Ανάμεσα στους ξένους που έφθαναν στην Αθήνα, τα πρώτα χρόνια της ελευθερίας, ήταν και διάφορα κακοποιά στοιχεία. Και η Πρωτεύουσα αναγκάστηκε σύντομα να ενισχύσει την αστυνομίας της.
Τη Δημοτική Αστυνομία, που είχε αρχικά ο Δήμος, την αντικατάστησαν (1849) με τη Διοικητική Αστυνομία, που υπαγόταν στο υπουργείο των Εσωτερικών. Ο διευθυντής της Αστυνομίας είχε «βαθμό νομάρχου», για να έχει μεγαλύτερο κύρος και αρμοδιότητες. Παρ’ όλα εντούτοις τα μέτρα που είχαν λάβει και τις εξαιρετικές αρμοδιότητες που είχαν δώσει στο διευθυντή της Αστυνομίας, η ασφάλεια στην Πρωτεύουσα υστερούσε απόλυτα ως την εποχή του Τρικούπη. Λωποδύτες και κακοποιοί ζούσαν ανενόχλητοι και, κάποτε, κατέβαιναν και … λήσταρχοι στην Αθήνα, για να πάρουν τον καφέ τους.
Η συνοικία του Ψυρή.
Η μεγαλύτερη όμως μάστιγα για την πόλη ήταν οι «παλικαράδες», οι «τραμπούκοι» και οι «κουτσαβάκηδες». Με το τριπλό αυτό όνομα οι παλαιότεροι Αθηναίοι ονόμαζαν τους κακοποιούς που είχαν οργανωθεί κυρίως στη συνοικία Ψυρή, από όπου και εξορμούσαν. Ένας καβγατζής δεκανέας του ιππικού την εποχή του Όθωνος, ο Δημήτριος Κουτσαβάκης, έγινε ο ανάδοχος της ονομασίας των παλικαράδων του Ψυρή. Οι τραμπούκοι οφείλουν το όνομά τους σε ένα παλιό Δήμαρχο της Αθήνας. Σε κάποια εκλογή ο Δήμαρχος, για να περιποιηθεί τους μπράβους του, πρόσφερε, αντί του καθιερωμένου ως τότε «καφέ και τσιγάρου», ένα πούρο Αβάνας με την μάρκα τραμπούκος (trabucos). Από τότε έμεινε η ονομασία του τραμπούκου στο ελληνικό λεξιλόγιο και έγινε συνώνυμη του ψευτοπαλικαρά.
Επί σαράντα χρόνια οι κουτσαβάκηδες του Ψυρή είχαν γίνει ο εφιάλτης των φιλήσυχων Αθηναίων. Μεταξύ τους οι κακοποιοί αυτοί αυτοτιτλοφορούνταν: βλάμηδες και αντάμηδες. Το «βλάμης» είναι αρβανίτικη λέξη και σημαίνει: ο αδελφοποιτός, ο φίλος. Και ο «αντάμης» βγήκε από τη λέξη αντάμα – μαζί και δήλωνε: το σύντροφο. Η αστυνομία ήταν ανίσχυρη να προστατεύσει τους πολίτες και τις οικογένειές τους από τους εκβιασμούς και τις προσβολές των κοινωνικών αυτών καθαρμάτων. Πολλοί φιλήσυχοι οικογενειάρχες αναγκάζονταν να φέρνουν από την επαρχία και να συντηρούν οπλοφόρους, για να προστατεύουν τα σπίτια τους και να τους ακολουθούν όταν έβγαιναν στο δρόμο.
Καταδίωξη κακοποιών.
Την αθλία αυτή κατάσταση της Αθήνας πρώτος ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος ζήτησε να την ξεκαθαρίσει με τα μέτρα που έλαβε. Κυρίως, όμως, την εποχή του Τρικούπη τέλειωσε η μάχη που έδωκε το κράτος εναντίον των κακοποιών αυτών και έπεσε το φρούριο του … Ψυρή. Τρεις σπουδαίοι διευθυντές της Αστυνομίας: ο Δημητριάδης, ο Βρατσάνος και ο Μπαϊρακτάρης, ύστερ’ από γενναίους αγώνες, που κινδύνευσαν και οι ίδιοι, μπόρεσαν να καθαρίσουν την Πρωτεύουσα από τους οργανωμένους αυτούς κακοποιούς. Ο Δημητριάδης άρχισε τη μάχη. Τον ακολούθησε ο Βρατσάνος, ένας ικανότατος και σκληροτράχηλος Ψαριανός. Το Βρατσάνο συνόδευε σε όλες τις επιχειρήσεις η γυναίκα του, η Φλωρού, που χρησιμοποιούσε το πιστόλι και την καραμπίνα σαν πολεμιστής και την έτρεφε ο κίνδυνος. Και η τάξη αποκαταστάθηκε τελειωτικά το τέλος του περασμένου αιώνα με τον περίφημο ταγματάρχη Μπαϊρακτάρη.
Ο ταγματάρχης Μπαϊρακτάρης.
Στην εποχή του Μπαϊρακτάρη, που έγινε τρεις φορές διευθυντής της Αστυνομίας και για κάμποσο καιρό φρούραρχος Αθηνών, η αστυνομική διεύθυνση, που βρισκόταν στον Κήπο του Κλαυθμώνος, είχε γίνει ο τρόμος όλων των κακοποιών της Πρωτεύουσας. Και ιδιαίτερα των κουτσαβάκηδων του Ψυρή, εναντίον των οποίων είχε οργανώσει εξοντωτική καταδίωξη και έδωκε πραγματικές μάχες. Ύστερ’ από κάθε μάχη στου Ψυρή μάζευαν στην αστυνομική διεύθυνση όλους τους ψευτοπαλικαράδες που είχαν δώσει τη μάχη. Και τότε άρχιζε η «περιποίηση». Το πρώτο χέρι ήταν ένα γενναίο ξύλο με το βούρδουλα, από τον ίδιο το Μπαϊρακτάρη. Έπειτα κόβονταν οι λαδωμένες αφέλειες και ακολουθούσε ψιλή μηχανή για τα μαλλιά. Οι μύτες των παπουτσιών, που κατά τη μόδα του Ψυρή βγαίναν 5 – 10 πόντους πέρα από τα δάκτυλα, περιορίζονταν στα κανονικά τους όρια με ειδικό ψαλίδι. Κι’ επειδή οι κουτσαβάκηδες φορούσαν μόνο το ένα μανίκι από το σακκάκι και το άλλο κρεμόταν από τον ώμο, ο Μπαϊρακτάρης με την ψαλίδα του έκοβε το κρεμασμένο ως … περιττό. Ειδική μεταχείρηση επιφυλασσόταν για το κόκκινο ζωνάρι των κουτσαβάκηδων, που ήταν πάντα απλωμένο και έτοιμο για καβγά … Και όταν η περιποίηση ή μάλλον η μεταμόρφωση τέλειωνε, ο Μπαϊρακτάρης τους άφηνε ελεύθερους να γυρίσουν στην «ηρωική» συνοικία τους. Οι περισσότεροι όμως προτιμούσαν το κλείσμο στη φυλακή από τον εξευτελισμό της επιστροφής… Έτσι, η δόξα των παλικαράδων αυτών μουτζουρώθηκε και προ παντός γελοιοποιήθηκε. Και τίποτε δε σκοτώνει περισσότερο από το γελοίο. Οι μιμητές των άθλων τους αραίωσαν. Η Αθήνα μπορούσε πια ν’ αναπανεύσει. Από την εποχή του Μπαϊρακτάρη «τα σίδερα της φυλακής» έπαυσαν να «είναι για τους λεβέντες», όπως διαλαλούσαν οι ήρωες του Ψυρή. Περιορίστηκαν για τους συνηθισμένους λωποδύτες και τους εγκληματίες. Οι συνοικίες, που είχαν υποστεί επί δεκαετίες την τρομοκρατία των κουτσαβάκηδων, ξανάγιναν ήσυχες και ειρηνικές. Και σήμερα τον τύπο του κουτσαβάκη τον βλέπουμε μόνο στις θεατρικές επιθεωρήσεις.
Τα «Μουρουζάκια».
Ένα άλλο είδος ψευτοπαλικαράδων, σε νεώτερη κάπως εποχή, ήταν τα «Μουρουζάκια», πρόδρομοι του σημερινού τεντυμποϊσμού. Τη Σχολή τους την είχε ιδρύσει ο ίλαρχος Γ. Μουρούζης. Ένας ιπποτικός τύπος, από αριστοκρατική οικογένεια και πλούσιος, αλλά μεγάλος ταραξίας, που όταν μεθούσε έφθανε σε παραφορές. Οι καθρέφτες, τα ποτήρια και τα τζάμια των νυκτερινών κέντρων πλήρωναν συνήθως τις παραφορές του. Όσα όμως έσπαζε ο Μουρούζης από βραδύς τα καλοπλήρωνε την άλλη μέρα. Είχε δημιουργήσει θρύλο γύρω από το όνομά του και μερικούς ελεεινούς μιμητές, τα Μουρουζάκια, που ταλαιπωρούσαν για χρόνια τα νυκτερινά κέντρα της Ομονοίας, χωρίς μάλιστα να πληρώνουν τις περισσότερες φορές τα «σπασμένα», όπως ο ιδρυτής της Σχολής τους και χωρίς να έχουν και κανένα από τα προτερήματά του.