Ένας άλλος Δημήτριος θα διεκδικήση τώρα την κυριαρχία στην Αθήνα. Η ιστορία του έδωκε την επωνυμία του «Πολιορκητή», από τα πολιορκητικά μηχανήματα που χρησιμοποιούσε. Ήταν καταπληκτικά στην εκπόρθηση των φρουρίων. Αυτός δεν καταγόταν από ταπεινή οικογένεια, όπως ο προκάτοχος και συνονόματός του. Ήταν γιος του στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου Αντιγόνου.
Ο Διόδωρος μας πληροφορεί ότι, ο Δημήτριος Αντιγόνου «κατά το μέγεθος του σώματος, κατά το κάλλος και κατά την ευπρέπειαν», έδινε την εντύπωση μυθολογικού ήρωα, που περιφρονούσε όχι μόνο τους κοινούς ανθρώπους, αλλά και αυτές τις βασιλικές οικογένειες. Ο Πλούταρχος σκιαγραφεί το Δημήτριο με αρετές και ελαττώματα. Ήταν δραστήριος, ευφυής, χαριτωμένος στη συναναστροφή, μεγαλεπήβολος και αξιοθαύμαστος για την ανδρεία του. Του έλειπε όμως η πολιτική σκέψη. Συγχρόνως ήταν έκδοτος σε διασκεδάσεις και οινοποσίες, ονειροπόλος και αδιάφορος. Του άρεσαν τα κυνήγια, τα τυχερά παιχνίδια (οι κύβοι) και προ πάντων ο έρως. Παντρεύτητκε τέσσερεις νόμιμες: τη Φίλα θυγατέρα του Αντιπάτρου, τη Δηιδάμεια αδελφή του βασιλιά Πύρρου, την Ευρυδίκη χήρα του τυράννου Οφέλλα και την Πτολεμαΐδα κόρη του βασιλιά Πτολεμαίου. Σ’ αυτές θα πρέπει να προσθέσουμε και σωρεία από παράνομες. Την πρώτη θέση, από τις δεύτερες, την είχε η Αθηναία εταίρα Λάμια. Αν και πολύ μεγαλύτερη από το Δημήτριο, κατόρθωσε όμως να έχη απόλυτη επιρροή σ’ αυτόν ως το τέλος της ζωής της. Τη Λάμια θα διαδεχτή στην Αθήνα μία άλλη διάσημη εταίρα, η Γλυκέρα. Γι’ αυτήν θα συναγωνίζονται σε επαίνους και κολακείες στις κωμωδίες τους ο Μένανδρος με το Φιλήμονα. Ο Πλούταρχος χαρακτηρίζει το Δημήτριο Πολιορκητή «πυρώδη» και αναφέρει ανέκδοτα από τη ζωή του με τη Λάμια, αλλά και αθλιότητες από τις σχέσεις του με νέους. Ένας έφηβος Αθηναίος αυτοκτόνησε για ν’ αποφύγη την ερωτική καταδίωξή του. Για τους έρωτες του Δημητρίου γράφει και ο Αθήναιος. Πιθανόν πολλά από τα γραφόμενα να είναι υπερβολικά και κακόγλωσσα. Στην επιρροή της Λάμιας θα πρέπει, ίσως, ν’ αναζητήσουμε και την αγάπη που είχε ο Δημήτριος για την Αθήνα. Θαύμαζε το πνεύμα και τη δόξα της πολιτείας. Ονειροπολούσε να την ελευθερώση και οι Αθηναίοι να τον ανακηρύξουν «Σωτήρα». Τα φιλόδοξα σχέδια του πατέρα του, τον βοήθησαν να πραγματοποιήση τις ονειροπολήσεις του. Ο Αντίγονος σκέφθηκε να ενώση την αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου, παραμερίζοντας τους άλλους στρατηγούς. Η θάλασσα του ήταν απαραίτητη για τα σχέδιά του. Φτιάχνει ένα μεγάλο στόλο και επιβάλλει τη θαλασσοκρατορία του στο Αιγαίο. Χρησιμοποιεί στους πολέμους του εναντίον των άλλων διαδόχων του Αλεξάνδρου το γιο του Δημήτριο, που από νέος διακρίνεται για την παλληκαριά του και για τις επινοήσεις και εφευρέσεις του σε πολιορκητικές μηχανές.
Ο Αντίγονος μεταφέρει τον πόλεμο στην Ελλάδα και αναθέτει την επιχείρηση στο Δημήτριο. Οι ναυτικές δυνάμεις του Κασσάνδρου, που κατείχαν την Ελλάδα, δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν στους στόλους του Αντιγόνου. Και την άνοιξη του 307 ο Δημήτριος εμφανίζεται στον Πειραιά με 250 πλοία και ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Φέρνει μαζί του και 5.000 τάλαντα. Αναγγέλλει ότι «αγαθή τύχη» τον στέλνει ο πατέρας του για να ελευθερώση τους Αθηναίους, να διώξη τη μακεδονική φρουρά και να ξαναδώση στην πόλη «τους νόμους και την πάτριον πολιτείαν». Αμέσως αποβιβάζει στρατό και καταλαμβάνει τον Πειραιά. Ο Δημήτριος Φαληρεύς συνεννοείται με το νέο Δημήτριο και του παραδίδει την Αθήνα, με αντάλλαγμα να του εξασφαλίση τη φυγή του. Ο ιπποτικός Πολιορκητής τον μεταφέρει με ασφάλεια στη Θήβα. Από εκεί ο Φαληρεύς πηγαίνει στην αρχή στη Μακεδονία και έπειτα στην Αίγυπτο, στην αυλή του Πτολεμαίου, όπου και πέθανε το 283 από δάγκωμα φιδιού.
Ο Πολιορκητής, παρ’ όλη την επιθυμία που είχε να μπη στην Αθήνα, αναβάλλει την είσοδό του. Ήθελε προηγουμένως, καθώς έλεγε, να διώξη την τελευταία μακεδονική φρουρά που κρατούσε ακόμη το φρούριο της Μουνιχίας, ώστε να επισκεφθή ελεύθερη την Αθήνα. Αφήνει σημαντικό στρατό για να συνεχίση την πολιορκία της Μουνιχίας και ο ίδιος προχωρεί προς τα Μέγαρα και τα πολιορκεί. Από εκεί πηγαίνει στην Αχαΐα, όπου τον είχε προσκαλέσει η περιβόητη για την ομορφιά, την τόλμη και την ευφυία της Κρατησίπολις, η χήρα του Αλεξάνδρου γου του του Πολυσπέρχοντος. Ο Δημήτριος, όταν αποβιβάστηκε στην Πάτρα, έστησε μια σκηνή πλούσια στολισμένη για να δέχεται την Κρατησίπολη. Είχε όμως την απρονοησία ή τον ιπποτισμό να την στήση αρκετά μακρυά από το στρατό του. Και μια μέρα που περίμενε στη σκηνή την ωραία χήρα, τον περικύκλωσαν εχθροί για να τον δολοφονήσουν. Ο Δημήτριος, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, μπόρεσε να σωθή φεύγοντας. Του πήραν όμως τη σκηνή, τα χρήματα και τον πλούσιο διάκοσμο που είχε ετοιμάσει για την «επαφρόδιτον επίσκεψιν».
Αν οι «επιχειρήσεις» του Δημητρίου στην Πάτρα σημείωσαν αποτυχία, δεν έγινε το ίδιο και στα Μέγαρα. Όταν έφθασε εκεί, γυρίζοντας από την Αχαΐα, η πόλη παραδόθηκε. Οι στρατιώτες του θέλαν να την λεηλατήσουν, σύμφωνα με τα καθιερωμένα. Ο Δημήτριος όμως απαγόρευσε κάθε διαρπαγή και κήρυξε τα Μέγαρα ελεύθερη πόλη. Φαίνεται όμως ότι είχαν γίνει λεηλασίες και ιδίως αρπαγές δούλων στο διάστημα της πολιορκίας. Οι δούλοι τότε ήταν εμπόρευμα. Και οι στρατοί φρόντιζαν να τους μαζεύουν και να τους ξαναπουλούν. Γι’ αυτό, όταν ο Δημήτριος είπε φεύγοντας ότι αφήνει την πόλη ελεύθερη, ο Μεγαρίτης φιλόσοφος Στίλγων του παρατήρησε με αρκετά δηκτικό πνεύμα: «Πραγματικά, Δημήτριε, ούτε ένα δούλο δεν αφήνεις! …».
Ο Δημήτριος στην Αθήνα.
Από τα Μέγαρα ο Δημήτριος έφθασε στον Πειραιά. Η πολιορκία της μακεδονικής φρουράς εξακολουθούσε στη Μουνιχία. Και χρειάστηκαν προσπάθειες και αγώνες για να πάρη το φρούριο και να αιχμαλωτίση τη φρουρά του. Έδωκε εντολή να κατεδαφίσουν τα τείχη του φρουρίου, ώστε να μην υπάρχη ούτε η ανάμνηση από την παρουσία των ξένων στρατιωτών. Και τότε (Σεπτέμβριος του 307) ο Πολιορκητής ανέβηκε στην Αθήνα. Η πόλη τον αποθέωσε. Από το βήμα της Πνύκας κήρυξε την ελευθερία και την επάνοδο στο παλιό πολίτευμα. Συμβούλευσε τους Αθηναίους να ετοιμάσουν σημαντικό στόλο. Για το σκοπό αυτό θα ζητούσε από τον πατέρα του να τους στείλη ξυλεία για 100 τριήρεις. Τους υποσχέθηκε ακόμη 150.000 μεδίμνους στάρι. Δυστυχώς οι Αθηναίοι δεν επωφελήθηκαν από την επαναφορά της δημοκρατίας και της ελευθερίας, ώστε η πόλη ν’ αποκτήση, έστω και ένα μέρος, από την παλιά της δύναμη. Ασχολήθηκαν σε πολιτικές διώξεις των φίλων του προηγούμενου καθεστώτος και σε αθρόες καταδίκες σε θάνατο. Με την επέμβαση του Δημητρίου εκτελέσεις δεν έγιναν και ο ποιητής Μένανδρος, που είχε φυλακιστή, αφέθηκε ελεύθερος.
Η Εκκλησία του Δήμου, η Βουλή και οι άλλες αρχές, άρχισαν να λειτουργούν κανονικά, όπως τον καιρό της δημοκρατίας. Οι δημαγωγοί ξαναβγήκαν στο προσκήνιο της Πνύκας. Οι επιφανέστεροι από αυτούς, Δημοχάρης και Στρατοκλής, πλειοδοτούσαν στο βήμα σε κολακείες προς το νέο άρχοντα και τον πατέρα του και σε προτάσεις απονομής τιμών στους δύο σωτήρες. Και ο Δήμος, αντάξιος των δημαγωγών του, ψήφιζε αμέσως κάθε πρότασή τους. Για να τιμήσουν το Δημήτριο και τον πατέρα του, προσθέσαν στις δέκα φυλές, που υπήρχαν ανέκαθεν στην Αθήνα, και δύο νέες: τη Δημητριάδα και την Αντιγονίαδα. Το μήνα Μουνιχιώνα τον έκαναν Δημητριώνα και την τελευταία ημέρα κάθε μήνα την ονόμασαν Δημητριάδα. Ύψωσαν το «βωμό των Σωτήρων» προς τιμή τους και ψήφισαν να στηθούν χρυσά αγάλματα του Αντιγόνου και του Δημητρίου, δίπλα στου Αρμοδίου και στου Αριστογείτονος. Αποφάσισαν ακόμη να τους στεφανώσουν με χρυσά στεφάνια αξίας 200 ταλάντων και να τους υποδέχωνται στο μέλλον με γιορτές ανάλογες με τα Διονύσια, που τους άλλαξαν το όνομα και τα έκαναν «Δημήτρια». Και άλλες τιμές αποφασίστηκαν για τους δύο «Σωτήρες». Ο Δημήτριος – που ήταν τότε τριάντα χρονών – με μεγάλη ευχαρίστηση δεχόταν τις τιμές και τις κολακείες. Και ο πατέρας του, σε αντάλλαγμα, ξανάδωσε στους Αθηναίους όχι μόνο την Ίμβρο και τη Λήμνο αλλά και τη Σκύρο. Τους έστειλε στάρι και τρόφιμα για τον πληθυσμό και ξυλεία για να ετοιμάσουν το στόλο τους. Ο ενθουσιασμός του λαού έφθασε στο κατακόρυφο, όταν ο Δημήτριος παντρεύτηκε την ωραία Αθηναία Ευρυδίκη, χήρα του άλλοτε τυράννου της Κυρήνης Οφέλλα. Ήταν η Τρίτη «νόμιμος σύζυγος», που έπαιρνε. Η Ευρυδίκη ήταν απόγονος του νικητή του Μαραθώνος Μιλτιάδη. Όσο υπερβολικές κι’ αν ήταν οι τιμές που έκαναν οι Αθηναίοι στον Πολιορκητή, και στον πατέρα του, πάντως ήταν περισσότερο δικαιολογημένες από τα 360 αγάλματα, που είχαν στήσει για τον απίθανο προκάτοχό του. Τώρα, τα χωνευτήρια στα καλλιτεχνικά εργαστήρια δούλευαν «νύχτα και μέρα», για να λυώσουν τους ανδριάντες του προηγούμενου Δημητρίου – που τον καταδίκασαν ερήμην και σε θάνατο – και να φτιάξουν τους ανδριάντες του νέου Δημητρίου.
Το «Έτος Βασιλέων».
Το ειδύλλιο του Πολιορκητή με την Αθήνα και την ωραία Ευρυδίκη κράτησε ένα χρόνο. Οι πολεμικές επιχειρήσεις του πατέρα του τον ανάγκασαν να επιστρέψη κοντά του. Εκεί ο Πολιορκητής πρόσθεσε στο πολεμικό του μητρώο και νέες δάφνες, με τις λαμπρές νίκες του στην Κύπρο και με την πολιορκία και συνθηκολόγηση της Ρόδου. Μετά τις νίκες του, ο Αντίγονος πήρε τον τίτλο του βασιλιά, καθώς και ο Δημήτριος. Για να μη υστερήσουν οι άλλοι τέσσερεις αντιμαχόμενοι στρατηγοί του Αλεξάνδρου, αυτοχειροτονήθηκαν και αυτοί «βασιλείς». Αντί για ένα, έχουμε τώρα πέντε Μακεδόνες βασιλιάδες. Γι’ αυτό και το 306 / 305 π.Χ. πέρασε στην ιστορία ως «έτος βασιλέων».
Αθηναίων κολακείες.
Δύο χρόνια μετά την προαγωγή του σε βασιλιά, ο Δημήτριος ξαναγυρίζει στην Αθήνα. Ο Δήμος τον δέχτηκε με παραλήρημα και τον εγκατέστησε – πού αλλού; – στον Παρθενώνα. Μόνο η θεά μπορούσε να φιλοξενήση τον ημίθεο, ο οποίος μετριόφρονα ονόμαζε την Αθηνά «πρεσβυτέραν αυτού αδελφήν». Με τη συμπαράσταση της Λάμιας, η νέα κατοικία του ωραίου Δημητρίου έγινε τόπος ευωχιών, διασκεδάσεων και οργίων, υπό το αυστηρό βλέμμα της Παρθένου θεάς. Και για να μην υστερή η νέα «πυργοδέσποινα» από την πολιούχο θεά, ο Δημήτριος έδωκε εντολή να τιμήσουν τη Λάμια σα θεά Αφροδίτη και να της χτίσουν ιερό. Δίπλα στην ααίθουσα των συμποσίων του Δημητρίου, στον Παρθενώνα, βρισκόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Φειδία. Ο δημιουργός του είχε φυλακιστή, με την απλή υποψηφία ότι είχε απεικονίσει στην ασπίδα της θεάς το πρόσωπό του και του Περικλή. Και η υποψία μόνη είχε θεωρηθή ιεροσυλία στην αυστηρή Αθήνα του 5ου αιώνα. Οι Αθηναίοι τώρα είχαν γίνει πολύ πιο συγκαταβατικοί. Αδιαμαρτύρητα έβλεπαν τα όσα γίνονταν στον Παρθενώνα, που ο Πλούταρχος ντρέπεται να τα αναφέρη και ο ποιητής Φιλιππίδης γράφει για το Δημήτριο επιγραμματικά: «Ο την Ακρόπολιν πανδοκείον υπολαβών και τας εταίρας εισαγαγών τη Παρθένω». Και όταν μερικοί αφελείς διαμαρτυρήθηκαν στην Εκκλησία του Δήμου για τη διαγωγή του Δημητρίου, οι Αθηναίοι έσπευσαν με ψήφισμά τους να διακηρύξουν ότι: Κάθε τι που έφτιαχνε ο «Σωτήρ», «τούτο και προς θεούς όσιον και προς ανθρώπους είναι δίκαιον».
Μετά τη θεά Αθηνά, ο Πολιορκητής ζήτησε να «τιμήση» και τη θεά Δήμητρα. Είχε ακούσει πολλά για τα ελευσίνια μυστήρια και θέλησε να τα γνωρίση από κοντά, συμμετέχοντας σ’ αυτά. Υπήρχε όμως ένα σοβαρό θηρησκευτικό εμπόδιο. Όσοι λάμβαναν μέρος, έπρεπε να μυηθούν πρώτα στα μικρά μυστήρια, το μήνα Ανθεστηριώνα (Φεβρουάριο) και μετά έξι μήνες, το μήνα Βοηδρομιώνα (Σεπτέμβριο), στα μεγάλα μυστήρια. Ο Δημήτριος όμως βιαζόταν. Και ήταν ακόμη Απρίλιος μήνας (Μουνιχιών). Αλλά η πολιτική, και μάλιστα των δημαγωγών, πάντα βρίσκει λύσεις στα δύσκολα ζητήματα. Ο Στρατοκλής την βρήκε αμέσως. Και η Εκκλησία του Δήμου, εκτός από έναν αφελή τον Πυθόδωρο – Κουτοθόδωρο θα λέγαμε σήμερα – που είχε αντιρρήσεις, ψήφισε την πρόταση του Στρατοκλή. Άλλαξε το όνομα του Απριλίου, από Μουνιχιώνα σε Ανθεστηριώνα, για να μυηθή σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες ο Πολιορκητής στα μικρά μυστήρια. Και ύστερα από μερικές ημέρες το ξανάλλαξε και το έκανε Βοηδρομιώνα, δηλαδή Σεπτέμβριο, ώστε πάντοτε κατά τους ιερούς κανόνες να γίνουν και τα μεγάλα μυστήρια. Δυστυχώς, δεν έχουμε πληροφορίες για τις εντυπώσεις του ωραίου Δημητρίου από τα «ελευσίνια μυστήρια», ούτε από τον Πλούταρχο, ούτε από το Διόδωρο, ούτε από τον Αθήναιο, μολονότι και οι τρεις ήταν συλλέκτες ανεκδότων του αρχαίου κόσμου.
Οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να λατρεύουν τον «ελευθερωτή» τους, ακόμη και όταν τους υποχρέωσε να του δώσουν επειγόντως 250 τάλαντα ασήμι, που ο Δημήτριος – καθώς γράφει ο Πλούταρχος – τα πρόσφερε στη Λάμια και στις άλλες εταίρες που τον περιστοίχιζαν «ες ψιμύθιον», δηλαδή για τα καλλυντικά τους. Εκτός από τις ευχάριστες αυτές απασχολήσεις, ο Πολιορκητής είχε και σοβαρότερες πολεμικές. Έδιωξε τις μακεδονικές φρουρές του Κασσάνδρου και τις αιγυπτιακές του Πτολεμαίου από τις πόλεις της Πελοποννήσου και τις έκανε ελεύθερες. Οι πόλεις που ελευθέρωνε τον αποθέωναν. Κατά το πρότυπο του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, κάλεσε τις ελληνικές πόλεις σε κοινό συνέδριο στον Ισθμό. Εκεί τον ανακήρυξαν «ηγεμόνα των Ελλήνων» στον πόλεμο εναντίον του Κασσάνδρου και των άλλων διαδόχων. Το σχέδιο του πατέρα του Αντιγόνου ήταν μεγαλεπήβολο. Ήθελε να επανασυστήση την αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου υπό το σκήπτρο του. Μετά την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, ο Δημήτριος γύρισε στην Αθήνα. Η πόλη τον αποθέωσε και πάλι. Ο Δούρις, ο Αθήναιος, ο Φιλόχορος, περιγράφουν την υποδοχή και έχουν διασώσει και ένα θούριο, από τα πολλά που γράφτηκαν τότε για το Δημήτριο. Όλοι οι Αθηναίοι έτρεξαν στην υποδοχή του ψάλλοντας τους ύμνους που είχαν ετοιμάσει για το νέο θεό και υψώνοντας τα χέρια στον ουρανό παρακαλούσαν γι’ αυτόν. Και στην επίσκεψή του αυτή στην Αθήνα, ο Δημήτριος φιλοξενήθηκε στον Παρθενώνα και συνέχισε τις οργιαστικές του διασκεδάσεις στο ιερό της θεάς. Φαίνεται πως το τέλος και ο ίδιος σιχάθηκε τους Αθηναίους για τη δουλοπρέπεια που έδειχναν και έλεγε, κατά το Δημοχάρη: «ουδείς επ’ αυτού Αθηναίος γέγονε μέγας και αδρός την ψυχήν”.
Αχαριστία Αθηναίων.
Το καλοκαίρι του 302 ο Δημήτριος αφήκε την Αθήνα για την εκστρατεία του εναντίον του Κασσάνδρου. Είχε φθάσει στη Θεσσαλία, όταν τον ανακάλεσε ο πατέρας του στη Μικρά Ασία, όπου είχε μεταφερθή το θέατρο του πολέμου. Είχαν συμμαχήσει εναντίον του Αντιγόνου οι άλλοι βασιλείς: ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου, ο Λυσίμαχος της Θράκης, ο Σέλευκος της Βαβυλωνίας και ο Κάσσανδρος της μακεδονίας. Στον Ίψο της Φρυγίας (καλοκαίρι του 301) δόθηκε η αποφασιστική μάχη. Ο Αντίγονος σκοτώθηκε στη μάχη και ο στρατός του νικήθηκε, χάρη στο μεγάλο αριθμό ελεφάντων (κάπου πεντακόσιους) που χρησιμοποίησε ο Σέλευκος. Μετά τη μάχη, ο Δημήτριος με το στόλο του φθάνει στην Ελλάδα. Είχε αφοσιωμένες σ’ αυτόν πολλές πόλεις της Πελοποννήσου και της Στερεάς. Κυρίως, όμως, βασιζόταν στην Αθήνα. Αλλά οι Αθηναίοι δεν τον δέχτηκαν … νικημένο. Τον ειδοποίησαν ότι θα έμεναν ουδέτεροι στον πόλεμο μεταξύ των πέντε βασιλέων. Και για να επιβεβαιώσουν την ουδτερότητά τους, ζήτησαν από την τρίτη σύζυγο του Δημητρίου, την ωραία Ευριδίκη, αν και Αθηναία, να εγκαταλείψη την πατρίδα της. Την συνόδευσαν, «τιμής ένεκεν» και για ασφάλεια, ως τη Θήβα. Η διαγωγή των Αθηναίων ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη για το Δημήτριο. Διαπίστωσε ότι, κοντά στα άλλα τους ελαττώματα, ήταν και αχάριστοι. Αλλά δεν πτοήθηκε. Με το μεγάλο στόλο που είχε και με τις ισχυρότατες βάσεις του, στην Κύπρο, στη Φοινίκη, στην Κόρινθο, ήταν αρκετά δυνατός και επίφοβος για τους άλλους βασιλείς. Οι Αθηναίοι κακώς τον είχαν υποτιμήσει. Ο Δημήτριος κατόρθωσε μέσα σε λίγο καιρό να διαλυθούν οι συμμαχίες των βασιλέων και να συμμαχήση ο ίδιος με το Σέλευκο και το βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο, που την κόρη του Πτολεμαΐδα παντρεύτηκε για τετάρτη σύζυγο. Ουσιαστικά ο Κάσσανδρος είχε απομονωθή. Κι’ επειδή έβλεπε ότι, αργά ή γρήγορα, θ’ αντιμετώπιζε το Δημήτριο στην Ελλάδα, ζήτησε να δημιουργήση ένα αντιπερισπασμό προς όφελός του στην Αθήνα.
Η δικτατορία του Λαχάρη.
Ο Κάσσανδρος προσεταιρίστηκε τον ισχυρό δημαγωγό Λαχάρη και τον έπεισε να γίνη δικτάτορας στην Αθήνα, με την υποστήριξη και τη στρατιωτική του δύναμη. Στην αρχή ο Λαχάρης δίσταζε, γνωρίζοντας τα δημοκρατικά φρονήματα της παμψηφίας των συμπατριωτών του. Στο τέλος όμως πείστηκε και το 296 αναλαμβάνει δικτατορικά την εξουσία. Τον ίδιο χρόνο πέθανε και ο Κάσσανδρος. Τα αρχαία κείμενα χαρακτηρίζουν το Λαχάρη «αποτρόπαιο τύραννο, που ήταν περισσότερο από κάθε προηγούμενό του σκληρός στους ανθρώπους και ασεβέστατος στους θεούς». Ο Δημήτριος, όταν πληροφορήθηκε τη δικτατορία του Λαχάρη, έσπευσε στην Αθήνα με στόλο. Ο νέος δικτάτορας, για να υπερασπιστή την πόλη, μάζεψε όλα τα χρυσά αναθήματα του Παρθενώνος, ακόμη και το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς. Οι δυνάμεις του Δημητρίου πολιόρκησαν την Αθήνα, που παραδόθηκε. Ο άθλιος δικτάτορας δραπέτευσε στη Θήβα μεταμφιεσμένος σε χωρικό και πέθανε αργότερα, ύστερ’ από περιπετειώδη βίο.
Γενναιοφροσύνη Δημητρίου.
Ο Δημήτριος, παρά τη διαγωγή των Αθηναίων, φέρθηκε με επιείκεια στην αχάριστη πόλη. Τους συγχώρησε. Κι’ εδώ φάνηκε η μεγαλοψυχία του περιπετειώδη αυτού στρατηγού. Χάρισε στην πόλη, που λιμοκτονούσε, 100.000 μεδίμνους σταριού. Αναφέρεται μάλιστα ότι, ο ίδιος ο Δημήτριος, αγορεύοντας στην Αγορά, είχε αναγγείλει τη δωρεά του στους Αθηναίους. Κάποιος όμως τον διόρθωσε, όταν μιλούσε, για ένα γραμματικό λάθος που είχε κάνει. Ο Δημήτριος γέλασε με τη διακοπή και πρόσθεσε άλλους 150 μεδίμνους σταριού για το μάθημα που του είχαν δώσει. Ο Πολιορκητής ξανάφερε το δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά συγχρόνως, «διά παν ενδεχόμενον», έβαλε μακεδονικές φρουρές, όχι μόνο στον Πειραιά αλλά και στην Αθήνα, σε φρούριο που έχτισε στο Λόφο του Μουσείου. Από την Αθήνα ο Δημήτριος προχώρησε στη Θεσσαλία και έγινε τον άλλο χρόνο (293) βασιλιάς της Μακεδονίας. Από τη βασιλική οικογένεια της Πέλλας κανένας δεν είχε περισωθή. Στην τριακονταετία που είχε περάσει από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως τώρα, οι αλληλομαχόμενοι στρατηγοί του φρόντισαν να εξοντώσουν όλους τους συγγενείς του, που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν το θρόνο. Οι εκτελέσεις είχαν αρχίσει από τη φοβερή εκείνη Ολυμπιάδα και συνεχίστηκαν ως το μικρό Αλέξανδρο, το γιο του Μ. Αλεξάνδρου και τη μητέρα του Ρωξάνη.
Ο Δημήτριος βασιλιάς της Μακεδονίας.
Ο νέος βασιλιάς της Μακεδονίας Δημήτριος ο Πολιορκητής δεν έμεινε πολύ καιρό στο ματωμένο θρόνο του Φιλίππου. Οι άλλοι βασιλείς φοβήθηκαν τη δύναμη του Δημητρίου, που είχε ετοιμάσει στόλο από 500 πλοία και 120.000 στρατό και συνασπίστηκαν εναντίον του. Όταν οι στρατοί τους πλησίαζαν στη Μακεδονία, στασίασε ο στρατός του Δημητρίου και εγκατέλειψε το βασιλιά του. Ο Δημήτριος αναγκάστηκε να φύγη (287) από τη Μακεδονία. Η πρώτη του γυναίκα, η Φίλα, από τη θλίψη της αυτοκτόνησε με δηλητήριο. Αλλά ο γενναίος Πολιορκητής συνέχισε τους αγώνες του. Σχημάτισε στρατό και από τη Θεσσαλία και τη Στερεά κατέβηκε στην Αθήνα.
Θάνατος του Δημητρίου.
Στο μεταξύ ο Αθηναίος στρατηγός Ολυμπιόδωρος, που είχε πολεμήσει το 303 εναντίον του Κασσάνδρου, περικλύκλωσε τις μακεδονικές φρουρές στην Αθήνα και τον Πειραιά και τις ανάγκασε να φύγουν. Και όταν σε λίγο παρουσιάστηκε ο Δημήτριος με το στρατό του, ο Ολυμπιόδωρος πρόβαλε αντίσταση από τα τείχη. Ο Δημήτριος πολιόρκησε χωρίς επιτυχία την Αθήνα και έπειτα έφυγε για την Ασία, αφήνοντας στο γιο του Αντίγονο Γονατά τις κτήσεις του στην Ελλάδα. Ο νέος Αντίγονος θα συνεχίση στο μέλλον τον ιστορικό ρόλο της οικογενείας. Ο πατέρας του, ο ηρωικός και φιλαθηναίος Πολιορκητής, θα περάση τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην πόλη Απάμεια, φιλοξενούμενος από το βασιλιά Σέλευκο. Εκεί και θα πεθάνη το 283 σε ηλικία 54 χρονών. Συγχρόνως σχεδόν με το Δημήτριο θα λείψουν και οι άλλοι στρατηγοί – βασιλείς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Πτολεμαίος (285), ο Λυσίμαχος (281), ο Σέλευκος (281). Με το θάνατό τους έφευγε η γενιά των «διαδόχων», που έβαλε τις βάσεις του νέου Ελληνισμού της Ανατολής και της Αιγύπτου και δημιούργησε την ελληνιστική εποχή.