Κυρίες και κύριοι,
Η υπόθεση της αφαίρεσης και διακράτησης των Γλυπτών της Ακρόπολης αποτελεί ιστορικά μια από τις πιο μεγάλες νομικές αντιπαραθέσεις των τελευταίων διακοσίων ετών. Σημαντικοί νομικοί, αλλά και άλλοι άνθρωποι του πνεύματος, κορυφαίοι πολιτικοί, καλλιτέχνες και δημιουργοί έχουν ανταλλάξει πολλές φορές επιχειρήματα σε σχέση με αυτή την υπόθεση.
Ουδέποτε όμως ως τώρα η υπόθεση αυτή οδηγήθηκε ενώπιον μιας δικαστικής ή άλλης αρχής που θα μπορούσε να λάβει μια τελική απόφαση με βάση το δίκαιο. Ενώ υπήρξαν πολλές φωνές που υποστήριζαν την μία ή την άλλη πλευρά, ενώ υπήρξε η ενασχόληση της UNESCO σε επίπεδο διεθνούς πολιτισμικής διπλωματίας, η υπόθεση δεν έφτασε σε δικαστήριο.
Ο Σύλλογος των Αθηναίων μου ανέθεσε να ετοιμάσω την πρώτη δικαστική προσφυγή για το θέμα αυτό, ενώπιον ενός διακρατικού δικαιοδοτικού σώματος. Καθώς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προσφεύγουν μόνο κράτη εναντίον κρατών, το μοναδικό διακρατικό δικαστήριο στο οποίο μπορεί να προσφύγει ένας σύλλογος παραμένει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχουν προσφύγει μια σειρά από σύλλογοι, διεκδικώντας δικαιώματα που σχετίζονται με την ιστορία των προγόνων των μελών τους. Ο Σύλλογος των Αθηναίων είναι η πρώτη συλλογικότητα που ιδρύθηκε στην ελεύθερη Αθήνα το 1895, από τους απογόνους των ανθρώπων που ζούσαν σε αυτή την πόλη πριν από την Επανάσταση του 1821. Είναι λοιπόν κατά τεκμήριο μια οντότητα, μη κρατική, που αποτελείται από απογόνους των Αθηναίων που ζούσαν στην πόλη την περίοδο του βανδαλισμού του Παρθενώνα και της αφαίρεσης των Γλυπτών από τον Λόρδο Έλγιν και το συνεργείο του.
Επομένως, εκτός από την Ελληνική Δημοκρατία, ο Σύλλογος των Αθηναίων είναι ένα υποκείμενο δικαίου που νομιμοποιείται να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, επικαλούμενο παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Η απόφαση εναντίον της οποίας στρέφεται ευθέως ο Σύλλογος των Αθηναίων δεν είναι βεβαίως ούτε το φερόμενο “φιρμάνι” της Υψηλής Πύλης που υποτίθεται οτι επέτρεψε στον Λόρδο να αφαιρέσει τα Γλυπτά, ούτε η απόφαση του βρετανικού Κοινοβουλίου να αγοράσει τα γλυπτά και να τα εντάξει στην συλλογή του Βρετανικού Μουσείου. Η απόφαση που προσβάλλουμε είναι η έγγραφη άρνηση του Βρετανικού Δημοσίου να προσέλθει στην διαδικασία διαμεσολάβησης που η UNESCO προσκάλεσε το Ηνωμένο Βασίλειο, ώστε να εξετάσει την νομιμότητα της διακατοχής των γλυπτών σε Βρετανικό έδαφος. Αυτή η απόφαση που εκδόθηκε από τα αρμόδια Βρετανικά Υπουργεία τον Μάρτιο του 2015, αναφέρει ξεκάθαρα ότι τα γλυπτά αποκτήθηκαν “νομίμως” από τον Λορδο Έλγιν και ότι δεν υπάρχουν νέα στοιχεία που να δικαιολογούν το άνοιγμα της υπόθεσης. Αυτή η αιτιολογία της απόφασης, καθώς και η απόφαση για συνέχιση της διακατοχής των Γλυπτών σε Βρετανικό έδαφος προσβάλλει την προσωπικότητα των μελών του Συλλόγου των Αθηναίων, ως προς το στοιχείο της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητάς τους. Το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτων, ενώπιον της διεθνούς κοινότητας, εν έτη 2015 ότι κατέχει νομίμως τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Εν γνώσει του ότι αυτό δεν ισχύει. Αλλά και με πιθανή άγνοια για τα νέα στοιχεία που έχουν έρθει στο φως σχετικά με τον τρόπο της μεταφοράς των Γλυπτών από την Ελλάδα στην Μ. Βρετανία.
Η προσβολή αυτή όπως και ο αποκλεισμός των μελών του Συλλόγου των Αθηναίων από την άσκηση μιας σειράς ανθρώπινων δικαιωμάτων επί των Γλυπτών, αποτελεί παραβίαση άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η προσβαλλόμενη απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου παραβιάζει το δικαίωμα σεβασμού της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας του Συλλόγου (άρθρο 8), το δικαίωμα στην ελευθερία της συνείδησης (άρθρο 9), το δικαίωμα άντλησης πληροφοριών από τα ίδια τα Γλυπτά, προκειμένου να διερευνηθεί και να κατανοηθεί πλήρως η συστατική σχέση τους με το μνημείο του Παρθενώνα (άρθρο 10), το δικαίωμα να μπορούμε να προβάλλουμε σε ένα αμερόληπτο δικαστήριο ή άλλο φορέα ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο που μας το στέρησε το Η.Β. αρνούμενο την διαμεσολάβηση της UNESCO (άρθρο 13), το δικαίωμα ανεμπόδιστης χρήσης του μνημείου στην ολότητά του (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ).
Η προσφυγή μας ασκήθηκε εντός του προβλεπόμενου 6μήνου από την έκδοση της τελευταίας απόφασης του Ηνωμένου Βασιλείου. Εναντίον αυτής της απόφασης δεν έχουμε την δυνατότητα να ασκήσουμε άλλα ένδικα μέσα, σε βρετανικά ή σε ελληνικά δικαστήρια, επειδή η υπόθεση είναι μοναδικής φύσης και δεν υπάρχει νομολογία που να εγγυάται ότι ένα εθνικό δικαστήριο θα παρείχε αποτελεσματικό ένδικό μέσο.
Ήδη, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με επιστολή του ζήτησε από εμάς ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, τα οποία του παρείχαμε, προκειμένου να εξεταστεί σε πρώτη φάση το παραδεκτό της προσφυγής.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή μας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει ασκηθεί ακολουθώντας όλες τις προϋποθέσεις του παραδεκτού και είναι βάσιμη. Ζητάμε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο με αυτή την απόφαση του παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα και να επιβληθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο να λάβει τα μέτρα εκείνα που είναι απαραίτητα προκειμένου να αρθεί η συγκεκριμένη παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Έχουμε λοιπόν μια υπόθεση με μοναδικά χαρακτηριστικά, στην οποία, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μπορεί να επιλύσει μια διαφορά για ένα έγκλημα που παραμένει ατιμώρητο για πάνω από 200 χρόνια.
Παράλληλα, η όποια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θα αφορά την σχέση του Συλλόγου των Αθηναίων και του Ηνωμένου Βασιλείου και όχι αυτήν της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Η διάκριση είναι σαφής, διότι είναι διαφορετική η νομική βάση της διεκδίκησης των γλυπτών με επίκληση την παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων και θα ήταν εντελώς διαφορετική η νομική βάση της παράνομης κατακράτησης εθνικών πολιτισμικών θησαυρών από άλλο κράτος.
Με αυτές τις σκέψεις, σας ενημερώνω στο πλαίσιο της εντολής ως πληρεξούσιος δικηγόρος του Συλλόγου μόνο για το πλαίσιο της κίνησης αυτής, παρακαλώντας να κατανοήσετε ότι περισσότερες λεπτομέρειες δεν θα πρέπει να ανακοινωθούν σε αυτό το στάδιο της πορείας της υπόθεσης.