ΜΙΧΑΗΛ ΑΚΟΜΙΝΑΤΟΣ

Ο εξαίρετος αυτός ιεράρχης, ένας από τους πιο φωτισμένους του Βυζαντίου, έμεινε 25 χρόνια μητροπολίτης στην Αθήνα. Αφήκε ένα μεγάλο συγγραφικό έργο, σε έμμετρο και πεζό λόγο, αφιερωμένο σε εκκλησιαστικά κυρίως θέματα. Στα γραφόμενά του ο Ακομινάτος δίνει και πληροφορίες για την κατάσταση της Αθήνας το τέλος του 12ου αιώνα.

Τα περισσότερα κείμενα του Ακομινάτου έχουν δημοσιευθεί (1879 – 1880) σε δύο τόμους από το Σπυρίδωνα Λάμπρο, που τα βρήκε σε διάφορες βιβλιοθήκες της Ευρώπης και ιδιαίτερα στη Φλωρεντία. Με το Μιχαήλ Ακομινάτο έχουν ασχοληθεί επίσης ο Αθ. Παπαδόπουλος, ο Γ. Ζηκίδης, ο Ε. Α. Σκάσης, ο Γρ. Βερναρδάκης, ο Π. Παπαγεωργίου και πολλοί ξένοι.

Ο Μιχαήλ Ακομινάτος γεννήθηκε γύρω στα 1140 στις Χωνές της Φρυγίας. Από τη γενέτειρα πόλη πήρε και την παρωνυμία του Χωνιάτη, με την οποία έμεινε στην ιστορία. Από την οικογένεια του Ακομινάτου έχουν διαπρέψει και άλλοι, στα γράμματα, στην εκκλησία, στην πολιτική. Ο θείος του Μιχαήλ ήταν Μητροπολίτης Χώνων και ο νεώτερος αδελφός του Νικήτας πήρε μεγάλα πολιτικά αξιώματα στην Κωνσταντινούπολη και κατέχει την πιο σπουδαία θέση ανάμεσα στους ιστοριογράφους του 12ου αιώνα και των αρχών του 13ου αιώνα. Ο Μιχαήλ πήγε μικρός στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε κοντά στο σοφό Ευστάθιο, τον έπειτα Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Αργότερα, έγραφε για το δάσκαλό του, πως ήταν ένα κομμάτι «του πάλαι χρυσού γένους». Οι βιογράφοι του Μιχαήλ τον παρουσιάζουν άνθρωπο με ευγενικά αισθήματα, με κλασική μόρφωση και τέλειο κάτοχο της ελληνικής γλώσσας. Ήταν «ελληνικώτατος την ψυχήν, ευσεβής, εύγλωττος, σώφρων και γενναίος», γράφει ένας βιογράφος του. Και ήταν φυσικό οι Αθηναίοι ν’ ακούσουν με ενθουσιασμό την εκλογή του στη Μητρόπολή τους.

Ο Ακομινάτος Μητροπολίτης Αθηνών.

Όταν ο Ακομινάτος έφθασε από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα (γύρω στα 1180) ήταν 38 ετών. Οι κάτοικοι κατέβηκαν να τον υποδεχτούν στον Πειραιά. Και ο νέος Μητροπολίτης από την Παναγία την Αθηνιώτισσα (Παρθενών) εκφωνεί, μετά τη λειτουργία, τον πρώτο λόγο του προς τους Αθηναίους, τον «εμβατήριον». Ο ναός ήταν γεμάτος από κόσμο και ο λόγος του Μητροπολίτη ένας από τους πιο εμπνευσμένους. Ο Ακομινάτος αναφέρθηκε στην παλιά δόξα της Αθήνας. Ιδιαίτερα υπογράμμισε την πεποίθησή του για τη γενεαλογική συνέχεια των Αθηναίων από την αρχαιότητα ως τότε. Και τέλειωσε το λόγο του συμβουλεύοντας να κρατήσουν την παράδοση των προγόνων τους, που ήταν ονομαστοί για τα μνημεία τους, την αρετή και τη σοφία τους. Από το λαμπρό όμως λόγο του νέου Μητροπολίτη, οι Αθηναίοι δεν κατάλαβαν τίποτε … «Ήταν» γράφει ο ίδιος «σα να τους μιλούσα περσικά ή σκυθικά». Κι’ αυτό, γιατί στην Αθήνα χρησιμοποιούσαν τη δημοτική γλώσσα, με τοπικούς ιδιωματισμούς, που δεν είχε καμμιά σχέση με την αρχαιόπρεπη εκκλησιαστική γλώσσα που μεταχειριζόταν ο σοφός ιεράρχης. «Και αναγκάστηκα» προσθέτει ο Ακομινάτος «να μάθω εγώ, ύστερ’  από τρία χρόνια, το τοπικό τους ιδίωμα, για να συνεννούμαι με τους Αθηναίους, που από παλαιοί α τ τ ι κ ι σ τ α ί  είχαν γίνει β α ρ β α ρ ι σ τ α ί».

Άθλια κατάσταση Αθηναίων.

Το αθηναϊκό αυτό ιδίωμα αναγκαζόταν να χρησιμοποιεί και ο Ακομινάτος στους λόγους του προς τους Αθηναίους, για να μπορούν να τον καταλάβουν. Αλλά και πάλι οι περισσότεροι δεν τον παρακολουθούσαν. Το εκκλησίασμά του, γράφει, έδινε την εντύπωση του «επινυστάζειν» και μονάχα τα πόδια τους πατούσαν το δάπεδο της εκκλησίας, ενώ το κεφάλι τους γύριζε αλλού: στις βιοτικές ανάγκες. Και ήταν αδυσώπητο το πρόβλημα της ζωής για τους Αθηναίους, με τη φτώχεια που τους μάστιζε. Οι περισσότεροι κάτοικοι έτρωγαν μόνο κριθαρένιο ψωμί, γιατί έλειπε το στάρι. Και το κριθαρένιο ψωμί εξασθένιζε τον οργανισμό και εξαθλίωνε τον πληθυσμό από την άποψη της υγείας. Αλλά προσθέτει ότι, ήταν ευτυχισμένοι όσοι μπορούσαν να έχουν έστω και το κριθαρένιο ψωμί, γιατί συχνά δεν είχαν ούτε αυτό και αναγκάζονταν να μεταναστεύουν και να ζητούν «τον επιούσιον άρτον» σε ξένη γη.

Θρηνεί ο Μητροπολίτης για την κατάσταση αυτή της φτώχειας, που οδηγούσε στη μετανάστευση και την ερήμωση της Αθήνας, που , καθώς γράφει, την αποτελούσαν αρχαία ερείπια και φτωχικά σπίτια, που μοιάζαν περισσότερο με καλύβες. «Οικών Αθήνας ουκ Αθήνας που βλέπω», γράφει σ’ ένα ποίημά του αφιερωμένο στην αρχαία Αθήνα, «την αοίδημον πόλιν», που την συγκρίνει με τη σύγχρονή του. Ρακένδυτοι άνθρωποι περιφέρονται στην πόλη. « Η αττική γη» αναφέρει ο Ακομινάτος σ’ ένα γράμμα του «καϋμένη από τον ήλιο έχει γίνει σα σίδερο και δε βγάζει κανένα καρπό. Στείρεψαν από τα παραδείσια τοπία της οι ποταμοί και οι βρύσες από τους λαχανόκηπους. Η Καλλιρρόη δεν έχει πια νερό, οι μέλισσες εγκαταλείπουν τον Υμηττό και το χορτάρι τα ποίμνια. Ο Μαραθών έχασε μαζί με την παλιά του δόξα και το στάρι που έβγαζε. Και στην Ελευσίνα σκοτώνονται οι κάτοικοί της από τους πειρατές». Από τα γράμματα του Ακομινάτου, που είναι η σπουδαιότερη πηγή για την ιστορία της Αθήνας του 12ου αιώνα, μαθαίνουμε πως τόση ήταν η φτώχεια, ώστε δεν υπήρχαν ούτε οι στοιχειωδέστεροι τεχνίτες: σιδηρουργοί, μαχαιράδες, μπογιατζήδες, υφαντουργοί … «Τα αθηναϊκά πάντα γλίσχρα και ευτελή» γράφει « και δη και τα γηπονικά όργανα». Η ίδια κατάσταση παρατηρείται σε ολόκληρη την Αττική, που έχει χάσει και το όνομά της. Κανένας από τους κατοίκους δεν την ονομάζει «Αττική». Τα κύρια προϊόντα της Αθήνας ήταν το λάδι, από το μεγάλο ελαιώνα της Αττικής, το μέλι που έβγαινε από τα μελίσσια που είχαν οι καλόγεροι της Καισαριανής και το ρετσινάτο κρασί. Ο «εχεπευκής οίνος», όπως τον αναφέρει, γιατί είχε πεύκο (ρετσίνι).

Επιδρομές κρατικών υπαλλήλων.

Τα λίγα εισοδήματα των Αθηναίων τα απομυζούσαν οι κρατικοί υπάλληλοι, που έστελνε το Βυζάντιο. Ο Ακομινάτος τους ονομάζει «σμήνος κατεσθίον τους ταλαιπώρους χωρικούς». Εκτός όμως από το «σμήνος» των υπαλλήλων, που είχαν αφανίσει τους Αθηναίους, υπήρχαν και άλλοι ακόμη χειρότεροι. Και πρώτα – πρώτα οι πειρατές, που έχοντας ορμητήριο την Αίγινα και τη Μάκρη, κούρσευαν τα πλοία, που έφθαναν στον Πειραιά. Και πολλές φορές αποβιβάζονταν οι πειρατές στην Αττική και στα περίχωρα της Αθήνας και έκαναν μεγάλες καταστροφές. Θα πρέπει ακόμη να προσθέσουμε και τους άρχοντες του Βυζαντίου, τους στρατηγούς και τους ναυάρχους, που έφθαναν στην Αθήνα με το ένα και το άλλο πρόσχημα και την απογύμνωναν από χρήματα και γεννήματα. Και μολονότι η Αθήνα είχε αυτοδιοίκηση, με αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο, εντούτοις συχνά την επισκέπτονται πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι. Η συνηθισμένη πρόφαση ήταν να προσκυνήσουν στην Παναγία την Αθηνιώτισσα. Ο Ακομινάτος περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα τις επιδρομές αυτές των επιφανών της αυτοκρατορίας. Ο χειρότερος ήταν ο «πραίτωρ», ο πολιτικός διοικητής της Στερεάς Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Η θεοσέβειά του συμβάδιζε με την αρπακτικότητά του. Και η θεοσέβειά του ήταν το πρόσχημα, για να έρχεται κάθε τόσο στην Αθήνα, να προσκυνήσει δήθεν στον Παρθενώνα και στην πραγματικότητα να την λεηλατήσει. Στις επισκέψεις του αυτές τον συνόδευε ολόκληρη στρατιά ακολούθων, που δεν άφηνε κανένα ζώο, από ορνίθι ως αγελάδα. Άρπαζαν τα γεννήματα των κατοίκων και τα χρήματα των πιο πλούσιων Αθηναίων. Η ακολουθία του «πραίτορος» έδινε την εντύπωση εισβολής βαρβάρου στρατού σε εχθρική χώρα. Ο ίδιος ο «πραίτωρ» είχε βρει έναν πρωτότυπο τρόπο να ληστεύει τους Αθηναίους. Τους έβαζε κάποια φορολογία για έκτακτες ανάγκες. Και όταν εκείνοι δεν είχαν να πληρώσουν, έκανε κατάσχεση στα ζώα τους. Έπειτα, τα κατασχεμένα τα πουλούσε ο ίδιος στους κατοίκους!

Προσπάθειες Ακομινάτου.

Ο Ακομινάτος προσπαθεί να διορθώσει την καταθλιπτική για τον αθηναϊκό λαό διοίκηση των τελευταίων χρόνων της βυζαντινής παρακμής. Ορίζει μόνιμο αντιπρόσωπό του στην Κωνσταντινούπολη,  «Μυστικό» καλούμενο, για να είναι: σύνδεσμος με το Πατριαρχείο και με τις κρατικές υπηρεσίες. Στέλνει υπομνήματα και εκθέσεις στο Πατριαρχείο και στον αυτοκράτορα. Ταξιδεύει και ο ίδιος για το σκοπό αυτό στην Κωνσταντινούπολη, το 1187, μολονότι τα ταξίδια ήταν δύσκολα και επικίνδυνα την εποχή εκείνη. Στην Κωνσταντινούπολη ο Ακομινάτος παρουσιάζεται στον αυτοκράτορα Ισαάκιο Άγγελο. Του περιγράφει την αθλία κατάσταση που βρίσκονται οι Αθηναίοι, και ήταν τόσο φτωχοί, ώστε δεν μπόρεσαν να στείλουν το καθιερωμένο χρυσό στεφάνι, που έστελναν σε όλους του αυτοκράτορες του Βυζαντίου, όταν ανέβαιναν στο θρόνο. Στο τέλος έκανε έκκληση στον αυτοκράτορα να σπεύσει να βοηθήσει την άλλοτε περίφημη πόλη. Οι εκκλήσεις του Ακομινάτου και το ταξίδι του έφεραν, για λίγον καιρό, καλά αποτελέσματα. Το Βυζάντιο έδειξε ενδιαφέρον για την Αθήνα και έστελνε καλύτερους υπαλλήλους. Δύο πραίτορες του αυτοκράτορα, ο Νικηφόρος Προσούχ και ο διάδοχός του Δημήτριος Δριμύς, προσπάθησαν ν’ ανακουφίσουν τους Αθηναίους. Η καλυτέρευση όμως δεν κράτησε πολύ καιρό. Σ’ αυτό συντελούσε η γενικότερη κατάσταση του κράτους. Την εποχή εκείνη οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου ανεβοκατέβαιναν στο θρόνο, δολοφονούμενοι ή το λιγότερο, τυφλωνόμενοι από το διάδοχό τους. Και την περίοδο εκείνη των συνεχών αλλαγών αυτοκρατόρων, στάσεων και ταραχών στην Κωνσταντινούπολη, οι υπάλληλοι που στέλνονταν στις επαρχίες ήταν ο ένας χειρότερος από τον άλλο. Πήγαιναν συνήθως για να καταληστέψουν τον πληθυσμό. Ο Ακομινάτος σε ένα γράμμα του αναφέρει ότι: «πιο πολλούς από τους βατράχους, που είχε εξαποστείλει κάποτε στην Αίγυπτο ο Ιεχωβά, έστελνε τώρα η Κωνσταντινούπολις: πράκτορες, πραίτορες, απογραφείς, αναγραφείς, δασμολόγους, ναυτολόγους, σε όλα τα μέρη και προπάντων στην Ελλάδα».

Επιδρομές στρατηγών, ναυάρχων και πειρατών.

Την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ (1195 – 1203) έφθασε στην Αθήνα ο Μέγας Δούξ (αρχιναύαρχος) Μιχήλ Στρυφνός. Τον συνόδευε και η γυναίκα του, αδελφή της διεφθαρμένης αυτοκράτειρας Ευφροσύνης. Ο Στρυφνός με την ακολουθία του ανέβηκαν στην Ακρόπολη να προσκυνήσουν στην Εκκλησία της Παναγίας. Τον υποδέχεται και τον προσφωνεί ο Ακομινάτος. Του διεκτραγωδεί την κατάσταση της Αθήνας και του ζητεί να τους βοηθήσει. Η απάντηση του Στρυφνού στην έκκληση του Μητροπολίτη, ήταν να επιβάλει βαρυτάτη φορολογία στους Αθηναίους για την κατασκευή δήθεν στόλου, που θα πολεμούσε τον περιβόητο Γενοβέζο πειρατή Καφούρη. Αργότερα, ο αχρείος αυτός αρχιναύαρχος πούλησε, για λογαριασμό του, τα εξαρτήματα του βυζαντινού στόλου και βρέθηκε αφοπλισμένος όταν οι Σταυροφόροι πήραν την Κωνσταντινούπολη (1204). Αλλά και ένας άλλος Βυζαντινός ναύαρχος, ο Στειριώνης, περιβόητος για τις αρπαχτικές του διαθέσεις, επιβάλλει, με την πρόφαση του Καφούρη, νέες βαρύτατες φορολογίες στους Αθηναίους. Και το χειρότερο ήταν που, παρ’  όλες τις φορολογίες, η πειρατεία δεν περιορίστηκε. Ο Καφούρης έκανε τακτικά επιδρομές στα παράλια της Αττικής. Και δε φθάναν οι επιδρομές, των στρατηγών, των ναυάρχων και των πειρατών, αλλά εμφανίζεται – γύρω στα 1203 – και ο Λέων Σγουρός.

Επιδρομή Λέοντος Σγουρού.

Ο πατέρας του Σγουρού, βρήκε την ευκαιρία, με την κακή κατάσταση του Βυζαντινού κράτους, να «αυτοανακηρυχθεί» άρχοντας του Ναυπλίου. Το ίδιο είχαν κάνει και άλλοι, σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, που τις μεταβάλαν σε φέουδά τους. Ο φιλόδοξος Λέων κατόρθωσε να επεκτείνει το κρατίδιο του πατέρα του. Καταλαμβάνει με απάτη το γειτονικό Άργος και έπειτα την Κόρινθο, το κλειδί της Πελοποννήσου. Το Μητροπολίτη της Κορίνθου, που είχε αντιδράσει στα σχέδιά του, τον καλεί σε γεύμα. Και εκεί, τον συλλαμβάνει, του βγάζει τα μάτια και τον γκρεμίζει από το κάστρο του Ακροκορίνθου.

Από την Κόρινθο ο Σγουρός προχωρεί στη Στερεά Ελλάδα, λεηλατώντας και καταστρέφοντας. Εμφανίζεται έξω από την Αθήνα το 1204 και ζητάει να του παραδώσουν την πόλη. Ο Ακομινάτος, που τον γνώριζε από παλαιότερα, τον συμβουλεύει ν’ αφήσει τους εσωτερικούς αγώνες στην κρίσιμη εκείνη για το Βυζάντιο περίοδο. Αλλά ο Σγουρός επιμένει και πολιορκεί την Αθήνα. Η γενναία άμυνα των Αθηναίων, αναγκάζει το Σγουρό να φύγει από την Αττική, αφού προηγουμένως την λεηλάτησε αγρίως, καθώς και την κάτω πόλη της Αθήνας, όπου έκαψε και τα περισσότερα σπίτια. Έπειτα ο Σγουρός προχώρησε στη Θήβα, που του παραδόθηκε χωρίς αντίσταση, και έφθασε στη Λάρισα. Εκεί βρίσκει τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄, που είχε καταφύγει στη Λάρισα, όταν οι Σταυροφόροι πήραν την Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος Γ΄ προσπαθούσε να σχηματίσει στρατό εναντίον των Φράγκων. Ο Σγουρός προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει. Και ο Αλέξιος τον παίρνει για σύμμαχο και του δίνει γυναίκα την κόρη του Ευδοκία. Αλλά, ούτε ο Σγουρός, ούτε ο Αλέξιος Γ΄, ήταν οι κατάλληλοι να σταματήσουν τους Φράγκους και να δημιουργήσουν στην κυρίως Ελλάδα κάτι ανάλογο με τα κράτη της Νικαίας, της Τραπεζούντος και της Ηπείρου. Από το Σγουρό έλειπαν όλα τα ηθικά προσόντα του αρχηγού και ο Αλέξιος Γ΄ ήταν από τους χειρότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Συνδύαζε την ανικανότητα με τη δειλία. Και οι δύο αυτοί, όπως ήταν επόμενο, δε στάθηκαν ικανοί να κρατήσουν ελεύθερη την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησο από την επιδρομή των Φράγκων.