Η ΑΘΗΝΑ ΤΟ 17ο ΑΙΩΝΑ

Η εξάρτηση της Αθήνας από τη Βαλιντέ Χανούμ, ήταν μέσα στα πλαίσια ενός γενικότερου προγράμματος των Τούρκων για την αναδιοργάνωση του κράτους τους και την καλύτερη μεταχείρηση των χριστιανικών πληθυσμών.

Η πρώτη προσπάθεια έγινε επί του σουλτάνου Σουλεϊμάν (1520 – 1566). Ο προηγούμενος από τον Σουλεϊμάν σουλτάνςο Σελήμ Α’ (1512 – 1520) είχε συλλάβει το σχέδιο να κάνει μουσουλμάνους όλους του κατοίκους της αυτοκρατορίας του. Άρχισε να το εφαρμόζει από τους μουσουλμάνους Σηΐτες. Αλλά το σχέδιο του Σελήμ δεν ολοκληρώθηκε, είτε γιατί ο ίδιος έμεινε μόνο οκτώ χρόνια σουλτάνος, είτε γιατί αντιδράσαν οι ίδιοι οι Τούρκοι. Θέλαν να υπάρχουν χριστιανοί, για να δουλεύουν εκείνοι και να εισπράτουν αυτοί.

Ο διάδοχος του Σελήμ. Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, ακολούθησε διαφορετική πολιτική έδειξε ενδιαφέρον για τους χριστιανούς της αυτοκρατορίας του και ήλθε σε επαφή με το δυτικό κόσμο και ιδίως με τη Γαλλία. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε και από τους διαδόχους του Σουλεϊμάν και οφείλεται, κυρίως, σε μια σειρά από μεγάλους βεζύρες (πρωθυπουργούς), που κατάγονταν από την οικογένεια των Κιοπρουλιδών. Πέντε μεγάλοι βεζύρες, από την οικογένεια αυτή (1656 – 1710), εφαρμόζουν πολιτική επιεικείας απέναντι του ελληνικού στοιχείου και επικοινωνίας με το δυτικό κόσμο. Η Δύση είχε παύσει πια να είναι επίφοβος για τους Τούρκους, που είχαν φθάσει έξω από τη Βιέννη. (Βλέπε σχετικώς: Επαμειν. Κ Στασινοπούλου «Παλαιά και Σύγχρονος Τουρκία» Αθήναι 1929).

Λεηλασία αρχαιοτήτων.

Με τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε, περισσότεροι ξένοι επισκέπτονται την απομονωμένη ως τότε Τουρκία. Τους «τουρίστες» αυτούς τους στέλνουν, συνήθως, οι κυβερνήσεις ή ιδρύματα επιστημονικά και άλλα, με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών και αρχαιοτήτων. Σ’ αυτό είχαν συντελέσει ο αρχαιόφιλος βασιλιάς της Γαλλίας Φραγκίσκος Α΄ και της Αγγλίας Κάρολος Α΄, που παρακίνησαν και βοήθησαν οικονομικώς διαφόρους να περιηγηθούν την Ιταλία και την Ελλάδα, για να τις περιγράψουν και προ παντός να μαζέψουν αρχαιότητες. Ο Κάρολος Α΄ της Αγγλίας, με τους διπλωματικούς του υπαλλήλους στην Τουρκία και με άλλους που έστειλε με ειδική αποστολή, είχε μαζέψει 400 κομμάτια ελληνικών αρχαιοτήτων για την ιδιωτική του συλλογή. Ο Άγγλος Thomas Howard δεύτερος κόμης του Arundel (1568 – 1646) είχε λεηλατήσει, κυριολεκτικώς, τις ελληνικές αρχαιότητες. Έλεγε ότι «φιλοδοξία του ήταν να μεταφέρει στην Αγγλία την αρχαία Ελλάδα». Όταν πέθανε, αφήκε 37 αγάλματα, 123 προτομές, 250 επιγραφές και πολλά άλλα μικρότερα αντικείμενα. Το σπίτι του ήταν πραγματικό μουσείο. Είχε στείλει ανθρώπους του στην Ελλάδα για να μαζεύουν αρχαιότητες. Είχε μισθώσει και έναν Έλληνα, για να γυρίζει στην Πελοπόννησο, να βρίσκει αρχαία, να τα αγοράζει και να το φορτώνει σε πλοία στην Πάτρα. Ο Έλληνας αυτός είναι, ίσως, ο πρώτος εξ επαγγέλματος «αρχαιοκάπηλος» στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα! Μετά την επανάσταση στην Αγγλία και τον αποκεφαλισμό του Καρόλου Α΄ (1649) σταμάτησαν οι περιηγήσεις στην Ελλάδα και η λεηλασία των ελληνικών αρχαιοτήτων, τουλάχιστον από την αγγλική πλευρά. Για να ξαναρχίσουν όμως μετά ένα αιώνα συστηματικότερες και χειρότερες.

Επίσημοι ξένοι στην Αθήνα.

Στην επιδρομή αυτή των συλλεκτών, η Αθήνα ήταν φυσικό να αποτελέσει στόχο. Και από το 17ο αιώνα θα βρούμε σειρά περιηγητών και επιφανών ξένων να την επισκέπτωνται. Σημειώνω την παρουσία μερικών από αυτούς, που αφήκαν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την Αθήνα της εποχής εκείνης. Μόνο που τα βιβλία των περιηγητών ασχολούνται, κυρίως με τις αθηναϊκές αρχαιότητες και τα μνημεία και γράφουν πολύ λίγα για τη ζωή των Αθηναίων. Το 1630 επισκέπτεται την Αθήνα ο έκτακτος απεσταλμένος του Λουδοβίου ΙΓ΄ βαρώνος de Courmenin. Το 1674 έρχεται δύο φορές στην Αθήνα (Νοέμβριο και Δεκέμβριο) με μεγάλη ακολουθία ο πρέσβυς της Γαλλίας στην Τουρκία μαρκήσιος de Nointel, για να δει την πόλη και να μαζέψει αρχαιότητες. Τον συνοδεύει ο ζωγράφος Carrey, που μας αφήκε σχεδίασμα του Παρθνώνος πριν από την καταστροφή του. Ο Carrey είχε κάνει 100 αθηναϊκά σχεδιάσματα από τα οποία ελάχιστα σώζονται. Μεταξύ των έργων του Carrey το αξιολογώτερο είναι ένας πίνακας, μήκους πέντε μέτρων και ύψους τριών, που παρουσιάζει την Αθήνα το 1674, με τα αρχαία μνημεία της και τα τζαμιά. Ο πίνακας βρίσκεται στο μουσείο Chartres στη Γαλλία.

Από το 1665 – 1676 επισκέπτονται την Αθήνα και δημοσιεύουν τις εντυπώσεις τους, ο γάλλος Ιησουΐτης Jacques Paul Babin, ο επίσης Γάλλος Jacob Spon, που αφήκε τις καλύτερες και πιο αξιόπιστες πληροφορίες, οι Άγγλοι George Wheler και Bernard Randolph, ο Ιταλός Cornellio Magni. Έχουμε ακόμη και δύο άλλους που έγραψαν για την Αθήνα της ίδια εποχής χωρίς να την επισκεφθούν: τον Ιταλό Francesco Fanelli και το Γάλλο Andre Georges Guillet (De la Guilletiere). Ο Guillet δημοσίευσε το βιβλίο του το 1675 με βάση, προφανώς, τις πληροφορίες που στέλναν οι εγκατεστημένοι στην Αθήνα Καπουτσίνοι. Το μοναστήρι των Καπουτσίνων ήταν στην Πλάκα, δίπλα στο Μνημείο του Λυσικράτους. Είχε εγκατασταθεί το 1658 και υπηρετούσε όχι μόνο την Εκκλησία, αλλά και τη Γαλλία, με κάθε λογής πληροφορίες. Για τους ξένους περιηγητές που ήλθαν στην Αθήνα και έγραψαν γι’ αυτή, από το 15ο ως το 17ο αιώνα, αναφέρει λεπτομερώς ο Γάλλος L. De Laborde στο βιβλίο του «Athenes aux XVe, XVIe et XVIIe siecles. Paris 1854». Βλέπε επίσης: H. Homont «Athenes au XVIIe siècle. Paris 1898», και Ιωάννου Γενναδίου «Ο Λόρδος Έλγιν και οι προ αυτού ανά την Ελλάδα και τας Αθήνας ιδίως αρχαιολογήσαντες επιδρομείς (1440 – 1837), Αθήναι 1930». Αναφέρουν επίσης έργα περιηγητών στα βιβλία τους οι: Δ. Καμπούρογλους, Θ. Φιλαδελφεύς, Γ. Κωνσταντινίδης και άλλοι. Επίσης ο Απ. Βακαλόπουλος στην «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» ανατρέχει σε πολλούς ξένους περιηγητές.

Ο Πειραιεύς.

Από τα γραφόμενα των ξένων περιηγητών που επισκέφθηκαν την Αθήνα στα μέσα του 17ου αιώνα, πληροφορούμεθα ότι, ο Πειραιεύς ήταν μια έρημη ακτή, όπου φαίνονταν ακόμη κρηπιδώματα από το αρχαίο λιμάνι και αρκετά ερείπια. Το μόνο σπίτι που υπήρχε ήταν του Τούρκου τελώνη και κοντά σ’ αυτό ένα μαρμάρινο λιοντάρι, που είχε δώσει και το όνομα στον Πειραιά και λεγόταν τότε: Porto Draco και Proto Leone (λιμάνι του Δράκου και του Λέοντα). Και γράφει για τον Πειραιά ο Μπαμπέν (J. P. Babin): «Αν και το λιμάνι της Αθήνας είναι ωραιότατο και υπερβαίνει σε πλάτος και μήκος το λιμάνι της Μασσαλίας, ωστόσο έχει το μειονέκτημα να μη προστατεύεται από κανένα φρούριο για την ασφάλεια των πλοίων, τα οποία είναι εκτεθειμένα στις επιδρομές των πειρατών …». Και καθώς γνωρίζουμε από άλλους χρονικογράφους της εποχής, πολλές φορές έγιναν επιδρομές πειρατών μέσα στο λιμάνι του Πειραιώς. Κάποτε, μάλιστα, δεν κούρσεψαν μόνο τα πλοία που ήταν στο λιμάνι, αλλά πήραν μαζί τους αιχμάλωτο και τον τελώνη! Θα πρέπει να σημειωθεί πως τα ταξίδια στην Αθήνα την εποχή εκείνη γίνονταν μόνο από τη θάλασσα. Από την ξηρά ήταν επικίνδυνα και σχεδόν ακατόρθωτα, με την έλλειψη δρόμων, που χαρακτήριζε την Ελλάδα και γενικότερα ολόκληρη την τουρκοκρατούμενη Βαλκανική. Αλλά και η επικοινωνία με τη θάλασσα ήταν επίσης δύσκολη και επικίνδυνη, με τους πειρατές που λιμαίνονταν τη Μεσόγειο και το Αιγαίο πέλαγος. Γι’ αυτό και οι περιηγητές θεωρούσαν τότε την Ελλάδα για τόπο πολύ μακρυνό και εξωτικό. Ο Ιησουΐτης Μπαμπέν, που μνημονεύσαμε, έγραφε το 1665 από την Αθήνα στο φίλο του Αββά Πεκουάλ: «Αν ευχαριστήται κανένας ακούοντας να μιλούν για πράγματα που δεν υπάρχουν πια ή για την κατάσταση αγρίων χωρών, όπως η Αμερική και ο Καναδάς, είμαι βέβαιος ότι θα ευχαριστηθήτε περισσότερο αν πληροφορηθήτε για τη σημερινή κατάσταση και τη ζωή μιας πόλης, που ήταν άλλοτε ο οφθαλμός και ο ήλιος της Ελλάδος και η πιο φωτισμένη του κόσμου …».

Η Αθήνα του 1665.

Στο γράμμα του αυτό ο Μπαμπέν ασχολείται περισσότερο με τις αθηναϊκές αρχαιότητες και τον Παρθενώνα, που ήταν ακόμη σχεδόν ανέπαφος, τουλάχιστον εξωτερικά. Ο Γάλλος Ιησουΐτης ήταν ένας από τους τελευταίους επισκέπτες της Αθήνας, που ευτύχησε να δει ακέραιο το αριστούργημα του Ικτίνου. Μας αφήκε και σχεδίασμα της Αθήνας με την Ακρόπολη. Η πόλη, όπως την περιγράφει ο Μπαμπέν, βρισκόταν στους πρόποδες της Ακροπόλεως, περιτριγυρισμένη από ελιές και αμπέλια. «Τα γύρω βουνά» γράφει «έχουν δέντρα και βότανα, που γεμίζουν την ατμόσφαιρα με μια ωραία μυρωδιά. Από τα βότανα αυτά (πρόκειται, προφανώς, για τα θυμάρια της Αττικής) βγαίνει και το μέλι του Υμηττού, που είναι το καλύτερο του κόσμου». Στο λαμπρό αττικό ήλιο και στον καθαρό αέρα που κατεβαίνει από τα βουνά αποδίδει ο Μπαμπέν την υγεία που επικρατούσε στην πόλη. Οι περισσότεροι από τους δρόμους της Αθήνας ήταν στενοί και πλακόστρωτοι με καλντερίμια και τα σπίτια μικρά. Ήταν όμως όλα λιθόκτιστα και τα περισσότερα είχαν κομμάτια από αρχαία μάραμαρα που συμπλήρωναν την οικοδομή. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε στον Μπαμπέν μια μεγάλη μαρμάρινη βρύση με ωραία ανάγλυφα και τέσσερεις κρουνούς, για την οποία φαντάζεται ότι είναι η αρχαία Εννεάκρουνος. Οι Αθηναίοι πίστευαν ότι κατέβαιναν τη νύχτα στη βρύση στοιχειά και ξωτικά. Και δεν ήταν, τότε, το μόνο μέρος της Αθήνας που βγαίνανε φαντάσματα. Ο Γάλλος πρόξενος, που έμενε σ’ ένα ωραίο σπίτι κάποιου Τούρκου, βεβαίωνε τον Μπαμπέν ότι πολλές φορές τη νύχτα άκουγε κρότους και το πρωί εύρισκε τα έπιπλά του και τα ρούχα του ανακατωμένα! …

Από τις εκκλησίες της Αθήνας η μεγαλύτερη ήταν το «Καθολικό», δηλαδή ο μητροπολιτικός ναός, κοντά στο σημερινό Μοναστηράκι. Ο Μητροπολίτης Αθηνών κατοικούσε ακόμη σ’ ένα σπίτι κοντά στον Άρειο Πάγο. Είχε χτιστεί στην ίδια θέση που είχε ζήσει ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Αργότερα, η κατοικία του Μητροπολίτη θα μεταφερθεί στην περιοχή που είναι σήμερα ο Μητροπολιτικός Ναός της Αθήνας. Χριστιανική εκκλησία ήταν και το Θησείο. Επειδή όμως οι Τούρκοι δε θέλαν να λειτουργούνται οι χριστιανοί σε τόσο μεγαλόπρεπη εκκλησία, την κρατούσαν κλειστή. «Και μόνο μια φορά το χρόνο, του Αγίου Γεωργίου», γράφει ο Μπαμπέν «ανοίγεται η σιδερένια πόρτα της εκκλησίας με ασημένιο κλειδί, που πρόσφεραν οι Έλληνες στους Τούρκους για να πάρουν την άδεια». Θα πρέπει να προσθέσουμε στις πληροφορίες του Μπαμπέν ότι, από τις αρχές του 17ου αιώνα και ως την επιδρομή του Μοροζίνη, είχαν χτιστεί πολλές νέες εκκλησίες στην Αθήνα, επάνω από σαράντα! Για τις εκκλησίες της Παλιάς Αθήνας έχουν ασχοληθεί από τους Έλληνες οι : Δ. Καμπούρογλους, Γ. Σωτηρίου, Α. Ορλάνδος, Α. Ξυγγόπουλος, Κ. Μπίρης, Ι. Τραυλός, κ.λ.

Από τα τούρκικα τζαμιά της Αθήνας το διασημότερο ήταν ο Παρθενών. Το εσωτερικό του όμως ήταν ασβεστωμένο σε πολλά μέρη, για να μη φαίνωνται οι χριστιανικές εικόνες που ήταν ζωγραφισμένες από τη βυζαντινή εποχή. Στον Παρθενώνα υπήρχαν και δύο μεγάλες σκευοθήκες, κλεισμένες με μαρμάρινες πλάκες. Κανένας όμως δεν τολμούσε να τις ανοίξει, γιατί όποιος το επιχειρούσε, πέθαινε αμέσως … Ο Γάλλος περιηγητής ασχολείται και με τα άλλα αξιοθέατα της Αθήνας και τους κατοίκους της. Ιδιαίτερα περιγράφει τη λίθινη γέφυρα του Ιλισού, κοντά στο Στάδιο και τα γύρω περιβόλια. Σε κάθε περιβόλι υπήρχε ένα σπιτάκι για τον περιβολάρη και ένας πύργος, όπου παραθέριζε το καλοκαίρι ο ιδιοκτήτης του περιβολιού. «Την ίδια περιοχή» παρατηρεί ο Μπαμπέν «την αναφέρει ο Παυσανίας ως τοποθεσίαν κήπων». Για τους Αθηναίους του 1665 γράφει ότι, αν είχαν ελευθερία, δεν θα διαφέραν από τους παλαιότερους. Τους αρέσει να μαθαίνουν νέα και να συζητούν. Και διατηρούν το φιλοπερίεργο των παλαιότερων και την περηφάνεια για την καταγωγή τους, παρ’ όλη την αθλιότητα και τη δυστυχία που περνάνε κάτω από ζυγό του κατακτητή. Αρκετοί γνώριζαν φιλολογικώς τα ελληνικά και υπήρχε και ένας ο Δημήτριος έρωος, που είχε σπουδάσει στη Βενετία και έδινε μαθήματα ρητορικής και φιλοσοφίας σε 2 – 3 ακροατές, γιατί οι άλλοι προσπαθούσαν μόνο να εξοικονομήσουν τον επιούσιο. Υπήρχαν ωστόσο και μερικοί πλούσιοι έμποροι στην Αθήνα με περιουσία ο καθένας από 50 χιλιάδες τάληρα.

Όταν ο Μπαμπέν βρισκόταν στην Αθήνα γεννήθηκε και ένα τέρας στην Ακρόπολη, που την κατοικούσαν, εκτός από τη φρουρά της, και τούρκικες οικογένειες. Το τέρας το γέννησε μια γυναίκα και είχε αυτιά λαγού, ρύγχος λέοντος και τα μάτια σπινθηροβολούσαν. Ο Βοεβόδας και ο Κατής, που είδαν το τέρας, αποφάσισαν να θανατωθεί. Το έριξαν σ’ ένα βαθύτατο λάκο (την 6 Οκτωβρίου 1665), που τον σκέπασαν με πέτρες. Ο Γάλλος χειρούργος Φουσόν, ζήτησε να ταριχεύσει το νεκρό τέρας και να το στείλει στη Γαλλία. Οι αρχές όμως αρνήθηκαν να το επιτρέψουν, λέγοντας ότι τα τέρατα και οι δαίμονες πρέπει να μένουν στον … τόπο τους.

Το «οδοιπορικό του Εβλιά Τσελεμπή».

Την Αθήνα επισκέφθηκε το 1667 και ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπής. Ο κοσμογυρισμένος αυτός μουσουλμάνος, που είχε περιηγηθεί όλη την Ευρώπη και την Οθωμανική αυτοκρατορία, αφιέρωσε στο «Οδοιπορικό» του αρκετές σελίδες για την Αθήνα. Την γνώρισε πριν από την καταστροφή των Προπυλαίων και του Παρθενώνος. Και περιγράφει το «Κάστρο της Αθήνας» με μεγάλο θαυμασμό για τον Παρθενώνα και με πολλές λεπτομέρειες. «Όσα κι’ αν γράψει κανένας γι’ αυτά τα αριστουργήματα της τέχνης» αναφέρει ο Εβλιά Τσελεμπής «είναι λίγα και δε φθάνουν. Είναι απόλυτη ανάγκη να επισκεφθεί την πόλη της Αθήνας και την επαρχία της για να μπορέσει να καταλάβει πως ήταν στην αρχαία εποχή … Εγώ, ο ταπεινός, γυρίζω από χρόνια τις χώρες της Οικουμένης. Αλλά όσα είδα στη Ρώμη της Φραγκιάς, στο Κάστρο του Έστεργκομ (Ουγγαρίας), στην πόλη της Βιέννης και στην πόλη του Άμστερνταμ της Ολλανδίας, είναι σχεδόν τίποτε αν τα συγκρίνεις με τα αριστουργήματα της Αθήνας. Οποιοσδήποτε περιηγητής του κόσμου, αν δεν επισκέφθηκε και δεν περιεργάστηκε την πόλη της Αθήνας, ας μην πει πως είναι κοσμογυρισμένος … Σ’ όλη της σφαίρα του κόσμου δεν υπάρχει τέτοιος λαμπρός ναός που ανοίγει την καρδιά του ανθρώπου …». Και τελειώνει τον ύμνο προς τον Παρθενώνα με το δίστιχο: «Όλα τα τζαμιά του κόσμου είδα, μα όμοιο μ’ αυτό δεν είδα».

Μαζί με την περιγραφή των αρχαίων μνημείων της Αττικής, ο Εβλιά Τσελεμπής ανακατεύει, θρύλους, μύθους και παραδοξολογίες. Μας δίνει πληροφορίες για τα αξιοθέατα της Αττικής, για τα λιμάνια του Δράκου (Πειραιώς) και του Πόρτο Ράφτη, για το βουνό Τρελλό (Υμηττό) και τα σπάνια θεραπευτικά βότανά του. «Και σήμερα ακόμη» γράφει ο Εβλιά Τσελεμπής «από τα θεραπευτικά βότανα στέλνονται εκατοντάδες φορτία σε όλη την Ευρώπη». Στην περιγραφή του ο Εβλιά αναφέρει πως υπήρχαν στην Αθήνα 4 τζαμιά, 7 προσευχητήρια, 2 τεκέδες, ένα σπουδαστήριο των σοφών και 3 νηπιαγωγεία. Επίσης μνημονεύει δύο «ξενώνες», που αντικαθιστούσαν τότε τα ξενοδοχεία και πολλές βρύσες. Μας δίνει πληροφορίες και για τα μοναστήρια της Καισαριανής και της Πεντέλης. Στο τελευταίο, κατά τον Τούρκο περιηγητή, «υπάρχουν πολλοί νεαροί υποτακτικοί, που είναι αδύνατο να τους περιγράψει κανένας και να τους εγκωμιάσει …». Και προσθέτει: «Κατά χιλιάδες τα πρόβατα, τα γίδια, τα γελάδια, τα άλογα και τα μουλάρια τους βόσκουν σε κοπάδια χωρίς τσοπάνη. Τα περιβόλια και τα αμπέλια τους έχουν σκεπάσει όλη εκείνη την περιοχή». Ο Εβλιά εγκωμιάζει τους «σοφούς και επιστήμονες γιατρούς της Αθήνας» που σπουδάζουν στα μοναστήρια του Δαφνιού και της Πεντέλης και δίνει και τα ονόματα των «περιφημότερων» από αυτούς. Και φαίνεται πως σε όλο το διάστημα της Τουρκοκρατίας υπήρχαν στην Αθήνα σπουδαίοι και φημισμένοι γιατροί.

Για τον πληθυσμό της Αθήνας οι πληροφορίες του Εβλιά είναι μάλλον αόριστες. Γράφει ότι, «Υπάρχουν εδώ, επάνω από δέκα χιλιάδες αμαρτωλοί άπιστοι». Και προσθέτει πιο κάτω: «Οι μουσουλμάνοι κάτοικοί της είναι λίγοι. Και αυτοί μιλούν ελληνικά και μάλιστα καθαρότατα ελληνικά, γιατί η ελληνική γλώσσα καλλιεργείται σε τούτη την πόλη της Αθήνας … όπου όλοι οι σοφοί έγραψαν βιβλία μεγάλης αξίας». Με θαυμασμό γράφει ο Εβλιά και για τις αθηναϊκές καλλονές: «Στην Αθήνα υπάρχουν κοπέλες των Ρωμιών, που όμοιες και αντάξιές τους δε βρίσκονται στον κόσμο. Είναι κάτασπρες, έχουν σπαθάτα φρύδια, στόμα μικρό, δόντια μαργαριταρένια, μάγουλα ασημένια με ένα λακκάκι στο σαγόνι, πρόσωπο σαν το φεγγάρι. Υπάρχουν επίσης αγόρια σαν τις νεράιδες, αγγελοπρόσωπα, με ελαφίσια μάτια, γλυκομίλητα, φεγγαροπρόσωπα, με μέτωπα που φεγγοβολούν, γοητευτικά, αξιαγάπητα, χνουδάτα παιδιά. Και όταν μιλάνε είναι πολύ εκφραστικά και απέριττα». Για το «Οδοιπορικό του Εβλιά Τσελεμπή» βλέπε: Κ. Μπίρη «Τα Αττικά του Έβλιά Τσελεμπή» 1959, όπου αναφέρεται και σχετική βιβλιογραφία.

Αθηναίοι λόγιοι.

Την εποχή αυτή, παράλληλα με τους ξένους που έρχονται στην Αθήνα, θα συναντήσουμε και πολλούς Αθηναίους να σπουδάζουν στο εξωτερικό (κυρίως στην Ιταλία) και να καταλαμβάνουν έπειτα εξέχουσα θέση στα ελληνικά γράμματα. Εκτός από τους παλαιότερους, Χαλκοκονδύληδες, Λαόνικο και Δημήτριο, σημειώνω και τον Ιωακείμ Πατριάρχη Αλεξανδρείας, τους δύο Μπενιζέλους, Δημήτριο και Άγγελο, το Φραγκίσκο Τρίμμη, το Θεόφιλο Κορυδαλλέα, το Λεονάρδο Φιλαρά, τους Θεοφάνη και Νεόφυτο, μητροπολίτες Αθηνών, που έγιναν έπειτα Οικουμενικοί Πατριάρχες στην Κωνσταντινούπολη, το Νικηφόρο Πριγγελέα, τον Ιωάννη Μάκολα, τον Αργυρό Μπεναρδή, τον Τιμόθεο, ιδρυτή της Μονής Πεντέλης, τον Παρθένιο Πετράκη, ιδρυτή της Μονής των Ασωμάτων (Πετράκη), τον Ιέρακα, Μέγαν Λογοθέτην στην Κωνσταντινούπολη. Βιογραφικές σημειώσεις, για όσους σημείωσα και άλλους, δίνουν στα βιβλία τους οι: Θ. Φιλαδελφεύς, Δ. Καμπούρογλους, Γ. Κωνσταντινίδης, Α. Βακαλόπουλος και Δ. Μέρτζιος σε άρθρα τους στο εκδιδόμενο από το 1956 περιοδικό «Τα Αθηναϊκά».

Διδασκαλεία και κολλυβογράμματα.

Μερικοί από τους Αθηναίους «λογάδες» προσπάθησαν να ανεβάσουν το μορφωτικό επίπεδο των συμπατριωτών τους. Έδιναν μαθήματα στα σπίτια τους ή, αν ο αριθμός των μαθητών ήταν μεγαλύτερος, άνοιγαν σχολεία. Αναφέρονται στην ιστορουμένη εποχή: το Διδασκαλείο του Κορυδαλλέως, το Διδασκαλείο των Μπενιζέλων, το Διδασκαλείο του Δαμασκηνού, το Σχολείο του Μπεναρδή, η Σχολή του Επιφανίου και τα ονόματα των δασκάλων: Λουκά, Σεβαστιανού, Γερμανού και Καρύκη. Στα διδασκαλεία και σχολεία, θα πρέπει να προσθέσουμε τους υπαίθριους δασκάλους, που δίδασκαν μόνο το καλοκαίρι στο ύπαιθρο και τους παπάδες των ενοριών, που μάθαιναν, στις φτωχότερες τάξεις, το αλφαβητάρι και το ψαλτήρι, τα λεγόμενα «κολλυβογράμματα». Οι μορφωμένοι στην Αθήνα, κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, ήταν λίγοι και ανήκαν στις πλουσιότερες τάξεις. Από τους υπολοίπους μερικοί ήξεραν τα «κολλυβογράμματα» και οι περισσότεροι ήταν εντελώς αγράμματοι. Πάντως το μορφωτικό επίπεδο των χριστιανών Αθηναίων, την εποχή εκείνη, ήταν πολύ ανώτερο των άλλων Ελλήνων και ασυγκρίτως ανώτερο των Τούρκων. Ο γνωστός δάσκαλος του Γένους Γιαννούλης (Ιωαννούλιος ή Ευγένιος ο Αιτωλός), που έζησε το 17ο αιώνα, ονομάζει «τας Αθήνας έτι και νυν χρυσάς». Και προασθέτει: «.. συγκρινόμεναι γαρ ταις απανταχού πόλεσι πολλήν ξυν θεώ εν αυταίς ευρήσεις την διαφοράν».

Η αθηναϊκή γλώσσα.

Η Αγία Φιλοθέη, που είχε έλθει σε ρήξη με τους Αθηναίους, τους περιλούζει σε γράμμα της και τους αποκαλεί, μετά πολλών άλλων «κοσμητικών επιθέτων»: «ευήθεις», «ονηλάτας», «βαρβαροφώνους», «αχρείον και άτιμον γένος εξ αυτής της νεότητος διώκον ημιόνους και αυτὠν επιμελούμενον». Αλλά και άλλοι λόγιοι ονομάζουν τους Αθηναίους «βαρβαροφώνους». Ο Ζυγομαλάς γράφει: «Τους ποτέ Αθηναίους ει ήκουσας, δακρύων αν εγίνου μεστός». Ο Καβάσιλας υποστηρίζει, γράφοντας στον Κρούσιο το 1577 από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ότι η αθηναϊκή διάλεκτος είναι η χειρότερη από τις ελληνικές. Αναφέρει ότι: το «συ» το λένε «σου», το «πορεύου» «σούρε», τη «λίτρα» «λούτρα», κ.ο.κ. Και προσθέτει: «Ους οι την Ελλάδα οικούντες, καλώς τα πολλά φθεγγόμενοι, βαρβάρους το παράπαν αποκεκλήκασι, τούτους βδελυττόμενοι. Ώστε πεπονθέναι τοις πάλαι κατά διάμετρον». Και ο Κρούσιος σημειώνει για τους Αθηναίους, στηριζόμενος σε όσα του έγραφαν οι τότε λόγιοι, «εισί μάλα βάρβαροι· ουδείς τούτων πεπαιδευμένος».

Ο Guillet, που έχει τις πληροφορίες του από τους Καπουτσίνους, γράφει, έναν αιώνα όμως μετά τον Κρούσιο και τον Καβάσιλα, εντελώς τα αντίθετα. Ότι, «το γλωσσικό ιδίωμα των Αθηναίων είναι το καθαρότερο και το λιγότερο παρεφθαρμένο της Ελλάδος. Τα αρχαία ελληνικά, που πουθενά αλλού δεν τα καταλαβαίνουν τα εννοούν στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι όταν μιλούν, νομίζει κανένας ότι τραγουδούν. Και γι’ αυτό το μουσικό τόνο που δίνουν στην κουβέντα τους και που είναι πολύ ωραίος, τους κατηγορούν πως μιλούν άσχημα. Υπάρχει όμως μια ελληνική παροιμία που λέει ότι, για να μιλάει κανένας καλά ελληνικά, πρέπει να μεταχειρίζεται αθηναϊκή γλώσσα με προφορά Ναυπλίου». Από τα γραφόμενα του Guillet, φαίνεται, πως οι Αθηναίοι μιλούσαν από τότε τη δημοτική γλώσσα, με κάποια τοπική προφορά και ιδιωματισμούς. Γνωρίζουμε, άλλωστε, πως το «κ» το έλεγαν «τσ». Το «παιδάκι» – «παιδάτσι», το «κορίτσι» – «κορίκι» και το «κοριτσάκι» – «κορικάτσι». Το τραγουδιστό στην ομιλία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η «προσωδία» των αρχαίων Αθηναίων. Οι λόγιοι όμως της εποχής εκείνης, που γράφαν μιαν αρχαιόπρεπη γλώσσα, ασφαλώς, θα «εβδελύττοντο» τη δημοτική που μιλούσε ο αθηναϊκός λαός, όπως σε νεώτερα χρόνια μερικοί «καθαρευουσιάνοι» τους «μαλλιαρούς».

Το λεγόμενο ότι, στην Αθήνα, την εποχή της Τουρκοκρατίας, μιλούσαν αρβανίτικα δεν είναι σωστό. Έξω από την Αθήνα, στα γύρω χωριά, χρησιμοποιούσαν, ακόμη και στον 20ο αιώνα, μια παρεφθαρμένη αρβανίτικη διάλεκτο. Και την χρησιμοποιούσαν γιατί ήταν πιο εύκολη και πιο απλή από την ελληνική γλώσσα. Στην Αθήνα όμως μιλούσαν πάντοτε ελληνικά. Και μάλιστα, όσο περνούσαν τα χρόνια στην Τουρκοκρατία, τόσο περισσότερο βελτιωνόταν η γλώσσα και ανέβαινε το μορφωτικό επίπεδο του αθηναϊκού λαού. Στο τέλος της Τουρκοκρατίας σημειώθηκε και σημαντική πνευματική κίνηση στην Αθήνα. Μόνο στην αρβανίτικη συνοικία (Πλάκα – Μακρυγιάννη), οι εγκαταστημένοι εκεί χωριάτες της Αττικής, μιλούσαν την πατροπαράδοτη αρβανίτικη διάλεκτό τους.

Ο πληθυσμός.

Οι πληροφορίες για τον πληθυσμό της Αθήνας το 17ο αιώνα είναι συγκεχυμένες και αντιφατικές. Από τους χρονικογράφους της εποχής άλλοι παρουσιάζουν την πόλη με 1.000 σπίτια, άλλοι με 2.500 και άλλοι με 6.000. Και τους κατοίκους τους ανεβάζουν από 8.000 ως 30.000. Οι σοβαρότερες πληροφορίες είναι του Γάλλου αρχαιολόγου J. Spon, που έμεινε στην Αθήνα (1675 – 76) και τα βιβλία του δεν περιέχουν ούτε ανακρίβειες, ούτε υπερβολές. Έχουμε επίσης τις εκθέσεις του στρατού του Μοροζίνη (1687), όταν πήρε την Αθήνα και τις πληροφορίες του προξένου της Αγγλίας στην Αθήνα Ιωάννου Giraud (1668 – 1676), που είχε παντρευτεί Αθηναία. Ο Spon ανεβάζει τον πληθυσμό σε 8 – 9 χιλιάδες από τους οποίους τα ¾ είναι Έλληνες. Οι εκθέσεις του βενετικού στρατού σημειώνουν 2.500 σπίτια και 5.000 άντρες που μπορούσαν να φέρουν όπλα. Αναφέρουν επίσης οι εκθέσεις ότι, στην Ακρόπολη βρήκαν 3.000 Τούρκους (άντρες, γυναίκες, παιδιά) και 300 σκοτωμένους. Το σύνολο, δηλαδή, των Τούρκων ήταν 3.300. Ο Giraud ανεβάζει το συνολικό αριθμό των σπιτιών, το 1671, σε 2.053 από τα οποία 1.300 ανήκαν σε Έλληνες, 600 σε Τούρκους, 150 σε Αρβανίτες και 3 σε ξένους. Τελευταία δημοσιεύθηκαν πληροφορίες για τον πληθυσμό της Αθήνας του Τούρκου Μπαρκάν (Omer Lutfi Barkan «Journal of Economic and Social History of the Orient» (1957), που παρουσιάζουν το 1520 – 1530 τουρκικές οικογένεις 11 έναντι 2.286 χριστιανικών. Ο Μπαρκάν υπολογίζει τον πληθυσμό της Αθήνας, το 1520 – 1530, σε 12.633 κατοίκους και το 1570 – 1580 σε 17.616 κατοίκους. Αξιοπρόσεχτος είναι ο μικρός αριθμός Τούρκων στην Αθήνα, στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας: μόνο 11 οικογένειες σε 12.633 κατοίκους το 1520 – 1530. Αντίθετα, σε όλες τις άλλες πόλεις (Αδριανούπολις, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Λάρισα, Τρίκαλα κ.λ.), κατά τον Μπαρκάν (Βλέπε σχετικώς: Α. Βακαλοπούλου «Ιστορία Νέου Ελληνισμού»), οι Τούρκοι υπερέχουν σε πληθυσμό απόλυτα απέναντι του χριστιανικού στοιχείου. Επίσημες τουρκικές απογραφές δεν έχουμε. Υπήρχε μάλιστα και η πρόληψη στα χρόνια εκείνα: «σαν μετριούνται οι άνθρωποι, πέφτει θανατικό», δηλαδή επιδημία. Και οι Αθηναίοι δεν είχαν κανένα συμφέρον να «μετριούνται», ούτε και ο Κατακτητής ήθελε απογραφές, για λόγους πολιτικούς και άλλους.

Οικονομική και κοινωνική πρόοδος.

Με βάση τις πληροφορίες που μνημονεύσαμε, θα πρέπει να υπολογίσουμε τον πληθυσμό της Αθήνας, το 16ο και 17ο αιώνα, από 12 – 17 χιλιάδες κατοίκους από τους οποίους τουλάχιστο ¾ ήταν Έλληνες. Εβραίοι δεν έμειναν ποτέ στην Αθήνα την εποχή της Τουρκοκρατίας, αντίθετα με τη Θήβα και τη Χαλκίδα που είχαν σημαντικές παροικίες. Γενικά, παρουσιάζεται μία πρόοδος σε πληθυσμό και εμπορική κίνηση στην Αθήνα από τα μέσα του 16 αιώνα ως την εκστρατεία του Μοροζίνη (1687). Σημειώνονται και εξαγωγές αθηναϊκών προϊόντων (λάδι, σαπούνι, τυρί, μετάξι, μαλλιά, βελανίδα) στο εξωτερικό, με βενετικά και γαλλικά πλοία. Οι Γάλλοι είχαν και Πρόξενο στην Αθήνα. Βελτίωση παρατηρείται και στο χτίσιμο των αθηναϊκών σπιτιών και στο ντύσιμο των Αθηναίων.

Οχύρωση κατά συνοικίες.

Λιγότερη ασάφεια, από τον πληθυσμό, παρουσιάζεται στην έκταση που έπιανε η πόλη στην πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας (1456 – 1687). Έχουμε διάφορα σχεδιάσματα και χάρτες των περιηγητών και των ιστοριογράφων που μνημονεύσαμε:  Babin, Spon, Wheler, Guillet , Carrey, που μας επιτρέπουν μαζί με τα κείμενά τους, να φθάσουμε σε οπωσδήποτε ασφαλή συμπεράσματα. Η πόλη ήταν χωρισμένη σε 8 μεγάλα τετράγωνα που τα λέγαν « πλατώματα». Κάθε πλάτωμα είχε τη δική του οχύρωση, που χρησίμευε, κυρίως, για να προφυλάσσεται από τις επιδρομές των πειρατών και των ληστών. Η οχύρωση ήταν τέτοια, ώστε, αν σ’ ένα πλάτωμα έμπαινε ο εχθρός, μπορούσαν να κρατήσουν άμυνα τα άλλα. Τα παλαιότερα τείχη της Αθήνας, αρχαία και βυζαντινά, είχαν ερειπωθεί και εγκαταλειφθεί. Πολλές φορές, μεταξύ δύο πλατωμάτων, υπήρχε κενό. Ένας δρόμος που τα χώριζε ή και μεγαλύτερο ακόμη κενό. Από τα κενά αυτά μπορούσε να μπει κανένας ελεύθερα στην πόλη, όχι όμως και μέσα στα πλατώματα, που το καθένα είχε δική του περιτείχηση, έστω και με πρόχειρα μέσα και συχνά με τους ψηλούς μαντρότοιχους των ίδιων των σπιτιών. Η οχύρωση της Αθήνας, κατά πλατώματα, είχε για αποτέλεσμα: άλλοι από τους περιηγητές που την επισκέφθηκαν να γράφουν πως ήταν «περιτειχισμένη» και άλλοι ότι ήταν «ατείχιστη», γιατί δεν έβλεπαν συνεχές εξωτερικό τείχος. Εκτός από την πρόχειρη αυτή περιτείχιση των πλατωμάτων, υπήρχε κι’ ένα κανονικό και ισχυρό τείχος, που προστάτευε την είσοδο στην Ακρόπολη από την πλευρά των Προπυλαίων. Αυτή, η οχυρωμένη είσοδος στο Κάστρο, λεγόταν στα χρόνια της σκλαβιάς «Σερπεντζές».

Τα πλατώματα (συνοικίες).

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δίνει ο J. Spon στο βιβλιό του:  «Voyage d’ Italie, de Dalmatie, de Grece et du Levant. Lyon 1678», τα 8 πλατώματα της Αθήνας ήταν τα εξής: Π λ ά κ α (γύρω από το Μνημείο του Λυκράτους), Κ ο τ τ ά κ η  (από τη Ρωσική Εκκλησία ως την οδό Αδριανού), Μ ο ν ο κ α λ ο ύ φ τ η (κοντά στο σημερινό Μητροπολιτικό Μέγαρο), Ρ ο ύ μ π η (περιοχή Καπνικαρέας), Β ο ρ ε ι ά (γύρω από τη Χρυσοσπηλιώτισσα), Ψ υ ρ ή (στη σημερινή ομώνυμη συνοικία), Γ ε ρ λ ά ν τ α (στους πρόποδες της Ακροπόλεως στη μεριά των Αέρηδων) και Κ ο λ ύ μ π ο ς (γύρω από το Θησείο). Τα πλατώματα αυτά κάλυπταν τις σημερινές συνοικίες:  της Πλάκας, του Ριζόκαστρου, των Αέρηδων, του Μοναστηρακιού, του Καλαμιώτη, του Ψυρή, της Πλατείας Αβησσυνίας προς το Θησείο και τον Άγιο Φίλιππα και της Μητροπόλεως. Είχαν συνολική έκταση κάπου 640 στρέμματα. Πάντως η Αθήνα το 17ο αιώνα ήταν, τουλάχιστο, τετραπλασία σε έκταση, συγκριτικά με την εποχή της Φραγκοκρατίας. Δώσαμε ένα γενικό διάγραμμα της Αθήνας του 1675, γιατί δεν είναι εύκολος ο προσδιορισμός των ορίων των πλατωμάτων, με μεγαλύτερη ακρίβεια, χωρίς να μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες. Παραλείπουμε επίσης να ασχοληθούμε με την ιδιωτική και κοινωνική ζωή των Αθηναίων της εποχής εκείνης, με τα έθιμά τους και με άλλα θέματα, που ξεπερνούν τα όρια της εργασίας αυτής που αναφέρεται, κυρίως, στα ιστορικά γεγονότα που συνδέθηκαν με την Αθήνα. Ο Δημ. Καμπούρογλους στα βιβλία του:  «Ιστορία των Αθηναίων» , «Μνημεία της Ιστορίας των Αθηναίων» και «Παλαιαί Αθήναι», έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη ζωή, τα έθιμα και την πολεοδομία της Παλιάς Αθήνας.