Ύστερ’ από την παράδοση της Ακροπόλεως στον Κιουταχή, οι περισσότεροι από τους Αθηναίους είχαν μαζευτεί στην Αίγινα. Εκεί έμειναν η Δημογεροντία και ο Επίσκοπος Αθηνών Νεόφυτος. Οι πιο φτωχοί λιμοκτονούσαν. Δουλειές δεν υπήρχαν και πολλοί αναγκάστηκαν να καταταγούν στα σώματα των ατάκτων για να ζήσουν. Η άφιξη του Καποδίστρια στην Αίγινα (12 Ιανουαρίου 1828) διόρθωσε κάπως την κατάσταση των προσφύγων Αθηναίων.
«Ο Εξοχώτατος Κυβερνήτης» γράφει η Γενική Εφημερίς της Ελλάδος «απέβει εις το παράλιον της πόλεως εν μέσω ευφημιών αναριθμήτου πλήθους, αναβόωντων το, Ζήτωσαν οι τρεις Βασιλείς! Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο Κυβερνήτης! Ο δρόμος ο φέρων από τον αιγιαλόν εις το βουλευτήριον, όλαι αι παραστοιχούσαι οικίαι, και τα πέριξ του βουλευτηρίου ήσαν πλήθοντα ενθουσιώδους λαού, διά μέσου του οποίου η Εξοχότης του ήλθεν εις το βουλευτήριο, προπεμπόμενος παρά του ιερατείου και παντός του διοικητικού συστήματος και ακολουθούμενος υπό πλήθους φερόντων κλάδους δάφνης και ελαίας και ανευφημούντων συχνάκις τον Κυβερνήτη. Η βουλή υπεδέθει τον Κυβερνήτην με τα πλέον ζωηρά δείγματα τιμής και αγάπης».
Ο Καποδίστριας στην Αίγινα.
Την ίδια ημέρα η Αντικυβερνητική Επιτροπή, όπως λεγόταν τότε η Προσωρινή κυβέρνηση, σε προκήρυξή της προς το Πανελλήνιο έλεγε ότι: «παραδίδει τας ηνίας της Κυβερνήσεως εις χείρας ανδρός σεβαστού δια την αρετήν και τα προτερήματά του, εμπείρου εις τα πράγματα, και εν ενί λόγω της διά τόσων αιμάτων κτηθείσης ελευθερίας». Με τις εκδηλώσεις αυτές ο Καποδίστριας αναλαμβάνει την κυβέρνηση ενός κράτους που ούτε τα σύνορά του δεν είχαν προσδιοριστεί. Ο πόλεμος με την Τουρκία εξακολουθούσε. Η Ανατολική Στερεά Ελλάς είχε καταληφθεί από τον Κιουταχή. Στη Δυτική Ελλάδα η τουρκική παντιέρα ανέμιζε επάνω από τα ένδοξα ερείπια του μεσολογγίου. Στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ, ύστερ’ από την καταστροφή του στόλου του στο Ναυαρίνο και προβλέποντας σύντομη την αναχώρησή του από το Μωριά, είχε βαλθεί με μανία να ξερριζώσει, ό,τι είχε αφήσει όρθιο ο πόλεμος. «Πριν φύγω» έλεγε «θα ανασκάψω όλη την Πελοπόνησο και θα την σπείρω με αλάτι».
Η κατάσταση της Ελλάδος.
Τα ερείπια του πολέμου τα πλαισίωνε η διοικητική και η οικονομική εξάρθρωση. Οι εκθέσεις των υπουργών στον Καποδίστρια μας δίνουν μιαν εικόνα από την κατάσταση που επικρατούσε. «Το κράτος δεν είναι άλλο ει μη η Αίγινα, ο Πόρος, η Σαλαμίς, η Ελευσίς και τα Μέγαρα» του είπε ο υπουργός των Εσωτερικών Α. Λόντος. Και πρόσθεσε: «Έχομεν και τινας νήσους εις το Αιγαίον, αλλ’ εις ολίγας μεθ΄ ημών ευρίσκονται σχέσεις οι εκεί νομάρχαι, διότι κύριοι αυτών είναι οι πειραταί». Παραστατικότερος ακόμη ο υπουργός των Οικονομικων Π. Λιδωρίκης, αναφέρει στον Κυβερνήτη ότι «όχι μόνο χρήματα δεν υπάρχουσιν εν τω ταμείω, αλλ’ ούτε ταμείον υπάρχει, διότι δεν υπήρξε ποτέ». Ως και αυτά τα μικροέξοδα που χρειάστηκαν για να επισκευαστεί το σπίτι στην Αίγινα, που θα έμενε ο Καποδίστριας, δεν είχε να τα πληρώσει η κυβέρνηση και τα πλήρωσε ο ίδιος. Ακόμη χειρότερα ήταν τα στρατιωτικά πράγματα. Μερικά λείψανα τακτικού στρατού βρίσκονταν με το Φαβιέρο στην εκστρατεία της Χίου, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα μπουλούκια, υπό την αρχηγία καπετάνιων, πολεμούσαν πότε τον Τούρκο και πότε μεταξύ τους, μάστιγα φοβερή του άμαχου πληθυσμού. «Όχι μόνο στρατόν δεν έχομεν» του λέγει ο υπουργός των Στρατιωτικών Α. Βλαχόπουλος, «αλλ’ ούτε υλικόν πολέμου, διότι το Ναύπλιον και το εκεί οπλοστάσιον ευρίσκονται εις χείρας του Γρίβα». Και πραγματικά ο Γρίβας με το Φωτομάρα, κατέχοντας ο ένας το Παλαμήδι και ο άλλος την Ακροναυπλία, είχαν στήσει γερό πόλεμο μεταξύ τους. Έντρομοι οι κάτοικοι του ναυπλίου μετρούσαν κάθε μέρα τα θύματα του άμαχου πληθυσμού, που σκοτώνονταν στην πόλη από τις σφαίρες των δύο καπετάνιων. Η κυβέρνηση ανίσχυρη να τους επιβληθεί, όταν είδε πως οι σφαίρες πέφταν και σ’ αυτό το Βουλευτήριο – σκοτώθηκε μάλιστα ένας βουλευτής και τραυματίστηκε ένας άλλος – πήγε για ασφάλεια στην αρχή στο θαλασσόπυργο Μπούρτζι και έπειτα στην Αίγινα, περιμένοντας «ως από μηχανής θεόν» τον Καποδίστρια.
Προσπάθειες Καποδίστρια.
Ο Καποδίστριας επιχείρησε να φτιάξει κράτος. Μια από τις πρώτες προσπάθειές του ήταν να μαζέψει τα ορφανά του πολέμου. Εκατοντάδες παιδιά, που οι συφορές του Αγώνα τα είχαν ορφανέψει, ακολουθούσαν τα άτακτα στρατεύματα, χρησιμεύοντας για «ψυχογιοί» σε αρχηγούς και σε στρατιώτες. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες και απειλές ακόμη, κατόρθωσε ο Κυβερνήτης να αποσπάσει από τα νύχια της διαφθοράς πεντακόσια μικρά παιδιά και να τα στεγάσει στο Ορφανοτροφείο που έχτισε στην Αίγινα, με έξοδά του και συνεισφορές από το εξωτερικό. Στο χτίσιμο του Ορφανοτροφείου χρησιμοποίησε για εργάτες ένα μεγάλο μέρος από τους πρόσφυγες Αθηναίους, που μέναν στην Αίγινα. Όσους δεν ξέραν τέχνη και ιδίως τα γυναικόπαιδα τους έβαλαν να κουβαλούν τα υλικά με ημερομίσθιο. Ήταν η πρώτη αποφασιστική βοήθεια για τους Αθηναίους, που λιμοκτονούσαν στην Αίγινα. Μερικοί τους είχαν χρησιμοποιήσει και προηγουμένως στην καθαριότητα των δρόμων. Είχαν φροντίσει ακόμη για την περίθαλψη των προσφύγων Αθηναίων, ιδιαίτερα των γυναικοπαίδων, μερικά ιδιωτικά αμερικανικά φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ένα από τα σωματεία αυτά, όταν τέλειωσε η ανοικοδόμηση του Ορφανοτροφείου και οι φτωχοί Αθηναίοι έμειναν πάλι άνεργοι, έφτιαξε το λιμάνι της Αίγινας, για να τους δώσει εργασία. Με τέτοιες συνθήκες ζωής ήταν φυσικό οι Αθηναίοι να νοσταλγούν την πόλη τους. Και από την εποχή του Καποδίστρια άρχισαν σποραδικά να ξαναγυρίζουν στην τουρκοκρατούμενη ακόμη Αθήνα.
Απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδος.
Για την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδος ο Καποδίστριας συγκρότησε στρατόπεδο στην Τροιζήνα, με βάση ανεφοδιασμού του στην Σαλαμίνα. Εκεί οργάνωσε 8 χιλιαρχίες με αξιωματικούς και στρατιώτες των ατάκτων στρατευμάτων. Ένα μέρος των χιλιαρχιών το έβαλε υπό τις διαταγές του Δημητρίου Υψηλάντη και τους υπόλοιπους υπό τον Άγγλο στρατηγό Τζωρτζ. Ο Υψηλάντης πήρε την εντολή να ελευθερώσει την Ανατολική Στερεά Ελλάδα από τους Τούρκους και ο Τζωρτζ τη Δυτική. Γαλλικός στρατός με το στρατηγό Μαιζών θα ξεκαθάριζε την Πελοπόννησο από το στρατό του Ιμπραήμ. Η απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδος είναι, ασφαλώς, το σημαντικότερο από τα έργα του Καποδίστρια. Ως τότε η ξένη διπλωματία συζητούσε μόνο για απελευθέρωση της Πελοποννήσου. Και η αγγλική πολιτική ήταν απόλυτα εχθρική σε κάθε επέκταση των ελληνικών ορίων πέραν από τον Ισθμό. Παρά την αντίδραση αυτή των ξένων κυβερνήσεων και ιδίως της αγγλικής, ο Καποδίστριας αναλαμβάνει με το στρατό των χιλιαρχιών που οργάνωσε, να ελευθερώσει ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα από τους Τούρκους. Ήταν ένας από τους λόγους που η αγγλική διπλωματία έγινε ακόμη πιο εχθρική απέναντι του παλαιού υπουργού του Τσάρου. Η απελευθέρωση άρχισε με τον Τζωρτζ από τη Δυτική Ελλάδα και συνεχίστηκε με τον Υψηλάντη στην Ανατολική. Μέσα σ’ ένα χρόνο (1828) η Στερεά Ελλάς είχε καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό. Όλα τα κάστρα είχαν παραδοθεί από τους Τούρκους στους Έλληνες, είτε με συνθηκολόγηση, είτε ύστερ’ από μάχη. Δύο μόνο κάστρα, της Λαμίας και της Αθήνας, εξακολουθούσαν ακόμη να είναι τουρκικά.
Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830).
Η ευρωπαϊκή διπλωματία, μετά την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδος, βρέθηκε «προ τετελεσμένου γεγονότος» και αναγκάστηκε να την συμπεριλάβει με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 στα ελληνικά σύνορα. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1829 βοήθησε τον Καποδίστρια στην προσπάθειά του. Η Τουρκία, απασχολημένη με τον πόλεμο κατά της Ρωσίας, δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσει και να στείλει δυνάμεις εναντίον των Ελλήνων. Αυτή ήταν η μεγάλη υπηρεσία που πρόσφερε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα. Επί των ημερών του τα ελληνικά σύνορα, αντί του Ισθμού της Κορίνθου που τα τοποθετούσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και μάλιστα υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου, προωθήθηκαν στον Όρθρυ και στον Αμβρακικό κόλπο. Το Ελληνικό κράτος, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, γινόταν κυρίαρχο και ανεξάρτητο. Η τουρκική φρουρά εξακολουθούσε, ωστόσο, να μένει στην Ακρόπολη και μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου. Ο Καποδίστριας προσπάθησε με συνεννοήσεις να απαλλάξει την Ακρόπολη από την παρουσία των Τούρκων. Για το σκοπό αυτό συναντήθηκαν στον Πειραιά (Ιανουάριος 1831) οι αντιπρέσβεις των Συμμάχων Δυνάμεων και ο Καποδίστριας και ζήτησαν από τον Τούρκο φρούραρχο να αποχωρήσει. Αλλά οι Τούρκοι απαιτούσαν σε αντάλλαγμα για την Ακρόπολη να τους παραδώσουμε το φρούριο της Βόνιτσας. Η πρόταση δεν έγινε δεκτή και η τουρκική φρουρά έμεινε στην Αθήνα, όπου εξακολουθούσε να βρίσκεται και ο Βοεβόδας, εκπροσωπώντας, τυπικά τουλάχιστο, την εξουσία του σουλτάνου.
Η κατάσταση στην Αθήνα.
Το Μάιο του 1831 οι περισσότεροι Αθηναίοι είχαν ξαναγυρίσει στην ερειπωμένη πόλη τους. Μαζεύτηκαν και εκλέξαν μία προσωρινή Δημογεροντία, ως την οριστική αποκατάσταση των πραγμάτων. Δημογέρονες είχαν εκλεγεί: ο Ανάργυρος Πετράκης, Νικόλαος Ζαχαρίτσας, Άγγελος Γέροντας και Μιχαήλ Βουζίκης. Ο Καποδίστριας όμως δε θέλησε να αναγνωρίσει τη Δημογεροντία για τοπική αρχή. Δημιουργήθηκε τότε μια ιδιότυπη κατάσταση. Στην Ακρόπολη υπήρχε η τουρκική φρουρά και στην πόλη ο Βοεβόδας. Αλλά η Δημογεροντία, αδιαφορώντας για την παρουσία των Τούρκων, διοικούσε την πόλη σα να είχε δικό της κράτος. Και πολλές φορές ερχόταν σε αντίθεση με τις αποφάσεις του Καποδίστρια, πράγμα που δημιούργησε ψυχρότητα στις σχέσεις Ναυπλίου και Αθήνας. Και όταν σημειώθηκαν τα στασιαστικά και θλιβερά γεγονότα της Ύδρας και του Πόρου εναντίον του Καποδίστρια, οι Αθηναίοι τάχθηκαν με τους «συνταγματικούς». Έστειλαν, μάλιστα, την 8 Ιουλίου 1831 και μία αναφορά, αρκετά τολμηρή, προς τον Καποδίστρια. Η αναφορά γράφει:
«Εξοχώτατε Κυβερνήτα! Όταν το Έθνος βεβαρυμένον από τα δεινά της δουλείας, ανέλαβε τον μέγαν αγώνα της ανεγέρσεώς του, ωρκίσθει ιερόν όρκον να ανακτήσει τα δίκαιά του, και να συναριθμηθεί με τα ελεύθερα έθνη των ομοθρήσκων του. Η θυσία των τέκνων, αδελφών, συγγενών και συμπολιτών μας, η κατεδάφισις των πόλεών μας, η στέρησις των χρημάτων και όλης της περιουσίας μας μαρτυρούσι τρανώς την σταθεράν μας ταύτη απόφασιν· όλα ταύτα, μεταναστεύσεις συνωδευομένας με όλα τα βάρη της περιπλανήσεως ένθεν κακείθεν, τα υποφέραμεν αγογγύστως, διά να φθάσωμεν τον προκείμενον σκοπόν, την πο λ ι τ ι κ ή ν μ α ς ε λ ε υ θ ε ρ ί α ν, την οποίαν το Έθνος εσπούδαζε να θεμελιώσει εις βάσεις φρονίμου σ υ ν τ α γ μ α τ ι κ ή ς π ο λ ι τ ε ί α ς. Και εν μέσω των δεινοτέρων περιστάσεων τρεις Εθνικαί Συνελεύσεις συνέταξαν και καθιέρωσαν το πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος. Δυνάμει ενός των ψηφισμάτων της τελευταίας Συνελεύσεως προσεκλήθητε Εξοχώτατε, Πρόεδρος, διά να αναπτύξετε και στηρίξετε τούτο το Σύνταγμα. Το Έθνος σας εδέχθε με ανοικτή καρδίαν, και εις την φρόνησιν και εμπειρίαν σας αφιέρωσεν όλας τας ελπίδας των πολυτίμων θυσιών του. Αλλ’ έναντίον των ελπίδων και των ευχών του, το Σ ύ ν τ α γ μ α, όπερ εγγυάται την μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων επιστοσύνην, εφάνη ως πρόσκομμα. Η Εθνική Βουλή κατηργήθει· όθεν κατεπατήθει το πολίτευμα. Η τυπογραφία εδεσμεύθει· ακυρώθει ο περί εκλογής των Δημογερόντων νόμος· παρεβιάσθει η εκλογή την Πληρεξουσίων· Δικαστήρια ωργανίσθησαν ασυμβίβαστα εις Έθνος ελεύθερον· πλήθος Αστυνόμων τακτικών και ατάτκων (καλουμένων) και άλλων δούλων της Εξουσίας διωρισμένων να πιέζουν την φωνή του λαού, τρέφονται παχέως, ενώ τα παιδιά των πεσόντων υπέρ Πατρίδος λιμώττουσι και παραμελούνται. Εκ τούτων δυσαρέσκειαι, ενοχλήσεις, παράπονα, καταδρομαί, έπειτα και εξορίαι των τιμίων πολιτών, νέκρωσις του εμπορίου, γενικά αμηχανία, και γογγυσμός».
«Εις τοιαύτην κατάστασιν μη βλέποντες αλλού, Εξοχώτατε, την θεραπείαν όλων αυτών των δεινών του Έθνους, το οποίον χρεωστί να δικαιώσει και τας μεγάλας ευεργασίας των Υψηλών Δηνάμεων, πολιτευόμενον ως Έθνος ελεύθερον και κυβερνώμενον κατά τον τρέχοντα φωτισμένον αιώνα, χρεωστούμεν να επικαλεσθώμεν Ε θ ν ι κ ή ν Σ υ ν έ λ ε υ σ ι ν, Σ ύ ν τ α γ μ α . Εις αυτό οι Έλληνες θέλουσιν εύρει την εγγύησιν της προσωπικής και κτηματικής ασφαλείας των, αφειμένης σήμερον εις την διάκρισιν του εσχάτου υπαλλήλου της Κυβερνήσεως· εις την Εθνικήν Συνέλευσιν ελπίζομεν και την λύσιν του αινίγματος, το οποίον μας αφήνει ακόμη να στενάζωμεν υποκάτω εις ξένην εξουσίαν (εννοεί την τουρκική παρουσία στην Αθήνα), ύστερον από τόσας και τόσας θυσίας. Παρακαλούμεν, Εξοχώτατε, να δεχθήτε ευμενώς την κοινήν μας ταύτη εθνικήν αίτησιν, και να θεραπεύσητε τας πληγάς των Ελλήνων, επικαλουμένων Εθνικήν Συνέλευσιν, Σύταγμα. Τη 8 Ιουλίου 1831, εκ των Ερειπίων Αθηνών κ.τ.λ.».
Παραθέσαμε ολόκληρο το κείμενο της αναφοράς, γιατί είναι ενδεικτικό και διδακτικό από πολλές πλευρές. Μας δείχνει το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα των Αθηναίων και ακόμη την ψυχολογική ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί και οδήγησε στο έγκλημα της 27 Σεπτεμβρίου 1831 με τη δολοφονία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος.