ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΠΑΡΑΔΙΔΟΥΝ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

Το 1833 οι Αθηναίοι γιόρτασαν το πρώτο ελεύθερο Πάσχα. Δύο ημέρες πρωτύτερα, η τελευταία τουρκική φρουρά παρέδιδε την Ακρόπολη, που εξακολουθούσε να την κρατεί και μετά την άφιξη του Όθωνος στην Ελλάδα.

Την 1 Μαρτίου 1833 έφθασε στην Αθήνα ο Αντιπρόσωπος της Κυβερνήσεως Ιάκωβος Ρίζος, για να παραλάβει από την τουρκική διοίκηση την εξουσία. Και λίγες ημέρες αργότερα, ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Αθήνα ένα τάγμα βαυαρικού στρατού, από αυτά που είχαν συνοδεύσει τον Όθωνα. Οι Αθηναίοι το υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές για τον Όθωνα και τους Βαυαρούς. Στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (Θησείο) περίμεναν το τάγμα ο κλήρος και οι αρχές. Ο Επίσκοπος το ευλόγησε και η Δημογεροντία προσφώνησε τους αξιωματικούς του. Η πόλη παρουσίαζε θλιβερή όψη. «Πάσαι αι οικίαι» γράφει ο Βαυαρός υπολοχαγός Χριστόφορος Νέζερ «ήσαν χθαμαλαί και ευάριθμοι, πλείσται δε καλύβαι ήσαν επί ερειπίων κατασκευασμέναι». Το τάγμα εγκαταστάθηκε στο άδειο διοικητήριο, το βεοβοδαλίκι. Ο τελευταίος Τούρκος φρούραρχος, ο Οσμάν εφέντης, μαζί με τους στρατιώτες του και μερικές τουρκικές οικογένειες είχαν κλειστεί στην Ακρόπολη.

Παράδοση της Ακροπόλεως.

Το πρωί της 31 Μαρτίου 1833 – ήταν Μεγάλη Παρασκευή – ένα τμήμα από το βαυαρικό τάγμα ανέβηκε στην Ακρόπολη για να την παραλάβει. Βρήκε την τουρκική φρουρά από 250 άνδρες, που, καθώς γράφει ο Νέζερ στα Απομνημονεύματά του, «εφαίνεται μάλλον ως σπείρα ληστών ή ως τάγμα τακτικού στρατού. Άθλια και τριμμένα είχον τα ενδύματα, πολλά δε και εσχισμένα, τα υποδήματα πεπατημένα τας πτέρνας· και όμως τα όπλα αυτών ήσαν καθαρά και στιλπνότατα. Μακρά ισπανικά τυφέκια, πιστόλια και μαχαίρια και χατζάρια, ολόκληρον οπλοστάσιον εν τη ζώνη αυτών». Το βαυαρικό τμήμα παρατάχθηκε και παρουσίασε όπλα. Οι Τούρκοι δεν ανταποδώσανε το χαιρετισμό. Μόνο ο φρούραρχος Οσμάν εφέντης, μαζί με δύο αξιωματικούς του, ανταλλάξανε με το Βαυαρό ταγματάρχη Πάλλιγκαν τα έγγραφα για την παράδοση. Έπειτα η τουρκική φρουρά, σιωπηλή και σκυθρωπή, κατέβηκε από την Ακρόπολη και έφυγε, μαζί με τις τουρκικές οικογένειες για την Εύβοια. Ο Νέζερ διορίστηκε φρούραρχος στον ελεύθερο πια Ιερό Βράχο.

Η Αθηναίοι πανηγύρισαν την απελευθέρωση. Ολόκληρη η πόλη, μικροί και μεγάλοι, ανέβηκαν στην Ακρόπολη σε πανηγυρική λιτανεία. «Προηγείται η Ελληνική σημαία» γράφει ο Δ. Καμπούρογλους. «Την κρατούν Αθηναίοι πολεμισταί. Την συνοδεύει το ιερατείον της πόλεως προηγουμένου του Αρχιερέως». Τους Αθηναίους ακολουθούν άοπλοι και οι Βαυαροί στρατιώτες. Το άλλο πρωί ένας Χιώτης ναυτικός, που είχε φθάσει στον Πειραιά με ένα τρεχαντήρι, ανέβηκε στην Ακρόπολη, μαζί με το γιο του, κρατώντας μια ελληνική σημαία. Παρακάλεσε το Νέζερ να την υψώσουν στον Παρθενώνα. Ο Νέζερ δέχτηκε. Και ο καπετάν Δημήτρης ύψωσε τη σημαία, κλαίγοντας από συγκίνηση και ζητωκραυγάζοντας για την Ελλάδα, ενώ το βαυαρικό απόσπασμα παρουσίαζε όπλα.

Το πρώτο ελεύθερο Πάσχα.

Την άλλη μέρα δόθηκε γεύμα από την Κοινότητα «προς τιμήν των αρχηγών της Βασιλικής Φρουράς». Όλοι μαζί γιόρτασαν το πρώτο Πάσχα της Ελευθερίας, ύστερ’ από αιώνες σκλαβιάς, από την εποχή του Μιχαήλ Ακομινάτου (1204). Λίγο καιρό πριν οι Τούρκοι είχαν γιορτάσει το ραμαζάνι τους. Ένα κανόνι από την Ακρόπολη έριχνε μια βολή κάθε βράδυ, για να αναγγείλει το τέλος της νηστείας στους πιστούς. Ήταν οι τελευταίες τουρκικές κανονιές που ακούστηκαν από τον Ιερό Βράχο. Τώρα μια καμπάνα χτυπάει χαρμόσυνα την ημέρα του Πάσχα. Είναι η καμπάνα της Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά στο Ριζόκαστρο. Ήταν η μόνη εκκλησία που διατηρούσε ακόμη το καμπαναριό της …

Προς τιμήν των Βαυαρών δόθηκαν δύο χοροί στα σπίτια των Παπαρρηγοπούλου και Βλαχούτση. Χρονικογράφοι της εποχής αποθανάτισαν τις πρώτες εκείνες κοσμικές συγκεντρώσεις στην ελεύθερη Αθήνα. Μας πληροφορούν ότι, «εις τους χορούς προσήλθε το άνθος των ωραίων δεσποινίδων των οικογενειών Φιλαλήθη, Γάσπαρη, Γεωργαντά, και πολλών άλλων». Αλλά η «βασίλιασσα του χορού» ήταν η γυναίκα του Άγγλου λοχαγού Φίνλεϋ. Οι καλεσμένοι χόρεψαν ως το πρωί «υπό τους ήχους ορχήστρας αποτελουμένης εκ μίας βαρβίτου (λαγούτο), ενός αυλού και μιας κιθάρας. Προσεφέρθει ισπανικός άρτος (παντεσπάνι) και λεμονάδα». Οι πρώτοι αυτοί χοροί έδωκαν λαβή σε κακογλωσσιές, από όσους δεν είχαν προσκληθεί και για λίγο καιρό δεν ξανάγιναν παρόμοιες ολονύχτιες δεξιώσεις.

Επισκέψεις του Όθωνος στην Αθήνα.

Στις 11 Μαΐου του 1833 ο Όθων έφθασε για πρώτη φορά στην Αθήνα. Συνοδευόταν από τον αδελφό του, το διάδοχο της Βαυαρίας Μαξιμιλιανό, από το θείο του πρίγκιπα Εδουάρδο του Άλντενμπουργ, από τον πρόεδρο της Αντιβασιλείας κόμητα Άρμανσπεργ και από τις τρεις ωραίες κόρες του τελευταίου. Οι χωριάτες της Αττικής, βλέποντας τη βασιλική συνοδεία, νόμιζαν πως οι κόρες του Άρμανσπεργ ήταν … το χαρέμι του βασιλιά! Ο Όθων με τη συνοδεία του είχαν έλθει στην Αθήνα έφιπποι από το Ναύπλιο. Πρεσβεία Αθηναίων, με το Νομάρχη Σχινά και τον Επίσκοπο Άνθιμο, προϋπάντησε το Βασιλιά στο Δαφνί. Ο αθηναϊκός λαός τον περίμενε κοντά στην πόλη και τον αποθέωσε. Ο ενθουσιασμός και ο συνωστισμός ήταν τόσος, ώστε ο Όθων αναγκάστηκε να κατεβεί από το άλογο και να πάει πεζή στο σπίτι του Καρατζά, που θα έμενε. Ήταν το καλύτερο σπίτι της Αθήνας και το κέντρο της τότε κοινωνικής ζωής.

Την πρώτη αυτή επίσκεψη του Όθωνος στην Αθήνα, που κράτησε τέσσερεις ημέρες, ακολούθησαν τρεις άλλες. Η δεύτερη επίσκεψη έγινε το Μάρτιο του 1834. Ο Βασιλιάς με την ακολουθία του έμειναν στο ξενοδοχείο «Η Ευρώπη», που πριν από λίγο είχε αρχίσει τη λειτουργία του. Σκοπός του δεύτερου ταξιδίου στην Αθήνα ήταν η εκλογή της τοποθεσίας για την ανέγερση βασιλικού ανακτόρου. Οι δύο άλλες επισκέψεις του Όθωνος, προτού η Αθήνα γίνει πρωτεύουσα και εγκατασταθεί οριστικά, έγιναν το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1834. Και στις δύο αυτές επισκέψεις του έγινε μεγάλη υποδοχή, μολονότι ήταν και οι δύο ανεπίσημες. Στον ενθουσιασμό του αθηναϊκού λαού συντελούσε και το γεγονός που η Αθήνα είχε οριστεί για πρωτεύουσα του κράτους. Στην επίσκεψη του Οκτωβρίου ο Βασιλιάς έμεινε στο σπίτι του Παπαρρηγοπούλου στην Πλάκα και μπήκε στην πόλη από την Πύλη του Αδριανού, στολισμένη με μυρτιές και δάφνες. Μια μεγάλη επιγραφή έγραφε: ΑΙ ΔΙ’ ΕΙΣΙΝ ΑΘΗΝΑΙ Η ΠΡΙΝ ΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΔΡΙΑΝΟΥ ΟΘΩΝΟ ΝΥΝ ΠΟΛΙΣ.

Ο πρόεδρος της Δημογεροντίας Ι. Βλάχος του πρόσφερε μια κουκουβάγια βαλσαμωμένη, σύμβολο σοφίας. Την κουκουβάγια την πήρε μαζί του ο Όθων στην εξορία και την χάρισε στο Μουσείο του Μονάχου, όπου και βρισκόταν προ του πολέμου.

Η Ακρόπολις ξαναγυρίζει στους θεούς της…

Στην τελευταία επίσκεψη του Όθωνος έγινε και μια ωραία γιορτή στην Ακρόπολη από το σχολείο του Χιλλ. Οι μαθήτριες ντυμένες με άσπρα και στεφανωμένες με μυρτιές – που ξανάφερναν στην Αθήνα την αρχαία παράδοση των Παναθηναίων – προσφέραν στον Όθωνα ένα στεφάνι από δάφνη, στολισμένο με μια χρυσοκέντητη ταινία που έφερε την επιγραφή: «Τω ενδόξω ανεγέρτη του Παρθενώνος αι παρθενικαί των Αθηναίων χορείαι». Ο Όθων στην επίσκεψή του εκείνη είχε δώσει εντολή να καθαριστεί ο Ιερός Βράχος από τα τουρκικά σπίτια, που υπήρχαν ακόμη δίπλα στον Παρθενώνα, και να αρχίσουν ανασκαφές και αναστηλώσεις των αρχαίων μνημείων. Με την επιμονή του αρχαιολόγου Ρως, είχε αποσυρθεί από την Ακρόπολη η τρατιωτική φρουρά. Ο Ιερός Βράχος ξαναγύριζε πάλι στους αρχαίους θεούς του, ύστερ’ από δέκα τρεις αιώνες που είχε χρησιμοποιηθεί για Κάστρο…