ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΘΕΑΤΡΑ

Το πρώτο σχέδιο της νεώτερης Αθήνας των Κλεάνθη και Σάουμπερτ προνοούσε για την ανοικοδόμηση ενός μεγάλου κρατικού θεάτρου στην οδόν Αθηνάς, που προβλεπόταν να γίνει μια μεγάλη λεωφόρος και να φθάνει στους πρόποδες της Ακροπόλεως. Αλλά το σχέδιο περιορίστηκε.

Με την τροποποίησή του κόπηκε και το θέατρο. Η Πρωτεύουσα έμεινε επί δύο γενεές χωρίς αξιόλογη σκηνή. Και μόνο το 1888, με τη δωρεά του Ανδρέα Συγγρού, τέλειωσε το Δημοτικό Θέατρο.

Ως το 1835 οι Αθηναίοι δεν είχαν δει κανενός είδους θέατρο. Και το πράγμα δεν είναι περίεργο. Στις καλλιτεχνικές επιδόσεις του Κατακτητή δεν περιλαμβανόταν η λατρεία του Διονύσου. Ακόμη και μετά δεκαετηρίδες το τουρκικό θέατρο περιοριζόταν στον τομέα του … Καραγκιόζη. Γι’ αυτό προκάλεσε μεγάλη περιέργεια και ενδιαφέρον το θέατρο που άνοιξε ένας Ιταλός και έδωσε τις πρώτες παραστάσεις με ένα πρόχειρο ξύλινο παράπηγμα, που το έστησαν στη θέση που βρίσκεται σήμερα η Εθνική Τράπεζα στην οδόν Αιόλου. Ένας Γερμανός περιηγητής, που το περιγράφει, λέγει πως το μόνο αξιόλογο ήταν το ωραίο φυσικό φόντο που σχημάτιζαν στο βάθος της σκηνής ο Λυκαβηττός με τα άλλα βουνά της Αττικής.

Το θέατρο Σκοτζοπούλου.

Τον άλλο χρόνο ένας Έλληνας επιχειρηματίας, ο Σκοτζόπουλος, παρουσίασε στην ίδια θέση το δεύτερο θέατρο της Αθήνας, που το προόριζε «δι’ ελληνικάς δραματικάς παραστάσεις». Το θέατρο του Σκοτζοπούλου ήταν, επίσης, φτιαγμένο «από σανίδα γυμνάς επί γης γυμνής, πενιχρόν κατασκεύασμα της στιγμής, ως τα ανεγειρόμενα εις τα πανηγύρια προς έκθεσιν πραγμάτων». Στο θέατρο υπήρχαν και θεωρεία και «κατέναντι της σκηνής το «Θεωρητήριον του Βασιλέως», υψηλόν και μεμονωμένον ως περιστερεών». Το πρώτο αυτό ελληνικό θέατρο «ατελέστατον, ολεθριώτατον και σαλεύον από τον αέρα», έκλεισε τις πόρτες του ύστερ’ από δέκα πέντε μηνών ζωή. Ο Σκοτζόπουλος χρεωκόπησε και τα υλικά του θεάτρου του βγήκαν στον πλειστηριασμό. Και καθώς μας πληροφορεί ο ιστορικός του Ελληνικού Θεάτρου Ν. Λάσκαρης, μερικές από τις σανίδες του τις αγόρασε κάποιος φερετροποιός ο οποίος, «ότε μετ’ ολίγον ο δυστυχής Σκοτζόπουλος απέθανεν επί της  ψάθας, του κατεσκεύασεν εξ αυτών δωρεάν το φέρετρόν του».

Το θέατρο Μέλι.

Προτού ακόμη διαληθεί το θέατρο του Σκοτζοπούλου, ο Ιταλός Γαϊτάνο Μέλι έστηνε το τρίτο θέατρο της Αθήνας. Ήταν και αυτό ξύλινο όπως και τα δύο προηγούμενα. Μόνο που το θέατρο του Μέλι, καθώς τουλάχιστον ισχυριζόταν ο επιχειρηματίας του, ήταν προορισμένο «διά την αριστοκρατίαν»! … Οι εφημερίδες της εποχής το εξυμνούν και γράφουν ότι: «εις ουδέν υπολείπεται των μεγαλυτέρων θεάτρων των Παρισίων και της Ιταλίας». Η μόνη διαφορά που παρουσίαζε από τα δύο προηγούμενα, πως ήταν κλειστό και στεγασμένο. Η στέγη όμως που του έβαλαν, υπήρξε και η αιτία της καταστροφής του. Αφού λειτούργησε επί ένα και πλέον χρόνο, μια χειμωνιάτικη νύχτα ένα δυνατός άνεμος πήρε … τη στέγη του θέατρου. Και το άλλο πρωί τα κομμάτια της στέγης βρέθηκαν πεντακόσια μέτρα μακρύτερα… Το ιταλικό μελόδραμα, που έπαιζε στο θέατρο, δεν έμεινε μόνο δίχως στέγη, αλλά σε λίγο και χωρίς θυληκό προσωπικό. Οι διάφοροι «δανδήδες» της εποχής, μετά την απαγωγή της στέγης φρόντισαν να απαγάγουν και τις αρτίστες του ιταλικού θιάσου και να τους εξασφαλίσουν καινούργια, προσωρινή ή μονιμότερη στέγη … Μία από τις αρτίστες την παντρεύτηκε ο αξιωματικός Καλλιμάχης. Ο γάμος προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο στην περιορισμένη αθηναϊκή κοινωνία. Ο Καλλιμάχης αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το στρατό. Μετά μία εικοσαετία οι δύο κόρες του Καλλιμάχη και της Ιταλίδας αρτίστας, η Ραλλού και η Ευγενία, θαυμάζονταν για την καλλονή τους στην αθηναϊκή κοινωνία.

Το Θέατρο Μπούκουρα.

Μια νέα προσπάθεια για τη λειτουργία θεάτρου έγινε το 1838, όταν το κράτος παραχώρησε το προνόμιο στον Ιταλό επιχειρηματία Καμιλιέρη να χτίσει ένα θέατρο «αντάξιον της Πρωτευούσης». Του έδωκε, μάλιστα, δωρεάν το οικόπεδο, πίσω από το σημερινό κτίριο της Δημαρχίας, όπου τώρα η «Πλατεία Θεάτρου». Συγχρόνως η Κυβέρνηση αναλάμβανε την υποχρέωση να μην επιτρέψει για πέντε χρόνια την ανέγερση άλλου θεάτρου στην Αθήνα. Αλλά ο Καμιλιέρι δε μπόρεσε να βρει τα χρήματα και συνέχισε ο συμπατριώτης του Σανσόνι, που τέλειωσε το θέατρο αφού πούλησε τα θεωρεία πρώτης σειράς και πήρε επί πλεόν επιχορήγηση από το κράτος και από το βασιλικό ταμείο. Το θέατρο αυτό με την περίεργη ιδιοκτησία (εκτός από το Σανσόνι ήταν συνιδιοκτήτες και όλοι όσοι είχαν αγοράσει τα θεωρεία), το πήρε αργότερα για εκμετάλλευση ένας Έλληνας ναυτικός, ο Μπούκουρας. Και με το όνομά του έμεινε στην αθηναϊκή ιστορία. Οι εφημερίδες της εποχής το εκθειάζουν «ως συστηματικόν και λαμπρόν θέατρον». Στην πραγματικότητα ήταν ένα ακαλαίσθητο κατασκεύασμα, που έμοιαζε σαν περιστεριώνας και ήταν χτισμένο μέσα σε ένα μεγάλο χωράφι. Και όμως το θέατρο αυτό – το «σαράβαλο», όπως το βάφτισαν αργότερα – ήταν για πενήντα χρόνια το μοναδικό θέατρο της Αθήνας!

Η πρώτη παράσταση δόθηκε με όλη την επισημότητα την 6 Ιανουαρίου 1840. Στην παράσταση πήγαν ο Όθων με την Αμαλία, οι επίσημοι, το διπλωματικό σώμα, «η γενναία φρουρά και το νοήμον αθηναϊκόν κοινόν». Ένας ιταλικός θίασος έπαιζε την όπερα «Λουκία» του Λαμερμούρ. Οι Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν με την πρωταγωνίστρια. Και ήταν τόσος ο ενθουσιασμός, ώστε την ανάγκασαν να επαναλάβει τέσσερεις φορές το τραγούδι της στην τελευταία πράξη, ώσπου στο τέλος την βγάλαν μισολιποθυμισμένη από την σκηνή. Ο ενθουσιασμός του κοινού εξακολούθησε και στις άλλες παραστάσεις. Επεκτάθηκε μάλιστα και στη δεύτερη πρωταγωνίστρια του θιάσου. Και εκδηλωνόταν όχι μόνο με φωνές και χειροκροτήματα, αλλά και με κάπως ουσιαστικότερο τρόπο. Έριχναν στη σκηνή άσπρα περιστέρια, ανθοδέσμες, μεταξωτά υφάσματα, χρυσά βραχιόλια και δαχτυλίδια με διαμάντια. Αυτά μας πληροφορεί η Κυρία των Τιμών της Αμαλίας Ιουλία φον Νόρντενφλυχτ, που προσθέτει μάλιστα ότι: «Οι Αθηναίοι από τις πρώτες παραστάσεις χωρίστηκαν σε δύο κόμματα, όσες και οι πρωταγωνίστριες». Κάθε πρωταγωνίστρια αποθεωνόταν από το … κόμμα της, ενώ η αντίθετη παράταξη τηρούσε «σιγήν ιχθύος». Κάποτε μάλιστα το παράκαναν στις εκδηλώσεις και πέταξαν στη σκηνή ένα αρνάκι. Αυτό δυσαρέστησε τον Όθωνα και δεν πήγε, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, σε δύο – τρεις παραστάσεις.

Το βασιλικόν ενδιαφέρον.

Ο Όθων ενδιαφερόταν πολύ για το θέατρο και αγαπούσε τη μουσική. Είχε πάρει όλη την καλλιτεχνική φλόγα της οικογενείας του, μόλονότι ο ίδιος δεν έπαιζε κανένα όργανο. Το μόνο που είχε κατορθώσχει να μάθει στο πιάνο ήταν παίζει το βασιλικό ύμνο με το … ένα δάκτυλο. Η αγάπη του προς το μουσικό θέατρο εκδηλωνόταν και με τις επιχορηγήσεις που πλήρωνε από το βασιλικό ταμείο σε ξένους μελοδραματικούς θιάσου, για να έρχωνται στην Ελλάδα.

Ελληνικός θίασος.

Οι θίασοι που έπαιξαν τα πρώτα χρόνια στο θέατρο του Μπούκουρα ήταν ξένοι και συνήθως του ιταλικού μελοδράματος. Το 1842 έγινε προσπάθεια να δημιουργηθεί ντόπιος θίασος, για να δώσει ελληνικές παραστάσεις. Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής είχε οριστεί πρόεδρος της Επιτροπής «προς μόρφωσιν ελληνικής σκηνής». Στην Επιτροπή είχε δοθεί και κρατική επιχορήγηση. Αλλά καμμιά γυναίκα δεν παρουσιαζόταν. «Ο θίασος» γράφει ο Ραγκαβής στα Απομνημονεύματά του «εστερείτο παντάπασι γυναικών, διότι κατά τα τότε ήθη και τας εισέτι επικρατούσας προλήψεις ουδεμία γυνή ετόλμα να παρουσιασθή, δημοσίως επί σκηνής». Τα γυναικεία πρόσωπα τα «υποδύοντο» νέοι. Και μάλιστα όχι τόσο πετυχημένα αν κρίνουμε από τις παρατηρήσεις των εφημερίδων της εποχής. «Η θελκτική γυνή του Φιλίππου» γράφει μία εφημερίδα του 1836 «παρίστατο από νέον έχοντα φωνήν ξηράν, βραχνήν και αλύγιστον». Τον ίδιο χρόνο μια άλλη εφημερίδα διαμαρτύρεται γιατί οι άνδρες, που παίζανε τους γυναικείους ρόλους, «επεδείκνυον ανδρείους μύστακας». Μερικοί μάλιστα θιασάρχες, από την έλλειψη γυναικών, άλλαζαν το … γένος των προσώπων του έργου και τους γυναικείους ρόλους τους έκαναν ανδρικούς. Μεταξύ των νέων, που έλαβαν μέρος σε αυτοσχέδιους θιάσους, ήταν ο ποιητής Αχιλλεύς Παράσχος και ο κατόπιν καθηγητής της Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θεόδωρος Ορφανίδης. Τον τελευταίο τον είχαν στείλει στο Παρίσι να σπουδάσει ηθοποιός. Αλλά προτίμησε τη βοτανική και αντί της σκηνής «εδίδαξε» από την πανεπιστημιακή έδρα. Το σπίτι του Ορφανίδη, που βρισκόταν στην είσοδο του Ζαππείου όπου είναι σήμερα το άγαλμα του Βύρωνος, είχε ωραίο κήπο με σπάνια φυτά και άνθη και θαυμάσια τριαντάφυλλα. Ο Ορφανίδης συναγωνιζόταν στην καλλιέργεια των λουλουδιών τη βασίλισσα Αμαλία, που αγαπούσε επίσης τα άνθη και προσπαθούσε ο Βασιλικός Κήπος να υπερέχει σε σπάνια λουλούδια από το γειτονικό κήπο του Καθηγητού της Βοτανικής.

Οι πρώτες Ελληνίδες ηθοποιοί.

Έπρεπε να περάσει αρκετός καιρός, για να εμφανιστούν Ελληνίδες ηθοποιοί επί της σκηνής. Όταν μάλιστα επρόκειτο να παίξει η πρώτη Ελληνίδα, καθώς μας πληροφορεί ο Ραγκαβής, «το θέατρον παρ’ ολίγων να καταρρεύσει εκ της συρροής των θεατών». Η κοσμοσυρροή συνεχίστηκε και στις επόμενες παραστάσεις. Η πρώτη αυτή Ελληνίδα ηθοποιός σημείωσε μεγάλη επιτυχία, είχε πολλούς θαυμαστές και στο τέλος παντρεύτηκε έναν αξιωματικό της χωροφυλακής. Οι επιτυχίες που σημείωσε και ο ενθουσιασμός που προκάλεσε η εμφάνισή της στη σκηνή, δημιούργησαν Σχολή. Την μιμήθηκαν και άλλες και σχηματίστηκε η πρωτοπορία των Ελληνίδων ηθοποιών, που τόσο τίμησαν το Θέατρο σε νεώτερα χρόνια. Χάρη της ιστορίας θα σημειώσω τα ονόματα των πρώτων Ελληνίδων ηθοποιών: Αθηνά Φιλιππάκη, Κατερίνα Παναγιώτου, Μαριγώ Δεφτερίδη, Μαριγώ Δομεστίνη και Καλλιόπη Χρήστου. Η τελευταία παντρεύτηκε με έναν ευκατάστατο Αθηναίο, τον Κοτζιά, πρόγονο του μετά ένα αιώνα Δημάρχου Αθηναίων Κ. Κοτζιά.

Θεατρική διαφήμιση με ντελάλη.

Η εμφάνιση των πρώτων Ελληνίδων ηθοποιών στη σκηνή διαφημιζόταν πάντοτε από τον ντελάλη, σαν εξαιρετικό γεγονός. Ο ντελάλης γύριζε στους δρόμους της Αθήνας και διαλαλούσε στο διαπασών: «Απόψε τη γυναίκα στο θέατρο θα παραστήσει αληθινή γυναίκα! …». Δε γινόταν όμως το ίδιο και με τους ξένους θιάσους. Σ’ αυτούς έπαιζαν πάντοτε και γυναίκες. Μερικές ξετρελλαίνανε νέους και γέρους.

Η Ρίτα Μπάσσο.

Από τις πρωταγωνίστριες των ξένων θιάσων, που «αφήκαν εποχή», ήταν και η Ιταλίδα πριμαντόνα Ρίτα Μπάσσο. Γι’ αυτήν γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης «… και οι μαθηταί πουλούνε τα βιβλία τους να πάνε ν’ ακούσουνε τη Ρίτα Μπάσσο, την τραγουδίστρια του θεάτρου. Και παλαβώσανε οι γέροντες και όχι τα παιδάκια να μην πουλήσουνε τα βιβλία τους. Το γέρο Λόντο, όπου δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίτα Μπάσσο και τον αφάνισε». Για το ερωτικό πάθος του Ανδρέα Λόντου γράφουν και οι περιηγητές που ήλθαν τότε στην Αθήνα. Ο στρατηγός αυτός του Αγώνα, που έγινε έπειτα πολλές φορές υπουργός, έπιανε κάθε βράδυ στο θέατρο του Μπούκουρα με τους φίλους του τα πρώτα καθίσματα, πληρώνοντας αυτός τα εισιτήρια. Σε μια στιγμή ενθουσιασμού για την Ιταλίδα πριμαντόνα ακούστηκε να λέει δυνατά: «Ας πάει και το παλιάμπελο! …». Ήταν το τελευταίο αμπέλι που του είχε μείνει από τη μεγάλη κτηματική περιουσία του. Και η φράση του Λόντου, που λίγα χρόνια αργότερα (1846) αυτοκτόνησε από φτώχεια, έμεινε από τότε παροιμιακή.

Μεταξύ των θαυμαστών της Ρίτα Μπάσσο ήταν ο Δήμαρχος Αθηναίων Δημήτριος Καλλιφρονάς και ο πρέσβυς της Αγγλίας Λάυονς. Σε μια δεξίωση στην Αγγλική πρεσβεία προς τιμήν της ωραίας Ρίτας, ο Λάυονς σκόπιμα δεν κάλεσε τον αντίζηλό του Δήμαρχο. Και ο Καλλιφρονάς για εκδίκηση έβαλε και έκοψαν το νερό της Πρεσβείας, άφησε σβυσμένα τα φανάρια που ήταν απ’ έξω και τα σκουπίδια σωρό στο δρόμο. Και όταν ο Λάυονς έστειλε το γραμματέα της Πρεσβείας να παραπονεθεί στο Δήμαρχο για την κατάσταση αυτή, ο Καλλιφρονάς του είπε: «Περίεργο, ο εξοχώτατος γνωρίζει ότι υπάρχει Δήμαρχος στην Αθήνα; …». Και έδωσε διαταγή να ξαναμπούν τα πράγματα στη θέση τους. Αλλά και ο Λάυονς, που κατάλαβε τον υπαινιγμό του Δημάρχου, κάλεσε τον Καλλιφρονά στην Πρεσβεία, όταν ξανατραγούδησε εκεί η Μπάσσο.

Προσπάθεια για τη δημιουργία κρατικής σκηνής.

Η σοβαρότερη προσπάθεια για τη δημιουργία κρατικής σκηνής και τη μόρφωση ηθοποιών έγινε από το Γρηγόριο Δ. Καμπούρογλου τα τελευταία οθωνικά χρόνια. Το 1856 έγιναν δεκτές από την Κυβέρνηση οι προτάσεις του Καμπούρογλου και υπογράφηκε και η σχετική σύμβαση, που επικυρώθηκε με νόμο από τη Βουλή, παρά την αντίδραση που έκαναν πολλοί «πατέρες του έθνους». Κατά την έκθεση της μειοψηφίας: «τα θέατρα ήσαν πάντοτε οι πρόδρομοι της παρακμής και της ηθικής πτώσεως των εθνών» !… Μετά την ψήφιση του νόμου έγινε μεγάλη συζήτηση, που κράτησε ένα χρόνο, για την καταλληλότερη θέση του κρατικού θεάτρου. Τελικά (Αύγουστος 1857) διάλεξαν την πλατεία μπροστά από την Εθνική Τράπεζα στην οδόν Αιόλου. Μετά την εκλογή της τοποθεσίας ετοιμάστηκαν τα σχέδια από το Γάλλο αρχιτέκτονα Μπουλανζέ και τα έστειλαν στον Όθωνα για την τελική έγκριση. Μάταια όμως επί μήνες περίμενε ο Καμπούρογλου τη βασιλική έγκριση. Και όταν παρουσιάστηκε στον Όθωνα για το ζήτημα αυτό, πληροφορήθηκε έκπληκτος πως ο Βασιλιάς δεν τα είχε δει ποτέ. Τα είχε κρύψει ο γραμματέας του Όθωνος Βέτλαντ, επηρεαζόμενος από όσους είχαν συμφέρον να μη γίνει δεύτερο θέατρο και ιδιαίτερα από μία Ιταλίδα αρτίστα, που μπαινόβγαινε στο σπίτι του.

Στις 22 Δεκεμβρίου του 1857 ο Όθων έβαλε επισήμως το θεμέλιο λίθο του Εθνικού Θεάτρου, όπως το ονόμασαν. Αλλά οι περιπέτειες του Καμπούρογλου δεν τέλειωσαν. Ο Όθων, με την αναβλητικότητα που τον χαρακτήριζε, κρατούσε τα σχέδια στο παλάτι να τα μελετήσει. Εκείνοι που τα είχαν κρύψει, ειδοποιούσαν τώρα την αστυνομία ότι, το θέατρο χτιζόταν χωρίς άδεια και εγκεκριμένο σχέδιο. Και η αστυνομία εμπόδισε την οικοδομή, που τελικά εγκαταλείφθηκε από τον αηδιασμένο από τις συνεχείς αντιδράσεις Καμπούρογλου.

Το Δημοτικό Θέατρο.

Έπρεπε να περάσουν δέκα έξι χρόνια για να συνεχιστεί από το Δήμαρχο Π. Κυριακό η ανέγερση του θεάτρου, που ονομάστηκε Δημοτικό, μια που ο Δήμος Αθηναίων αναλάμβανε την ανοικοδόμησή του. Για το σκοπό αυτό είχε συσταθεί μια μετοχική εταιρεία, που θα πλήρωνε τα έξοδα της οικοδομής και θα εκμεταλλευόταν το θέατρο για μερικά χρόνια. Οι εργασίες της οικοδομής άρχισαν το 1873, για να διακοπούν όμως σ’ ένα χρόνο ύστερ’ από διαφωνίες που σημειώθηκαν μέσα στην εταιρεία, που στο τέλος διαλύθηκε. Και μόνο το 1886 αναλάμβανε για λογαριασμό του την ανέγερση του θεάτρου ο Ανδρέας Συγγρός και το τέλειωσε σε δύο χρόνια επάνω στα καινούργια σχέδια που είχαν γίνει από το Γάλλο αρχιτέκτονα Ζ. Ζιράρ.

Το Δημοτικό Θέατρο ή το Θέατρο του Τσυγγρού, όπως το ονόμαζαν στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, ήταν ένα από τα καλύτερα της εποχής του και το πρώτο κανονικό θέατρο που αποκτούσε η Πρωτεύουσα. Από αυτό δίδαξαν οι καλύτεροι ξένοι θίασοι της πρόζας και του μελοδράματος και από αυτό ξεκίνησε η ελληνική όπερα με το Σαμάρα. Εκτός από τις θεατρικές παραστάσεις, το Δημοτικό Θέατρο συνδέθηκε με τους Αθηναίους, από το τέλος του περασμένου αιώνα και για είκοσι χρόνια, με το μεγάλο χορό των «μετεμφιεσμένων», που έδιναν την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς οι συντάκτες των αθηναϊκών εφημερίδων. Στο χορό πήγαιναν η αυλή, το διπλωματικό σώμα, οι επίσημοι, και ό,τι είχε να επιδείξει η μικρή τότε αθηναϊκή κοινωνία σε … μασκαράδες και «μη μετεμφιεσμένους».