Όταν έφυγε από την ζωή ο Αλέξανδρος Σκουζές, τον Δεκέμβριο 1937, σε ηλικία 84 ετών, ο Σπύρος Μελάς του αφιέρωσε στη στήλη του «Το Σημειωματάριο του Φορτούνιο» της εφημερίδος «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» το πρωτοσέλιδο χρονογράφημα που αναδημοσιεύουμε παρά πόδας:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΚΟΥΖΕΣ[1]
Του Σπύρου Μελά
Η αττική γη θα σκεπάσει σήμερα ένα από τα ωραιότερα άνδρικά κεφάλια της περασμένη γενεάς: Τον Αλέξανδρο Σκουζέ. Ποιός δε θυμάται την ευγενική αυτή μορφή, με την άψογη κτενισιά και τις φαβορίτες, που τα χαρακτηριστικά της συνδύαζαν, πόσο τέλεια, την αδρότητα με την κομψότητα; Τον είχαν ερωτευθεί πριγκηπέσσες. Κι’ αφού τα ειδύλλιά του ανήκουν πια στην ιστορία, μπορούμε να ονομάσουμε τη Μέττερνιχ. Ο Σκουζές ήταν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς τύπους αυτής της παληάς κι’ αληθινά αριστοκρατικής Αθήνας, που νοσταλγούν αθεράπευτα όσοι τη γνώρισαν από κοντά. Ανήκε στην αρχοντιά της με τριπλούς τίτλους: Σαν φύσις, σαν όνομα και σαν ήθος:
– Δύο αληθινούς ευπατρίδας – έλεγε συχνά ο Κάιζερ Γουλιέλμος ο δεύτερος, όταν μιλούσε για τον τόπο μας – γνώρισα στην Ελλάδα: Το Γεώργιο Θεοτόκη και τον Αλέξανδρο Σκουζέ.
Το αρχοντικό του της οδού Ρηγίλλης τηρούσε μ’ ευλάβεια την αρχαία ελληνική λατρεία στον ξένιο Δία. Και όταν η βασίλισσα της Ρουμανίας – στους γάμους του υιού της – ζήτησε να μείνει στο μέγαρο αυτό με πληρωμή, είπε στον αντιπρόσωπό της:
– Εμείς δε νοικιάζουμε τα σπίτια μας. Αν η μεγαλειότης της δέχεται τη φιλοξενεία μας οι πόρτες μας είναι ανοιχτές.
Στο τραπέζι του είχε φιλοξενήσει με την ίδιαν αρχοντική απλότητα τον αυτοκράτορα της Γερμανίας, το βασιλέα της Αγγλίας και τον βασιλέα της Ιταλίας. Ο αέρας του ευπατρίδη χαρακτήριζε όλη τη διαγωγή του από τις γενικώτατες γραμμές ως τις έσχατες λεπτομέρειες. Συνήθιζε να ξεπροβοδίζει όλους τους ηλικιωμένους κυρίους κι’ όλες τις κυρίες που πήγαιναν στο σπίτι του ως την εξώπορτα. Δαιμονιζότανε, όταν άκουγε τους σημερινούς νέους να μιλούν χωρίς σεβασμό στις κυρίες και να παίρνουν μαζί τους ύφος οικειότητος:
– Η πριγκήπισσα Μέττερνιχ – συνήθιζε να λέει, κοκκινίζοντας από θυμό – όταν την είπα κάποτε «αγαπητή φίλη» της κακοφάνηκε πολύ. Δυσκολεύτηκε να μου το συγχωρήσει – και με το δίκηο της.
Η αρχοντιά του δεν ήταν απλό ζήτημα τρόπων – μια αξία εξωτερική. Ήταν αληθινά ψυχική αρετή. Ένας άνθρωπος πούχε κάμει λαμπρό στάδιο· που μπήκε στη διπλωματικήν υπηρεσία με μια επιτυχία – γραμματεύς του Δεληγιάννη στο συνέδριο του Βερολίνου, μαζί με τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, τον Ραγκαβή και τον Άγγελο Βλάχο· πούκαμε τέσσερες φορές υπουργός των Εξωτερικών· που υπήρξεν από τους πιο δυνατούς αττικάρχας της προγουδικής Ελλάδος – για να πάρετε μια πολύ μικρήν ιδέα της κομματικής του εργασίας, όταν άφησε το διπλωματικό στάδιο κι’ επεδόθει στην πολιτική, αρκεί ν’ αναφέρω, ότι είχε δύο χιλιάδες εξακόσιους βαφτισιμιούς και βαφτισιμιές στα χωριά της Αττικής!… που, με μια λέξη, θα μπορούσε να είναι διαρκώς στη μέση, να κουδουνίζει τους τίτλους του και να γυρεύει οφφίκια – κρατήθηκε μ’ αληθινά αριστοκρατική διορατικότητα μακρυά από τους θορύβους της πολιτικής αγοράς από το χίλια εννιακόσια δώδεκα ως την ημέρα πούκλεισε τα μάτια.
Από τη στιγμή που ο λαός εξεδηλώθει κατά των παλαιών κομμάτων έπαυσε να πολιτεύεται: Ούτε φωνές, ούτε αγώνες, ούτε πείσματα, ούτε φθόνος εναντίον των νέων καταστάσεων, που δημιουργούσαν την μεγάλην Ελλάδα. Δεν διεμαρτυρήθει, δεν εθορύβησε, δεν αγωνίστηκε ούτε την ώρα, που ο άνεμος των αγροτικών μεταρρυθμίσεων εσάρωσε τα δύο τρίτα της περιουσίας του. Δεν δέχτηκε την απαλλοτρίωση με την γενναιοψυχία του ιδεολόγου και του ανθρωπιστού, που τ’ όνομά του έχει συνδεθεί με σημαντικές βελτιώσεις στη ζωή των φυλακισμένων και την ιστορία πολλών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων: Ο Σκουζές, έξω από τα διπλωματικά και πολιτικά ζητήματα, είχε ενδιαφερθεί με την ποινικολογία και ειδικά με τα επανορθωτικά συστήματα· και είχε παρακολουθήσει τα σχετικά συνέδρια της Στοκχόλμης, της Βιέννης, της Ρώμης και των Βρυξελλών.
Άφησε ίχνη του ενδιαφέροντος αυτού, με την εισαγωγή, στις ελληνικές φυλακές, του συστήματος των συσσιτίων: Έσωσε πολλούς από τους δυστυχείς αυτούς ανθρώπους που ετρέφοντο με τ’ ατομικά μέσα τους, από την ταλαιπωρία της πείνας, πούκανε τη φυλακή δυό φορές πιο σκληρή. Όσο για τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, θα ιδήτε πάντα τ’ όνομά του μέσα στους ευεργέτας και τους δωρητάς. Γιατί απ’ τη στιγμή που τραβήχτηκε απ’την πολιτική, έζησε τη ζωή ενός αθορύβου και αρητορεύτου αλτρουϊστού, που δεν αρνείται, στο μέτρο που μπορεί, σε κανένα πάσχοντα τη βοήθειά του. Με τις παληές αρχοντικές αρχές έχει ποτίσει και τους γύρω του, που μ’ όλη την αλλαγή των οικονομικών συνθηκών της ζωής τους, έχουν κρατήσει το ιστορικό σπίτι της οδού Ρηγίλλης, σαν ένα ιερό, γεμάτο από τις παραδόσεις και τις αναμνήσεις μιας Αθήνας απλής και ευγενικής, που κάθε μέρα ξεθωριάζει, σβήνει, περνά στο παρελθόν.