιωτική μουσική και η κοσμική Αθήνα «έκοβε βόλτες» κάτω από τις πιπεριές της λεωφόρου Αμαλίας, που ήταν συνήθως κάτασπρες από την πολλή σκόνη. Ο ίδιος κόσμος της λεγομένης «καλής κοινωνίας» χασομέρηδες οι περισσότεροι, έκοβαν τις βόλτες τους τα καλοκαίρια στην «πλαζ» του Φαλήρου και στο «άλσος» της Κηφισιάς, τις καθιερωμένες «ζουρ φιξ». Το Νέο Φάληρο και η Κηφισιά θα εξακολουθήσουν να είναι, ολόκληρη την πρώτη εικοσαετία του 20ου αιώνα, τα δύο κοσμικά προάστια της Αθήνας. Αργότερα θα δημιουργηθούν στις ακτές του Σαρωνικού και του νοτίου Ευβοϊκού και πολλά άλλα.
«Τύποι» της Ρομαντικής Αθήνας.
Οι χαρακτηριστικοί τύποι δεν έλειπαν από την Πρωτεύουσα. Ο Μ ε ρ α κ λ ή ς με τη φουστανέλλα του στο Ζάππειο – με το μουστάκι «τσιγκέλι» και βαμμένο κατάμαυρο – ήταν ο μόνιμος σύντροφος κάθε ημεδαπής και αλλοδαπής παραμάνας. Ο Σ α κ κ ο υ λ έ ς, ένας ξυπόλητος και θρασύτατος αλήτης, διαμαρτυρόταν διαρκώς γιατί «εκατό χιλιάδες Αθηναίοι δεν μπορούσαν να θρέψουν ένα τεμπέλη!». Ο ποιητής Κ λ ε ά ν θ η ς, με τα αχτένιστα μακρυά μαλλιά και γένεια και την κουρελοειδή εμφάνιση, περιφερόταν σα προάγγελος των σημερινών «υπαρξιστών» και των «χίππηδων». Συνάδελφος του Κλεάνθη στην ποίηση ήταν η Δ ι α μ α ν τ ί ν α. Γύριζε τα κέντρα απαγγέλλοντας τα ποιήματά της και υποχρεώνοντας, με την επιμονή της, τους θαμώνες να αγοράζουν τα φυλλάδια που τα είχε τυπώσει. Ο Β δ ε λ λ ό π ο υ λ ο ς, πλανόδιος εκκλησιαστικός ρήτορας, είχε αναλάβει να σώσει τον κόσμο από την αμαρτία. «Εδίδασκε» πάντοτε κοντά σε κάποιο τοίχο, για να έχει τα νώτα προφυλαγμένα από τις επιθέσεις της «μαρίδας». Ο «ποιητής του κάρου» Θ ε ο δ ο σ ί ο υ είχε επαναφέρει τα αρχαία Διονύσια και έψαλλε «τα εξ αμάξης» από το … κάρο του κάθε αποκριά. Με το κάρο του εμφανιζόταν και στην αποκριάτικη παρέλαση των πολυτελών αρμάτων, με κάποια έξυπνη σάτιρα. Κάποτε παρουσίασε το Πανεπιστήμιο σαν είδος φούρνου. Από τη μια μεριά έβαζε στο φούρνο κούτσουρα και από την άλλη έβγαζε τούβλα. Το άρμα του Θεοδοσίου βραβεύτηκε με το τρίτο βραβείο από το «Κομιτάτο των Απόκρεω». Η σάτιρά του όμως παρ’ ολίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Μια ομάδα «εξημμμένων» φοιτητών, που δεν καταλάβαινε από χιούμορ, όπως ατυχώς και οι περισσότεροι Έλληνες, έβαλε μερικούς μπράβους και τον πυροβόλησαν, ευτυχώς, ανεπιτυχώς. Ο Θεοδοσίου έβγαζε και μια σατιρική εφημερίδα, το «Μικρό Ρωμηό», με αρκετό λαϊκό πνεύμα. Το επάγγελμά του ήταν «ζωγράφος – επιγραφοποιός». Στο κατάστημά του είχε βάλει μια επιγραφή, που πληροφορούσε το κοινό ότι «πουλούσε και … ιδέες». Και είχε προσθέσει στην επιγραφή: «η δουλειά αυτή δε θέλει κεφάλαια, αλλά θέλει κεφάλι». Το «Μικρό Ρωμηό» του Θεοδοσίου θα τον διαδεχτεί αργότερα ένα άλλο λαϊκό φύλλο. Η «Εφημερίς της Επιμελείας». Ο συντάκτης και εκδότης της θα την πουλάει ο ίδιος στους δρόμους διαλαλώντας: «Εφημερίς της Επιμελείας, που την γράφει ο Ηλίας».
Εκτός από τους λαϊκούς «τύπους» – και σημειώσαμε τους εμφανέστερους – υπήρχαν και πολλοί άλλοι «τύποι» στη λεγομένη καλή κοινωνία. Οι σκιτσογράφοι της εποχής έχουν αποθανατίσει πολλούς από αυτούς. Ο Θεόδωρος Βελλιανίτης και ο Τίμος Μωραϊτίνης έχουν γράψει πολλά και ωραία για τους «τύπους» της Παλιάς Αθήνας.
Ιδιωτικές κατοικίες.
Οι κεντρικές πλατείες Ομονοίας, Συντάγματος, Κάνιγγος και Κλαυθμώνος, είχαν δέντρα και παρτέρια και ήταν πολύ πιο ωραίες από σήμερα. Ίσως γιατί, όπως έχουν καταντήσει τώρα, δεν μπορούν να είναι χειρότερες. Η πόλη τότε παρουσίαζε μια πολεοδομική συνοχή και αρχιτεκτονική συμμετρία, που στερείται η σύγχρονη Αθήνα, παρ’ όλα τα μεγάλα κτίρια που υψώθηκαν. Είχε τότε, στο κέντρο της πόλεως, πολλά και ωραία ιδιόκτητα μέγαρα με κήπους και πλούσιο εξωτερικό και εσωτερικό διάκοσμο. Σε μερικά μέγαρα (Καραπάνου, Σλήμαν, Σκουλούδη, Σαρόγλου, κ.λ.) υπήρχαν και αξιόλογες συλλογές έργων τέχνης, που σήμερα βρίσκονται σε μουσεία. Υστερούσε όμως η Αθήνα σε ανέσεις πολιτισμού, συγκρινομένη με τη σημερινή πόλη. Της έλειπε ιδιαίτερα το νερό. Όταν η διεύθυνση του καλύτερου ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» πρόσθεσε μερικά λουτρά, στο μοναδικό που είχε ως το 1913, αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες. Νερό δεν υπήρχε στην Αθήνα και το έφερναν με στάμνες από το Μαρούσι. Είχαν βάλει ειδικό προσωπικό να το τρομπάρει, για ν’ ανεβαίνει στα πατώματα. Και στο τέλος βρήκαν πως το νερό για κάθε μπάνιο κόστιζε τόσο, όσο αν είχαν χρησιμοποιήσει κρασί! …
Παρά τις ελλείψεις που παρουσίαζε η Πρωτεύουσα στις αρχές του αιώνα μας, ήταν ωστόσο μια ευχάριστη πόλη, που άρεσε και στους ξένους. Σ’ αυτό συντελούσαν και οι μεγάλοι σύμμαχοι και φίλοι της Αθήνας, από των αρχαιοτάτων χρόνων, το κλίμα της και η μενεξεδένια φύση της.
Η κοινωνία.
Η αθηναϊκή ζωή, ως τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, ήταν απλή και ευχάριστη, γιατί ο κόσμος δεν είχε απαιτήσεις. Τον ικανοποιούσαν τα λίγα. Υπήρχε ακόμη κάποιος σεβασμός προς τις «καθιερωμένες» αξίες, έστω κι’ αν αυτές ήταν επιφανειακές. Η αθηναϊκή κοινωνία ήταν μικρή και όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Τις κοινωνικές σχέσεις χαρακτήριζε δημοκρατικό πνεύμα. Γι’ αυτό και στην Αθήνα του 1910, αποτέλεσαν εύθυμο σχόλιο οι 52 ανόητοι Αθηναίοι, που σκέφθηκαν να κάνουν ένα κλειστό «αριστοκρατικό» κύκλο των «Φίφτυ – του», κατ’ απομίμηση των «Φορ Χάντρετ» της Νέας Υόρκης. Τους παραλάβαν η θεατρική επιθεώρηση και ο ευθυμογραφικός τύπος και τους ξετίναξαν. Και διαλύθηκαν πριν ακόμη συγκροτήσουν το … αριστοκρατικό σωματείο τους.
Το θέατρο.
Προόδους σημειώνει στις αρχές του 20ου αιώνα το αθηναϊκό θέατρο. Από το τέλος του περασμένου αιώνα εμφανίζονται δράματα και κωμωδίες, με κοινωνικό περιεχόμενο, γραμμένα από Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Πρώτος ο Γρηγόριος Ξενόπουλος ανεβάζει στη σκηνή την ηθογραφία του ο «Ψυχοπατέρας» το 1895. Προηγουμένως οι Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς περιορίζονταν σε ιστορικά δράματα. Τον Ξενόπουλο τον ακολουθούν: ο Σπ. Μελάς, ο Ι. Καμβύσης, ο Π. Νιρβάνας, ο Π. Χόρν, Μ. Ζώρας, ο Δ. Ταγκόπουλος, ο Χ. Άννινος, ο Ν. Λάσκαρης, ο Τ. Μωραϊτίνης, ο Γ. Πωπ και άλλοι. Στη βελτίωση του αθηναϊκού θεάτρου είχε συντελέσει αποφασιστικά η ίδρυση Δραματικής Σχολής από το Θωμά Οικονόμου (1900). Επίσης η λειτουργία τον άλλο χρόνο της Νέας Σκηνής, στην πλατεία της Ομονοίας, με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και του Βασιλικού Θεάτρου στην αρχή της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, όπου βρίσκεται και σήμερα. Το Βασιλικό Θέατρο χτίστηκε και λειτούργησε (1901) με πρωτοβουλία του Γεωργίου Α΄ και με χρήματα ομογενών του εξωτερικού. Ο Θωμάς Οικονόμου είχε αναλάβει τα πρώτα χρόνια την καλλιτεχνική διεύθυνση και τη σκηνοθεσία. Στη Νέα Σκηνή και στο Βασιλικό έκαναν την εμφάνισή τους η Μαρίκα Κοτοπούλη και η Κυβέλη, που θα καλύψουν επί μισόν αιώνα την ελληνική σκηνή. Την ίδια εποχή χτίζονται και λειτουργούν και άλλα θέατρα, κυρίως καλοκαιρινά. Για το ελληνικό θέατρο, αρχαίο και νέο, έχει γράψει σε σειρά από βιβλία και μελέτης ο Νικόλαος Λάσκαρης, επίσης ο Άγγελος Βλάχος, ο Α. Ανδρεάδης και άλλοι.
Γράφοντας για το Ελληνικό θέατρο στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα, θα ήταν παράλειψη αν δε μνημονεύαμε το Λεωνίδα Αρνιώτη. Ένα καταπληκτικό θεατρώνη και πρωτοπόρο … αεροπόρο. Ο Αρνιώτης είχε στήσει το θέατρό του στην οδόν Ακαδημίας, όπου σήμερα στεγάζεται το θέατρο «Ολύμπια» με τη Λυρική Σκηνή. Είχε αρχίσει να το χτίζει το 1903. Ως το 1906 δεν το είχε τελειώσει εντελώς. Διαρκώς γκρέμιζε, όσα είχε φτιάξει … τον προηγούμενο χρόνο. Το ονόμασε «Κήπος του Αρνιώτη» και ήταν ένα θέατρο ποικιλιών και προπαντός γυμνασμένων σκύλων. Ο Αρνιώτης εννοούσε να διευθύνει και να γυμνάζει μόνος του όλους όσους αποτελούσαν το θίασό του: μουσικούς, σαλτιμπάγκους, αρτίστες, σκύλους, παπαγάλους, γάτες.
Ο «αεροπόρος» Αρνιώτης.
Ο ανήσυχος αυτός θεατρώνης σκέφθηκε να γίνει ο νεώτερος Ίκαρος. Και επιχείρησε με το περίφημο μονοπλάνο του να πετάξει το 1908 κοντά στο Μενίδι. Όλοι οι Αθηναίοι με τον βασιλιά Γεώργιο επικεφαλής είχαν μεταφερθεί στους πρόποδες της Πάρνηθος για να θαυμάσουν το νέωτερο Ίκαρο. Αλλά ο Αρνιώτης δεν κατόρθωσε να πετάξει. Το αεροπλάνο του σηκώθηκε δύο μέτρα επάνω από τη γη και κατέβηκε αμέσως, αφού σήκωσε, κατά τις εφημερίδες της εποχής, «σκόνην ύψους τεσσάρων μέτρων». Και έγραφε ο Σουρής στο «Ρωμηό»:
Ω Λεωνή μαζέτα, προς ύψη τώρα πέτα.
Κι’ εντός αεροπλάνων γέλα μικρούς μεγάλους
και των ιοστεφάνων μυκτήριζε τους λάλους.
Λίγο αργότερα ο Αρνιώτης επιχειρεί νέα πτήση. Αυτή τη φορά στο Παλαιό Φάληρο, στον περίβολο του Ζωολογικού Κήπου, που ήταν εγκαταστημένος εκεί από το 1900. Ο Ζωολογικός Κήπος διατηρήθηκε ως το 1916. Αυτή τη φορά το μονοπλάνο του Αρνιώτη δεν κατόρθωσε να σηκωθεί διόλου. Αλλά μαζί με τη σκόνη που σήκωσε, γέμισε και τον κόσμο, που είχε μαζευτεί για να παρακολουθήσει την πτήση, από το … σανό που είχαν για την τροφή των ζώων … Αν τότε οι Αθηναίοι γελούσαν με τις αποτυχίες του Αρνιώτη, σήμερα δεν μπορεί κανένας παρά να θαυμάσει την προσπάθεια του ιδιόρρυθμου αυτού θεατρώνη, που είχε αγοράσει αεροπλάνο για να πετάξει, σε εποχή που ελάχιστοι – μετρημένοι στα δάχτυλα – είχαν αυτοκίνητο στην Ελλάδα.
Εμφάνιση του κινηματογράφου.
Από το τέλος του περασμένου αιώνα έκανε την εμφάνισή του στην Αθήνα, και στην Ελλάδα, ο πρώτος κινηματογράφος σε μια μικρή αίθουσα στην πλατεία Κολοκοτρώνη (οδός Σταδίου). Ήταν ακόμη ατελέστατος και με ολιγόλεπτες ταινίες. Οι πρώτες εκείνες κινηματογραφικές δοκιμές δεν άρεσαν στους Αθηναίους. Μετά το 1903 έγιναν συστηματικότερες προβολές σε δύο αίθουσες της οδού Σταδίου. Στην αρχή στο «Βαριετέ» και έπειτα στο «Πανόραμα». Και οι δύο αίθουσες βρίσκονταν απέναντι από το σημερινό κινηματογράφο «Αττικόν», που ήταν τότε μόνο καλοκαιρινός κινηματογράφος με το όνομα «Πατέ». Συγχρόνως με το «Βαριετέ» και το «Πατέ», οι Αθηναίοι είδαν τις κινούμενες σκιές να προβάλλονται σ’ ένα άλλο υπαίθριο κινηματογράφο. Στο ζαχαροπλαστείο του Ζαβορίτη, που ήταν στη γωνία Ερμού και πλατείας Συντάγματος, του Ζαχαράτου και του Αντωνιάδη. Οι οθόνες των δύο καφενείων είχαν στηθεί στο μέσο της Πλατείας. Περισσότεροι όμως από τους καθισμένους στα καφενεία ήταν οι όρθιοι, που μαζεύονταν στην Πλατεία και παρακολουθούσαν δωρεάν τον κινηματογράφο.
Προσπάθειες στον κοινωνικό και φεμινιστικό τομέα.
Παράλληλα με τον τεχνικό πολιτισμό, που άρχισε να κατακτά την Πρωτεύουσα από την αρχή του αιώνα, σημειώνεται εντονώτερη δράση στον κοινωνικό και φεμινιστικό τομέα. Στη Βουλή εμφανίζεται (1906) η πρώτη ομάδα Κοινωνιολόγων, με το όνομα «Ομάς των Ιαπώνων», ενώ η Καλλιρόη Παρρέν αγωνίζεται για τον ελληνικό φεμινισμό. Το 1911 η Παρρέν ιδρύει το «Λύκειον των Ελληνίδων». Κύριος σκοπός του ήταν η διάσωση των εθνικών μας παραδόσεων, χορών και ενδυμασιών. Η δράση της Παρρέν για τη μόρφωση και την εξύψωση της Ελληνίδος ήταν και παλαιότερη. Είχε αρχίσει από το 1887 με την έκδοση του περιοδικού «Εφημερίς των Κυριών». Οι προσπάθειες της Παρρέν είχαν βρει αντίδραση όχι μόνο από τους καθυστερημένους και τους συντηρητικούς, αλλά και από αυτούς τους προοδευτικούς. Και ο πνευματώδης Εμμανουήλ Ροΐδης συμβούλευε τις κυρίες να αφήσουν τις «εφημερίδες» και να περιοριστούν στην κουζίνα τους. Τα ίδια υποστήριζε σε διατριβή του ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ν. Ν. Σαρίπολος. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια, για να ιδούμε την Ελληνίδα να εργάζεται και να ψηφίζει.
Το τέλος της «Ρομαντικής Αθήνας».
Η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα αποτελεί ορόσημο και σταθμό για τη νεώτερη Αθήνα. Μετά την εποχή εκείνη οι «ρομαντικοί χρόνοι» θα παραχωρήσουν τη θέση τους σε μια καινούργια εποχή, με πολεμικά γεγονότα, με επικράτηση του μηχανικού πολιτισμού, με αλλαγή ιδεών και προσώπων. Για να δώσουμε κάποιο χρώμα, στη σβυσμένη σήμερα εικόνα της «Ρομαντικής Αθήνας», την παρουσιάσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια με περισσότερες λεπτομέρειες, από όσες συγχωρεί η οικονομία του βιβλίου αυτού. Ήταν ένας φόρος τιμής στην Αθήνα που έφυγε …