Ο ΘΗΣΕΥΣ ΣΥΝΟΙΚΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

 

Το 470 π.Χ. ο στρατηγός Κίμων, γυρίζοντας στην Αθήνα από μία νικηφόρο εκστρατεία, έφερε από τη νήσο Σκύρο τα οστά του Θησέως. Οι Αθηναίοι τα δέχτηκαν με εξαιρετικές τιμές. Έχτισαν ένα μεγάλο μαρμάρινο ναό, κοντά στον Κεραμεικό, για να τα τοποθετήσουν. Ο Παυσανίας τον αναφέρει ως «θησέως ιερόν» οι μεγαλύτεροι ζωγράφοι της εποχής, ο Πολύγνωτος και ο Μίκων ζωγράφισαν το εσωτερικό του ναού με εικόνες παρμένες από τη ζωή και τους άθλους του Αθηναίου ήρωα. Ο ναός του Θησέως είχε κηρυχτεί «άσυλος» για τους δούλους και τους αδύνατους που θα πήγαιναν εκεί και θα ζητούσαν προστασία από την πολιτεία. Ο ναός του Θησέως δε σώζεται. Το παρουσιαζόμενο σήμερα για Θησείο, ανήκε αρχικά σε άλλο ήρωα ή θεό και πιθανότατα στον Ήφαιστο. Σε μεταγενέστερα χρόνια, όταν είχε εξαφανιστεί το ιερό του Θησέως, οι Αθηναίοι έδωκαν, στον καλά διατηρούμενο και σήμερα ναό, το όνομα του Θησείου.

Η Ιστορία του Θησέως και τα κατορθώματά του ανήκουν περισσότερο στον ηρωικό κύκλο. Από την εποχή που έζησε δεν έχουμε γραπτά κείμενα. Και η λαϊκή φαντασία, σε μεταγενέστερα χρόνια, μεγαλοποίησε τους άθλους του, ανακάτεψε θεούς και μυθολογικά πρόσωπα και δημιούργησε ένα θρύλο που ήταν για τον αρχαίο κόσμο μία πλούσια πηγή σε εμπνεύσεις. Μεγάλοι ζωγράφοι, το θέατρο, η ποίηση, η λογοτεχνία, χρησιμοποίησαν θέματα από τη ζωή του Θησέως και πολλές παραστάσεις των αρχαίων αγγείων παρουσιάζουν τα κατορθώματά του. Η αρχαιολογία και οι ανασκαφές που έγιναν τον τελευταίο αιώνα φώτισαν πολλές πλευρές του θρύλου και έδωκαν ιστορικό περιεχόμενο σε αφηγήσεις που τις θεωρούσαν άλλοτε δημιουργήματα φαντασίας. Μέσα σε ιστορικά, κατά το δυνατό, πλαίσια θα παρακολουθήσουμε τη ζωή του Αθηναίου ήρωα.
Αιγεύς, Πιτθεύς, Αίθρα. Πατέρας του Θησέως ήταν ο βασιλιάς της Αθήνας Αιγεύς, που βασίλευε γύρω στα 1300 π.Χ. Κατά τη συνήθεια της εποχής ο Αιγεύς είχε πάει στο Μαντείο των Δελφών να προσφέρει δώρα και να πάρει χρησμό. Και γυρίζοντας από το Μαντείο πέρασε από το βασιλιά της Τροιζήνος Πιτθέα. Μικρό ήταν το βασίλειο του Πιτθέως. Το αποτελούσαν το νησί του Πόρου και η απέναντι παραλία της Πελοποννήσου. Αλλά ο ίδιος είχε μεγάλη επιρροή σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Ήταν γιος του Πέλοπος, του πανίσχυρου βασιλιά που έδωκε τ’ όνομά του στη μεγάλη Χερσόνησο. Ο Πιτθεύς φημιζόταν ακόμη για τη σοφία και τη δικαιοσύνη του. Σ’ αυτόν αποδίδουν πολλά γνωμικά και το «μη δικάσης πριν αμφοίν μύθον ακούσης». Ο Πιτθεύς καθιέρωνε, από την πανάρχαιη εκείνη εποχή, την αρχή ν’ ακούγονται στις δίκες και τα δύο μέρη: η κατηγορία και η υπεράσπιση. Τα αρχαία κείμενα τον αναφέρουν για «ένδοξον, λόγιον και σοφώτατον».
Στο βασίλειο του Πιτθέως μαζεύονταν οι αμφικτύονες της Πελοποννήσου. Στην αμφικτιονία αυτή, που ήταν ένα είδος συμμαχίας, πιθανότατα να είχε συμμετοχή και η Αθήνα. Και σ’ αυτό να οφείλεται το ταξίδι του Αιγέως στην Τροιζήνα. Η φιλοξενία του βασιλιά της Αθήνας στην Τροιζήνα ήταν ολοκληρωμένη. Δέχτηκε τις περιποιήσεις και της κόρης του Πιτθέως Αίθρας. Και φεύγοντας, την αφήκε στο δρόμο της «μητρότητος». Η Αίθρα εξομολογήθηκε στον Αιγέα πως περίμενε παιδί. Κι’ εκείνος της ζήτησε, άμα μεγαλώσει και είναι αγόρι, να του το στείλει στην Αθήνα. Και για να το αναγνωρίσει έβαλε κάτω από ένα βράχο το σπαθί του και τα σάνδαλά του, λέγοντας στην Αίθρα: «Όταν ο μικρός μπορέσει να μετακινήσει το βράχο και να πάρει το σπαθί, τότε να ξεκινήσει για την Αθήνα …». Έτσι γεννήθηκε ο Θησεύς. Κι’ επειδή έλειπε ο νόμιμος πατέρας, ο Πιτθεύς και οι υπήκοοί του φόρτωσαν την πατρότητα στον Ποσειδώνα. Ήταν ο θεός που προστάτευε την Τροιζήνα και αναλάμβανε για λογαριασμό του τα νόθα των επισήμων. Οι θεοί την πανάρχαια εποχή ανακατεύονταν με τους θνητούς και πολλοί ήρωες της μυθολογίας τους διεκδικούσαν για γονείς τους.
Οδοιπορία Θησέως. Ο Πιτθεύς έδωσε εξαίρετη ανατροφή στο Θησέα. Και ο μικρός μεγάλωνε ασχολούμενος με τον αθλητισμό και θαυμάζοντας τον εξάδελφό του Ηρακλή για τους άθλους του. Πρόπαππος του Ηρακλή και του Θησέως ήταν ο Πέλοψ. Όταν ο Θησεύς έγινε δεκαέξι χρονών και μπόρεσε να μετακινήσει το βράχο και να πάρει το σπαθί, η Αίθρα του είπε ποιος ήταν ο πατέρας του. Κι’ εκείνος αποφάσισε να ξεκινήσει για την Αθήνα. Όχι όμως με πλοίο, όπως ταξίδευαν όλοι γι’ ασφάλεια, αλλ’ από την ξηρά που κυριαρχούσαν οι κακοποιοί και οι ληστές. Οι παραδόσεις των αρχαίων αποδίδουν στο Θησέα σειρά από άθλους στην οδοιπορία του αυτή. Και μάλιστα 12 άθλους, όσους και ο Ηρακλής. Τον παρουσιάζουν ότι ξεκαθάρισε τη βορειοανατολική άκρη της Πελοποννήσου, τη Μεγαρίδα και την Αττική, από φοβερούς κακούργους. Το πιθανότερο είναι πως το ξεκαθάρισμα της Αττικής έγινε αργότερα. Όταν ο Θησεύς ήταν βασιλιάς και έφερε τα σύνορα του αθηναϊκού κράτους στον Ισθμό της Κορίνθου.
Οι αρχαίες τραγωδίες παρουσιάζουν τη δραματική αναγνώριση του Θησέως από τον πατέρα του, που είχε παντρευτεί τη Μήδεια. Η φοβερή αυτή μάγισσα, που έσφαξε τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον πρώτο της άντρα Ιάσωνα, επιχείρησε να δηλητηριάσει και το Θησέα για να μείνει ο γιος της διάδοχος του Αιγέως. Ακολούθησαν δραματικές σκηνές και το διώξιμο της Μήδειας από την Αθήνα. Λίγο αργότερα, ο Θησεύς ξεκίνησε για την Κρήτη εθελοντής με τους «εφτά νέους» και τις «εφτά νέες» που στέλναν οι Αθηναίοι στον πανίσχυρο Μίνωα. Και είναι γνωστός ο μύθος του ειδυλλίου του Θησέως με την Αριάδνη, την κόρη του Μίνωος, που τον βοήθησε να σκοτώσει το Μινώταυρο και να βγει από το Λαβύρινθο. Με το μύθο συνδέεται και το τραγικό τέλος του Αιγέως, που πνίγηκε στη θάλασσα νομίζοντας πως ο γιος του είχε χαθή. Είχαν ξεχάσει ν’ αλλάξουν τα μαύρα πανιά του πλοίου με άσπρα, ύστερ’ από το κατόρθωμα του Θησέως. Από τον Αιγέα ονομάστηκε και το πέλαγος Αιγαίο. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι συντηρούσαν με ευλάβεια, ως τους χρόνους του Δημητρίου Φαληρέως (τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα), το πλοίο με τα τριάντα κουπιά που είχε πάει το Θησέα στην Κρήτη.
Ενιαίο κράτος. Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Θησεύς έγινε βασιλιάς στην Αθήνα και έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδιά του. Ζήτησε να καταργήσει τις ανεξάρτητες πολιτείες της Αττικής – τις «τετραπόλεις» – και να δημιουργήσει ένα κράτος με πρωτεύουσα την Αθήνα. Αναφέρεται ότι πρώτος ο Θησεύς έδωκε το όνομα της Αθήνας, που εξακολουθούσε ως τότε να λέγεται Κεκροπία. Ο Θησεύς, για να συνοικίσει την καινούργια πόλη, κάλεσε τους κατοίκους των δήμων της Αττικής να μείνουν σ’ αυτή, αντί να είναι σπαρμένοι σε μικρά χωριά. Οργάνωσε μάλιστα ολόκληρη εκστρατεία προπαγάνδας για το σκοπό αυτό, στέλνοντας κήρυκες με σάλπιγγες στην ύπαιθρο, που καλούσαν τους κατοίκους να μαζευτούν στην Αθήνα. Και ο ίδιος γύριζε τα χωριά της Αττικής, αναπτύσσοντας τα πλεονεκτήματα που θα είχαν από τη συνένωση σε μια πόλη. Μεγάλη όμως προθυμία να πάνε στην Αθήνα δεν έδειχναν οι σύγχρονοι του Θησέως. Τουλάχιστον, ανάλογη με εκείνη που δείχνουν οι σημερινοί Έλληνες, που ζητούν όλοι να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα. Και η αντίδραση προερχόταν, όχι από το λαό και τις φτωχότερες τάξεις που ήταν πρόθυμοι να μετοικήσουν, αλλ’ από τους πλουσιότερους και τους τοπικούς άρχοντες, που δεν ήθελαν να χάσουν την εξουσία και τα προνόμιά τους. Και τότε ο Θησεύς για να τους πείσει τους υποσχέθηκε να κάνη δημοκρατικότερο το πολίτευμα: θα τους έδινε δικαιώματα και αξιώματα, περιορίζοντας τη βασιλική του εξουσία.
Αυτός θα έμενε μόνο αρχηγός του στρατού και φύλακας των νόμων. Τη διοίκηση της πολιτείας θα την είχαν εκείνοι που ήταν τοπικοί άρχοντες, και αυτοί θα αποτελούσαν την αριστοκρατία. Οι άρχοντες της Αττικής δέχτηκαν τελικά τις προτάσεις του Θησέως, «άλλοι γιατί πείστηκαν στα λόγια» γράφει ο Πλούταρχος «και άλλοι γιατί φοβήθηκαν τη δύναμή του και την τόλμη του». Και στις ημέρες του Θησέως άρχισε να δημιουργείται το αθηναϊκό κράτος και να μεταφέρεται η πόλη από την Ακρόπολη στους πρόποδες και γύρω από αυτή. Τότε ιδρύθηκε το Πρυτανείο στην Αθήνα, για να παίρνουν αποφάσεις οι άρχοντες, και η Αγορά χάρη του λαού. Η Αγορά του Θησέως βρισκόταν κάτω από την Ακρόπολη (ανατολικά στα Προπύλαια). Αργότερα ο Σόλων, στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα, θα μεταφέρει την Αγορά βορειότερα, στη θέση που αποκάλυψαν οι αμερικανικές ανασκαφές. Σε ανάμνηση του συνοικισμού της Αθήνας ορίστηκαν δύο μεγάλες γιορτές: τα Παναθήναια και τα Συνοίκια. Ασφαλώς και μετά το Θησέα συνεχίστηκε η προσπάθεια για τη συνένωση των κωμοπόλεων της Αττικής σ’ ένα κράτος, που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα. Ο Θουκυδίδης αποδίδει στο Θησέα την οργάνωση της Αττικής σ’ ένα κράτος και γράφει ότι: «καταλύσας των άλλων πόλεων τα τε βουλευτήρια και τας αρχάς ες την νυν πόλιν ούσαν, εν βουλευτήριον αποδείξας και πρυτανείον, ξυνώκισε πάντας …».
Παράλληλα με την ένωση των δήμων της Αττικής κάτω από την Ακρόπολη, ο Θησεύς προσπαθεί να εμπεδώσει την τάξη στο κράτος του και να επεκτείνει τα όριά του. Σκληροί είναι οι αγώνες του εναντίον των τοπικών αρχηγών. Κυριεύει την Ελευσίνα και τα Μέγαρα και φθάνει ως τον Ισθμό της Κορίνθου, που ήταν σπουδαίο στρατηγικό σημείο για άμυνα από το μέρος της Πελοποννήσου. Στον Ισθμό έστησε ένα ορόσημο, που χώριζε την Ιωνία (Αττική) από την Πελοπόννησο. Καθιέρωσε και μία μεγάλη γιορτή στον Ισθμό, με αθλητικούς αγώνες: τα Ίσθμια, που διατηρήθηκαν και στα Ιστορικά χρόνια. Στα Ίσθμια λάβαιναν μέρος πολλές ελληνικές πόλεις, αλλά το προβάδισμα ανήκε πάντα στους Αθηναίους.
Άθλοι Θησέως. Τις προσπάθειες του Θησέως να ενώσει τους δήμους, να επιβάλει την τάξη και να επεκτείνει τα όρια του κράτους του , η μυθοπλαστική φαντασία του ελληνικού λαού τις παρουσίασε για άθλους εναντίον ληστών και κακοποιών. Ο ληστής Σκίρων, που σκότωσε ο Θησεύς στην Κακιά Σκάλα, γιατί λήστευε τους διαβάτες και τους γκρέμιζε κατόπι στη θάλασσα, δεν ήταν άλλος – κατά τους Μεγαρίτες – από το συνώνυμο βασιλιά τους. Και ο Σκίρων, όχι μόνο δεν ήταν ληστής, αλλά ένας άριστος βασιλιάς, που είχε καταδιώξει τη ληστεία. Συγγένευε μάλιστα με το Θησέα. Είχαν τον ίδιο παππού, τον Πιτθέα. Η λαϊκή φαντασία μάλιστα πρόσθεσε στους «άθλους» του Θησέως και πολλούς άλλους με ερωτικό περιεχόμενο. Παρουσιάζει τον Αθηναίο ήρωα και τον εξάδελφό του Ηρακλή για τους μεγαλύτερους κατακτητές του ωραίου φύλου στην προϊστορική Ελλάδα. Και εμφανίζεται ο βασιλιάς αυτός της Αθήνας, που συνοίκισε την πόλη, εμπέδωσε την τάξη και μεγάλωσε το κράτος του, πως δεν έκανε άλλη δουλειά παρά να τρέχει πίσω από τον ποδόγυρο και να παντρεύεται γυναίκες. Τα αρχαία κείμενα παρουσιάζουν το Θησέα να επιχειρεί μακρινές εκστρατείες για την κατάκτηση κάποιας ωραίας. Έφθασε ακόμη και στον Άδη, με το φίλο του βασιλιά της Θεσσαλίας Πείριθο, για να κλέψουν την Περσεφόνη.
Στο ερωτικό μητρώο του Θησέως έχουν καταγραφή και δύο απαγωγές βασιλικού αίματος: της βασίλισσας των Αμαζόνων Ιππολύτης και της βασιλοπούλας της Σπάρτης Ελένης. Κατά τον Ισοκράτη η Ιππολύτη ερωτεύθηκε το Θησέα και τον ακολούθησε εκούσια. Οπωσδήποτε, ένα χρόνο μετά την απαγωγή, οι Αμαζόνες, είτε για να τιμωρήσουν τη βασίλισσά τους είτε το Θησέα που την «έκλεψε», εκστρατεύουν εναντίον των Αθηναίων. Αλλά νικήθηκαν. Κοντά στα Μέγαρα έδειχναν στα ιστορικά χρόνια τον τάφο της Ιππολύτης. Μερικά αρχαία κείμενα αναφέρουν την Ιππολύτη με το όνομα Αντιόπη. Λίγο καιρό μετά την εκστρατεία των Αμαζόνων κατά των Αθηναίων, έγινε ο Τρωικός πόλεμος και οι Αμαζόνες πολέμησαν τους Έλληνες με τη βασίλισσά τους Πενθεσίλεια, που την σκότωσε ο Αχιλλεύς.
Η απαγωγή της Ωραίας Ελένης έγινε από το Θησέα, όταν ήταν στη δύση του βίου του. Και υπήρξε μοιραία για τον Αθηναίο ήρωα, όσο αργότερα για την Ελλάδα η δεύτερη απαγωγή της από τον Πάρι. Ο Θησεύς γνώρισε την Ελένη στη Σπάρτη. Την είδε να χορεύει στο ιερό της Αρτέμιδος. Και τόσο γοητεύτηκε από τη δωδεκάχρονη βασιλοπούλα, ώστε την … έκλεψε. Οι Σπαρτιάτες τον καταδίωξαν ως την Τεγέα, για να πάρουν πίσω την Ελένη. Έπειτα όμως δεν έδειξαν ενδιαφέρον. Ίσως, από κάποια προαίσθηση για ό,τι έμελε να πάθουν αργότερα από αυτή. Την Ελένη την ελευθέρωσαν, ύστερ’ από χρόνια, οι δύο αδελφοί της: Κάστωρ και Πολυδεύκης. Την βρήκαν στις Αφίδνες της Αττικής, που την είχε αφήσει ο Θησεύς φεύγοντας για την εκστρατεία του στην Ήπειρο εναντίον των Μολοσσών. Οι δύο Διόσκουροι, αφού ελευθέρωσαν την Ελένη, βοήθησαν και τον παλιό βασιλιά της Αθήνας Μενεσθέα – εγγονό του Ερεχθέως – να ξαναπάρει το θρόνο του. Αργότερα θα συναντήσουμε το Μενεσθέα να είναι αρχηγός των Αθηναίων στον Τρωικό πόλεμο με 50 αθηναϊκές τριήρεις. Ο Θησεύς αναγκάστηκε τότε να καταφύγει στο βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη, που ήταν όμως φίλος του Μενεσθέως και τον σκότωσε, γκρεμίζοντάς τον από ένα βράχο. Μετά χίλια χρόνια ο Κίμων έφερε τα οστά του Θησέως στην Αθήνα.
Οι μύθοι και οι θρύλοι που δημιουργήθηκαν γύρω από το Θησέα απεικονίζουν, κατά λαϊκό τρόπο, τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα με τα οποία συνδέθηκε η εποχή του. Η Αττική ελευθερώνεται από την κυριαρχία της Κρήτης ή των Μυκηνών και γίνεται ανεξάρτητη, με πρωτεύουσα την Αθήνα. Η ληστεία εξαφανίζεται, η τάξη εμπεδώνεται και η δημοκρατία παίρνει την πρώτη μορφή της. Ο Θησεύς είναι ο πρώτος μονάρχης που μεταβιβάζει τις βασιλικές εξουσίες σε άλλους. Και αυτοί οι άλλοι θα εξελιχθούν τον 5ο π.Χ. αιώνα στην πανίσχυρη Εκκλησία του Δήμου. Κατά τον Αριστοτέλη, πρώτος ο Θησεύς έδειξε συμπάθεια στον όχλο και εγκατέστησε τη δημοκρατία. Και ο Όμηρος μόνο τους Αθηναίους αποκαλεί «δήμον». Όλους τους άλλους Έλληνες του Τρωικού πολέμου τους ονομάζει «βασίλεια». Στο θρυλικό ήρωα της Αθήνας ανήκει και η τιμή, ότι πρώτος αυτός σκέφθηκε να ενώσει τους Έλληνες της Αττικής σ’ ένα κράτος, καταργώντας τις ιωνικές «τετραπόλεις». Και ζήτησε να κάνη την ένωση με τρόπο δημοκρατικό. Αργότερα θα επιχειρήσουν την ένωση των Ελλήνων, σε ευρύτερα πλαίσια, ο Περικλής και ο Μ. Αλέξανδρος, χωρίς όμως να κατορθώσουν ό,τι πέτυχε ο Θησεύς στην Αττική.
Για τη ζωή του Θησέως κυριότερη πηγή είναι ο Πλούταρχος. Τον αναφέρουν επίσης ο Θουκυδίδης, ο Ισοκράτης, ο Αριστοτέλης, ο Παυσανίας, ο λυρικός ποιητής Βακχυλίδης, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στις τραγωδίες τους, τα σχόλια του Απολλοδώρου και ο Διόδωρος. Για τον Αθηναίο ήρωα έχουν γράψει και πολλοί νεώτεροι, σε παγκόσμια κλίμακα, προσπαθώντας να δώσουν διάφορες ερμηνείες στους μύθους που συνδέθηκαν με αυτόν. Οι αρχαιολόγοι τοποθετούν το Θησέα στο 13ο π.Χ. αιώνα.

ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΤΑΤΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ

 

Το αρχαιότερο πολίτευμα στην Αθήνα ήταν η απόλυτη μοναρχία. Ο βασιλιάς συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες. Είναι συγχρόνως ο ανώτατος θρησκευτικός, πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός. Ο λαός δεν παίζει κανένα ρόλο. Τον καλούν καμιά φορά σε συνέλευση, όχι για ν’ αποφασίσει αλλά για ν’ ακούσει τις αποφάσεις του μονάρχη. Και για να έχουν μεγαλύτερο κύρος οι βασιλιάδες της εποχής εκείνης εμφανίζονται σαν απόγονοι θεών και ημίθεων. Για το λόγο αυτό η πανάρχαια ιστορία της Αθήνας μπλέκεται με μύθους και θρύλους, ώστε δύσκολα να ξεκαθαρίζονται τα ιστορικά γεγονότα.
Οι «Εννέα Άρχοντες». Η απόλυτη εξουσία του βασιλιά άρχισε με τον καιρό να περιορίζεται από τα αριστοκρατικά γένη. Γύρω από το μονάρχη δημιουργούνται διάφορες αρχές που τον αντικαθιστούν. Ο Αριστοτέλης γράφει ότι: «διά το γενέσθαι δε τινας των βασιλέων τα πολέμια μαλακούς» αφαιρέθηκε από το βασιλιά η αρχηγία του στρατού και δόθηκε στον Πολέμαρχο. Λίγο αργότερα απογύμνωσαν το βασιλιά και από την πολιτική εξουσία και δημιούργησαν τον Επώνυμο άρχοντα, που φρόντιζε για τις πολιτικές υποθέσεις. Λεγόταν «επώνυμος» γιατί το όνομά του χρησίμευε στους ιστορικούς χρόνους για να προσδιορίζουν τα γεγονότα στην Αθήνα. Δημιουργήθηκε ακόμη και μία νέα εξουσία: των 6 Θεσμοθετών. Αποστολή τους ήταν να διατηρούν τα παλιά έθιμα και τους νόμους (τα θέσμια) και να φτιάχνουν καινούργιους. Ο Βασιλεύς, ο Πολέμαρχος, ο Επώνυμος άρχων και οι 6 Θεσμοθέτες είναι οι παλιότεροι «Εννέα Άρχοντες» της Αθήνας, που εκλέγονται από τους ευπατρίδες της Αττικής και προέρχονται από την τάξη τους. Στην αρχή οι άρχοντες ήταν ισόβιοι, έπειτα τους εκλέγουν για δέκα χρόνια και τελικά για ένα χρόνο. Παράλληλα με τους άρχοντες, φαίνεται πως λειτουργούσε από τα πανάρχαια χρόνια και ο Άρειος Πάγος. Τα μέλη του ήταν ισόβια και ανήκαν στα αριστοκρατικά γένη. Οι αρεοπαγίτες ασκούσαν δικαστικά καθήκοντα και είχαν την εποπτεία στη διοίκηση της πολιτείας και στην εφαρμογή των νόμων. Ο Κόδρος ήταν ο τελευταίος κληρονομικός βασιλιάς της Αθήνας. Οι διάδοχοί του γίνονται με εκλογή. Και πρέπει να σημειώσουμε ότι και σ’ αυτά τα χρόνια που η αθηναϊκή δημοκρατία βρισκόταν σε πλήρη άνθιση, ο βασιλικός θεσμός εξακολουθούσε να υπάρχει. Αλλά ο Βασιλεύς δεν είχε καμιά πολιτική εξουσία. Τον απασχολούσαν μόνο θρησκευτικά και δικαστικά καθήκοντα.
Βωμοί και ναοί. Στην άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των παλιών βασιλιάδων της Αττικής θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε και τα πρώτα ιερά που δημιουργήθηκαν στην Ακρόπολη. Κοντά στο αρχαίο βασιλικό ανάκτορο υπήρχε και το θυσιαστήριο, ο «βωμός», όπου οι βασιλιάδες της Αθήνας έκαναν τις θυσίες. Τα πρώτα εκείνα ιερά ήταν υπαίθρια ή πρόχειρα κατασκευάσματα από ξερολιθιά ή ξύλο. Οι Έλληνες στους παλαιότατους χρόνους δεν οικοδομούν ιδιαίτερους ναούς για τους θεούς των. Τους λατρεύουν στα σπίτια τους ή κατασκευάζουν πρόχειρα θυσιαστήρια (βωμούς). Λίθινους ναούς σκεπασμένους θα συναντήσουμε στην Ακρόπολη μόνο σε ιστορικούς χρόνους. Μερικοί αρχαιολόγοι τοποθετούν τον πρώτο ναό της Αθηνάς τον 7ο π.Χ. αιώνα.
Από θρησκευτικούς λόγους δημιουργήθηκε και το θ έ α τ ρ ο. Έκαναν θυσίες γύρω από το βωμό του Διονύσου που τις συνόδευαν με τραγούδια. Τους βωμούς του θεού της αμπέλου τους τοποθετούσαν στις πλαγιές των βουνών. Και τότε σοφίστηκαν να διαμορφώσουν ένα είδος σκηνής στη θέση του βωμού και να τοποθετήσουν αμφιθεατρικά τα πρώτα ξύλινα καθίσματα, που αργότερα έγιναν πέτρινα και μαρμάρινα.
Η Ακρόπολις θρησκευτικό κέντρο. Την εποχή που οι βασιλιάδες είχαν όλη την εξουσία, η Ακρόπολις, που χρησίμευε για κατοικία τους, θα ήταν το πολιτικό κέντρο του αθηναϊκού κράτους. Όσο όμως μεγαλώνει η Αθήνα και απλώνεται γύρω από την Ακρόπολη, τόσο η δύναμη των ευγενών γίνεται μεγαλύτερη. Η βασιλική εξουσία περιορίζεται και μοιράζεται σε περισσότερα πρόσωπα. Η Ακρόπολις, σαν πολιτικό κέντρο, χάνει με τον καιρό τη σημασία της και οι άρχοντες την εγκαταλείπουν για να εγκατασταθούν στην καινούργια πολιτεία. Και γνωρίζουμε ότι από τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα οι «Εννέα Άρχοντες» ούτε κατοικούν, ούτε εργάζονται στην Ακρόπολη. Μόνο την εποχή της δικτατορίας του Πεισιστράτου και των γιων του η Ακρόπολις ξανάγινε πολιτικό κέντρο, για μεγαλύτερη ασφάλεια των δικτατόρων που μέναν σ’ αυτήν. Μετά τους Πεισιστρατίδες και από τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα η Ακρόπολις μεταβάλλεται σε θρησκευτικό κέντρο. Αντί για κατοικία βασιλέων θα γίνη κατοικία θεών, με ναούς και πλήθος από αγάλματα. Στη μεταβολή αυτή οφείλει και τη μεγάλη της δόξα. Την χρωστάει ακόμη και στην αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου π.Χ αιώνα που στόλισε τον Ιερό Βράχο με έργα που προκαλούν και σήμερα τον παγκόσμιο θαυμασμό.

ΤΑΞΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Από τις αρχές του 8ου π.Χ. αιώνα σημειώνεται μια μεταβολή στην πολιτική και οικονομική ζωή της Αθήνας. Ως την εποχή εκείνη οι Αθηναίοι ήταν γεωργοί. Τους κυβερνούσαν οι πλούσιοι γαιοκτήμονες – τα αριστοκρατικά γένη – που ψήφιζαν μεταξύ τους τούς 9 άρχοντες της πολιτείας. Η εκλογή των αρχόντων ήταν αποκλειστικό προνόμιο της αριστοκρατίας, ύστερ’ από την πατριαρχική μοναρχία. Αλλά τον 8ο αιώνα αρχίζουν ν’ αναπτύσσονται το εμπόριο και η ναυτιλία. Η θάλασσα ελευθερώνεται από την πειρατεία και τα αθηναϊκά πλοία διασχίζουν το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Δημιουργούνται τότε οι πρώτοι κεφαλαιοκράτες στην οικονομική ζωή της αρχαίας Αθήνας. Κι’ επειδή οι αριστοκράτες δεν καταδέχονταν να ασκούν το εμπόριο και τη ναυτιλία, τις μεγάλες περιουσίες τις σχηματίζουν έξυπνοι και τολμηροί άνθρωποι, που ανήκαν σε κατώτερες τάξεις. Με τους νεόπλουτους αυτούς έρχεται σε επιμιξία η παλιά αριστοκρατία της Αθήνας, που ως τότε ζούσε αποτραβηγμένη στο στενό κύκλο που κυβερνούσε το άστυ. Καθώς γράφει ο Μεγαρίτης ποιητής Θέογνις, ένας αριστοκράτης δεν ντρεπόταν να παντρευτεί «κακήν κακού θυγατέρα», αρκεί να έχει πολλά χρήματα. Και οι γυναίκες προτιμούσαν «των καλών καγαθών» τους πλούσιους. Και προσθέτει ο ίδιος: «Χρήματα γαρ τιμώσι και κακού εσθλός έγημεν και κακός εξ αγαθού, πλούτος έμιξε γένος».
Περισσότερα