Πρωτεργάτες στη συνωμοσία για την ανατροπή του πολιτεύματος ήταν ο Θηραμένης, ο Αντιφών, ο Αρχιπτόλεμος και ο Φρύνιχος. Ο πρεσβύτερος ήταν ο Αντιφών. Είχε περάσει τα εξήντα. Παρά την ηλικία του ήταν πολύ δραστήριος, ικανός ρήτορας, πολιτικό μυαλό και ηγετική φύση.
Ο πρεσβύτερος ήταν ο Αντιφών. Είχε περάσει τα εξήντα. Παρά την ηλικία του ήταν πολύ δραστήριος, ικανός ρήτορας, πολιτικό μυαλό και ηγετική φύση. Δεύτερος από τους συνωμότες ερχόταν ο Θηραμένης. Ο πατέρας του Άγνων ήταν ένας από τους δέκα προβούλους. Ο ίδιος είχε προσόντα και μόρφωση αν και η σκέψη του ήταν περισσότερο σοφιστική παρά πολιτική. Σ’ αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε τον Αρχιπτόλεμο, που ήταν στην Εκκλησία του Δήμου ο καθιερωμένος αρχηγός των αντιδημοκρατικών και αντιδημαγωγικών στοιχείων και το στρατηγό Φρύνιχο, που ξαναγύρισε στην ενεργό δράση μετά τον αποκλεισμό του Αλκιβιάδη.
Όταν ο Πείσανδρος γύρισε στην Αθήνα με αδειανά χέρια, η προπαγάνδα των Εταιρειών είχε ετοιμάσει το έδαφος για την ανατροπή της δημοκρατίας. Στην Εκκλησία του Δήμου έκρυψαν την αποτυχία των διαπραγματεύσεων και βεβαίωσαν τους Αθηναίους πως όλα είχαν κανονιστή και μόνο χρειαζόταν να λάβουν μερικά μέτρα για τη βελτίωση του πολιτεύματος. Θα έπρεπε να αυξήσουν τον αριθμό των Προβούλων από δέκα σε τριάντα και αυτοί να ετοιμάσουν και να προτείνουν τις αναγκαίες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Ο Δήμος δέχτηκε και ψήφισε άλλους είκοσι. Αυτούς που ήθελαν οι συνωμότες. Και με τους δέκα που υπήρχαν, αποτελέσαν τους τριάντα «συγγραφείς αυτοκράτορες». Το επόμενο βήμα για την κατάλυση της δημοκρατίας ήταν εύκολο. Οι Πρόβουλοι κάλεσαν την Εκκλησία του Δήμου, όχι στο συνηθισμένο τόπο στην Πνύκα, αλλά στον Κολωνό, κοντά στο ιερό του Ιππίου Ποσειδώνος. Κι’ επειδή ο τόπος αυτός ήταν έξω από τα τείχη και μπορούσε να τους χτυπήσουν οι Σπαρτιάτες, αποφασίστηκε να γίνη η συνέλευση μέσα σε μια μάντρα, που θα την φρουρούσε ο στρατός για ασφάλεια. Οι οπαδοί των Εταιρειών φρόντισαν, πηγαίνοντας νωρίτερα από τους άλλους, να πιάσουν όλο το χώρο και ν’ αφήσουν έξω από τη μάντρα τους δημοκρατικούς Αθηναίους. Οι περισσότεροι άλλωστε, από τους πολίτες και ιδιαίτερα οι φτωχότερες τάξεις, έλειπαν από την Αθήνα. Υπηρετούσαν στο στόλο για πληρώματα. Στην ψευτοσυνέλευση που ακολούθησε διαβάστηκε το κείμενο που είχαν ετοιμάσει οι Εταιρείες. Καταργούσαν τη Βουλή των «πεντακοσίων» και ίδρυαν μια νέα των «τετρακοσίων». Στην Εκκλησία του Δήμου θα λάμβαναν μέρος μόνο 5.000 Αθηναίοι από τους πιο εύπορους. Όρισαν και τη διαδικασία για τη συγκρότηση της Βουλής. Θα εκλέγαν αμέσως 5 προέδρους. Και οι πρόεδροι θα υποδείκνυαν τους τετρακόσιους βουλευτές. Έγινε τότε και μία ψευτοεκλογή επί τόπου για τους προέδρους και τους βουλευτές. Ουσιαστικά όλη η εξουσία περιερχόταν στους πέντε προέδρους και στη Βουλή που έφτιαξαν οι ίδιοι. Η Εκκλησία του Δήμου των «πεντακισχιλίων» ούτε συγκροτήθηκε, ούτε και την κάλεσαν ποτέ. Η συνέλευση ψήφισε ακόμη την κατάργηση κάθε «μισθοφοράς» εκτός από το στρατιωτικό μισθό.
Για να ολοκληρωθή το πραξικόπημα έπρεπε να διαλυθή η παλιά Βουλή των «πεντακοσίων». Επειδή όμως οι νεοδιορισμένοι βουλευτές από την ψευτοσυνέλευση φοβόντουσαν αντίσταση από τους παλιούς βουλευτές, οπλίστηκαν με μαχαίρια και πήγαν να καταλάβουν το βουλευτήριο, περιστοιχισμένοι από μισθοφόρους και άλλους ένοπλους. Οι παλιοί βουλευτές δεν προβάλαν καμμιά αντίσταση. Δέχτηκαν να φύγουν από το βουλευτήριο ήσυχα, αφού συμφωνήθηκε να πληρωθή σ’ αυτούς ο μισθός ως το τέλος του χρόνου που είχαν εκλεγή. Οι «τετρακόσιοι» πήραν στο βουλευτήριο τις θέσεις των «πεντακοσίων».
Οι νέες αρχές έπαυσαν από τις δημόσιες θέσεις τα δημοκρατικά στοιχεία και έβαλαν δικά τους πρόσωπα. Κατάργησαν την Ηλιαία, εξόρισαν τους πολίτες που θεωρούσαν επικίνδυνους και για λόγους τρομοκρατίας δολοφόνησαν τον αρχηγό των δημοκρατικών Ανδροκλή και άλλους. Απαγόρευσαν συγχρόνως τις συγκεντρώσεις, τις διδασκαλίες και του λόγους. Και η «Εταιρεία των Περισσοθρήσκων» βρήκε την ευκαιρία να υποβάλη αθρόες καταγγελίες εναντίον δημοκρατικών πολιτών για ασέβεια. Τότε φαίνεται κατηγορήθηκε και ο γηραιός Πρωταγόρας, ο φίλος του Περικλή, για το βιβλίο του «Περί θεών». Μηνυτής του ήταν ο Πυθόδωρος, ένας από τους «τετρακοσίους». Και ο Πρωταγόρας, προκειμένου να δικαστή και καταδικαστή, προτίμησε να φύγη από την Αθήνα. Και αυτός σώθηκε. Όχι όμως και τα βιβλία του, που τα έκαψαν σε δημόσια τελετή στην Αγορά. Επιβάλαν ακόμη λογοκρισία στο θέατρο και στο γραπτό λόγο. Αν ο Αριστοφάνης ανέβαζε στο θέατρο τις κωμωδίες του την εποχή της δικτατορίας – τη «Λυσιστράτη» και τις «Θεσμοφοριάζουσες» – το χρωστούσε σε δύο λόγους: Ήταν ολιγαρχικός και πιθανότατα μέλος κάποιας Εταιρείας. Και έλεγε τόσα εναντίον της δημοκρατίας, ώστε τα υπονοούμενα για τη δικτατορία και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε ήταν ανώδυνα. Το νέο καθεστώς φρόντισε και για την ασφάλειά του. Κήρυξε την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας και έπιασε, με μισθοφορικά στρατεύματα που συγκρότησε, την Ακρόπολη και άλλα νευραλγικά σημεία της Αθήνας. Οι μισθοφόροι ήταν ξένοι τοξότες και οι περισσότεροι από αυτούς Σκύθες (Ρώσοι). Ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του τους παρουσιάζει για αγριάνθρωπους.
Μετά την επιτυχία του πραξικοπήματος, ούτε για Αλκιβιάδη έγινε πια συζήτηση, ούτε για το περσικό χρυσάφι που θα έσωζε την πόλη. Απεναντίας, μόλις εγκατεστάθηκαν οι νέοι άρχοντες, έστειλαν κήρυκες στο βασιλιά Άγι στη Δεκέκλεια να του αναγγείλουν τη μεταβολή και την ελπίδα τους ότι οι Σπαρτιάτες θα έκαναν ειρήνη. Ο Άγις τους συμβούλευσε να στείλουν πρέσβεις στη Σπάρτη για ειρήνη. Στη Σπάρτη πήγαν για διαπραγματεύσεις, ο Αντιφών, ο Φρύνιχος και ο Αρχιπτόλεμος. Ο Θηραμένης φαίνεται πως είχε αντιρρήσεις για τις διαπραγματεύσεις και δεν πήγε.
Τα γεγονότα της Σάμου.
Εκείνο όμως που ανησυχούσε περισσότερο τους στασιαστές μετά την επικράτησή τους, δεν ήταν η αντίδραση των Αθηναίων αλλά ο στόλος της Σάμου. Εκεί βρισκόταν το σύνολο σχεδόν των αθηναϊκών ενόπλων δυνάμεων. Τη δημοκρατική Αθήνα την εξουδετέρωναν με τους μισθοφόρους που είχαν οπλίσει και με την τρομοκρατία που ασκούσαν. Έπρεπε να εξασφαλιστούν και από την πλευρά του στόλου. Γι’ αυτό αποφάσισαν να στείλουν επειγόντως στη Σάμο δέκα αφοσιωμένους στο νέο καθεστώς, για να καθησυχάσουν το στόλο και να τον βεβαιώσουν ότι τα μέτρα που έλαβαν στην Αθήνα ήταν προσωρινά, για να βγουν από τη δύσκολη περίοδο. Πριν όμως φθάσουν στη Σάμο οι δέκα απεσταλμένοι, έφθασε στον Πειραιά η «Πάραλος» κι’ έφερνε πολύ θλιβερά μαντάτα για το δικτατορικό καθεστώς. Οι φίλοι τους είχαν επιχειρήσει και στη Σάμο να εγκαταστήσουν ολιγαρχικό πολίτευμα. Σκότωσαν μάλιστα και το δημαγωγό Υπέρβολο, που βρισκόταν εκεί εξόριστος και μερικούς άλλους, για λόγους εντυπώσεων και τρομοκρατίας. Οι δημοκρατικοί της Σάμου ζήτησαν τότε τη βοήθεια του αθηναϊκού στόλου. Και οι δύο Αθηναίοι στρατηγοί Δομέδων και Λέων, αν και συντηρητικών φρονημάτων, βοήθησαν να διατηρηθή η δημοκρατία στη Σάμο και να ξεκαθαριστή η κατάσταση. Η δημοκρατία είχε νικήσει και η αθηναϊκή στρατιά ήταν στο πλευρό της.
Επανάσταση του στόλου.
Αυτά τα νέα έφερνε η «Πάραλος» στην Αθήνα. Με φρίκη τα πληροφορήθηκαν οι «τετρακόσιοι». Και για να μη μαθευτούν στην πόλη, φυλάκισαν μερικούς από τους ναύτες της «Παράλου», ενώ άλλους τους έβαλαν σε πλοία και τους έστειλαν μακρυά για να μην επικοινωνήσουν με τους Αθηναίους. Την «Πάραλο», με τον κυβερνήτη της Χαιρέα και μαε άλλο πλήρωμα, την έστειλαν να περιπολή στο βόρειο Ευβοϊκό. Ο Χαιρέας όμως κατόρθωσε να φύγη και να μεταφέρη στη Σάμο τα όσα είχαν συμβή στην Αθήνα. Τα πληρώματα εξεγέρθηκαν και ζητούσαν να εκτελέσουν όσους θεωρούσαν στο στόλο ύποπτους για ολιγαρχικά φρονήματα. Την κατάσταση την έσωσαν τότε ο Θρασύβουλος και Θράσυλλος. Οι δύο έξοχοι αυτοί Αθηναίοι, όπως έδειξε και η κατοπινή διαγωγή τους, έπεισαν τα πληρώματα ότι μπροστά στον εχθρό δεν έπρεπε ούτε να αλληλοεξοντωθούν, ούτε ν’ αφήσουν τον πόλεμο και να πάνε στην Αθήνα για να διώξουν τους στασιαστές. Και κατόρθωσαν να ηρεμήσουν τα πνεύματα, να κοπάση η αναταραχή και να βάλουν τους άνδρες του στόλου να ορκιστούν πίστη στο δημοκρατικό πολίτευμα και ότι θα εξακολουθήσουν με προθυμία τον πόλεμο, τόσο εναντίον των Πελοποννησίων, όσο και εναντίον των δικατατόρων της Αθήνας. Τον ίδιο όρκο έδωκαν και οι Σάμιοι. Ο Θουκυδίδης στο VIII βιβλίο της ιστορίας του αναφέρει με λεπτομέρεις τα γεγονότα της Σάμου.