Η λεηλασία και η καταστροφή των μνημείων και των έργων τέχνης της αρχαίας Ελλάδος, είχε αρχίσει από τα ρωμαϊκά χρόνια και συνεχίστηκε την εποχή του Βυζαντίου και της Φραγκοκρατίας.
Οι Τούρκοι έδειξαν σεβασμό στις ελληνικές αρχαιότητες. Η θρησκεία τους απαγόρευε τις πλαστικές τέχνες. Γι’ αυτό δεν έπαιρναν τα αγάλματα ή τα ανάγλυφα από αρχαία μνημεία για να τα βάλουν σε μουσουλμανικά κτίρια ή να τα μεταφέρουν στα σπίτια τους. Τα μνημεία ήταν επί πλέον περιουσία του σουλτάνου και κανένας δεν τολμούσε να την θίξει. Όσοι ξένοι λεηλάτησαν τις ελληνικές αρχαιότητες, το έκαναν κρυφά ή φρόντιζαν να εφοδιάζονται με σουλτανική άδεια (φιρμάνι). Υπήρχε ακόμη και η πρόληψη ότι, κάτω από τις αρχαίες κολώνες ήταν χωμένα «αερικά και ξωτικά», που θα φέρναν «θανατικό», δηλαδή επιδημία, αν έπεφτε η κολώνα και μέναν ελεύθερα. Ο ίδιος όμως σεβασμός δεν υπήρχε για τις πεσμένες κολώνες, που τις περισσότερες τις έφαγε το καμίνι του ασβέστη. Γι’ αυτούς τους λόγους οι Τούρκοι δεν πείραζαν τις ελληνικές αρχαιότητες. Και όμως, τα μνημεία στην Ακρόπολη ποτέ άλλοτε δεν έπαθαν τέτοιες καταστροφές, όσες τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Και αναφέραμε πως έγινε η καταστροφή των Προπυλαίων, του Παρθενώνος και του Ναού της Νίκης. Έναν αιώνα μετά τη βόμβα του Μοροζίνη, ο Άγγλος Ελγίνος έρχεται να συμπληρώσει την καταστροφή του Παρθενώνος.
Ο Ελγίνος.
Ο Thomas Bruce, έβδομος κόμης του Elgin, είχε σταλεί το 1799 πρέσβυς της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη. Το διορισμό του τον είχε επιδιώξει ο ίδιος. Σκοπός του δεν ήταν η εξυπηρέτηση των αγγλικών συμφερόντων στην Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά η συλλογή αρχαιοτήτων και γύψινων εκμαγείων και σχεδίων από τους αρχαίους ελληνικούς ναούς. Ζητούσε με τον τρόπο αυτό, καθώς έλεγε, «να εξυψώσει τις τέχνες της πατρίδας του». Ο Ελγίνος ξεκίνησε από την Αγγλία για τη νέα του θέση με το πλοίο «Φαέθων» και πέρασε από το Παλέρμο. Εκεί συναντά το λόρδο Χάμιλτον, πρέσβυ της Αγγλίας, συλλέκτη αρχαιοτήτων και περισσότερο γνωστό για τους έρωτες που είχε η γυναίκα του με το ναύαρχο Νέλσων. Με τη βοήθεια του Χάμιλτον, ο Ελγίνος συμπληρώνει με Ιταλούς το συνεργείο για τις αρχαιολογικές του «επιχειρήσεις». Παίρνει το ζωγράφο Τζιοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι, ένα σχεδιαστή και έναν αρχιτέκτονα. Από την Αγγλία είχε πάρει τον εφημέριο Φίλιπ Χάντ, ηλικίας 22 χρονών και από τους κυρίως υπεύθυνους της λεηλασίας του Παρθενώνος, τον καθηγητή του Καίμπριτζ Ζόζεφ Καρλάιλ και μερικούς άλλους για βοηθητικό προσωπικό. Η αποστολή του καθηγητή Καρλάιλ ήταν να μαζέψει, από τα ελληνικά μοναστήρια ή όπου θα εύρισκε, αρχαία χειρόγραφα. Πριν φθάσει στην Κωνσταντινούπολη ο νέος πρέσβυς της Αγγλίας περνάει από την Τροία. Και κατορθώνει να πάρει, με την επέμβαση του Τούρκου ναυάρχου των Δαρδανελλίων, δύο αρχαίες μαρμάρινες πλάκες, παρά την έντονη αντίδραση και τις διαμαρτυρίες των κατοίκων, που πίστευαν πως οι πλάκες είχαν μαγικές ιδιότητες και δεν εννοούσαν να τις αποχωριστούν.
Αρχαιοκάπηλος περιωπής ο Ελγίνος, μετά την εγκατάστασή του στην Κωνσταντινούπολη, φροντίζει να μαζεύει ελληνικές αρχαιότητες, είτε ταξιδεύοντας ο ίδιος στις ελληνικές επαρχίες και τα νησιά, είτε με ανθρώπους του. Στην Αθήνα είχε στείλει το συνεργείο με τους Ιταλούς του Παλέρμου. Στο τέλος πέτυχε να πάρει άδεια από την οθωμανική κυβέρνηση, καθώς αναφέρει ο ίδιος στην έκθεσή του, και να πάει στην Αθήνα «συνοδευόμενος από αρχιτέκτονες, ζωγράφους και τεχνικούς, για να μελετήσουν, να ζωγραφίσουν και να κάνουν εκμαγεία των γλυπτών του Παρθενώνος και των άλλων αθηναϊκών αρχαιοτήτων. Η οθωμανική κυβέρνηση έδωκε τη συγκατάθεσή της για την αποστολή αυτή του Άγγλου πρέσβυ, αφού, άλλωστε, δεν επρόκειτο παρά να μελετήσει και να πάρει αντίγραφα και εκμαγεία από τις αθηναϊκές αρχαιότητες. Ούτε ήταν ο πρώτος που ζητούσε να δει και να ζωγραφίσει τα μνημεία στην Ακρόπολη. Από τα μέσα του 18ου αιώνα είχαν πληθύνει οι «αρχαιόφιλοι» που επισκέπτονταν την Ελλάδα, είτε μόνοι τους, είτε και οργανωμένοι σε επιστημονικές αποστολές (κρουαζιέρες), πληρωμένες από κυβερνήσεις ή σωματεία. Σκοπός όλων αυτών των «αρχαιοφίλων» ήταν η λεηλασία των ελληνικών αρχαιοτήτων και η μεταπώληση. Τότε πλουτίστηκαν τα περισσότερα μουσεία της Ευρώπης και οι ιδιωτικές συλλογές. Εάν η Ελλάς ελευθερωνόταν μερικά χρόνια αργότερα, με το ρυθμό που είχε πάρει η αρχαιοκαπηλεία στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, ασφαλώς δε θα έμενε ούτε ένα αρχαίο στον τόπο του. Στο τέλος παζάρευαν και ζητούσαν να μεταφέρουν ολόκληρα κτίρια στο εξωτερικό, όπως το Ερεχθείο και το Μνημείο του Λυσικράτους.
Λεηλασία της Ακροπόλεως.
Η Αθήνα ήταν από τα μεγάλα κέντρα των «αρχαιολογούντων»ξένω την εποχή που έφθασε ο Ελγίνος με την ακολουθία του. Και ασφαλώς η παρουσία του δε θα έκανε μεγάλη εντύπωση. Ο Βοεβόδας και ο φρούραρχος στην Ακρόπολη δε θα δυσκολεύτηκαν να του επιτρέψουν ν’ ανέβει στο Κάστρο και να κάνει τις μελέτες του ύστερα μάλιστα από το σουλτανικό φιρμάνι. Όπως αναφέρει ο ίδιος στην έκθσή του, πρόθεσή του δεν ήταν να αφαιρέσει τα σωζόμενα ακόμη ανάγλυφα του Παρθενώνος. Όταν όωμς είδε «την καταστροφή που είχαν πάρθει τα μάραμαρ και ότι κινδύνευαν να εξαφανιστούν», πέτυχε την άδεια να τα βγάλει και να τα πάρει «πληρώνοντας μία λογική τιμή». Ο ευγενής Λόρδος δεν προσδιορίζει, ούτε το ποσό «της λογικής τιμής», ούτε πιους δωροδόκησε για τη λεηλασία του.
Από το 1801 άρχισε η δεύτερη καταστροφή του Παρθενώνος. Οι τεχνικοί του Ελγίνου έστησαν τις σκαλωσίες στα μνημεία της Ακροπόλεως, όπου εργάστηκε μεγάλος αριθμός εργατών επί δύο περίπου χρόνια. Από τις Μετώπες του Ναού αφαιρέθηκαν οι 15, που είχαν απομείνει από τις 92 που είχε αρχικώς, και παρίσταναν τη μάχη των Λαπιθών και Κενταύρων. Επίσης όλα τα ανάγλυφα της Ζωφόρου με την πομπή των Παναθηναίων και πολλά αγάλματα από τα Αετώματα του ναού που διατηρούνται ακόμη σε καλή σχετικώς κατάσταση. Αλλά ο Ελγίνος δεν περιορίστηκε μόνο στη λεηλασία του Παρθενώνος. Πήρε ακόμη από το Ερεχθείο μία από τις Καυράτιδες, διάφορα κομμάτια, με ανάγλυφες παραστάσεις από το Ναό της Απτέρου Νίκης. Το άγαλμα του Διονύσου και άλλα πολύτιμα έργα τέχνης από τα Προπύλαια και την Ακρόπολη. Είχε σκεφθεί και είχε μελετήσει να μεταφέρει ολόκληρο το Ερεχθείο στην Αγγλία και να το ξαναχτίσει εκεί! Αλλά η μεταφορά παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες με τα ιστιοφόρα πλοία της εποχής εκείνης. Επί πλέον πρόβαλε σοβαρές αντιρρήσεις ο δισδάρης της Ακροπόλεως, γιατί στο Ερεχθείο έμενε το χαρέμι του.
Το μνημείο του Λυσικράτους.
Εκτός από τα όσα πήρε από την Ακρόπολη ο ευγενής Λόρδος και «πρέσβυς της Αγγλίας», φρόντισε να λεηλατήσει και την υπόλοιπη Αττική και άλλα μέρη της Ελλάδος. Διαπραγματεύθηκε και αγόρασε αντί γεννάιου «μπαξίς» από τις τουρκικές αρχές της Αθήνας και ολόκληρο το Μνημείο του Λυσικράτους, που ήθελε να το μεταφέρει στην Αγγλία. Ευτυχώς, οι Καπουτσίνοι, που το χρηιμοποιούσαν για βιβλιοθήκη στο μοναστήρι τους, αρνήθηκαν να το παραδώσουν. Ασφαλώς θα το προόριζαν για τη Γαλλία. Το μοναστήρι των Καπουτσίνων και ο τότε πρόξενος της Γαλλίας στην Αθήνα Φωβέλ (Fr. L. Fauvel) ήταν μεγάλα κέντρα αρχαιοκαπηλείας. Οπωσδήποτε, χάρη στους Καπουτσίνους, βρίσκεται στη θέση του το ωραίο αυτό μνημείο κορινθιακού ρυθμού, που η λαϊκή φαντασία στα χρόνια της σκλαβιάς άλλοτε το έλεγε «Λυχνάρι του Δημοσθένη» και άλλοτε «Φανάρι του Διογένη». Σύμφωνα με έναν κατάλογο που δημοσιεύτηκε στην Αγγλία, μόνο από την Ακρόπολη ο Ελγίνος είχε πάρει 253 μεγάλα μαρμάρινα κομμάτια και αγάλματα, χώρια τα μικρότερα αντικείμενα, τα αγγεία, τις πλάκες και τις άλλες αρχαιότητες που αποκόμισε από τον Ιερό Βράχο και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Συνέχεια λεηλασίας.
Δύο χρόνια κράτησε η επιδρομή του Άγγλου πρέσβυ εναντίον των μνημείων της Αθήνας (1801 – 1803). Αλλά η μεταφορά των «Ελγινείων μαρμάρων» και των άλλων αρχαίων εξακολούθησε και μετά την ανάκλησή του στην Αγγλία (1803). Είχε αφήσει αντιπρόσωπό του στην Ελλάδα τον Ιταλό ζωγράφο Λουζιέρι, που ως το 1812 φόρτωνε σε πλοία και έστελνε στην Αγγλία τις αρχαιότητες που είχε αποθηκεύσει ο Ελγίνος στον Πειραιά. Μερικά από τα ιστιοφόρα που μεταφέραν τα αρχαία βυθίστηκαν. Και αυτό το ιδιόκτητο πλοίο του Ελγίνου «Μέντωρ» ναυάγησε στα Κύθηρα, το 1802, ενώ ήταν φορτωμένο με πολλά κιβώτια με αρχαιότητες. Επί τρία χρόνια έπειτα αγωνίστηκαν να βγάλουν από το βυθό της θάλασσας τις αρχαιτότητες του «Μέντορος».
Παγκόσμια αγανάκτηση.
Η αφαίρεση των μαρμάρων του Παρθενώνος και όλες οι ενέργειες του Ελγίνου, κίνησαν την παγκόσμια αγανάκτηση, των αρχαιοφίλων, των διανοουμένων, ακόμη και πολλών Άγγλων. Ο Λόρδος Βύρων στιγμάτισε τη βέβηλη πράξη στα ποιήματά του «Τσάιλντ Χάρολτν» και «Κατάρα της Αθήνας». Αναφέρεται επίσης ότι ο Βύρων έβαλε και χάραξαν στην Ακρόπολη, κοντά στο όνομα του Ελγίνου, τους λατινικούς στίχους: Quod non facerunt Gothi hoc facerunt Scoti. Δηλαδή: «Εκείνο που δεν έκανα οι Γότθοι, το έκαναν οι Σκώτοι». Ο Ελγίνος ήταν, ως γνωστό, Σκωτσέζος.
Η αγγλική υποκρισία.
Αλλά και αυτή η Αγγλική κυβέρνηση αποδοκίμασε την πράξη του πρέσβυ της. Τον ανακάλεσε το 1803 από την Κωνσταντινούπολη και δεν τον χρησιμοποίησε πια σε καμμιά δημοσία θέση. Όπως όμως συμβαίνει συχνά με την πολιτική, που αποδοκιμάζει τα πρόσωπα και τις πράξεις τους, αλλά επωφελείται από αυτές, το ίδιο έγινε και στην περίπτωση του Ελγίνου. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1816, το Αγγλικό κοινοβούλιο αποφάσισε να αγοραστεί από το δημόσιο η συλλογή του Ελγίνου που βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Η αγγλική υποκρισία φρόντισε να βάλει και ένα σημείωμα για τους επισκέπτες των «ελγινείων μαρμάρων». Στο σημείωμα τους πληροφορεί πως έγιναν τα έργα στην Ακρόπολη την εποχή του Περικλή και ότι, ο «φιλάρχαιος» Ελγίνος έβγαλε τα ανάγλυφα για να τα σώσει από την καταστροφή. Και καταλήγει με τα εξής: «Η συλλογή του Λόρδου Elgin μεταφέρθηκε στην Αγγλία από το 1802 ως το 1804, αλλά μόνο το 1816 αγοράστηκε από το βρετανικό δημόσιο αντί 35 χιλιάδων λιρών, ενώ στον Έλγιν είχε στοιχίσει 75 χιλιάδες λίρες». Πόσα κόστισε η συλλογή των αρχαιτοτήτων στον Έλγιν, ουδείς το γνωρίζει. Δεν είναι όμως ακριβές ότι η συλλογή μεταφέρθηκε στην Αγγλία από το 1802 -1804 και ότι «μόνο το 1816», δηλαδή μετά 12 χρόνια, την αγόρασε το αγγλικό δημόσιο. Ως τα 1812 μεταφέραν ακόμη από τον Πειραιά κομμάτια της συλλογής. Και μόλις συμπληρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος, άρχισαν οι διαπραγματεύσεις (1810 – 11) με το Βρετανικό Μουσείο, για να την αγοράσει. (Βλέπε σχετικώς: Ι. Γενναδίου «Ο Λόρδος Έλγιν». Αθήναι 1930).
Φθορά των μαρμάρων.
Σημαντικότερη από την αγγλική υποκρισία, που ζήτησε να καλύψει μια ελεεινή πράξη, είναι η ανεπανόρθωτη φθορά που έγινε στα «ελγίνεια μάρμαρα» . Όντας στο υγρό κλίμα του Λονδίνου, έχουν πάθει αλλοιώσεις (βαθειές μαύρες διαβρώσεις), που δεν παρατηρούνται στα άλλα αρχαία αθηναϊκά μνημεία που έμειναν στον τόπο τους. Γι’ αυτό σε διάφορες εποχές έγιναν συζητήσεις και προσπάθειες – και από Άγγλους – για την επιστροφή των ξενητεμένων μαρμάρων στον Παρθενώνα, κυρίως για να μη καταστραφούν. Αλλά ούτε το Βρετανικό Μουσείο, ούτε η Κυβέρνηση της Α. Μ. έδειξαν ποτέ την παραμικρή διάθεση να επανορθώσουν το βανδαλισμό ενός πρέσβυ της Μεγάλης Βρετανίας.
Επιδρομή και περιπέτειες Choiseul Gouffier.
Για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, πριν από τον Ελγίνο, ένας άλλος πρέσβυς, αυτή τη φορά της Γαλλίας, είχεν επίσης λεηλατήσει τον Παρθενώνα, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Ο κόμης Choiseul Gouffier (1752 – 1817), ευπατρίδης και ακαδημαϊκός, είχε επισκεφθεί την Αθήνα δύο φορές: τη μία το 1776 και την άλλη το 1785. «Μανιακός αρχαιόφιλος», πέτυχε να πάρει και αυτός (1784) σουλτανικό φιρμάνι για να κάνει «έρευνες» στην Ακρόπολη. Στις «έρευνές» του είχε συνεργάτη και το ζωγράφο και πρόξενο της Γαλλίας στην Αθήνα Fauvel. Και ο πρέσβυς έγραφε στον πρόξενό του: «Μην αφήσετε καμμιά ευκαιρία προκειμένου να λεηλατήσετε την Αθήνα και τα περίχωρά της. Μη λυπηθήτε ούτε τους νεκρούς, ούτε τους ζωντανούς». Και ο Fauvel, συμμορφούμενος και με τις οδηγίες του πρέσβυ του, προσπαθούσε να μη χάσει καμμιά ευκαιρία. Μαζί με το επάγγελμα του ζωγράφου και τα καθήκοντα του προξένου, ασκούσε, κυρίως το επάγγελμα του μεταπράτη αρχαιοτήτων, σε επίσημα κατά προτίμηση πρόσωπα. Και είχε φιλοξενήσει όχι λίγα. Ήταν μάλιστα συμπαθέστατος και πολύ περιποιητικός στη φιλοξενία του».
Από τις «έρευνες» που έκανε στην Ακρόπολη ο Choiseul Gouffier με τη βοήθεια του Fauvel, είχε μεταφέρει στη Γαλλία, στα 1788, ένα κομμάτι από τη Ζωφόρο του Παρθενώνος, που είχε βρεθεί μέσα στα ερείπια, και μία από τις Μετώπες της μεσημβρινής πλευράς. Και τα δύο βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. Μία άλλη Μετώπη του Παθρενώνςος, όπως διατείνεται ο Φωβέλ, είχε πέσει από καταιγίδα και είχε σπάσει σε τρία κομμάτια. Αλλά ο Φωβέλ κατόρθωσε να μαζέψει κρυφά τα κομμάτια και να τα συσκευάσει σε τρία κιβώτια. Τα είχε φορτώσει, μαζί με άλλα 23 κιβώτια με αρχαιότητες, στο γαλλικό πολεμικό πλοίο «L’ Arabe». Αλλά το πλοίο το πιάσαν (1803) οι Άγγλοι και το πήγαν στη Μάλτα. Το φορτίο του χαρακτηρίστηκε για «λεία πολέμου», επειδή ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας εξακολουθούσε. Και τα κιβώτια βγήκαν στη δημοπρασία. Μάταια προσπάθησε ο Choiseul Gouffier, με παρακλήσεις στο ναύαρχο Νέλσωνα και με άλλες ενέργειες, να του επιτρέψουν τουλάχιστο να αγοράσει τα τρία κιβώτια με τη Μετώπη του Παρθενώνος. Τον πρόλαβε ο πονηρός Ελγίνος. Και στη δημοπρασία που έγινε στη Μάλτα, αγόρασε μαζί με τις άλλες αρχαιότητες και τη Μετώπη του Παρθενώνος. Και τα αγόρασε όλα για 24 λίρες!! …
Ο ταλαίπωρος Gouffier, γέροντας πια, παρακάλεσε και ικέτευσε τον Ελγίνο να του δώσει τη Μετώπη. Ο Ελγίνος του το υποσχέθηκε. Αλλά, όπως ισχυρίστηκε αργότερα, δεν πρόφθασε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Περίμενε τον Choiseul Gouffier, γέρο και άρρωστο, να πάει στο Λονδίνο να την παραλάβει. Στο μεταξύ όμως, ο Gouffier πέθανε το 1817. Και ο Ελγίνος αρνήθηκε να την δώσει στους κληρονόμους του, λέγοντας ότι ήταν προσωπική υπόσχεση προς τον Gouffier που λύθηκε με το θάνατό του. Η Μετώπη αυτή αποτέλεσε μέρος της συλλογής του Ελγίνου και πουλήθηκε μαζί με τα άλλα κομμάτια.
Οι θεοί τιμωρούν.
Το τέλος του Ελγίνου ήταν δραματικό. Γυρίζοντας από την Τουρκία στην Αγγλία, τον έπιασαν αιχμάλωτο οι Γάλλοι και τον κράτησαν τρία χρόνια φυλακισμένο. Στο διάστημα της τριετίας, η γυναίκα του η ωραία λαίδη Μαίρη, τον απατούσε. Και μόλις γύρισε στην Αγγλία του ζήτησε διαζύγιο. Μαζί με τη γυναίκα του έχασε και τη μεγάλη περιουσία της, με την οποία υπολόγιζε να καλύψει τα χρέη που είχε κάνει για τις αρχαιολογικές του επιχειρήσεις. Για να γλυτώσει από τους δανειστές του, αλλά και από ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης της Αγγλίας που είχε στραφεί εναντίον του, με επικεφαλής το Λόρδο Βύρωνα, ο Ελγίνος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αγγλία και να καταφύγει στη Γαλλία. Εκεί πέθανε το 1841 «χωρίς να μπορέσει να καταλάβει» γράφει ένας βιογράφος του «γιατί όσα είχε κάνει με τόσες καλές προθέσεις, έφεραν τέτοια αντίδραση στην ίδια του την πατρίδα και καταστρέψαν την οικογενειακή του ζωή, την πολιτική του σταδιοδρομία, την περιουσία του και την υγεία του».
Ο Πύργος του Ελγίνου και οι «μαρμαρωμένες βασιλοπούλες».
Ο Ελγίνος, για να εξευμενίσει τους Αθηναίους για τη λεηλασία που είχε κάνει, τους έστειλε (1814) δώρο ένα ρολόγι για την πόλη τους. Και η Δημογεροντία των Αθηναίων «ευχαρίστησε» τον Ελγίνο για το … δώρο του!! … Εντελώς όμως διαφορετικά από τη Δημογεροντία είδε ο αθηναϊκός λαός τη λεηλασία των μνημείων της Ακροπόλεως. Τα αισθήματά του τα δείχνει η λαϊκή παράδοση που δημιουργήθηκε γύρω από την κλεμμένη από τον Ελγίνο «Κόρη του Ερεχθείου». Ο λαός πίστευε πως οι έξι κόρες (Καρυάτιδες) ήταν μαρμαρωμένες βασιλοπούλες, που θα αναστηθούν όταν ελευθωρεί το Γένος. Και βεβαίωναν οι παλιοί Αθηναίοι ότι, ακούστηκε μεγάλος θρήνος από τις άλλες Καρυάτιδες, που κλαίγαν τη χαμένη αδελφή τους. Και ο θρήνος επαναλαμβανόταν έπειτα στις σκοτεινές νύχτες… Για την παράδοση αυτή γράφουν: ο Fr. S. N. Douglas στο βιβλίο του «An Essay on certain points of resemblance between the ancient and modern Greeks, London 1813» και ο Th. S. Hughes στο βιβλίο του «Travels in Cicily, Greece and Albania, London 1820».
Το ρολόγι του Ελγίνου οι Αθηναίοι το τοποθέτησαν σ’ ένα τετράγωνο πύργο στους Αέρηδες (στο τέρμα της σημερινής οδού Αιόλου) και καταστράφηκε στην Επανάσταση του 1821. Ο φιλελληνικότατος όμως βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α΄, ο πατέρας του Όθωνος, το αντικατάστησε με ένα άλλο ρολόγι, που έφερε στους Αθηναίους όταν ήλθε στην Ελλάδα το 1836. Γύρω από τον πύργο με το ρολόγι έγινε η πρώτη Αγορά της Αθήνας, που κάηκε στη μεγάλη πυρκαϊά του 1884. Το καταστραμμένο ρολόγι βρίσκεται στο ιστορικό Μουσείο της Ελλάδος. Ο Πύργος του Ελγίνου, όπως λεγόταν πριν καεί, ήταν το τελευταίο κατάλοιπο μιας θλιβερής ιστορίας και ελεεινής λεηλασίας ελληνικών αρχαιοτήτων.