Από τον καιρό της Τουρκοκρατίας οι Αθηναίοι είχαν καταβάλει προσπάθειες για την πνευματική ανάπτυξη του τόπου τους και τη συντήρηση σχολείων. Σ’ αυτό είχαν βοηθήσει η ιδιωτική πρωτοβουλία, τα μοναστήρια της Αττικής και η «Φιλόμουσος Εταιρεία».
Με την Επανάσταση, όμως, τα σχολεία έκλεισαν, η «Φιλόμουσος Εταιρεία» έπαυσε να υπάρχει, και οι αξιόλογες βιβλιοθήκες των μοναστηριών της Αττικής καταστράφηκαν στο Μεγάλο Αγώνα. Ωστόσο οι Αθηναίοι, στο διάστημα της Επαναστάσεως, μπόρεσαν να διατηρήσουν ένα σχολείο, όπου φοιτούσαν αρκετοί μαθητές. Το σχολείο αυτό, που το συντηρούσε η Κοινότης, έπαυσε να λειτουργεί μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος και την επιστροφή των Αθηναίων στον τόπο τους. Και δεν έλειπαν μόνο τα χρήματα από την Κοινότητα για να συντηρήσει το σχολείο, αλλά δεν υπήρχε στην ερειπωμένη Αθήνα ούτε ένα σπίτι κατάλληλο για να στεγαστεί. Εντούτοις, χάρη στις φροντίδες του Αμερικανού ιεραπόστολου Ιωνά Κιγκ, συνεχίστηκε η λειτουργία του σχολείου μετά το 1832. Και κοντά σ’ αυτό, με την ιδιωτική πρωτοβουλία, αρχίζουν να λειτουργούν και άλλα σχολεία στην Αθήνα των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων.
Ιδιωτικά σχολεία.
Στις αρχές του 1835 θα συναντήσουμε ένα Αλληλοδιδακτικό Σχολείο, διευθυνόμενο από το Νικητόπουλο, με 98 μαθητές, ένα άλλο με 68 μαθητές, διευθυνόμενο από τον Π. Σκαρπέλο και ένα σχολείο κοριτσιών, της Αναστασίας Καπηνάκη, με 63 μαθήτριες. Την ίδια εποχή ο Δ. Σουρμελής είχε ανοίξει ένα σχολείο, για ανώτερες κάπως σπουδές, που φοιτούσαν 37 μαθητές. Στα σχολεία αυτά πρέπει να προσθέσουμε το Παρθεναγωγείο του Αμερικανού Ιωάννη Χιλλ (Hill) και το οικοτροφείο της Γαλλίδας παιδαγωγού Βολμεράνζ. Το παρθεναγωγείο του Χιλ είχε συσταθεί με αμερικανικές δωρεές και εξακολουθεί και σήμερα να λειτουργεί στην ίδια θέση στην Πλάκα. Το Οικοτροφείο της Βολμεράνζ είχε αρχίσει τη λειτουργία του στο Ναύπλιο. Έπειτα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας. Στο σχολείο αυτό, που ήταν το πρώτο παρθεναγωγείο που λειτούργησε στην Ελλάδα, θέλησαν να βάλουν εσωτερικές και τις δύο κόρες του Καραϊσκάκη, που την ανατροφή και εκπαίδευσή τους είχαν αναλάβει ο Όθων και η Κυβέρνηση. Όπως όμως μας πληροφορεί ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, « … αι δύο νέαι κόραι, και μάλιστα η πρεσβυτέρα, αξενίσταντο κατά της προθέσεως του να εισέλθουν ως οικότροφοι εις σχολείον, διϊσχυριζόμεναι, ότι εισί θυγατέρες ήρωος, και εις τοιούτον περιορισμόν δεν δέχονται να υποβληθώσι». Και προσθέτει ο ίδιος ότι, τελικά, δε δέχτηκαν να φοιτήσουν στο Παρθεναγωγείο της Βολμεράνζ και «εξηκολούθησαν διαιτώμεναι και διδασκόμεναι κατ’ οίκον, μέχρι της αποκαταστάσεως αμφοτέρων». Η μία παντρεύτηκε το Χαράλ. Δεληγιάννη και η άλλη τον Ανδρέα Νοταρά. Οι αντιρρήσεις που προβάλαν οι κόρες του Καραϊσκάκη, αντικατοπτρίζουν τις αντιλήψεις που επικρατούσαν στην αθηναϊκή κοινωνία ολόκληρο τον περασμένο αιώνα. Οι πλουσιότερες τάξεις θεωρούσαν μειωτικό να βάζουν εσωτερικά στα σχολεία τα παιδιά τους και ιδιαίτερα τα κορίτσια.
Δημοτικά σχολεία.
Αν με την ιδιωτική πρωτοβουλία είχαν λειτουργήσει στην Αθήνα του 1830 – 35 τα σχολεία που αναφέραμε, ωστόσο δημόσιο ή δημοτικό σχολείο δεν υπήρχε κανένα. Η Δημογεροντία είχε ζητήσει, στα 1834, από το Νομάρχη, την άδεια να επισκευάσει το κτίριο της Σχολής Ντέκα, που λειτουργούσε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και να διορίσει με έξοδά της ένα δάσκαλο. Ο Νομάρχης όμως ζητούσε, για να εγκρίνει τη λειτουργία του σχολείου, να παραιτηθεί η Κοινότης από τα δικαιώματα που πρόβαλλε για το κτίριο. Και επειδή η Κοινότης δεν ήθελε να αποξενωθεί από την περιουσία που διεκδικούσε, η διαφωνία μεταξύ Δημογεροντίας και Νομαρχίας εξακολούθησε και η Αθήνα έμενε χωρίς δημοτικό σχολείο! Τον άλλο χρόνο (1835) η Κοινότης έγινε Δήμος Αθηναίων. Και σύμφωνα με το Β.Δ. της 3 Μαρτίου 1834 «περί δημοτικών σχολείων», ο Δήμος ήταν υποχρεωμένος να συστήσει και να διατηρεί ένα δημοτικό σχολείο. Το Β.Δ. «περί δημοτικών σχολείων» όριζε μάλιστα και υποχρεωτική τη φοίτηση σ’ αυτά όλων των Ελληνοπαίδων ηλικίας από 5 – 12 χρονών. Και όταν οι γονείς δε φρόντιζαν να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, πλήρωναν πρόστιμο μια δεκάρα για κάθε ώρα απουσίας από τα μαθήματα!
Ο Δήμος Αθηναίων, υποχρεωμένος από το διάταγμα, ίδρυσε τότε το πρώτο δημοτικό σχολείο στην Πρωτεύουσα. Η κατάσταση όμως του σχολείου αυτού ήταν οικτρά, αν κρίνουμε από τα γραφόμενα (1836) στην εφημερίδα «Αθηνά». Παρουσιάζει το σχολείο ως «μίαν σκοτεινήν ειρκτήν εις βρωμερόν υπόγειον, με κονιορτώδες έδαφος, με πλήθος ψύλλων, δυσώδεις αποφοράς και πνιγηράν ατμόσφαιραν …». Από το ανθυγιεινό εκείνο υπόγειο, το Δημοτικό Σχολείο μεταφέρθηκε, σε λίγο καιρό, σε ένα ευπρόσωπο και υγιεινό οίκημα, που έχτισε ο Δήμος Αθηναίων για το σκοπό αυτό στην Πλάκα. Ήταν το ξεκίνημα για τη δημοτική και γενικότερα τη δημοσία εκπαίδευση στην Πρωτεύουσα. Στο νεόχτιστο οίκημα του Δημοτικού Σχολείου της Πλάκας έγινε (13 Νοεμβρίου 1841), με επίσημη τελετή, και η γενική συνέλευση των μετόχων της Εθνικής Τραπέζης και η έναρξη των εργασιών του πρώτου πιστωτικού ιδρύματος της Ελλάδος.
Το Αρσάκειο.
Ανάμεσα στα πρώτα σχολεία που λειτούργησαν στη νεώτερη Αθήνα, θα πρέπει ιδιαίτερα να σημειώσουμε το Αρσάκειο, που εξακολουθεί και σήμερα να προσφέρει τα πνευματικά του φώτα στις Ελληνίδες. Η λειτουργία του οφείλεται στη «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία», που ιδρύθηκε το 1836 με την πρωτοβουλία του Επιθεωρητή των δημοτικών σχολείων Ι. Κοκκώνη. Σκοπός της Εταιρείας ήταν να βοηθήσει στη μόρφωση του λαού. Οι γνωστότεροι Έλληνες του ελεύθερου και του υπόδουλου Ελληνισμού, οι θερμότεροι φιλέλληνες, οι μεγάλοι στρατηγοί του Αγώνα, που επιζούσαν ακόμη, έγιναν υποστηρικτές της Εταιρείας στο ξεκίνημά της. Ο Γεώργιος Κουντουριώτης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Ανδρέας Μεταξάς, ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Κωλέττης, ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Γεννάδιος, υπήρξαν από τα πρώτα μέλη της. Με πρόταση του Κοκκώνη συστήθηκε, με τις φροντίδες της Εταιρείας, ένα ανώτερο σχολείο κοριτσιών, που θα έδινε τις Ελληνίδες δασκάλες «αίτινες ως χελιδόνες θα έφερον εις το ελληνικόν έθνος το έαρ της πνευματικής ελευθερίας». Το Διδασκαλείο αυτό στεγάστηκε προσωρινά σ’ ένα σπίτι που νοικιάστηκε για 8.000 δραχμές το χρόνο. Και αργότερα εγκαταστάθηκε στο μέγαρο της οδού Πανεπιστημίου, που είναι γνωστό και σήμερα με το όνομα Αρσάκειο. Η ανοικοδόμηση του μεγάρου της οδού Πανεπιστημίου άρχισε το 1846 με τις φροντίδες και τα χρήματα της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και τέλειωσε το 1852 με τη μεγάλη δωρεά του Αποστόλου Αρσάκη, που φέρει και το όνομά του. Από το μέγαρο της οδού Πανεπιστημίου (νυν Ελευθερίου Βενιζέλου) μεταφέρθηκε στα μεγάλα εκπαιδευτήρια του Ψυχικού, όπου συνεχίζει τη λειτουργία του, σαν κανονικό γυμνάσιο κοριτσιών. Τον πρώτο όμως αιώνα της ελευθερίας, χιλιάδες δασκάλες βγήκαν από τα θρανία του και έδωσαν τα πνευματικά φώτα στα Ελληνόπουλα τριών γενεών.
Η Μέση Εκπαίδευση.
Εκτός από τα σχολεία της Κατωτάτης Εκπαιδεύσεως, λειτούργησαν στην Αθήνα, ευθύς μετά την απελευθέρωσή της, και σχολεία της Μέσης Εκπαιδεύσεως και της Ανωτάτης. Το 1835 άρχισε τα μαθήματά του το πρώτο Ελληνικό Σχολείο στην Αθήνα και τον ίδιο χρόνο το πρώτο Γυμνάσιο. Η Κατωτάτη Εκπαίδευση ήταν υποχρέωση των δήμων. Γι’ αυτό και το σχολείο λεγόταν Δημοτικό. Η φοίτηση στο Δημοτικό Σχολείο ήταν τέσσερα χρόνια και υποχρεωτική για όλους του Ελληνόπαιδες. Ακολουθούσε η προαιρετική φοίτηση στο Ελληνικό Σχολείο τρία χρόνια και στο Γυμνάσιο τέσσερα χρόνια. Τα Ελληνικά Σχολεία και τα Γυμνάσια ήταν κρατικά και το Κράτος διόριζε το καθηγητικό προσωπικό τους και πλήρωνε για τη συντήρησή τους.
Από μία έκθεση (1856) του τότε υπουργού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Χ. Χριστοπούλου προς τον Όθωνα πληροφορούμεθα τα εξής: Το πρώτο Γυμνάσιο στην Ελλάδα, μετά την απελευθέρωσή της, λειτούργησε στην Αίγινα το 1829. Το είχε συστήσει ο Ιωάννης Καποδίστριας. Στο Γυμνάσιο αυτό, που το ονόμασαν Κεντρικό Σχολείο, «συνέρρευσαν πανταχόθεν της Ελλάδος υπέρ τους 500 παιδείας διψώντες νέοι, ων οι πλείστοι μετέσχον πολλών προηγουμένων μαχών εν τοις του Άρεως πεδίοις». Το δεύτερο Γυμνάσιο λειτούργησε στο Ναύπλιο (1833), μετά την άφιξη του Όθωνος. Το τρίτο είχε οριστεί στο Μεσολόγγι (1835), χωρίς να λειτουργήσει. Συγχρόνως (1835) αποφασίστηκε «η καθίδρυσις δύω έτι Γυμνασίων μετά παρηρτημένων αυτοίς Ελληνικών Σχολείων, ενός μεν εν Αθήναις και ετέρου εν Ερμουπόλει της Σύρου, ένεκα του πληθυσμού των δύο τούτων πόλεων και της ενταύθα πληθύος των μαθητιώντων. Σημειωτέον, ότι το εν Αθήναις γυμνάσιον κατηρτίσθη διά του προσωπικού των τε διδασκάλων και των μαθητών του εν Αιγίνη Κεντρικού Σχολείου». Θα πρέπει να προσθέσουμε ακόμη, σε όσα αναφέρει η έκθεση του υπουργού Χριστοπούλου, ότι το Γυμνάσιο του 1835 ήταν το μοναδικό της Αθήνας ως το 1852, που έγινε και δεύτερο Γυμνάσιο. Τη λειτουργία και τα διδασκόμενα μαθήματα στα Ελληνικά Σχολεία και στα Γυμνάσια, κανόνισε λεπτομερώς το Β.Δ. της 31 Δεκεμβρίου 1836, που αποτέλεσε και τη βάση της Μέσης Εκπαιδεύσεως στην Ελλάδα επί ένα περίπου αιώνα.
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Λίγο καιρό μετά την έναρξη των μαθημάτων του πρώτου Γυμνασίου και του πρώτου Ελληνικού Σχολείου, άρχισε τη λειτουργία του και το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ιδρύθηκε με το Β.Δ. της 31 Δεκεμβρίου 1836, που αναφέρει ότι: «Προς μνήμην δε του Συστήσαντος αυτό θέλει φέρει την επωνυμίαν Πανεπιστήμιον του Όθωνος». Το Πανεπιστήμιο περιλάμβανε τέσσερεις σχολές: των γενικών επιστημών, της θεολογίας, της ιατρικής και των νομικών και πολιτικών επιστημών. Προβλεπόταν και Πέμπτη σχολή, που δε λειτούργησε, «διά τας ανωτέρας στρατιωτικάς επιτήμας». Ο οργανισμός του Πανεπιστημίου Αθηνών είχε γίνει κατά το πρότυπο ξένων πανεπιστημίων και ιδίως γερμανικών.
Η ίδρυση ελληνικού πανεπιστημίου είχε αρχίσει να συζητήται από τον καιρό της Επαναστάσεως. Και όταν ο Καποδίστριας έφθασε στην Ελλάδα (1828), οι λογάδες της εποχής επαναφέραν το ζήτημα. Αλλά ο Καποδίστριας είχε αντίθετη γνώμη. Εύρισκε πως οι Έλληνες που ήταν αγράμματοι, είχαν ανάγκη από δημοτικά σχολεία και όχι από πανεπιστήμια. «Έχομεν ανάγκην από την αλφάβητον» έλεγε «και όχι από τον Γοργίαν». Και κάθε ιδέα για την ίδρυση πανεπιστημίου εγκαταλείπεται την καποδιστριακή εποχή. Οι εχθροί μάλιστα του Καποδίστρια τον έλεγαν «φωτοσβέστη».
Τη δημοσίευση του Β.Δ. «περί συστάσεως Πανεπιστημίου», ακολούθησε ο διορισμός των πρώτων καθηγητών. Και στις 3 Μαΐου 1837 έγιναν, με μεγάλο ενθουσιασμό του λαού, τα επίσημα εγκαίνια του Πανεπιστημίου. Ο Όθων, που ήταν στην τελετή, δάκρυσε δύο φορές από συγκίνηση … Το Πανεπιστήμιο εγκαταστάθηκε προσωρινά σε ένα σπίτι στο Ριζόκαστρο – του Κλεάνθη – που σώζεται ακόμη. Από εκεί μεταφέρθηκε, το 1841, στο μέγαρο της οδού Πανεπιστημίου, που χτίστηκε με τις εισφορές Ελλήνων και ξένων. Το κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, που είναι ένα από τα ωραιότερα και της σύγχρονης Αθήνας, ίσως και το ωραιότερο, έγινε με σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Χριστιανού Χάνσεν. Και από το κτίριο εκείνο βγήκαν οι Έλληνες επιστήμονες, αλλά και πολλοί ξένοι. Για πολλές δεκαετίες κατόπι το Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν το μοναδικό που λειτουργούσε στη Βαλκανική και στην Εγγύς Ανατολή.