Η προνομιακή κοινοτική αυτοδιοίκηση των Αθηναίων στην πραγματικότητα είχε μόνο θεωρητική αξία.
Εξαρτιόταν από το κέφι και τις αρπαχτικές διαθέσεις του κάθε Τούρκου τυραννίσκου, που σκοπός του ήταν να εισπράτει όσα μπορούσε περισσότερα για τον εαυτό του και για τους αφέντες του. Και σα να μην έφθαναν οι τοπικοί Τούρκοι υπάλληλοι και δυνάστες, αλλά παρουσιάζονταν και οι περαστικοί αξιωματούχοι και ιδιαίτερα ο πασάς της περιοχής. Στην Αθήνα Τούρκος πασάς δεν έμενε. Για λόγους στρατιωτικούς ή άλλους κρίθηκε σκοπιμότερο ο πασάς να εγκατασταθεί – γύρω στα 1470 –στον Εύριπο (Χαλκίδα). Η Αθήνα αποτελούσε σαντζάκι (επαρχία) στο πασαλίκι του Ευρίπου. Αν όμως οι Αθηναίοι ευτύχησαν να μην έχουν στην πόλη τους τον πασά, δεν είχαν ωστόσο απαλλαγεί και από τις επισκέψεις του. Και κάθε επίσκεψη του πασά του Ευρίπου ισοδυναμούσε με επιδρομή στρατού βαρβάρων για λεηλασία σε εχθρική χώρα. «Επί έτη ολόκληρα ενεθυμούντο οι Αθηναίοι» γράφει ο Καμπούρογλου «τι εστοίχισεν εις αυτούς, εις τρόφιμα, χρήματα και δώρα, η επί τρεις μόνο ημέρας παραμονή εν Αθήναις του Πασά του Ευρίπου». Στο τέλος οι Αθηναίοι κατόρθωσαν, ύστερ’ από επανειλημμένα διαβήματα και ενέργειες στην Κωνσταντινούπολη, να κάνουν ανεξάρτητη την πόλη τους από τον πασά του Ευρίπου. Αλλά οι πονηροί Τούρκοι φρόντισαν ώστε, το σουλτανικό φερμάνι, που απαγόρευε την είσοδο του πασά στην Αττική, να ισχύει μόνο για ένα χρόνο. Με τη μέθοδο αυτή, οι Αθηναίοι, κάθε χρόνο, έπρεπε να στέλνουν καινούργια αίτηση και … δώρα για να βγει το φερμάνι.
Οι επιδημίες.
Μεγάλη συφορά για τους Αθηναίους, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, ήταν οι επιδημίες. Παρά το υγιεινό κλίμα της Αττικής, που το εκθειάζουν όλοι οι ξένοι περιηγητές, η πανώλης, η χολέρα και η ευλογιά επισκέπτονταν συχνά την Αθήνα. Μόνο που έκαναν μεγλύτερη θραύση στους Τούρκους, που έμεναν στην Ακρόπολη. Οι περισσότεροι Αθηναίοι φρόντιζαν, όταν έπιανε το «θανατικό», να εγκαταλείπουν την πόλη και να καταφεύουν στα περίχωρα και στα μοναστήρια. Ο περιηγητής Spon και ο Ιησουίτης Babin εξαίρουν το υγιεινό κλίμα της Αττικής και γράφουν ότι οι κάτοικοι σπάνια αρρωσταίνουν. Προσθέτουν ακόμη ότι, ενώ η πανώλης μαστίζει τη γειτονική Θήβα και την Εύβοια, δεν πλησιάζει όμως στηνΑττική … από σεβασμό, ίσως, προς την Παλλάδα Αθηνά. Παρά τις καθησυχαστικές αυτές πληροφορίες των δύο Γάλλων για την υγιεινή κατάσταση της Αθήνας, γνωρίζουμε από άλλες πηγές ότι, από το 1523 ως το 1554, πέντε φορές η πανώλης είχε επισκεφθεί την Αθήνα, έστω και με ηπιότερη μορφή και με λιγότερα θύματα από τις άλλες. Αναφέρεται μάλιστα στο «Οξώνιον Χρονικόν» ότι το 1554, από μια επιδημία που είχε μεταδοθεί από την Κωνσταντινούπολη και κράτησε τρία χρόνια, πέθαναν δέκα χιλιάδες Αθηναίοι. Ο αριθμός είναι, προφανώς, λανθασμένος. Όλοι οι κάτοικοι της Αθήνας την εποχή εκείνη ήταν γύρω στις 12 – 15 χιλιάδες. Θα πέθαναν πάντως πολλοί, αν κρίνουμε από μια επιγραφή που ήταν χαραγμένη σε μια κολώνα του Θησείου: «Το 1555 έγινε το κακό θανατικό εις την Αθήνα και απέθανον χιλιάδες λαός και Καστριώται». Την εποχή της Τουρκοκρατίας αποθανάτιζαν τα μεγάλα αθηναϊκά γεγονότα χαράσσοντάς τα στις μαρμάρινες κολώνες των αρχαίων ναών και στους τοίχους των εκκλησιών. Από τις πληροφορίες αυτές έγινε το καλούμενο «Λίθινον Χρονικόν».
Επιδρομές πειρατών.
Άλλη μεγάλη πηγή ήταν οι πειρατές, που έκαναν επιδρομές στην Αττική και έφθαναν και σ’ αυτή την Αθήνα. Φόβος και τρόμος έπιανε τους Αθηναίους και έσπευδαν να αμπαρωθούν μέσα στα σπίτια τους, όταν μάθαιναν πως κουρσάρικο πλοίο είχε ρίξει άγκυρα σε κάποιον όρμο της Αττικής. Για να εξασφαλιστούν περισσότερο, έφτιαξαν ένα ψευτοτείχος από αρχαία μάρμαρα και για να εξασφαλιστούν περισσότερο, έφτιαξαν ένα ψευτοτείχος από αρχαία μάρμαρα και μπάζα και έφραξαν την πόλη τους. Από τότε μερικές τουρκικές οικογένειες άρχισαν να χτίζουν σπίτια μέσα στην Ακρόπολη, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Τα τουρκικά σπίτια στην Ακρόπολη θα πληθύνουν τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Στους χριστιανούς δεν επιτρεπόταν η είσοδος στο Κάστρο.
Οι Τούρκοι στην αρχή δεν καταδίωκαν τους πειρατές, που οι περισσότεροι ήταν μουσουλμάνοι. Τους βοηθούσαν μάλιστα, για να βλάπτουν τους Βενετούς που κυριαρχούσαν στις ελληνικές θάλασσες. Οι επιδρομές των πειρατών κατά κανόνα, γίνονταν εις βάρος των ελληνικών πληθυσμών. Και η εξόντωση των Ραγιάδων ήταν τότε στο πρόγραμμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι πειρατές δεν άρπαζαν μόνο τα άψυχα αντικείμενα, αλλά και τα έμψυχα. Παίρναν μαζί τους άντρες, γυναίκες και παιδιά και τους πουλούσαν στα μεγάλα τουρκικά ανθρωποπάζαρα της Σμύρνης και της Θεσσαλονίκης για σκλάβους. Ένας περιηγητής ο Pierre Bellon, μας παρουσιάζει και το τιμολόγιο των σκλάβων στα 1555. Μια ωραία γυναίκα πουλιόταν 80 – 100 δουκάτα, οι άλλες 30 – 40, οι έφηβοι 40 – 50, οι ρωμαλέοι άντρες 40 – 60. Τους γέρους και τους ανήμπορους δεν τους έπαιρναν σκλάβους, μια και δεν είχαν εμπορική αξία …
Οι επιδημίες και οι επιδρομές των πειρατών είχαν φέρει την Αθήνα σε μεγάλο κατάντημα. Ο Γάλλος ναυτικός de Borderie, που την επισκέφθηκε το 1357, έγραφε πως ήταν «η φτωχότερη και αθλιέστερη από τις πόλεις». Εκτός από τους πειρατές, φαίνεται, πως υπήρχαν και ληστές στα βουνά της Αττικής, αν κρίνουμε από ένα σημείωμα του Κρουσίου που γράφει για την Αθήνα: «εν τοις όρεσι πολλοί εισί λησταί και εν ταις φάραγξι». Το μόνο αξιόλογο έργο που είχαν κάνει οι Τούρκοι στην Αθήνα (1506 – 1507) ήταν η κατασκευή του υδραγωγείου του «Κουντίτου». Το είχαν συνδέσει με το παλαιότερο του Αδριανού και έφθανε στην Πλάκα. Τότε έγινε επισκευή και της αρχαίας κρήνης της Αγοράς (Βρύσεως της Χώρας) και κατασκευή μιας άλλης (βρύσεως του Εξεχώρου), σύμφωνα με τις πληροφορίες που δίνει το «Οξώνιον Χρονικόν». Αργότερα οι Αθηναίοι έκαναν πολλές βρύσες στην πόλη.
Επιδρομή των Βενετών.
Στο διάστημα του Τουρκοβενετικού πολέμου, που είχε αρχίσει το 1463, οι Αθηναίοι δέχτηκαν και μία οργανωμένη επιδρομή των Βενετών. Ο Βενετός ναύαρχος Βίκτωρ Καπέλλο φθάνει στον Πειραιά με ισχυρό στόλο. Αποβιβάζει στρατό, καταλαμβάνει και λεηλατεί αγρίως την Αθήνα και την Αττική (1456) και πολιορκεί την τουρκική φρουρά στην Ακρόπολη. Βλέποντας όμως πως η Ακρόπολις δεν έπεφτε εύκολα και θα φθάναν στο μεταξύ μεγάλες τουρκικές δυνάμεις, εγκαταλείπει την Αθήνα συναποκομίζοντας τα λάφυρά του. Οι χρονικογράφοι της εποχής μας πληροφορούν ότι, οι στρατιώτες του Καπέλλο σκότωσαν κόσμο, έκαψαν σπίτια και απογύμνωσαν τους δύστυχους Αθηναίους από όλα τα αγαθά τους. Και στο τέλος, «αφού εχορτάσθησαν σφαγής και λαφύρων, απεχώρησαν, ουδενός διώκοντος, εις Εύβοιαν».
Θεομηνίες.
Και σα να μην έφθαναν, οι επιδημίες, οι επιδρομές των πειρατών, των ληστών και των Βενετών, οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν ανομβρίες και συχνές επιδρομές ακρίδων, που κάναν μεγάλες καταστροφές, με αποτέλεσμα να σημειώνεται σιτοδεία και πείναν στην Αττική. Σε μια φοβερή επιδρομή ακρίδων, το τέλος του 16ου αιώνα, όπως μας πληροφορεί το συναξάριο του Αγίου Σεραφείμ, οι Αθηναίοι τον παρακάλεσαν να έλθει στην πόλη τους από τη Βοιωτία, όπου ζούσε ασκητικό βίο, για να τους σώσει. Και ο Σεραφείμ ήλθε στον Πειραιά και έμεινε στο Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος, «ενδούς εις τα δεήσεις των απηλπισμένων κατοίκων και ετέλεσε πάνδημον παράκλησιν και λιτανείαν μετά των συρρευσάντων εκεί Αθηναίων και έρριψεν εις την θάλασσαν τον σταυρόν επιφωνών το «Κύριε ελέησον». Πάραυτα δε το πλήθος των ακρίδων, πανταχόθεν της Αττικής πτερυγίσαν, παρηκολούθησε τον σταυρόν και κατεποντίσθει εις την θάλασσαν. Οι Αθηναίοι ευγνωμονούντες προσέφερον εις την Μονήν του Αγίου πολύτιμον σταυρόν και ανήγειρον βραδύτερον εκεί ιδίαις δαπάναις ναόν ευπρεπή, αφού ο Άγιος απεδήμησε προς Κύριον εν έτει 1602».
Αν οι Αθηναίοι, χάρη στο θαύμα του Αγίου Σεραφίεμ, ησύχασαν, έστω και προσωρινά, από το «σμήνος των ακρίδων», δεν έγινε όμως το ίδιο και με το άλλο σμήνος, των Τούρκων, που εξακολουθούσε να τους κατατρώγει και να τους τυραννεί. Αυτό, τουλάχιστο, φανερώνει η ιστορία της Αγίας Φιλοθέης.