Για την Αθήνα των βυζαντινών χρόνων οι πληροφορίες είναι περιορισμένες. Και ήταν επόμενο. Η άλλοτε περίδοξη δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα είχε ξεπέσει την εποχή του Βυζαντίου σε μια μικρή και ασήμαντη επαρχιακή πόλη.
Η παλαιά της δόξα είχε λησμονηθεί και τα μνημεία της δεν αναφέρονται, εκτός από τον Παρθενώνα, που ήταν γνωστός σα χριστιανική εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας. Γι’ αυτό και οι Βυζαντινοί ιστορικοί σπάνια μνημονεύουν την Αθήνα και ασχολούνται περισσότερο με τις γειτονικές της πόλεις, τη Θήβα, τη Χαλκίδα και την Κόρινθο, που παρουσιάζαν μεγαλύτερο πολιτικό και εμπορικό ενδιαφέρον. Στο «Συνέκδημον του Ιεροκλέους», που γράφηκε τον 6ο αιώνα, αναφέρονται τα εξής: «Θήβαι μητρόπολις Βοιωτίας … Αθήναι μητρόπολις Αττικής … Κόρινθος μητρόπολις πάσης Ελλάδος». Και πρέπει να σημειωθεί ότι, η λέξη «μητρόπολις» έχει έννοια πολιτική και όχι εκκλησιαστική. Επομένως θεωρούσαν τότε την Αθήνα πολύ μικρότερης σημασίας πόλη από την Κόρινθο.
Οι ξένοι περιηγητές, που ήλθαν στην Ελλάδα τα βυζαντινά χρόνια και αφήκαν πληροφορίες, ή αγνοούν την Αθήνα ή την αναφέρουν με ανακρίβειες, που δείχνουν την αμάθεια και την πνευματική κατάπτωση που επικρατούσε στο σκοτεινό μεσαίωνα. Ένας Ισλανδός περιηγητής, που πέρασε από την Αθήνα το 1101, γράφει πως το μόνο αξιόλογο ήταν η χρυσή καντήλα που έκαιγε διαρκώς στην Εκκλησία της Παναγίας, δηλαδή στον Παρθενώνα. Όλα τα άλλα αθηναϊκά μνημεία – που ήταν ακόμη σε καλή κατάσταση – τον αφήνουν αδιάφορο. Την ίδια εποχή ένας Ιταλός περιηγητής, περιγράφοντας την Αθήνα, κάνει επίδειξη των ιστορικών του γνώσεων. Και αναφέρει ότι ήταν άλλοτε η πόλη των σοφών και των ρητόρων και ότι διατηρείται ακόμη στο χριστιανικό ναό, τον καλούμενο Προπύλαια (προφανώς πρόκειται για τον Παρθενώνα), το «άσβεστον πυρ» στη χρυσή καντήλα της Παναγίας. Μας πληροφορεί επίσης ότι το ναό τον είχε κατασκευάσει πολυτελέστατο, από λαμπρό μάρμαρο, ο βασιλιάς Ιάσων (να είναι άραγε της Αργοναυτικής εκστρατείας;) και τον είχε αφιερώσει στην… Αειπάρθενο Μαρία! Η χρυσή καντήλα, που έκανε τόση εντύπωση σε όλους τους περιηγητές, ήταν δώρο του Βασιλείου του Βουλgαροκτόνου, όταν ήλθε (1018) στην Αθήνα, μετά τις νίκες του εναντίον των Βουλγάρων.
Οι πληροφορίες των Βυζαντινών χρονικογράφων δεν είναι περισσότερο διαφωτιστικές για τη ζωή της Αθήνας. Οι Βυζαντινοί, άλλωστε, είναι σύντομοι και λακωνικοί στην εξιστόρηση των γεγονότων και μάλιστα όταν γράφουν για μια πόλη που δεν ήταν από τις πρώτες της αυτοκρατορίας. Από την έλλειψη πληροφοριών, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η Αθήνα είχε ερημωθεί μετά τον 7ο αιώνα και για μεγάλο διάστημα έμεινε ακατοίκητη. Η θεωρία αυτή, όπως και η άλλη του Φαλμεράιερ για τον εκσλαβισμό της Ελλάδος κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, είναι πια ξεπερασμένες. Η Αθήνα στη μακραίωνη ιστορία της, ακόμη και στα βυζαντινά χρόνια, ήταν πάντα μια πολιτεία κατοικημένη. Άλλοτε με μεγαλύτερο και άλλοτε με μικρότερο πληθυσμό. Ποτέ δε σταμάτησε η ιστορία της, ούτε και στα περισσότερο σκοτεινά μεσαιωνικά χρόνια. Αυτό το επιβεβαίωσαν και οι ανασκαφές που έγιναν σε διάφορες περιοχές της Αθήνας τα τελευταία πενήντα χρόνια και ιδιαίτερα από τους Αμερικανούς στην αρχαία Αγορά των Αθηνών. Τα πορίσματα των ανασκαφών της Αγοράς έχουν δημοσιευθεί σε σειρά τόμων από το 1953 και σε ξέχωρες ειδικές μελέτες, Ελλήνων και ξένων, τα πορίσματα των άλλων ανασκαφών. (Βλέπε σχετικώς στη Βιβλιογραφία).