Η βασιλεία του Ιουστινιανού (527 – 565) σημειώνει αποφασιστικό σταθμό για την Αθήνα. Σταθμό εκχριστιανισμού και παρακμής.
Στην παρακμή συντελέσαν τα μέτρα που έλαβε ο Ιουστινιανός, μετά το 529, εναντίον των φιλοσοφικών σχολών. Χωρίς να προβεί σε βίαιο κλείσιμο των σχολών, τις καταδίκασε να πεθάνουν από μαρασμό. Δεν μπορούσαν να διδάξουν στις σχολές παρά μόνο χριστιανοί. Και το χειρότερο, πήρε από τις σχολές τις προσόδους που είχαν και απαγόρευσε να δίδωνται μισθοί από την πολιτεία στους φιλοσόφους που δίδασκαν. Τότε δημεύτηκαν και τα περιουσιακά στοιχεία της Ακαδημίας του Πλάτωνος, μαζί με τις περιουσίες των άλλων σχολών. Και είχε μεγάλη περιουσία η Ακαδημία του Πλάτωνος από κληροδοτήματα. Επί οκτώ αιώνες είχε διδάξει και φωτίσει τους Αθηναίους και τους ξένους.
Μέτρα κατά των φιλοσοφικών σχολών.
Ο Ιουστινιανός, μετά τη δήμευση των περιουσιών, απαγόρευσε στις αθηναϊκές σχολές τα μαθήματα του δικαίου και της φιλοσοφίας. Η διδασκαλία των βυζαντινών νόμων θα γινόταν μόνο στη Ρώμη, στην Κωνσταντινούπολη και στη Βηρυττό. Ύστερ’ από τα μέτρα αυτά, οι φιλόσοφοι άρχισαν να εγκαταλείπουν την Αθήνα. Άλλοι πήραν το δρόμο για την Κωνσταντινούπολη και άλλοι – όσοι θέλαν να κρατήσουν τη θρησκεία τους – πήγαν μακρύτερα. Οι σοφιστές: Δαμάσκιος, Συμπλίκιος, Ευλάμιος, Πρισκιανός, Ερμείας, Διογένης και Ισίδωρος, ζήτησαν άσυλο στο βασιλιά της Περσίας Σασανίδη Χοσρόη. Εκεί, όμως, δεν μπόρεσαν να ζήσουν. Ξαναγύρισαν στην Ελλάδα και από τότε χάνονται τα ίχνη τους. Η Αθήνα, που είχε ξεπέσει πολιτικά και κοινωνικά, έχανε και την τελευταία πνευματική της ικμάδα. Οι φιλοσοφικές της σχολές, που επί αιώνες είχαν κρατήσει τα σκήπτρα του πνεύματος, άλλες έκλεισαν για πάντα και άλλες συνέχισαν τη λειτουργία τους σα χριστιανικά ιεροδιδασκαλεία.
Κατάργηση της αυτονομίας.
Μετά το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών, ακολούθησε η κατάργηση της αυτονομίας των Αθηναίων. Η ελεύθερη Πολιτεία έπαυσε πια να υπάρχει και τυπικά. Η Αττική έγινε μία από τις επαρχίες του Βυζαντινού κράτους. Υπαγόταν στο «θέμα» και στη «στρατηγία» της Στερεάς Ελλάδος και Πελοποννήσου. Φαίνεται όμως ότι, δόθηκαν μερικά προνόμια στους Αθηναίους, είτε από τον Ιουστινιανό ή και αργότερα. Τους απαλλάξαν κυρίως από φόρους. Οπωσδήποτε, η Αθήνα έχασε από τότε την πολιτική της οντότητα και την πνευματική της ακτινοβολία. Ο Ιουστινιανός μάλιστα αποφάσισε να την μεταβάλει σε κάστρο. Οχύρωσε την Ακρόπολη και την έκανε ένα ισχυρό φρούριο. Ενίσχυσε συγχρόνως και τα τείχη της Αθήνας. Από την εποχή εκείνη και επί δέκα τρεις αιώνες η Ακρόπολις, από τόπος λατρείας των αρχαίων θεών, θα περιοριστεί στην αξυπηρέτηση ενός μονάχα: του Θεού του πολέμου. Και μόνο μετά την απαλευθέρωση της Ελλάδος, το ξακουσμένο από τα χρόνια του Βυζαντίου και της σκλαβιάς «Κάστρο της Αθήνας», θα ξαναδοθεί στους αρχαίους θεούς του.
Βίαιος εκχριστιανισμός.
Η άλλη προσπάθεια του Ιουστινιανού ήταν να εκχριστιανίσει «την κατείδωλον πόλιν». Οι αρχαίοι ναοί της, που τους είχε «εξαγνίσει» πριν από 80 χρόνια ο Θεοδόσιος, εξακολουθούσαν να είναι κλειστοί. Ο Ιουστιανός έδωκε εντολή να ανοίξουν αφού προηγουμένως μετατραπούν σε χριστιανικές εκκλησίες. Τότε έγινε και ο Παρθενών εκκλησία. Δεν είναι όμως εξακριβωμένο, αν ευθύς εξ αρχής ο Παρθενών αφιερώθηκε στην Παναγία ή τιμήθηκε αργότερα (το 10ο αιώνα, πιθανώς) με το όνομά της. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αρχικά, όταν έγινε χριστιανική εκκλησία, έφερε το όνομα της Αγίας Σοφίας. Πάντως, από τον 11ο αιώνα, αναφέρεται για Εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας.
Για να γίνει ο Παρθενών χριστιανικός ναός, έπαθε αρκετές παραμορφώσεις, εσωτερικά και εξωτερικά. Η είσοδος του αρχαίου ναού, που ήταν στο ανατολικό μέρος, κλείστηκε και έξω από αυτή χτίστηκε ένας ημικυκλικός τοίχος, για να περικλείσει ένα μέρος του Αγίου Βήματος. Η πόρτα που ήταν στη δυτική πλευρά και χρησίμευε για είσοδος στον οπισθόδρομο του Παρθενώνος, έγινε η «μεγάλη πύλη» της εκκλησίας. Τοίχοι υψώθηκαν στο εσωτερικό και ο Γρηγόριος γράφει: «έργον δε των εγκαταστησάντων χριστιανικήν εκκλησίαν εν τω Παρθενώνι υπήρξε μόνο το να παραμορφώσωσι τον περικαλλέστατον των ναών των Αθηνών και της υφηλίου». Διακρίνονται, ακόμη και σήμερα, στο εσωτερικό του Παρθενώνος, τα ίχνη από τις χριστιανικές τοιχογραφίες και τις εικόνες των αγίων, με τις οποίες τον είχαν διακοσμήσει. Και φαίνεται ότι, ο εσωτερικός διάκοσμος του χριστιανικού ναού στα βυζαντινά χρόνια ήταν αρκετά πλούσιος. Φημισμένη ήταν η χρυσή καντήλα, που φώτιζε διαρκώς την εικόνα της Παναγίας, για να θυμίζει στους χριστιανούς Αθηναίους το «άσβεστον πυρ», που έκαιγε στο βωμό της Αθηνάς σε αρχαιότερα χρόνια.
Η χριστιανική θρησκεία αντιγράφει την αρχαία.
Συγχρόνως με τον Παρθενώνα ή και αργότερα, άρχισε η μετατροπή και των άλλων αθηναϊκών ναών σε χριστιανικές εκκλησίες. Οι αρχαίοι θεοί και ήρωρς παραχώρησαν τη θέση τους σε αγίους της νέας θρησκείας. Οι Αθηναίοι φρόντισαν, μάλιστα, να υπάρχει στη διαδοχή και κάποια ομοιότητα και συνέχεια, μεταξύ της αρχαίας λατρείας και της νέας του Χριστού. Τους ναούς που ανήκαν στην Παρθένο Αθηνά, που προστάτευε την πόλη τους, τους αφιέρωσαν στη νέα Παρθένο του Χριστιανισμού και καινούργια πολιούχο της Αθήνας, την Παναγία. Διατήρησαν ακόμη και το κοσμητικά επίθετα, που έδιναν άλλοτε στην Αθηνά, για τη νέα «Κυρά» της χριστιανικής Αθήνας. «Γοργώ και Κόρην επήκοον» έλεγαν οι αρχαίοι την Αθηνά. «Γοργοεπήκοον», δηλαδή γρήγορα «επακούουσαν» τις παρακλήσεις τους, θα ονομάσουν και την Παναγία. Η σημερινή Εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου, δίπλα στο Μητροπολιτικό Ναό, ήταν παλαιότερα αφιερωμένη στην «Παναγία την Γοργοεπήκοον» ή την «Γοργοπήκω», κατά το αθηναϊκό ιδίωμα. Και πρέπει να σημειωθεί ότι, και σε άλλα μέρη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας – στην Κωνσταντινούπολη, την Τραπεζούντα κ.λ. – υπήρχαν εκκλησίες της Παναγίας με το όνομα της «Γοργοεπηκόου».
Η προσπάθεια των Αθηναίων, να συνδέσουν την αρχαία θρησκεία με τη νέα, δεν περιορίζεται μόνο στην Παναγία, αλλά επεκτείνεται και σε άλλους αγίους. Τους ναούς της Αρτέμιδος, της θεάς των δασών και του κυνηγίου, τους μετατρέψαν σε εκκλησίες του Αγίου Ιωάννου του «Κυνηγού». Τη θεά Δήμητρα την διαδέχτηκε, για λόγους συνωνυμίας ο Άγιος Δημήτριος και τον Ποσειδώνα, κυρίαρχο των θαλασσών, ο προστάτης των ναυτικών Άγιος Νικόλαος. Τα Ασκληπιεία έγιναν εκκλησίες των Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού, που ήταν, όπως και ο αρχαίος Ασκληπιός, οι θαυματουργοί θεραπευτές των αρρώστων. Το Ναό της «Αθηνάς Νίκης» στην Ακρόπολη, που σήμερα είναι γνωστός με το όνομα Ναός της «Απτέρου Νίκης», τον έκαναν Εκκλησία των Ταξιαρχών. Η φτερωτή νίκη των αρχαίων, παραχώρησε τη θέση της στους φτερωτούς Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ. Και πρέπει να σημειώσουμε πως στην αρχαιότητα παρουσίαζαν πάντοτε τη νίκη με φτερά, γιατί πετούσε από το ένα μέρος στο άλλο. Η ονομασία του ναού σε «Απτέρου Νίκης» ήταν μετεγενέστερων χρόνων.
Το θρυλικό ήρωα της Αθήνας Θησέα, τον αντικατάστησε ο τροπαιούχος Άγιος Γεώργιος. Και όπως ο Θησεύς είχε σκοτώσει το Μινώταυρο, έτσι και ο καβαλάρης Άγιος Γεώργιος σκότωσε με το δόρυ του το δράκο, που, κατά τη λαογραφία, ζήταγε ανθρώπινα θύματα, όπως και ο Μινώταυρος. Οι Βυζαντινοί μάλιστα αγιογράφοι, για να μη υστερήσουν και στις λεπτομέρειες της διαδοχής του Θησέως από τον Άγιο Γεώργιο, είχαν φροντίσει να παρουσιάζουν στις αγιογραφίες τους και μια μυθική βασιλοπούλα, την Αλεξάνδρα, που θαύμαζε, επάνω από ένα πύργο, την πάλη του Αγίου με το δράκο. Απαράλλακτα όπως μια άλλη μυθική βασιλοπούλα, η Αριάδνη, είχε παρακολουθήσει το Θησέα στον αγώνα του εναντίον του Μινώταυρου. Τον Απόλλωνα, θεό του ήλιου, διαδέχεται στα ιερά του ο προφήτης Ηλίας. Η διαδοχή δεν έγινε μόνο για λόγους «φωνητικούς», αλλά γιατί υπήρχε και μια ομοιότητα μεταξύ του προφήτου των Εβραίων και του «Θεού του φωτός». Κατά την παράδοση, ο προφήτης Ηλίας «ανελήφθει εις τους ουρανούς επί άρματος πυρός». Με φλογισμένο άρμα παρουσίαζαν και οι αρχαίοι τον Απόλλωνα να έρχεται κάθε πρωί στη γη, μέσα από τις νεφέλες. Πολλούς τύπους και παραδόσεις από το λειτουργικό της αρχαίας θρησκείας τους διατήρησαν και στη νέα. Και σ’ αυτά τα θαύματα και στις εμφανίσεις των αρχαίων θεών, δώσαν συνέχεια με χριστιανούς αγίους. Ο Παυασανίας αναφέρει ότι είδε στην Ποικίλη Στοά ένα πίνακα που παρίστανε την Αθηνά, τον Ηρακλή και το Θησέα να βοηθούν τους Έλληνες στη μάχη του Μαραθώνος. Τώρα η Παναγία, μαζί με άλλους αγίους, θα αναλάβουν την προστασία των Αθηναίων στις κρίσιμες στιγμές.
Οι αθηναϊκές εκκλησίες.
Οι περισσότεροι από τους αρχαίους ναούς έγιναν την εποχή του Ιουστινιανού χριστιανικές εκκλησίες. Κι’ επειδή η Αθήνα ήταν γεμάτη από ναούς, βωμούς και ιερά, δημιουργήθηκε από τότε η παράδοση των πολλών εκκλησιών, που διατηρήθηκε και στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Η Αθήνα στα χρόνια της σκλαβιάς, με τις 8 – 10 χιλιάδες κατοίκους, είχε κάπου τριακόσιες εκκλησίες! Η ύπαρξη τόσων μεγάλων και ωραίων ναών και η μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες, εμπόδισε το χτίσιμο αξιόλογων βυζαντινών εκκλησιών, που ποτέ δε θα μπορούσαν να φθάσουν τον Παρθενώνα, το Ναό του Ολυμπίου Διός ή το Θησείο. Γι’ αυτό και οι βυζαντινές εκκλησίες, που σώζονται σήμερα στην Αθήνα, είναι μεταγενέστερες, μετά το 10ο αιώνα και μικρές. Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια και ως το 10ο αιώνα δε σώζεται καμμιά εκκλησία, τουλάχιστο με την αρχική της μορφή. Η Σωτείρα του Λυκοδήμου (Ρώσικη εκκλησία) της οδού Φιλελλήνων, ο Άγιος Γεώργιος Καρύκης (σημερινός Καρύτσης), η Σωτείρα του Κοττάκη στην Πλάκα (οδός Κυδαθηναίων) και άλλες εκκλησίες, είναι νεώτερα κτίρια, στη θέση παλαιοτέρων βυζαντινών εκκλησιών. Και πιθανότατα στη θέση αρχαίων ναών, που με τα χρόνια ερειπώθηκαν και με τα ίδια υλικά ή με άλλα, έγιναν οι βυζαντινές εκκλησίες. Συνολικά έχουν καταγραφεί 25 βυζαντινές εκκλησίες στην Αθήνα, που λίγες σώζονται με την αρχική τους μορφή. Οι περισσότερες έχουν παραμορφωθεί ή και εντελώς εξαφανιστεί. Οι ανασκαφές που έγιναν γύρω από την αρχαία Αγορά και σε άλλα μέρη της Αθήνας, διαπίστωσαν την ύπαρξη αρκετών παλαιοχριστιανικών εκκλησιών και πριν από τον Ιουστινιανό. Με τις εκκλησίες της Αθήνας έχουν ασχοληθεί, εκτός των ξένων, και πολλοί Έλληνες σε ειδικές μελέτες: Π. Νερούτσος, Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Γ. Σωτηρίου, Κ. Μπίρης, Γ. Κονιδάρης, Ι. Τραυλός και άλλοι.
Από τις σωζόμενες αθηναϊκές εκκλησίες, με τη βυζαντινή τους μορφή, οι μεγαλύτερες: Άγιοι Θεόδωροι, Άγιος Ελευθέριος (Γοργοεπήκοος) και Καπνικαρέα, είναι έργα του 10ου ή 11ου αιώνα. Για την Καπνικαρέα υποστηρίζεται και η άποψη: ότι χτίστηκε τον 5ο αιώνα από την αυτοκράτειρα Ευδοκία. Και ότι, είναι μία από τις δώδεκα εκκλησίες που η Αθηναία αυτή βασίλισσα χάρισε στην πατρίδα της. Όταν ανέβηκε στο θρόνο του Βυζαντίου. Η Αθήνα στα βυζαντινά χρόνια ήταν μια πόλη μικρή και φτωχή. Και δεν μπορούσε να διαθέσει χρήματα για να υψώσει μεγαλόπρεπες εκκλησίες, όταν μάλιστα είχε τόσα μαρμάρινα κτίρια στη διάθεσή της. Μόνο οι πρώτοι χριστιανοί, πριν ακόμη καθιερωθεί επίσημα ο Χριστιανισμός, έχτιζαν εκκλησάκια έγω από την πόλη, που εξαφανίστηκαν με τα χρόνια. Στην ύπαρξη των αρχαίων ναών οφείλεται η έλλειψη βυζαντινών εκκλησιών στην Αθήνα, πριν από το 10ο αιώνα, και όχι στην ερήμωση της πολιτείας ή σε καταστροφές και λεηλασίες πειρατών και βαρβάρων.
Δημοκρατική μορφύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Με το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών και τη μετατροπή των αρχαίων ναών σε εκκλησίες, η Αθήνα πήρε τη χριστιανική της μορφή. Μερικοί Αθηναίοι θα έμειναν ακόμη στην παλιά θρησκεία. Αλλ’ αυτοί λάτρευαν τους θεούς τους στα σπίτια τους και στα κρυφά. Ο Ιουστινιανός είχε διατάξει τον υποχρεωτικό εκχριστιανισμό και την κατάργηση της «ελληνικής δυσσεβείας». Είχε απαγορεύσει ακόμη, με την ποινή του θανάτου, να κάνουν θυσίες στους αρχαίους θεούς. Θα πρέπει, λοιπόν, να δεχτούμε πως από τον 6ο αιώνα οι περισσότεροι Αθηναίοι είχαν γίνει χριστιανοί. Και αυτοί θα βρήκαν πολλές ομοιότητες, όχι μόνο στη διαδοχή των θεών και των ηρώων τους από τους αγίους, αλλά και σ’ αυτή την οργάνωση της Εκκλησίας, που πολλά είχε πάρει από το αττικό πολίτευμα. Το ίδιο δημοκρατικό πνεύμα επικρατούσε και στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες. Το όνομα «εκκλησία», που έχει μάλιστα επικρατήσει διεθνώς, δεν είναι τίποτε άλλο από την Εκκλησία του Δήμου της αρχαίας Αθήνας. Όπως εκεί, μαζευόταν ο λαός και αποφάσιζε, το ίδιο και οι κοινότητες των πρώτων χριστιανών συναθροίζονται στην εκκλησία, συζητούν και εκλέγουν τους «πρεσβύτερους», τους άρχοντες, για να διαχειρίζωνται τα ζητήματά τους. Επί κεφαλής κάθε εκκλησίας εκλέγεται ο «επίσκοπος», δηλαδή ο στρατηγός του αθηναϊκού πολιτεύματος. Η αρχαία Εκκλησία του Δήμου «χειροτονούσε» τους στρατηγούς και η Εκκλησία του Χριστού «χειροτονούσε» επίσης τους επισκόπους. Αλλά και αυτές οι «οικουμενικές σύνοδοι» θυμίζουν τις «αμφικτυονίες» του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η πρώτη αυτή δημοκρατική μορφή της Εκκλησίας του Χριστού διατηρήθηκε, με ορισμένες παραλλαγές, στον ανατολικό κόσμο και δημιούργησε παράδοση. Αντίθετα, στο δυτικό κόσμο η χριστιανική δημοκρατία γρήγορα παραχώρησε τη θέση της στην απολυταρχία και στην παντοδυναμία του Πάπα. Αυτή η διαφορά, στην οργάνωση και στη διοίκηση, που παρουσιάζει η Ανατολική Εκκλησία από τη Δυτική, δημιουργεί πολύ μεγαλύτερο χάσμα, μεταξύ των δύο Εκκλησιών, από τις δογματικές διαφορές. Και αυτού βρίσκεται η δυσκολία για την ένωση των δύο Εκκλησιών.
Η Επισκοπή των Αθηνών.
Από την εποχή του Ιουστινιανού η Εκκλησία των Αθηνών εμφανίζεται συγκροτημένη. Προηγουμένως τα κείμενα μιλούν μόνο για Αθηναίους χριστιανούς, που είχαν και τον Επίσκοπό τους και όχι για οργανωμένη εκκλησία. Ως το 733, η Επισκοπή των Αθηνών ανήκε στη δικαιοδοσία του Πάπα της Ρώμης. Αλλά το χρόνο εκείνο, ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ αποσπά την Αθήνα και άλλες επαρχίες από τη δικαιοδοσία του Πάπα και τις υπαγάγει στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Μετά ένα περίπου αιώνα η Επισκοπή Αθηνών προβιβάζεται σε Μητρόπολη.
Στα βυζαντινά χρόνια οι Αθηναίοι επίσκοποι έμεναν στην Ακρόπολη. Εκτός από τον Παρθενώνα, είχε γίνει εκκλησία και το Ερεχθείο. Ήταν αφιερωμένο στην Παναγία και αργότερα στην Αγία Τριάδα και το χρησιμοποιούσαν για προσκυνητήριο και βιβλιοθήκη οι ιερωμένοι που κατοικούσαν στην Ακρόπολη. Στα προπύλαια ήταν η κατοικία του Επισκόπου. Διάφοροι καλόγεροι και ψάλτες φρόντισαν ν’ αποθανατίσουν τα ονόματά τους στις κολώνες των Προπυλαίων. Μετά τον Ιουστινιανό, η Ακρόπολις θα «ιεροκρατήται» και θα «στρατοκρατήται». Και από το βράχο αυτό ο κλήρος και οι καστροφύλακες θα εφορεύουν και θα προστατεύουν την άλλοτε περίδοξη πόλη, που τώρα έχει ξεπέσει σε μια μικρή και ασήμαντη επαρχιακή πολιτεία.