Ο Αθηναίος Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Δεμερτζής
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ήταν ο μόνος αθηναϊκής καταγωγής πολιτικός που διετέλεσε Πρωθυπουργός της χώρας, υπήρξε άδολος, ευπατρίδης και ακέραιος, ετάχθη αναφανδόν κατά της διαιρέσεως των Ελλήνων, και το ψυχικό του μεγαλείο αναγνωρίσθηκε ακόμη και από τις αντίθετες παρατάξεις. Πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Δεμερτζή, ο οποίος έφυγε από τη ζωή ως εν ενεργεία Πρωθυπουργός στις 13 Απριλίου 1936.
Γόνος της αθηναϊκής προεπαναστατικής οικογένειας Δεμερτζή, η οποία διέθεσε όλα τα υπάρχοντά της στον Αγώνα, γεννήθηκε το 1876. Ο πάππος του Βασίλειος Δεμερτζής καταγόταν από ευγενή και πλούσια οικογένεια με πολλούς άρρενες απογόνους. Έφηβος κατά την Επανάσταση ήταν από τους αγωνιστές της Ακροπόλεως και εξ αυτών που απέφυγαν τις τιμές και την ανάμιξη στα κοινά.
Ο Κ. Δεμερτζής σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αναγορεύθηκε διδάκτωρ το 1896 και συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο. Από το 1910 ασχολήθηκε με την πολιτική και εκλέχθηκε βουλευτής Αττικής με τη σημαία των Φιλελευθέρων. Εκλέχθηκε πληρεξούσιος στην Α’ Αναθεωρητική Βουλή και επανεκλέχθηκε στις εκλογές του 1912. Ανέλαβε υπουργείο πρώτη φορά τον Νοέμβριο 1913 στην Κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου, διαδεχόμενος στο υπουργείο Ναυτικών τον Νικόλαο Στράτο.
Δύο μελέτες του αποτέλεσαν σημαντική συμβολή για τη σύνταξη του Αστικού Κώδικα. Το δίτομο έργο του «Επί των Οικονομικών του Κράτους» και η εργασία του «Περί ευθύνης του Κράτους εκ των παρανόμων πράξεων και παραλείψεων των υπαλλήλων του»[1]. Από την Κυβέρνηση αποχώρησε όταν διαφώνησε με τον πανίσχυρο πρωθυπουργό, γεγονός στο οποίο αναφέρεται με κολακευτικά λόγια η εφημερίδα «Εστία» στο δημοσίευμα με το οποίο τον αποχαιρέτησε όταν έφυγε από τη ζωή (13 Απριλίου 1936).
Τον Απρίλιο 1917 συμμετείχε ως υπουργός Ναυτικών και, προσωρινώς, Στρατιωτικών στην Κυβέρνηση Ζαΐμη. Το 1924, απογοητευμένος από τη διχόνοια που διέκρινε την πολιτική ζωή της χώρας, ίδρυσε το βραχύβιο «Ενωτικόν Προοδευτικόν Κόμμα». Ήταν ο μόνος που ύψωσε το ανάστημά του και αντιπαρατέθηκε στο καθεστώς της δικτατορίας Θ. Πάγκαλου ως μόνος αντίπαλός του στις προεδρικές εκλογές – παρωδία που διεξήχθησαν το 1926.
Μετά την πτώση της δικτατορίας εκλέχθηκε εκ νέου βουλευτής στις εκλογές του Νοεμβρίου 1926, ενώ από το 1928, που κατέλαβε την θέση του Καθηγητού Οικογενειακού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, παρέμεινε μακριά από κάθε ανάμειξη στην πολιτική. Μετά την παλινόρθωση της βασιλείας στην Ελλάδα εκλήθη από τον βασιλέα Γεώργιο Β’ να αναλάβει την Πρωθυπουργία ως υπερκομματική προσωπικότητα (Νοέμβριος 1935).
Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσε ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος ήταν και Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεώς του και τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία. Αποκάλυψε πως ενώ ήταν άρρωστος, εγκατέλειψε την ηρεμία του και ενεπλάκη στον πολυτάραχο κυβερνητικό βίο επιθυμώντας να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε μία ιδιαιτέρως ταραχώδη περίοδο. «Απέθανεν υπηρετών την πατρίδα και αποτελεί αξιοζήλευτο παράδειγμα δια πάντας»[2], δήλωσε ο Ιωάννης Μεταξάς προ του τάφου του. Απέκτησε δύο παιδιά, τον διπλωματικό υπάλληλο Αλέξανδρο που έφυγε νωρίς από τη ζωή και την Μαρία που παντρεύτηκε τον Νικόλαο Γ. Μητσοτάκη.
Ο Σπ. Μελάς έγραφε πως «ήταν το τύπος του νοικοκυρεμένου, του γηγενούς Αθηναίου, ένας γνήσιος γκάγκαρος, αλλά γκάγκαρος εξιδανικευμένος, λουστραρισμένος στην καλή Γερμανία με Γκαίτε και με Μπετόβεν»[3].