Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΦΑΒΙΕΡΟΥ

Το 1825 οι Αθηναίοι συνεχίζουν την προσπάθειά τους για την οργάνωση της πολιτείας τους, παρά τον πόλεμο που συνεχίζεται στην επαναστατημένη Ελλάδα και τα θλιβερά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Ακρόπολη με τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Ο εμφύλιος πόλεμος, που είχε συνταράξει την Πελοπόννησο, δεν είχε αποφασιστικές συνέπειες για τους Αθηναίους.

Απεναντίας η πόλη τους δέχτηκε το χρόνο εκείνο τον πρώτο αξιόλογο τακτικό στρατό, που συγκροτήθηκε στην Επανάσταση με διοικητή το Γάλλο συνταγματάρχη Κάρολο Φαβιέρο. Στην αποστολή του τακτικού στρατού στην Αθήνα είχε συντελέσει και ο Γκούρας με μία αναφορά που είχε υποβάλει στη Διοίκηση στις 2 Αυγούστου 1825. Στην αναφορά του έγραφε ότι επιθυμία του ήταν πάντοτε η οργάνωση τακτικού στρατού. Ύστερ’  από την αναφορά του Γκούρα, που εξακολουθούσε να είναι ο φρούραρχος στην Ακρόπολη, αποφασίστηκε από την κυβέρνηση η αποστολή του τακτικού στρατού στην Αθήνα. Προτιμήθηκε η περιοχή αυτή, γιατί είχε μείνει έξω από τον εμφύλιο πόλεμο και η γεωγραφική της θέση προσφερόταν για την οργάνωση και ανάπτυξη του νεοσύστατου τακτικού στρατού.

Ο τακτικός στρατός.

Από την Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου είχε αποφασιστεί με ψήφισμα (1 Απριλίου 1822) η συγκρότηση τακτικού στρατού. Το πρώτο σύνταγμα τακτικού στρατού που σχηματίστηκε έλαβε μέρος στην πολύνεκρη μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822), με διοικητή το φιλέλληνα Ιταλό συνταγματάρχη Πέτρο Ταρέλλα. Στο Πέτα έπεσαν ο διοικητής του συντάγματος και 200 αξιωματικοί και στρατιώτες (80 Έλληνες και 120 ξένοι φιλέλληνες). Ύστερ’ από την ένδοξη συφορά του Πέτα, τα υπολείμματα του συντάγματος διαλύθηκαν στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο. Σοβαρότερη προσπάθεια για την συγκρότηση τακτικού στρατού έγινε τον Ιούλιο του 1824 από τον τότε υπουργό των Στρατιωτικών Ρόδιο κι’ έπειτα, τον άλλο χρόνο, από το Φαβιέρο. Για τη συγκρότηση του πρώτου ελληνικού τακτικού στρατού βλέπε: Χρήστου Βυζαντίου «Ιστορία του Τακτικού Στρατού» και Ε. Κ. Στασινοπούλου «Ο Στρατός της πρώτης Εκατονταετίας» και «Η ιστορία της Σχολής των Ευελπίδων».

Ο Φαβιέρος αρχηγός.

Η συγκρότηση του πρώτου αξιόλογου τακτικού στρατού είχε συμπέσει με την απόβαση του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο (Φεβρουάριος 1825). Για πρώτη φορά η επαναστατημένη Ελλάς είχε ν’  αντιμετωπίσει οργανωμένο στρατό, που τον διοικούσαν Ευρωπαίοι αξιωματικοί, με πειθαρχία, με τακτικό ανεφοδιασμό, και οπλισμό άριστο για την εποχή του. Η Ελληνική κυβέρνηση το κατάλαβε γρήγορα πως με τα άτακτα στρατεύματα δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το στρατό των Αιγυπτίων. Και αποφάσισε την ενίσχυση του τακτικού σώματος. Παραγγέλλονται τότε στο Κομιτάτο του Λονδίνου 6.000 στολές και ο ανάλογος οπλισμός. Ψηφίζεται ο πρώτος νόμος περί υποχρεωτικής στρατολογίας – ένας στρατεύσιμος σε 100 κατοίκους – και διορίζεται αρχηγός του τακτικού στρατού ο Γάλλος συνταγματάρχης Κάρολος Φαβιέρος (Fabvier), που αργότερα έγινε στρατάρχης της Γαλλίας. Ο Φαβιέρος ήταν συνταγματάρχης των επιτελών όταν ήλθε στην Ελλάδα. Είχε λάβει μέρος στους Ναπολεοντίους πολέμους και είχε όλα τα προσόντα για να βοηθήσει στον Αγώνα και να φανεί αντάξιος στην αρχηγία που του έδωκαν. Παραλαμβάνει τη διοίκηση του τακτικού στρατού από το Ρόδιο (30 Ιουλίου 1825) και αφιερώνεται με όλη τη θέρμη του αγνού φιλέλληνα στην οργάνωσή του.

Στο Λονδίνο ήταν τότε το μεγάλο παζάρι αξιωματικών. Εκεί είχαν καταφύγει αξιωματικοί από τις στρατιές του Ναπολέοντος και των αντιπάλων του. Επίσης Γάλλοι, Ιταλοί, Ισπανοί και Πολωνοί επαναστάτες, που τους καταδίωκαν οι κυβερνήσεις τους. Όλοι αυτοί ζητούσαν στρατιωτικές θέσεις και νέες περιπέτειες. Δύο επιτροπές, η μία ελληνική και η άλλη αιγυπτιακή, εργάζονταν κάθε μία για λογαριασμό της. Η ελληνική στρατολογούσε και έστελνε στην Ελλάδα τους φιλέλληνες αξιωματικούς. Τους φιλότουρκους τους έπαιρνε στην Αίγυπτο ο Μεχμέτ Αλής. Από εκεί στρατολόγησε ένα μέρος των στελεχών του ο Φαβιέρος και το συμπλήρωσε με τους φιλέλληνες που κατέβηκαν μόνοι τους στην Ελλάδα, κυρίως από τη Γαλλία και τη Γερμανία. Με την κατάταξη νέων στρατιωτών αυξάνει τη δύναμη του τακτικού. Εφαρμόζει τους γαλλικούς κανονισμούς, συγκροτεί ιππικό με το φιλέλληνα ταγματάρχη Ρεννώ (Regnault de St Jean d’ Angely), που αργότερα έγινε και αυτός στρατάρχης στη Γαλλία, και πυροβολικό με 4 κανόνια υπό το λοχαγό Εμμανουήλ Καλλέργη. Και την 1 Οκτωβρίου 1825 το σώμα του Φαβιέρου ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Αθήνα.

Ο στρατός του Φαβιέρου στην Αθήνα.

Με επί κεφαλής τη μουσική, που την διευθύνει ο Γερμανός Μάγγελ, ύστερ’ από πορεία πέντε ημερών ο στρατός του Φαβιέρου φθάνει στην Αθήνα. Η πόλη τον υποδέχεται με ενθουσιασμό. Όλοι οι Αθηναίοι έτρεξαν να χαιρετήσουν τον τακτικό στρατό. Το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο τον προϋπάντησε στην Ιερά οδό, με το πατριωτικό τραγούδι που είχαν συνθέσει για το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη και άρχιζε με τους στοίχους:

 

Έλληνες! Κλαύσωμεν άνδρα γενναίον,

τον Μάρκον Βότσαρη, Ήρωα νέον, ούτος απέθανεν ηρωϊκώς.

 

Τούτον τον Ήρωα ας μιμηθώμεν

Αν την ελευθερίαν μας όντως ποθώμεν

Και θέλει θραύσωμεν εχθρούς ημών.

 

Ο Φαβιέρος με προκήρυξή του (6 Οκτωβρίου 1825) κάλεσε τους Αθηναίους να καταταγούν στο Τακτικό Σώμα. Οι καλύτεροι νέοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησή του. Άρχισε τότε μία περίοδος εντατικής εργασίας. Ο ίδιος ο Φαβιέρος παρακολουθεί και τις μικρότερες λεπτομέρειες στην οργάνωση και εκπαίδευση του στρατού του, που η δύναμή του, από 700 που είχε όταν ήλθε στην Αθήνα, έφθασε τους 3.500. Όχι μόνο οι στρατιώτες γυμνάζονται κάθε ημέρα, αλλά και οι αξιωματικοί παρακολουθούν υποχρεωτικά τη διδασκαλία των κανονισμών, που κάνει τα απογεύματα ο Γάλλος λοχαγός Μαγιές. Τα μαθήματα των αξιωματικών τα παρακολουθούν ο Γκούρας και ο υποφρούραρχός του Μαμούρης. Ήταν το πρώτο σχολείο αξιωματικών που λειτουργούσε στην Ελλάδα. Τις Κυριακές, μετά την εκκλησία, γίνονταν μεγάλες ασκήσεις έξω από την Αθήνα, που πήγαιναν και οι κάτοικοι, για να θαυμάσουν τα γυμνάσια του πεζικού, τις επελάσεις του ιππικού και τη βολή του πυροβολικόυ με πραγματικά πυρά. Με μεγάλη παράταξη και με συμμετοχή όλων των Αθηναίων, του Γκούρα και των αξιωματικών των ατάκτων, γιορτάστηκε (3 Φεβρουαρίου 1826) ο σχηματισμός του τρίτου τάγματος στο στρατό του Φαβιέρου. Ο Μητροπολίτης ευλόγησε τη σημαία του τάγματος, που την πρόσφεραν τα κορίτσια του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου, και ο λαός πανηγύρισε. «Η ημέρα αύτη ελογίσθη ως ημέρα λαμπρά» γράφει ο Σουρμελής «και οι άνθρωποι με δάκρυα χαράς επλήσθησαν ελπίδων χρηστών». Και ο Χ. Βυζάντιος αναφέρει στην « Ιστορία του Τακτικού Στρατού» με λεπτομέρειες την τελετή.

Η εκστρατεία της Καρύστου.

Αλλά η πρόοδος του στρατού του Φαβιέρου δεν κράτησε πολύ καιρό. Αντιζηλίες, έλλειψη χρημάτων και πολιτικοί υπολογισμοί, δημιούργησαν αντίδραση εναντίον του. Εκείνο όμως που κυρίως τον έβλαψε ήταν η άτυχη εκστρατεία της Ευβοίας, που την αποφάσισε ο Φαβιέρος χωρίς να συμβουλευθεί την κυβέρνηση. Στην επιχείρηση ήταν αντίθετος και ο Γκούρας και προσπάθησε να την ματαιώσει. Υπερίσχυσε όμως η γνώμη του Φαβιέρου. Τα δύο τάγματα του πεζικού, με το ιππικό και το πυροβολικό, ξεκίνησαν, το Μάρτιο του 1826, για να καταλάβουν την Κάρυστο της Ευβοίας. Το τρίτο τάγμα έμεινε στην Αθήνα. Στην εκστρατεία αυτή το τακτικό σώμα αποδεκατίστηκε από τον τουρκικό στρατό που διοικούσε ο Ομέρ πασάς ο Καρυστινός. Υπολείμματα του σώματος με το Φαβιέρο ξαναγύρισαν στην Αθήνα με τη βοήθεια του ελληνικού στόλου, που έσπευσε να τους σώσει, άμα έμαθε την καταστροφή.

Με τις στολές που είχαν παραγγείλει στο Λονδίνο και είχαν φθάσει στην Ελλάδα, ντύθηκε ο αποδεκατισμένος στρατός του Φαβιέρου και το τάγμα που είχε μείνει στην Αθήνα. Και για πρώτη φορά ο ελληνικός στρατός φορούσε τόσο λαμπρή στολή. Το αμπέχονο ήταν γαλάζιο με ασημένια σιρίτια, το παντελόνι φαιό και το κράνος μαύρο με χρυσά στολίδια, που λαμποκοπούσαν στον ήλιο. Αργότερα οι στρατιώτες, ασυνήθιστοι στο κράνος, το αντικατάστησαν με το πατροπαράδοτο .. φέσι. Επί πλέον σε κάθε στρατιώτη ένα αγγλικό όπλο με ξιφολόγχη, άφθονη λινοστολή και ένα δερμάτινο γυλιό. Παρ’ όλη όμως την εξωτερική του εμφάνιση ο στρατός του Φαβιέρου δεν ήταν πια εκείνος των πρώτων ημερών. Ο ενθουσιασμός είχε ελαττωθεί και το φρόνημα είχε καταπέσει. Η αποτυχία της Καρύστου είχε επιδράσει στο ηθικό του. Και το χειρότερο, καθώς αναφέρει ο Βυζάντιος, «οι κεκρυμμένοι εχθροί του Φαβιέρου ασυστόλως ήδη αντέπραττον εις αυτόν· πρώτος ο στρατηγός Γκούρας, ο τοσούτον δήθεν ενθουσιασθείς υπέρ του τακτικού στρατού, ώστε και αυτό το ένδυμα του απλού στρατιώτου ενεδύθει και καθ’ εκάστην εγυμνάζετο εν υπαίθρω, προς δε τον Φαβιέρον έδειξε τοσαύτην προσποιημένη φιλίαν, ώστε προσεκάλεσαν αυτόν να γίνει και παράνυμφος του ανεψιού αυτού Μαμούρη, αυτός λοιπόν ο Γκούρας ενεψύχωνεν ήδη αναφανδόν την εν τω τακτικώ στρατώ λιποταξίαν, δεχόμενος εν αυτή τη Ακροπόλει τους νεωστί ενδεδυμένους και οπλισμένους στρατιώτας …». Αλλά και στο Εκτελεστικό η κλίκα του Κωλέττη εργαζόταν εναντίον του Φαβιέρου, γιατί τον υποπτευόταν για φίλο του Μαυροκορδάτου. Και το αποτέλεσμα ήταν να κοπούν τα χρήματα για τη συντήρηση του τακτικού στρατού.

Ο Φαβιέρος ζήτησε τότε από την Κοινότητα των Αθηναίων να του εξασφαλίσει τα απαραίτητα, για να μείνει στην πόλη τους. Αλλά η Δημογεροντία δε δέχτηκε την πρόταση, πιεζομένη από την κλίκα του Κωλέττη και το Γκούρα, μολονότι τη στιγμή εκείνη η παρουσία του τακτικού στρατού ήταν απαραίτητη, ύστερ’ από την πτώση του Μεσολογγίου. Ο Κιουταχής ήταν πια ελεύθερος να βαδίσει εναντίον της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος. Και ο κίνδυνος για την Αθήνα ήταν άμεσος. Ο αθηναϊκός λαός το αισθάνθηκε. Και όταν είδε το στρατό του Φαβιέρου να εγκαταλείπει την πόλη και να κατεβαίνει στον Πειραιά για να επιβιβαστεί στα πλοία, έτρεξε, μαζί με το Μητροπολίτη, να τον σταματήσει. Ο λαός δεν εγνώριζε, ούτε τις σκευωρίες της μικροπολιτικής, ούτε την άρνηση της Δημογεροντίας για τα έξοδα, που ανάγκασε το Φαβιέρο, από έλλειψη μέσων να φύγει. Το διάβημα των Αθηναίων δεν τελεσφόρησε. Τις τελευταίες ημέρες του Απριλίου ο στρατός του Φαβιέρου επιβιβάστηκε σε πλοία στον Πειραιά και έφυγε για το Ναύπλιο. Η Αθήνα έμεινε μόνο με τους 300 άτακτους του Γκούρα, για να την υπερασπίσουν στην εισβολή του Κιουταχή.