Από το 1095 ως το 1204 οργανώθηκαν τέσσερεις σταυροφορίες από τη Δύση, με πρόφαση την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Άραβες και με πραγματικό σκοπό την κατάληψη και εκμετάλλευση από τους Φράγκους της πλούσιας Ανατολής.
Από το 1095 ως το 1204 οργανώθηκαν τέσσερεις σταυροφορίες από τη Δύση, με πρόφαση την απαλευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Άραβες και με πραγματικό σκοπό την κατάληψη και εκμετάλλευση από τους Φράγκους της πλούσιας Ανατολής. Την Τετάρτη Σταυροφορία την οργάνωσε ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, με τη βοήθεια των Βενετών και διαφόρων φεουδαρχών του δυτικού κόσμου. Οι περισσότεροι από τους Σταυροφόρους ήταν επαγγελματίες στρατιωτικοί και τυχοδιώκτες, που ζητούσαν περιπέτειες και κέρδη από την πολεμική επιχείρηση.
Λεηλασία Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Σταυροφόροι, αντί για τους Αγίους Τόπους, πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και την κατέλαβαν (1204) με τη βοήθεια του στόλου της Βενετίας. Ακολούθησε λεηλασία και σφαγή των Βυζαντινών από τους Σταυροφόρους. Μας τις περιγράφουν, με τραγική παραστατικότητα, ο Νικήτας Ακομινάτος Χωνιάτης και ο Μητροπολίτης Εφέσου Νικόλαος Μεσσαρίτης. Ήταν και οι δύο αυτόπτες μάρτυρες. Αλλά και οι νεώτεροι ιστορικοί με τα μελανότερα χρώματα παρουσιάζουν τη διαγωγή των «Χριστιανών» Σταυροφόρων, τις λεηλασίες, τη σφαγή των ανδρών, τις ατιμώσεις των γυναικών και την καταστροφή κάθε έργου τέχνης. Ο Γερμανός ιστορικός Φ. Γρυγορόβιος παρουσιάζει την επιδρομή των Σταυροφόρων στο Βυζαντινό κράτος, όμοια με τις επιδρομές στη Δύση, του Αλαρίχου, του Αττίλα και του αρχηγού των Βανδάλων Γενσερίχου. Και προσθέτει: «Οι Σταυροφόροι άνοιξαν τις πύλες του Βοσπόρου για να εισρομήσουν οι Τούρκοι στη Δύση και να στήσουν τη σημαία της ασιατικής βαρβαρότητας στην Αγία Σοφία και στον Παρθενώνα». Ο Ρώσος βυζαντινολόγος Α. Βασίλιεφ γράφει: «Μετά την κατάληψη της πόλεως, επί τρεις ημέρες οι Λατίνοι απειλούσαν την πρωτεύουσα με την σκληρότητά τους, λεηλατώντας κάθε τι που είχε συγκεντρωθεί, διά μέσου των αιώνων, στην Κωνσταντινούπολη. Τίποτε δεν έμεινε σεβαστό· ούτε οι εκκλησίες, ούτε τα λείψανα, ούτε τα μνημεία τέχνης, ούτε η ατομική ιδιοκτησία. Οι ιππότες της Δύσεως και οι στρατιώτες τους, καθώς και οι Λατίνοι μοναχοί, και οι ηγούμενοι, έλαβαν και αυτοί μέρος στη λεηλασία … Τα λάφυρα μαζεύτηκαν και μοιράστηκαν στους Λατίνους, λαϊκούς και κληρικούς. Μετά από αυτή τη Σταυροφορία, όλη η Δυτική Ευρώπη πλουτίστηκε με τους θησαυρούς της Κωνσταντινουπόλεως και πολλές εκκλησίες των Δυτικών μα ιερά λείψανα. Τα περισσότερα από τα άγια λείψανα είχαν μεταφερθεί σε μοναστήρια της Γαλλίας και καταστράφηκαν στη Γαλλική Επανάσταση. Τα τέσσερα χάλκινα άλογα, που είχε απαγάγει ο Θεοδόσιος Α΄ από τη Χίο και αποτελούσαν ένα από τα καλύτερα στολίδια του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινουπόλεως, μεταφέρθηκαν στη Βενετία, όπου κοσμούν και σήμερα την εξώθυρα του καθεδρικού ναού του Αγίου Μάρκου». Με το ίδιο πνεύμα γράφουν και άλλοι ιστορικοί, ξένοι και Έλληνες. Αλλά και αυτός ο Γάλλος Βιλλαρδουΐνος, που έλαβε μέρος στη Σταυροφορία, ομολογεί ότι, «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ, σε καμμιά πόλη, δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα».
Διατομή της αυτοκρατορίας.
Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως ο κόμης Βαλδουΐνος της Φλάνδρας στέφθηκε, την 9 Μαΐου 1204, στο Ναό της Αγίας Σοφίας, «αυτοκράτορας των Ρωμαίων». Και για να εξευμενίσει τον ισχυρό αντίπαλό του Βονιφάτιο μαρκήσιο του Μομφερράτου, που διεκδικούσε επίσης το θρόνο του Βυζαντίου, τον έκανε βασιλιά της Θεσσαλονίκης και του παραχώρησε ολόκληρη τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την κυρίως Ελλάδα και την Κρήτη. Ο Βονιφάτιος πούλησε την Κρήτη στη Βενετία. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία είχε πάρει από τη διανομή, χάρη στον αντιπρόσωπό της, τον πολύπειρο Δάνδολο, τη «μερίδα του λέοντος» σε νησιά, σε κάστρα, σε εμπορικά λιμάνια, και τη μισή Κωνσταντινούπολη. Ο Δόγης Ερρίκος Δάνδολος, μαζί με τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄, είχαν ετοιμάσει την Τετάρτη Σταυροφορία, ο ένας σαν πνευματικός αρχηγός και ο άλλος σαν κοσμικός επιχειρηματίας και χρηματοδότης. Ο Ιννοκέντιος δεν ήθελε οι Σταυροφόροι να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη. Όταν όμως την πήραν, τους έδωκε την … ευλογία του.
Το φθινόπωρο του 1204 ο Βονιφάτιος κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη στην κυρίως Ελλάδα. Προηγουμένως είχε παντρευτεί την ουγγρικής καταγωγής χήρα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαακίου Β΄ Αγγέλου. Ο καρδινάλιος Σοφρέδος φρόντισε να επαναφέρει τη χήρα του Ισαακίου, την ωραία Μαρία, στο παλιό της καθολικό δόγμα και να της δώσει το όνομα της Μαργαρίτας. Ο Βονιφάτιος όρισε τη Μαργαρίτα επίτροπό του στη Θεσσαλονίκη και ξεκίνησε για να καταλάβει την κυρίως Ελλάδα. Τον ακολούθησαν και μερικοί Έλληνες, που ο Νικήτας Ακομινάτος τους αποκαλεί «προδότες της πατρίδας τους».
Κατάληψη της Αθήνας.
Στην προέλασή του ο Βονιφάτιος δε βρήκε σοβαρή αντίσταση. Η σοβαρότερη ήταν από τα στρατεύματα του Αλεξίου Γ΄ και του Σγουρού στις Θερμοπύλες. Αλλά ο στρατός τους διαλύθηκε χωρίς να δώσει μάχη με τους Φράγκους και ο Σγουρός μόλις κατόρθωσε να σωθεί και να καταφύγει στην Κόρινθο. Η Θήβα δέχτηκε ή μάλλον «υποδέχτηκε» τους Σταυροφόρους, κατά την ομολογία του Νικήτα Ακομινάτου. Το ίδιο έκανε και η Αθήνα. Ο Μητροπολίτης Μιχαήλ Ακομινάτος, μπροστά στη δύναμη των σιδηρόφρακτων ιπποτών και του στρατού που τους ακολουθούσε, δεν μπόρεσε να επαναλάβει την άμυνα που είχε αντιτάξει, πριν από ένα χρόνο με επιτυχία, απέναντι του Σγουρού. Και ο Βονιφάτιος έγινε κύριος της Αθήνας το τέλος του 1204 ή στις αρχές του 1205.
Παρ’ όλη όμως την ειρηνική παράδοση, οι Σταυροφόροι δε σεβάστηκαν την Αθήνα. Την λεηλάτησαν άγρια. Κι’ επειδή δε βρήκαν σπουδαία λάφυρα, απογύμνωσαν τις εκκλησίες. Μάζεψαν τα ασημένια και χρυσά ιερά σκεύη και όσα άλλα πολύτιμα υπήρχαν. Καταστρέψαν και την περίφημη βιβλιοθήκη του Ακομινάτου που ήταν στο Ερεχθείο. Αργότερα ο Ακομινάτος έγραφε στον Επίσκοπο Ευρίπου Θεόδωρο: «πολλά και παντοία βιβλία εκ τε της Κωνσταντινουπόλεως κατήγαγον και εν Αθήναις προσεκτησάμην. Αλλά δεν εγίγνωσκον τίνος χάριν συνήγον αυτά. Διότι που να βάλω εις νουν ο δείλαιος, ότι ταύτ’ απεταμίευον όχι χάριν ομογλώσσων ανδρών, αλλά χάριν βαρβάρων Ιταλών; Ούτοι δεν είναι ικανοί να εννοήσωσι τα εν τοις βιβλίοις γεγραμμένα ούτ’ εν τω πρωτοτύπω ούτ’ εν μεταφράσει· μάλλον θα ηδύναντο όνοι να αισθανθώσι λύρας και κάνθαροι μύρου ή εκείνοι της από των βιβλίων ψυχαγωγίας». Ο Ακομινάτος ονομάζει πάντοτε στα γραφόμενά του «Ιταλούς» τους ξένους δυνάστες της Αθήνας, γιατί ο επικυρίαρχός τους βασιλιάς της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος ήταν Λογγοβάρδος. Το ίδιο περιφρονητικά γράφει για την αμάθεια των Φράγκων κατακτητών του Βυζαντίου και ο αδελφός του Μητροπολίτη Νικήτας Ακομινάτος. Και δεν είχαν άδικο.
Διώξεις της Ορθοδοξίας από τον Καθολικισμό.
Με την εγκατάσταση των Φράγκων άρχισε και η καταδίωξη του Ορθοδόξου κλήρου. Στην Κωνσταντινούπολη, αντί του Ορθοδόξου Πατριάρχη, ο Πάπας διόρισε ένα Καθολικό, το Θωμά Μοροζίνη. Και στην Αθήνα διορίστηκε (1205) ο Γάλλος Αρχιεπίσκοπος Βεράρδος. Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, επικυρώνοντας την εκλογή του Βεράρδου, του έδωκε όσα δικαιώματα είχαν και οι προκάτοχοί του Έλληνες μητροπολίτες. Έβαλε την Καθολική Μητρόπολη των Αθηνών υπό την προστασία της Ρώμης και έδωκε εντολή να εφαρμόζουν σ’ αυτή το καταστατικό της Εκκλησίας των Παρισίων. Η Ορθόδοξος Μητρόπολις καταργήθηκε και ο Μιχαήλ Ακομινάτος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πόλη. Στην αρχή πήγε στη Θεσσαλονίκη για να διαμαρτυρηθεί στον εκεί έξαρχο του Πάπα για όσα είχαν γίνει και να ζητήσει επανόρθωση. Δεν κατόρθωσε όμως να πετύχει τίποτε και αφήκε τη Θεσσαλονίκη, για να εγκατασταθεί (1206) στο νησί της Κέας (Τζιας), ώστε να βρίσκεται κοντά και σε επικοινωνία με το ποίμνιό του. Η Τζια ήταν ακόμη ελεύθερη όταν εγκαταστάθηκε ο Ακομινάτος. Μετά ένα χρόνο (1207) θα καταλάβουν την Τζια μερικοί τυχοδιώκτες Βενετοί, υπό την επικυριαρχία του Σανούδου της Νάξου.
Σύμφωνα με τις παπικές οδηγίες, οι Φράγκοι στην Ελλάδα έπρεπε να σεβαστούν το ορθόδοξο δόγμα των κατοίκων και να μη προσπαθούν με τη βία να τους κάνουν Καθολικούς. Ένα μόνο έπρεπε να ζητούν από τους Ορθοδόξους παπάδες, ν’ αναγνωρίζουν τον Πάπα για πρώτο αρχιερέα και να τον μνημονεύουν στην εκκλησία. Η αναγνώριση του Πάπα και η ομολογία της υποκοής γινόταν με την καλουμένη «χειραψία». Ο Ορθόδοξος ιερωμένος έπρεπε να βάλει τα δυο του χέρια μέσα στις παλάμες του Καθολικού επισκόπου. Οι περισσότεροι όμως από τους Έλληνες ιερωμένους αποφεύγαν τη «χειραψία» και προτιμούσαν έστω και καταδιωκόμενοι, να μείνουν πιστοί στην Ορθόδοξο Εκκλησία. Υπήρξαν όμως και εξαιρέσεις μερικών ιερωμένων, που για λόγους καιροσκοπικούς ή για να μη χάσουν τα εισοδήματά τους, υποτάχθηκαν έστω και επιφανειακά, στην Παπική Εκκλησία. Ο πρώτος λιποτάκτης της Ορθοδοξίας στην Αττική ήταν ο Ηγούμενος του Μοναστηριού της Καισαριανής. Ομολόγησε υπακοή στον Πάπα και κράτησε το μοναστήρι με την περιουσία του και αφορολόγητο. Τη διαγωγή του Ηγουμένου της Καισαριανής, που είχε δώσει και άλλες αφορμές φιλοχρηματίας, την κατακρίνει σε επιστολή του ο Μιχαήλ Ακομινάτος. Και την επιστολή του την στέλνει στον ίδιο τον Ηγούμενο από το ερημητήριό του της Τζιας.
Ο Μ. Ακομινάτος εξόριστος.
Το ίδιο κάνει και προς τους άλλους «αμφιρρέποντας» ιερωμένους. Τους συνιστά «να ενθυμούνται των παρελθόντων κανονικών αρχιερέων» και να μη προδίδουν την Ορθοδοξία. Από τον τόπο της εξορίας του ο Ακομινάτος είχε ορίσει, μυστικά, εκκλησιαστικό επίτροπό του στην Αθήνα, τον ιερομόναχο Λουκά, για να παρακολουθεί την Εκκλησία. Προσπαθεί να την ενισχύσει και να την συγκρατήσει στην ορθόδοξη πίστη. Έρχεται και ο ίδιος, ύστερ’ από δεκάχρονη απουσία, για το σκοπό αυτό στην Αθήνα (1217). Αλλά αναγκάζεται να την εγκαταλείψει γρήγορα και να ξαναγυρίσει στον τόπο της εξορίας του. «Και ει μη θάττον εκείθεν απέπτων» έγραφε στο Θεόδωρο Δούκα «τοις ιταλικοίς αν οδούσιν εγεγόνειν κατάβρωμα και αυτός». Τα υπόλοιπα έτη της ζωής του – ως το 1220 που πέθανε – θα τα περάσει ο Μεγάλος Ιεράρχης στο Μοναστήρι του Προδρόμου στη Τζια, αφιερωμένος στις μελέτες του, πάσχοντας ψυχικά και απογητευμένος για την κατάσταση του Ορθόδοξου κλήρου. Με τη βοήθεια φίλων του, κατόρθωσε να περισώσει μερικούς τόμους, πεταμένους εδώ κι’ εκεί, από την πολύτιμη βιβλιοθήκη του Ερεχθείου, που την είχαν καταστρέψει οι Φράγκοι στρατιώτες.
Ο Παρθενών Καθολική Εκκλησία.
Στην Ακρόπολη εγκαταστάθηκε ο νέος Καθολικός μητροπολίτης. Χρησιμοποίησε και αυτός τα Προπύλαια για κατοικία του, ενώ ο Παρθενών μεταμορφωνόταν σε Καθολική εκκλησία. Στο Λατίνο Επίσκοπο Αθηνών είχαν δοθεί 11 μητροπόλεις και όλες οι εκκλησίες, Ορθόδοξες και Καθολικές. Στην αρχή οι Καθολικές ήταν ελάχιστες. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Πάπα, σε όποιο μέρος υπήρχαν 12 Καθολικοί, μπορούσαν να ιδρύσουν εκκλησία και να ζητήσουν να έχουν και ένα παπά.
Αντίδραση Ορθοδόξων.
Με τα μέτρα που λάμβανε η Καθολική Εκκλησία, προσπαθούσε να μεταβάλει τους Ορθόδοξους σε Καθολικούς. Υπήρξε όμως μεγάλη αντίδραση των Ορθοδόξων εναντίον του παπισμού και για την ένωση των Εκκλησιών. Στην Κωνσταντινούπολη, δέκα χρόνια μετά την εγκατάσταση των Φράγκων, σημειώθηκε λαϊκή εξέγερση για να εμποδίσει την ένωση των Εκκλησιών. Είκοσι χιλιάδες λαού περικύκλωσαν το βασιλικό παλάτι και υποχρέωσαν το Λατίνο αυτοκράτορα να υποσχεθεί ανεξιθρησκεία και ότι ο ίδιος θα υπερασπίσει τους Ορθοδόξους από τους διωγμούς της Καθολικής Εκκλησίας. Κυρίως όμως έσωσε την Ορθοδοξία στην Ελλάδα το κλίμα που επικρατούσε σ’ αυτή και δεν άφηνε ελεύθερο έδαφος στα μονχαικά τάγματα του Καθολικισμού να εγκατασταθούν και να προσηλυτίσουν οπαδούς. Σ’ αυτό είχαν βοηθήσει και μερικοί Φράγκοι ηγεμόνες, που βρίσκονταν σε αντίθεση με το Βατικανό. Ορισμένους τους είχε αφορίσει ο Πάπας.
Εξαθλίωση εκκλησιών.
Στην Αθήνα οι διωγμοί εναντίον των Ορθοδόξων δεν έλειψαν όλο το διάστημα της Φραγκοκρατίας. Στην αρχή με μεγαλύτερη ένταση και έπειτα ηπιότερα. Προσπάθησε η Καθολική Εκκλησία να εξαθλιώσει την Ορθόδοξη οικονομικά και να κατεβάσει το επίπεδο των ιερωμένων της. Για να γίνει ένας Ορθόδοξος παπάς, έφθανε να πάρει την άδεια από το Λατίνο Μητροπολίτη και από το Δούκα της Αθήνας. Οι περισσότεροι από τους παπάδες αυτούς ήταν αγράμματοι και χωριάτες. Ο αριθμός τους ήταν τόσο μεγάλος, ώστε ο Πάπας παραχώρησε κάποτε στο Λατίνο Μητροπολίτη, μαζί με ένα σεβαστό αριθμό δουλοπαροίκων, και διακόσους Ορθοδόξους παπάδες, για να τους χρησιμοποιήσει σε χειρωνακτικές εργασίες στα εκκλησιάστικά κτήματα!
Διανομή λαφύρων μεταξύ φραγκοπαπάδων και ιπποτών.
Η Καθολική Εκκλησία της Αθήνας φρόντισε ακόμη να απογυμνώσει την Ορθόδοξη από τις καλύτερες εκκλησίες και από την περιουσία της. Το μέτρο ήταν γενικότερο και αφορούσε ολόκληρη την φραγκοκρατούμενη Ελλάδα. Την αρχή την έκανε ο στρατός των Σταυροφόρων. Έπαιρνε τις εκκλησιαστικές περιουσίες – κινητά και ακίνητα – και τις μοίραζε στους πολεμιστές, σα λεία πολέμου. Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ ζήτησε από το βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιο, «όπως μη νεωτερίσει περί των Ελλήνων υπηκόων, μηδέ να σφτερισθεί τα κτήματα των ελληνικών μοναστηρίων και εκκλησιών, διά τα οποία επεφυλάσσετο ο Άγιος Πατήρ όπως τα διαθέσει υστερότερα κατά το δοκούν». Οι Σταυροφόροι όμως, δεν έλαβαν υπόψη τους τις συστάσεις του Ποντίφηκος. Έκριναν σκοπιμότερο να μοιραστούν μεταξύ τους, μαζί με όλη την άλλη γη, και τα πλουσιότερα από τα κτήματα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Στον Πάπα άφηναν το μερίδιο του φτωχού συγγενή.
Η Συνέλευση της Ραβενίκας.
Ο Πάπας υποχρέωσε τότε το Φράγκο αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Ερρίκο, να συγκαλέσει στη Ραβενίκα της Φθιώτιδος (κοντά στις Θερμοπύλες) συνέλευση των ηγεμόνων και των ανωτέρων κληρικών της Καθολικής Εκκλησίας. Στη Συνέλευση της Ραβενίκας (Μάιος 1209), που πήγε και ο ίδιος ο Ερρίκος, μαζεύτηκαν όλοι οι ηγεμόνες της φραγκοκρατούμενης Ελλάδος, της «Ρωμανίας» – όπως την έλεγαν – και ανώτατοι κληρικοί του Καθολικισμού. Στη συνέλευση αυτή κανονίστηκαν, κυρίως, τα ζητήματα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Το μεγαλύτερο μέρος αποδόθηκε στη Λατινική Εκκλησία. Οι Ορθόδοξες εκκλησίες δεν πήραν τίποτε κι’ έμειναν στη φτώχεια και στην πίεση των Καθολικών δυναστών τους.
Γυρίζοντας από τη Ραβενίκα στην Κωνσταντινούπολη ο Ερρίκος πέρασε από την Αθήνα, για να προσευχηθεί στον Παρθενώνα που είχε γίνει Καθολική εκκλησία. Θέλησε να μιμηθεί τους δύο Βυζαντινούς αυτοκράτορες, τον Κώνσταντα (662) και το Βασίλειο το Βουλγαροκτόνο (1019), που είχαν προσευχηθεί στην Παναγία την Αθηνιώτισσα.
Το φεουδαρχικό σύστημα.
Οι Σταυροφόροι, στη διανομή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, είχαν ακολουθήσει το φεουδαρχικό σύστημα. Έδιναν τις επαρχίες, με τη μορφή τιμαρίου, στους διαφόρους ιππότες και αυτοί αναλάμβαναν με όρκο την υποχρέωση να ακολουθούν τον ηγεμόνα στις εκστρατείες του, σαν υποτελείς, και να εισφέρουν στο ταμείο του. Στους ιππότες ανήκε η γη, σύμφωνα με το φεουδαρχικό δίκαιο: ουδεμία γη άνευ δεσπότου (nulle terre sans seigneur). Οι κάτοικοι μεταβάλλονταν σε «δουλοπαροίκους» και εργάζονταν για τον κύριό τους. Λείπουν όμως οι πληροφορίες για τη διοίκηση, το φορολογικό σύστημα και την ιδιωτική ζωή των κατοίκων την εποχή εκείνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν αναφέρεται κανένα όνομα αρχοντικής αθηναϊκής οικογενείας ή κάποιος Έλληνας σε επίσημη θέση στη γαλλοκρατούμενη Αθήνα. Ούτε καμμιά αθηναϊκή λογοτεχνική ή ποιητική εκδήλωση σημειώνεται την εποχή της Φραγκοκρατίας. Το βέβαιο είναι πως οι Αθηναίοι, όπως και οι άλλοι Έλληνες, ούτε έμαθαν, ούτε μιλούσαν τη γλώσσα των κατακτητών Φράγκων, όπως δεν είχαν μάθει παλαιότερα τη γλώσσα των Ρωμαίων.
Το φεουδαρχικό σύστημα ακολούθησε και ο Βονιφάτιος. Έδωκε για φέουδο στο Γάλλο ευπατρίδη και συναγωνιστή του Όθωνα Ντελαρός (Otto de la Roch), την Αττική , τη Βοιωτία, το Ναύπλιο και το Άργος. Από τότε άρχισε η Φραγκοκρατία στην Αθήνα που κράτησε δυόμιση αιώνες (1204 – 1456). Την διαδέχτηκε η Τουρκοκρατία.
Η τριπλή κατοχή.
Στο γενικό όρο «Φραγκοκρατία», προκειμένου για την Αττική, περιλαμβάνεται η διαδοχική κυριαρχία τριών κατακτητών: των Γάλλων De la Roch και Brienne (1204 – 1311), των Ισπανών Καταλανών (1311 – 1387) και των Ιταλών (Φλωρεντινών) Acciajuoli (Ατζαγιόλι) (1387 – 1456). Ουσιαστικά πρόκειται περί τριπλής κατοχής: γαλλικής, ισπανικής και ιταλικής. Ο ένας κατακτητής έδιωχνε τον άλλο, ύστερα από πολεμικές επιχειρήσεις και γινόταν αφέντης της περιοχής, που είχε ο προηγούμενος. Σκοπός των κατακτητών ήταν η οικονομική αποστράγγιση των ελληνικών επαρχιών, με τις ευλογίες του Πάπα και ορισμένων ηγεμόνων του δυτικού κόσμου. Οι πόλεμοι που έκαναν οι τρεις μεταξύ τους, είτε εναντίον τρίτων, ήταν προσωπικοί αγώνες, για να κρατήσουν ή να επεκτείνουν τα φέουδα που είχαν αρπάξει. Οι αγώνες τους κανένα ενδαφέρον δεν παρουσιάζουν για το ντόπιο ελληνικό στοιχείο, που το είχαν μεταβάλει σε δουλοπαροίκους. Μόνο που κάθε νέος κατακτητής απομυζούσε περισσότερο, σα νεοφερμένος, τους δυστυχισμένους κατοίκους. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν και έλληνες στις εκστρατείες τους. Είτε τους στράτευαν υποχρεωτικά, είτε με πληρωμή σα μισθοφόρους. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αγώνες των Φράγκων κατακτητών και του Ελληνικού κράτους της Κωνσταντινουπόλεως, μετά την απαλευθέρωσή της (1261). Στους τελευταίους αυτούς αγώνες, όταν συνδέονται με την Αθήνα, θα είμαστε εκτενέστεροι.
Αν θέλαμε να συγκρίνουμε την πολιτεία των τριών κατακτητών απέναντι του ελληνικού στοιχείου, δύσκολα θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε ποιος ήταν ο χειρότερος. Στην εποχή των Γάλλων De la Roch η Ορθόδοξη Εκκλησία καταδιώχτηκε πολύ περισσότερο παρά την εποχή των Καταλανών ή των Φλωρεντινών Acciajuoli. Ίσως, γιατί ήταν η πρώτη επικράτηση των Καθολικών Σταυροφόρων στην Αθήνα και θέλησαν να μιμηθούν τα όσα φοβερά έκαναν στην Κωνσταντινούπολη. Γενικότερα, η διοίκηση των Γάλλων De la Roch ήταν πιο πολιτισμένη και λιγότερο αποπνικτική από τη διοίκηση των αγροίκων Καταλανών, που διαδέχτηκαν.
Το κύριο χαρακτηριστικό και των τριών κατακτητών είναι: που ήλθαν ξένοι, έμειναν ξένοι και έφυγαν ξένοι από την Αθήνα. Δεν αφήκαν ούτε ένα μνημείο στην Αττική, κανένα ίχνος από τη διάβασή τους. Ίσως αν οι De la Roch ή οι Acciajuoli έμεναν περισσότερα χρόνια στην Ελλάδα να εξελληνίζονταν, όπως έγινε και με τους Λουζινιάν (Lugignan) στην Κύπρο. Για τους λόγους που εκθέσαμε, στην εξιστόρηση της Φραγκοκρατίας στην Αθήνα θα είμεθα σύντομοι και θα αναφέρουμε χρονογραφικώς, για να υπάρξει συνέχεια, τις πολεμικές ή τις άλλες περιπέτειες των ξένων που ηγεμόνευσαν.
Για την εποχή της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετά στοιχεία. Αλλά και εδώ λείπουν οι πληροφορίες, όπως και στη βυζαντινή εποχή, για την κατάσταση της Αθήνας και τη ζωή των κατοίκων της. Από τα στοιχεία που υπάρχουν τα σημαντικότερα είναι, σαν πηγή ιστορίας, το «Χρονικόν του Μωρέως» και τα όσα έχουν γράψει ο Μιχαήλ Ακομινάτος και ο αδελφός του Νικήτας, ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης και ο Μαρίνος Σανούδος (Marino Sanudo). Από τους νεώτερους πολλοί έχουν ασχοληθεί. Τους κυριότερους σημειώνω στη βιβλιογραφία. Δυσκολία παρουσιάζεται και στην απόδοση των ονομάτων των Φράγκων που ήλθαν στην Ελλάδα. Οι ιστορικοί μας τα έχουν εξελληνίσει, όχι όμως πανομοιότυπα. Δίνω για παράδειγμα το όνομα των Γάλλων De la Roch. Το «Χρονικόν του Μωρέως» τους αναφέρει «Ντε λα Ρώτζε», ο Κ. Παπαρρηγόπουλος «οι Λαρόσοι» ο Σπ. Λάμπρος «Δελαρός» και άλλοι ιστορικοί με το όνομα «Δελαρόση», «Ντελαρόσηδες», κ.ο.κ. Το ίδιο γίνεται με τα ονόματα και τα επίθετα και των άλλων ξένων που επιδράμαν στην Ελλάδα την εποχή της Φραγκοκρατίας. Οι νεώτεροι Έλληνες τους εκδικήθηκαν παραμορφώνοντας τα ονόματά τους …