Ο Κωνσταντίνος Ε’ ζήτησε να παντρέψει το γιο του και διάδοχο του θρόνου Λέοντα. Και διάλεξε για νύφη μια ωραιοτάτη και ευφυεστάτη Αθηναία, την Ειρήνη, που ήταν 17 χρονών.
Οι ιστορικές πηγές δεν καθορίζουν, πως ο Κωνσταντίνος διάλεξε μια Αθηναία για νύφη του. Υπήρχε συνήθεια στην αυλή του Βυζαντίου, να στέλνουν πρεσβείες «νυμφολόγων» στα διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας, για να βρουν νύφη για το διάδοχο ή και για τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Έχουμε το παράδειγμα του Θεοφίλου (830) και τη γνωστή ιστορία που ακολούθησε στην εκλογή της νύφης, όταν προτίμησε τη Θεοδώρα από την Κασσιανή. Αναφέρονται και άλλες περιπτώσεις κατοπινών αυτοκρατόρων, που διάλεξαν τη βασίλισσα ύστερ’ από «καλλιστεία». Η εκλογή της Ειρήνης, ανάμεσα στις υποψήφιες που θα πρότειναν οι νυμφολόγοι, ίσως να οφείλεται και σε πολιτικούς λόγους. Η κυρίως Ελλάς και ιδιαίτερα η Αθήνα ήταν υπέρ των εικόνων και είχαν έλθει σε αντίθεση με τον αυτοκράτορα. Και ο Κωνσταντίνος, πιθανόν να ζήτησε με το γάμο αυτό, να φέρει κάποια συμφιλίωση μεταξύ Βυζαντίου και Αθηναίων. Πάντως, η εκλογή της Ειρήνης, που παράλληλα με την ευφυΐα της είχε και σημαντική μόρφωση, δείχνει πως η Αθήνα τον 8ο αιώνα διατηρούσε πνευματική παράδοση, για να μορφώνονται και τα κορίτσια. Εκτός από την Ειρήνη, ανέβηκε στο θρόνο του Βυζαντίου και η ανιψιά της Θεοφανώ. Ήταν η τρίτη Αθηναία που γινόταν Αυγούστα.
Ο Κωνσταντίνος Ε’ έφερε την Ειρήνη από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη με βασιλικές τιμές, «διά λαμπρών μεταξωτοίς υφάσμασι πολυτελώς κεκοσμημένων πλοίων» στην Κωνσταντινούπολη την έστεψε Αυγούστα (769) μετά το γάμο της με τον «συμβασιλεύοντα» γιο του Λέοντα Δ’ τον Χαζάρο. Το όνομα του Χαζάρου ο Λέων το είχε πάρει από τη μητέρα του – μία από τις τρεις γυναίκες των Κωνσταντίνου – που ήταν κόρη του Χαγάνου των Χαζάρων (Κριμαίας). Στην αρχή η Ειρήνη, όσο ζούσε ο πεθερός της Κωνσταντίνος, απόφευγε να εκδηλώνεται υπέρ των εικονολατρών. Ακολουθούσε την πολιτική της αυλής και του στρατού, που ήταν εικονομάχοι. Μετά την άνοδο όμως του Λέοντος στο θρόνο, η Ειρήνη έφερε μέσα στα βασιλικά ανάκτορα άγιες εικόνες. Τις προσκυνούσε στα κρυφά, για να μην έλθει σε αντίθεση με το πνεύμα που επικρατούσε στο παλάτι. Αναφέρεται μάλιστα ότι, όταν ο Λέων έμαθε πως η Ειρήνη έκρυβε εικόνες, την επιτίμησε δριμύτατα, την απείλησε ότι θα την διώξει και έκοψε κάθε συζυγική σχέση μαζί της.
Αναστήλωση των εικόνων.
Η βασιλεία του Λέοντος Δ’ δεν κράτησε παρά πέντε χρόνια (775 – 780). Πέθανε αιφνηδίως και τη βασιλική εξουσία την πήρε η Ειρήνη, ως επίτροπος του ανήλικου γιου του Κωνσταντίνου ΣΤ’. Η βασιλεία της περιβόητης αυτής Αθηναίας, που κράτησε μια εικοσαετία, συνδέθηκε με την αναστήλωση των εικόνων αλλά και με φρικώδη εγκλήματα. Λίγο καιρό μετά την άνοδό της στο θρόνο, έκανε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (784) τον ιδιαίτερο γραμματέα της Ταράσιο, που διακρινόταν για την παιδεία και τη χρηστότητά του. Μετά δύο χρόνια, ο Ταράσιος συγκαλεί την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, με θέμα την ειρήνευση της εκκλησίας. Αλλά οι εικονομάχοι δημιουργούν ταραχές στην πόλη και ο στρατός, που ήταν μαζί τους, διαλύει με τη βία τη σύνοδο. Και μόνο τον επόμενο χρόνο (άνοιξη του 787), οι Πατέρες της Εκκλησίας ξαναμαζεύονται στη Νίκαια και αποφασίζουν «την αναστήλωσιν των σεπτών εικόνων εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις και ταύταις τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν». Η Ειρήνη δεν περιορίστηκε μόνο στην αναστήλωση των εικόνων, αλλά άνοιξε και πολλά μοναστήρια που είχαν κλείσει. Υπολογίζουν σε 50 χιλιάδες τους εικονολάτρες μοναχούς που είχαν καταφύγει στη Δύση στο διάστημα της εικονομαχίας.
Η Ειρήνη διατήρησε στενές σχέσεις με τους Αθηναίους συγγενείς της. Έναν από αυτούς, τον Κωνσταντίνο Σαραντάπηχυ, τον διόρισε φρούραρχο στην Ακρόπολη, το γιο του Θεοφύλακτο σπαθάριο στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλους Αθηναίους έδωσε ανώτερα αξιώματα. Και για να απαλλάξει την πατρίδα της και ολόκληρη την κυρίως Ελλάδα από τους Σλάβους και τους Βουλγάρους, οργάνωσε εκστρατεία εναντίον τους. Το 783 έστειλε πολυάριθμο στρατό με την αρχηγία του πρωθυπουργού και ευνοουμένου της πατρικίου Σταυρακίου και ξεκαθάρισε την Ελλάδα από τους εκεί εγκατεστημένους σλαβοβουλγάρους. Τον άλλο χρόνο ο Σταυράκιος γύρισε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη.
Η Ειρήνη «αυτοκράτωρ».
Η ενηλικίωση του γιου της Ειρήνης Κωνσταντίνου ΣΤ’ γίνεται η αρχή μιας οικογενειακής τραγωδίας, από τις πιο δραματικές της ιστορίας. Η φιλόδοξη και δυναμική Ειρήνη έρχεται σε σύγκρουση με το γιο της. Και τότε του διεκδικεί το θρόνο, με αποτέλεσμα να τον τυφλώσει, να τον εκθρονίσει και να μείνει αυτή κυρίαρχος στην αυτοκρατορία (797 – 802). Κατά τον ιστορικό Α. Βασίλιεφ: «Η Ειρήνη αποτελεί το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία του Βυζαντίου, μιας γυναίκας που διοίκησε έχοντας πλήρη ελευθερία κατά την άσκηση της ανωτάτης εξουσίας. Υπήρξε ένας πραγματικός απόλυτος μονάρχης, εκπροσωπώντας ένα νεωτερισμό που ήταν αντίθετος προς τις παραδόσεις της Αυτοκρατορίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στα επίσημα στοιχεία και διατάγματα δεν ονομάζεται «Αυτοκράτειρα», αλλά «Ειρήνη ο πιστός Αυτοκράτωρ». Δεδομένου ότι υπήρξε αρχή της περιόδου αυτής ότι μόνο ένας Αυτοκράτωρ – άνδρας – μπορούσε να νομοθετεί επισήμως, εκρίθη απαραίτητο να νομοθετηθεί πως η Ειρήνη ήταν ένας Αυτοκράτωρ». Θα πρέπει να προσθέσουμε ακόμη, στα όσα γράφει ο Βασίλιεφ, ότι και παλαιότερα στο Βυζάντιο είχαν κυβερνήσει προσωρινά γυναίκες (Πουλχερία, Θεοδώρα). Κυβερνούσαν όμως «εν ονόματι» του αυτοκράτορα. Για πρώτη φορά γίνεται γυναίκα – αυτοκράτορας. Και αυτό το κατόρθωσε μια Αθηναία!
Εγκλήματα Ειρήνης.
Αλλά η φιλοδοξία και ο φόβος μήπως χάσει το θρόνο της, ώθησαν την Ειρήνη σε φρικτά εγκλήματα. Για να απαλλαγεί από τους πέντε αδελφούς τους άντρα της και γιους του Κωνσταντίνου ΣΤ’, που μπορούσαν να διεκδικήσουν το θρόνο, και με την πρόφαση της συνωμοσίας, έκοψε τις γλώσσες των τεσσάρων και του πέμπτου του έβγαλε τα μάτια (797). Και για να είναι ασφαλέστερη, εξόρισε και τους πέντε στην Αθήνα και τους έκλεισε στην Ακρόπολη. Εκεί ήταν φρούραρχος και διοικητής της περιοχής ο συγγενής της Σαραντάπηχυς. Αλλά οι Αθηναίοι, που δεν ανέχονται, ούτε τα εγκλήματα της Ειρήνης, ούτε το διοικητή που τους είχε βάλει, έρχονται σε συνεννόηση με τους πέντε αδελφούς για την απελευθέρωσή τους. Συγχρόνως προσκαλούν το Σλάβο Ζουπάνο του Βελεστίνου Ακάμηρο, να κατέβει με το στρατό του και να βοηθήσει στην απελευθέρωση. Το σχέδιο όμως καταδόθηκε στην Ειρήνη και έστειλε το σπαθάριο Θεοφύλακτο να κάνει ανακρίσεις στην Αθήνα. Όταν βεβαιώθηκε η συνωμοσία, η Ειρήνη έδωκε εντολή να βγάλουν τα μάτια και των άλλων τεσσάρων αδελφών. Τους έστειλε στην Πάνορμο όπου σε λίγο καιρό τους εκτελέσαν κατά διαταγή της. Ο χρονικογράφος Κεδρηνός γράφει ότι, η εκτέλεση των πέντε έγινε στην Αθήνα.
Η δαιμονία Αθηναία είχε έλθει σε συνεννοήσεις και με τον Κάρολο το Μεγάλο και επρόκειτο να τον παντρευτεί. Ο Γερμανός αυτοκράτορας σχεδίαζε με το γάμο του να ενώσει τα δύο τμήματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το ανατολικό με το δυτικό. Η Ειρήνη δεν πρόφθασε να κάνεις τους γάμους της, γιατί το 802 εκθρονίστηκε και εξορίστηκε, από το Λογοθέτη (υπουργό των Οικονομικών) Νικηφόρο. Κατά τον Βασίλιεφ, στην ανατροπή της Ειρήνης είχαν λάβει ενεργό μέρος και οι εγκατεστημένοι στην αυτοκρατορία Σλάβοι, που τους είχε καταδιώξει. Η Ειρήνη εξορίστηκε στην αρχή σε μια από τις Πριγκηποννήσους και έπειτα στη Λέσβο, όπου και πέθανε το 803.
Θεοφανώ.
Λίγο καιρό μετά την Ειρήνη, ανέβηκε στο θρόνο του Βυζαντίου μία άλλη Αθηναία, η Θεοφανώ, που καταγόταν και αυτή από την οικογένεια των Σαραντάπηχων. Η Θεοφανώ παντρεύτηκε το Σταυράκιο, γιο και συμβασιλέα του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α’. Τα βυζαντινά κείμενα (Θεοφάνης, Ζωναράς) μας πληροφορούν ότι, οι «νυμφολόγοι», που την γνώρισαν στην Αθήνα και θαύμασαν την καλλονής της και τα πνευματικά της χαρίσματα, την πρότειναν στον αυτοκράτορα. Ο Θεοφάνης προσθέτει ότι, η Θεοφανώ, προτού παντρευτεί το Σταυράκιο, «ήτο μεμνηστευμένη ανδρί πολλάκις αυτώ συγκοιτασθείσα». Και φαίνεται πως εγκατέλειψε τον αρραβωνιαστικό ή το σύζυγο και προτίμησε το βασιλικό κρεβάτι. Ο γάμος με το Σταυράκιο έγινε το 807 και προκάλεσε διαμαρτυρίες του κλήρου στην Κωνσταντινούπολη, γιατί χώρισε τη Θεοφανώ από το νόμιμο άντρα της. Οι διαμαρτυρίες έγιναν πιο έντονες, όταν έγινε γνωστό ότι ο Νικηφόρος είχε ερωτικές σχέσεις και είχε βιάσει δύο από τις παρθένους που αποτελούσαν την τιμητική συνοδεία της Θεοφανώς. Άλλοι χρονικογράφοι αναφέρουν ότι είχε σχέσεις με δύο από τις νέες που είχαν λάβει μέρος στα «καλλιστεία». Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι, αυτά τα διαδίδαν και τα γράφαν οι αντίθετοι του Νικηφόρου. Και είχε όχι λίγους, ιδίως μεταξύ των μοναχών που τους είχε καταδιώξει και διαφόρων καταχραστών του δημοσίου χρήματος της αυτοκρατορίας, που τους είχε στείλει στη φυλακή και στην εξορία.
Η Θεοφανώ δεν υπήρξε τόσο περιβόητη όσο η προκάτοχός της και συμπατριώτισσά της Ειρήνη. Δεν έμεινε, άλλωστε, Αυγούστα παρά μόνο τέσσερα χρόνια (807 – 811). Ο πεθερός της Νικηφόρος Α’ σκοτώθηκε στον πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων (811). Ο ηγεμών των Βουλγάρων Κρούμος είχε κάνει το κρανίο του Νικηφόρου ποτήρι και έπινε με αυτό στα επίσημα συμπόσια. Στην ίδια μάχη, που είχε σκοτωθεί ο πατέρας του, τραυματίστηκε και ο Σταυράκιος και πέθανε σε μερικούς μήνες. Λίγο πριν πεθάνει, εκθρονίστηκε από τον κουροπαλάτη Μιχαήλ Ραγγαβέ, τον άντρα της αδελφής του Προκοπίας. Ο «κουροπαλάτης» ήταν ο ανώτατος αξιωματούχος στην αυλή, είδος σημερινού αυλάρχη και πρωθυπουργού συγχρόνως. Η Θεοφανώ μετά το θάνατο του άντρα της αποσύρθηκε σε μοναστήρι, όπου και πέθανε. Την ίδια τύχη είχαν και οι δύο προηγούμενες Αθηναίες Αυγούστες, η Ευδοκία και η Ειρήνη. Από την πορφύρα του Βυζαντίου, βρέθηκαν και οι τρεις σε μοναστήρι και εκεί τέλειωσαν τη ζωή τους…