ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΟΣ

Ύστερ’ από την άρνηση των Τούρκων να παραδοθούν αποφασίστηκε η επίθεση κατά του Κάστρου. Ο Καίνιξμαρκ έδωκε εντολή στους τεχνικούς του να ανοίξουν μια μεγάλη υπόνομο κάτω από τα Προπύλαια, για να ανατινάξει τις οχυρώσεις που εμπόδιζαν την είσοδο στο Κάστρο.

Ήταν η μόνη πλευρά που μπορούσαν να κάνουν επίθεση. Από τις άλλες μεριές η Ακρόπολις ήταν βράχος απότομος και απόρθητη, με τα μέσα της εποχής εκείνης. Οι μηχανικοί, αφού προχώρησαν λίγο στο άνοιγμα της υπονόμου, έπεσαν επάνω σε βράχο και σταμάτησαν. Αν η υπόνομος εκείνη είχε πραγματοποιηθεί, ίσως, θα είχε αποφευχθεί η καταστροφή του Παρθενώνος. Θα άνοιγε για το βενετικό στρατό ο δρόμος προς το Κάστρο με ζημίες μόνο στα Προπύλαια, που είχαν ήδη πάθει αρκετές με την ανατίναξη του 1656.

Βομβαρδισμός του Παρθενώνα.

Για την εκπόρθηση της Ακροπόλεως, ο Καίνιξμαρκ έστησε το πυροβολικό του γύρω από αυτή. Πέντε κανόνια τοποθέτησε στο Λόφο του Φιλοπάππου, άλλα οκτώ στην Πνύκα και τέσσερα βαριά οβούζια στον Άρειο Πάγο. Συμπληρωματικά έβαλαν και δύο ακόμη οβούζια στην Πλάκα. Σκοπός τους ήταν να αναγκάσουν με το πυροβολικό την τουρκική φρουρά να παραδοθεί, αδιαφορώντας για τις καταστροφές που μπορούσαν να γίνουν στην Ακρόπολη και στα μνημεία της. Η αγραμματοσύνη των αξιωματικών του Μοροζίνη ήταν τέτοια, ώστε ασφαλώς δεν είχαν ιδέα, ούτε από ιστορία, ούτε για την καλλιτεχνική αξία των μαρμάρινων κτιρίων που βλέπαν στην Ακρόπολη. Οι περισσότεροι ήταν γενναίοι πολεμιστές, αλλά δεν ξέραν τίποτε άλλο πέρα από τον πόλεμο, όπως και όλοι οι επαγγελματίες στρατιωτικοί του καιρού εκείνου. Το μόνο που τους ενοχλούσε από το βομβαρδισμό της Ακροπόλεως ήταν που τα μάρμαρα άντεχαν στα κανόνια τους, παρ’ όλες τις προσπάθειες του Ιταλού Μουττόνι (San Felice Muttoni), που κανόνιζε τη βολή του πυροβολικού. Λιγότερο τους ενοχλούσαν τα τουρκικά κανόνια, που τους χτυπούσαν από την Ακρόπολη. Ωστόσο, μια τουρκική βόμβα έπεσε στο μαρμάρινο μνημείο του Φιλοπάππου, στο Λόφο των Μουσών, και χάλασε ένα μεγάλο μέρος από αυτό.

Η ανατίναξη.

Τρεις μέρες κράτησε ο βομβαρδισμός. Πολλά από τα βλήματα περνούσαν πάνω από το βράχο και πέφταν στην πόλη ανάβοντας πυρκαϊές στα σπίτια των Αθηναίων, που διαμαρτυρήθηκαν στον Καίνιξμαρκ και ζήτησαν αποζημίωση για τις καταστροφές. Ο Καίνιξμαρκ αντικατέστησε το Μουττόνι με το Λεάντρο. Και ο βομβαρδισμός ξανάρχισε πιο έντονος και πιο συχνός. Μια βόμβα έπεσε στη μικρή πυριτιδαποθήκη που βρισκόταν στα Προπύλαια και την τίναξε στον αέρα. Η προσοχή των Βενετών είχε στραφεί στον Παρθενώνα. Εκεί συγκέντρωναν τα πυρά του πυροβολικού τους. Είχαν πληροφορίες πως οι Τούρκοι τον είχαν μεταβάλει σε πυριτιδαποθήκη. Η ανατίναξή του θα έδινε το τέλος της πολιορκίας. Και το δράμα δεν άργησε να τελειώσει. Το απόγευμα της 16/26 Σεπτεμβρίου του 1687, ήταν Παρασκευή, ένα βλήμα, από τα κανόνια που ήταν στημένα στο Λόφο του Φιλοπάππου, έπεσε μέσα στον Παρθενώνα και άναψε φωτιά στο αποθηκευμένο μπαρούτι. Η έκρηξη ήταν τρομακτική. Το μεγαλύτερο μέρος του Παρθενώνος τινάχτηκε σε κομμάτια και η φωτιά μεταδόθηκε στα γύρω χτισμένα σπίτια, που έμενε η φρουρά και οι τουρκικές οικογένειες. Εκατοντάδες ήταν οι νεκροί από την καταστροφή και ανάμεσα σ’ αυτούς ο φρούραρχος του Κάστρου με το γιο του.

Ο στρατός του Μοροζίνη υποδέχτηκε με ζητωκραυγές και ενθουσιασμό την τρομερή έκρηξη, που κατέστρεψε τον απαράμιλλο Ναό. Οι Ιταλοί φώναζαν:  «Ζήτω η Δημοκρατία της Βενετίας!…». Και οι Γερμανοί: «Να ζήσει ο νικητής κόμης Καίνιξμαρκ!…». Ο Μοροζίνης, αναγγέλοντας στο Δόγη της Βενετίας, την 11 Οκτωβρίου 1867, την κατάληψη του Κάστρου της Αθήνας, αποκαλεί «αξιοθαύμαστη (prodigiosa) τη βόμβα που προκάλεσε την καταστροφή του μεγαλόπρεπου ναού του αφιερωμένου στην Αθηνά, που οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε ανίερο τζαμί».

Παράδοση της Ακροπόλεως.

Οι Τούρκοι, παρ΄ όλη την καταστροφή και την πυρκαϊά που κράτησε δύο ημέρες, δεν παραδόθηκαν. Απ’ εναντίας πήραν θάρρος, όταν είδαν τον τουρκικό στρατό με το σερασκέρη της Θήβας να πλησιάζει στην Ακρόπολη. Πριν όμως φθάσουν οι Τούρκοι του σερασκέρη στον ελαιώνα, τους κυνήγησε ο στρατός του Καίνιξμαρκ και τους έδιωξε από την Αττική με σημαντικές απώλειες. Τότε οι πολιορκημένοι στην Ακρόπολη ύψωσαν λευκή σημαία (18/28 Σεπτεμβρίου 1687) και άρχισαν διαπραγματεύσεις για συνθηκολόγηση. Την άλλη μέρα υπογράφηκε στον Πειραιά, στη ναυαρχίδα του Μοροζίνη, το πρωτόκολλο που παραδίδαν την Ακρόπολη στους Βενετούς. Σύμφωνα με τους όρους του πρωτοκόλλου, οι Τούρκοι θα φεύγανε ανενόχλητοι από την Αθήνα και θα πήγαιναν στη Μικρά Ασία με πλοία. Θα παίρνανε μαζί τους τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και όσα πράγματα θα μπορούσαν να σηκώσουν μόνοι τους. Στις 23 Σεπτεμβρίου αφήκε την Αθήνα ο τουρκικός πληθυσμός και οι πολεμιστές (500 στρατιώτες και 2.500 άντρες, γυναίκες και παιδιά) και μετά δύο ημέρες έφυγαν από τον Πειραιά με 6 πλοία για τη Μικρά Ασία. Τους συνόδευσε ένα αγγλικό δίκροτο. Στη θλιβερή όμως πορεία των Τούρκων από την Αθήνα στον Πειραιά, τους επιτεθήκανε οι στρατιώτες του Μοροζίνη. Άλλους κακοποίησαν, μερικούς σκότωσαν που θέλησαν ν’ αντισταθούν, βίασαν γυναίκες και λεηλάτησαν τις αποσκευές τους.

Οι Βενετοί με τους Γερμανούς μισθοφόρους τους εγκαταστάσθηκαν στην Αθήνα. Φρούραρχος στην Ακρόπολη έγινε ο Ιταλός κόμης Πομπέι (Tonio Pompei). Πρώτη φροντίδα ήταν να θάψουν 300 πτώματα Τούρκων, που ήταν άταφα. Φρόντισαν ακόμη να καθαρίσουν το Κάστρο από τα ερείπια της καταστροφή του Παρθενώνος και να το επισκευάσουν. Το μεγαλύτερο τζαμί της Αθήνας, του Φατήχ, το έκαναν Καθολική Εκκλησία. Ένα άλλο τζαμί, της Κολώνας, έγινε Εκκλησία των Λουθηρανών. Απέναντι του ελληνικού στοιχείου ο στρατός του Μοροζίνη φέρθηκε φιλικά. Και μάλιστα το περιποιήθηκε. Του αφήκε πλήρη διοικητική αυτονομία και αναγνώρισε τα προνόμια του Μητροπολίτη. Οι Αθηναίοι ήταν ευχαριστημένοι από την παρουσία των Βενετών και ο Μοροζίνης από την κατάκτησή του. Είχε αναγγείλει την κατάληψη της Αθήνας στη Γερουσία της Βενετίας με τα εξής πομπώδη: «Είναι δική μας πια η ένδοξη και πολυθρύλητη Αθήνα με την ευρύτατη και περίφημη πόλη, καθώς και με τα λαμπρά της μνημεία, με τα οποία συνδέονται τόσες αναμνήσεις σοφίας και τόση ιστορία». Και όμως, πόσο λίγο επηρέασαν το Μοροζίνη οι αναμνήσεις των αρχαίων μνημείων, φάνηκε από τη λεηλασία που έκαναν οι στρατιώτες του και ο ίδιος σ’ αυτά.

Λεηλασία αρχαίων μνημείων.

Από την ανατίναξη της πυριδαποθήκης του Παρθενώνος είχε καταστραφεί το μεσαίο τμήμα του ναού. Τα αετώματα δεν είχαν πάθει σοβαρές ζημίες από την έκρηξη. Από τα δύο αετώματα καλύτερα διατηρημένο ήταν το δυτικό, που απεικόνιζε τη φιλονικεία της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα. Οι δύο θεοί ήταν στο μέσο, ενώ πίσω από την Αθηνά υπήρχαν δύο άλογα που τραβούσαν το άρμα της. Τα άλογα αυτά θέλησε να πάρει ο Μοροζίνης και να τα μεταφέρει στην πατρίδα του για λάφυρα. Από την αδεξιότητα όμως των εργατών, που αναλάβαν να τα κατεβάσουν, τα άλογα έπεσαν από το ύψος του αετώματος στο έδαφος και έγιναν κομμάτια. Και δεν ήταν η μόνη καταστροφή αρχαίων αγαλμάτων και μνημείων από το στρατό του Μοροζίνη. Ο ίδιος πήρε φεύγοντας διάφορα ανάγλυφα και αγάλματα από την Ακρόπολη και από την Αθήνα, για να τα στείλει στη Βενετία. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και το μαρμάρινο λιοντάρι του Πειραιώς που βρίσκεται σήμερα στο Ναύσταθμο της Βενετίας. Ο Μοροζίνης έστειλε και ένα άλλο μεγάλο μαρμάρινο λιοντάρι, ίσως από τον Κεραμεικό, που βρίσκεται επίσης στο ναύσταθμο της Βενετίας και ένα τρίτο. Για το τρίτο λιοντάρι, γράφει ο ίδιος σε έκθεσή του προς τη Γερουσία της Βενετίας, ότι  είναι χωρίς κεφάλι και στέλνει κι’ ένα κομμάτι από όμοιο μάρμαρο για να το συμπληρώσουν. Η προτίμηση του Μοροζίνη στα λιοντάρια εξηγείται, γιατί ο «λέων» ήταν το έμβλημα της Βενετίας.

Το παράδειγμα του αρχηγού το μιμήθηκαν οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες. Και έφθασαν τότε, ως τη Δανία, αρχαιότητες από την Ακρόπολη. Ο γραμματικός του Μοροζίνη Σαγγάλο (San Gallo) έκοψε και πήρε μαζί του, για … «ενθύμιο», το κεφάλι από το άγαλμα της Νίκης, που βρισκόταν στον ομώνυμο Ναό στην Ακρόπολη. Και άλλοι βαθμούχοι του μοροζινικού στρατού άρπαξαν όσα αρχαία βρήκαν και τα περισσότερα από τα ωραία μαρμάρινα ανάγλυφα του Ναού της Νίκης. Και η καταστροφή που είχε αρχίσει με τη βόμβα του Καίνιξμαρκ, συμπληρώθηκε με τη λεηλασία των αξιωματικών και στρατιωτών.