Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ

Χωρίς τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα, τον Αριστοτέλη, δε θα γνωρίζαμε τη φιλοσοφία του Σωκράτη. Ο ίδιος δεν έγραψε τίποτε. Μόνο μιλούσε. Αλλά η ομιλία του είχε ποιότητα. Η Αθήνα δε γνώρισε παρόμοιο ομιλητή, με τόσο ηθική και φιλοσοφημένη σκέψη.

Ο Πλάτων λέει για το Σωκράτη, ότι ήταν ο άριστος, ο φρονιμότατος, και ο δικαιότατος από τους Έλληνες. Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη, ότι ο Σωκράτης δεν είχε ιδρύσει κανονική φιλοσοφική σχολή, κατά το πρότυπο των σοφιστών της εποχής του. Συζητούσε όπου τύχαινε, είτε με τους μαθητές του, είτε με το λαό. Και είχε φανατικούς και αφοσιωμένους οπαδούς, που πολλοί πέρασαν στην ιστορία, σαν τον Ξενοφώντα, τον Πλάτωνα, τον Ευριπίδη, τον Αλκιβιάδη, τον Κρίτωνα, το Θηραμένη. Και συζητούσε, είτε περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας, είτε σε κάποιο απόμερο και ήσυχο μέρος. Ο Σωκράτης δεν αγαπούσε τους μεγάλους περιπάτους και τα ταξίδια. Δεν έβγαινε από τα τείχη της Αθήνας. Τον ενδιέφεραν οι άνθρωποι και όχι η φύση. Το καλοκαίρι έφθανε ως τις όχθες του Ιλισού, κοντά στον Αρδηττό και δίδασκε ξαπλωμένος κάτω από κάποιο σίσκιο πλατάνι. Όταν έκανε πολύ ζέστη, έβρεχε τα πόδια του σε κανένα τρεχούμενο νερό. Είχε δικό του τρόπο συνομιλίας. Προσπιώταν πως δεν ήξερε κάτι κι’ έκανε απλές και αφελείς ερωτήσεις για να παρασύρη τον ακροατή του στη συζήτηση. Ακολουθούσε στις ομιλίες του, όπως έλεγε ο ίδιος, το επάγγελμα της μητέρας του, που ήταν μαμή. Ζητούσε να «εκμαιεύση» τις απαντήσεις των συνομιλητών του, κι’ από αυτές να βρη τη σκέψη τους. Γι’ αυτό ονόμαζε τον εαυτό του «μαιευτήρα της σκέψης». Σκοπός των συζητήσεών του ήταν η ανεύρεση του καλού. Σ’ αυτό συγκεντρώνεται κατά βάθος όλη η φιλοσοφία του. Να αποκτήσουν οι άνθρωποι τη γνώση του καλού με την αναζήτηση της αλήθειας. Έτσι θα δημιουργούσε μια ηθική κοινωνία. Ο Πλάτων στους σωκρατικούς διαλόγους μας αποκαλύπτει τον πραγματικό Σωκράτη. Το λαμπρότερο φιλόσοφο των αιώνων, τον ηθικότερο και μεγαλύτερο άνθρωπο της εποχής του.

Ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος Αθηναίος φιλόσοφος. Οι άλλοι μεγάλοι φιλόσοφοι, που δίδαξαν στην Αθήνα (Αναξαγόρας, Δάμων κ.λ.), ήταν ξένοι. Ο Σωκράτης γεννήθηκε το 470 π.Χ. και έζησε στη μεγάλη εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ήταν φίλος και θαυμαστής του Περικλή και της Ασπασίας. Για την τελευταία έλεγε, με κάποια δόση φιλάρεσκης υπερβολής και προσποιημένης μετριοφροσύνης, πως σ’ αυτή χρωστούσε «μεγάλο μέρος από τη διαλεκτική του μέθοδο». Η μετριοφροσύνη του Σωκράτη, προσποιητή ή πηγαία, ήταν από τα κύρια χαρακτηριστικά του. Ήταν ένα από τα όπλα της διαλεκτικής του μεθόδου. Συχνά επαναλάμβανε: «εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Και το έλεγε από αντίθεση στην πολυπραγμωσύνη και στην επίδειξη γνώσεων των σοφιστών της εποχής του. Ο πατέρας του Σωκράτη ήταν γλύπτης και λεγόταν Σωφρονίσκος. Και η μητέρα του Φαιναρέτη ασκούσε το επάγγλμα της μαμής. Στην αρχή ακολούθησε τη δουλειά του πατέρα του και φαίνεται με επιτυχία, αφού στην Ακρόπολη υπήρχε άγαλμα φτιαγμένο από το Σωκράτη. Παρίστανε τις τρεις Χάρητες και το είδε ο Παυσανίας όταν επισκέφθηκε την Ακρόπολη το 2ο μ.Χ. αιώνα.

Το παρουσιαστικό του Σωκράτη βρισκόταν σε χτυπητή αντίθεση με τον εσωτερικό άνθρωπο. Ήταν μικρόσωμος, άσχημος, με πλακουτσή μύτη και χοντρά χείλια, γουρλομάτης και κοιλαράς. Ασφαλώς θα ήταν η πιο γνωστή και χαρακτηριστική φυσιογνωμία της Αθήνας. Γύριζε πάντοτε ξυπόλυτος και φορούσε χειμώνα – καλοκαίρι τον ίδιο χιτώνα. Όσο κρύο και νάκανε δεν έβαζε επανωφόρι. Ήταν τρομερά λιτοδίαιτος. «Αν αναγκάσω ένα σκλάβο να ζήση σαν το Σωκράτη» έλεγε ο Αντιφών «θα δραπετεύση αμέσως». Τον χαρακτήριζε ακόμη μεγάλη αφιλοκέρδεια, αν και ήταν πάμπτωχος. Ποτέ του δεν πληρώθηκε για τη διδασκαλία του, όπως έκαναν όλοι οι σοφιστές, που ακριβοπληρώνονταν από τους πλούσιος Αθηναίους για να μορφώση τα παιδιά τους. Και ο Σωκράτης είχε πολύ πλούσιους μαθητές, που θα του έδιναν όσα χρήματα ήθελε. Ήταν αφοσιωμένοι σ’ αυτόν και φανατικοί οπαδοί του. Τους τραβούσε η ηθική προσωπικότητά του και η χαριτωμένη ομιλία του. Είχε εξαιρετικό χιούμορ στις συζητήσεις και αρκετή ειρωνία, που αποτελούσε μέρος της διαλεκτικής του μεθόδου.

Ο Σωκράτης έφευγε το πρωί από το σπίτι του και γύριζε τη νύχτα. Κάποτε όμως κλεινόταν μόνος πολλές ώρες, ακόμη και εικοσιτετράωρο, στο δωμάτιό του βυθισμένος σε σκέψεις. Για το νοικοκυριό και τη συντήρηση του σπιτού δεν ενδιαφερόταν. Και με τη ζωή που έκανε, δεν πρέπει να ήταν περίφημος σύζυγος. Και όμως παντρεύτηκε δύο φορές. Πρώτα με τη Μυρτώνη και απόκτησε δύο γιους, έπειτα με την Ξανθίππη έφερε στον κόσμο τον τρίο γιο. Οι σατιρικοί ποιητές παρουσιάζουν την Ξανθίππη δύστροπη και νευρική, που όταν θύμωνε πετούσε ό,τι εύρισκε στο κεφάλι του μεγάλου φιλοσόφου. Πρόκειται μάλλον για υπερβολές και εφευρήματα των σατιρικών. Κάποιος εκνευρισμός της Ξανθίππης θα ήταν δικαιολογημένος από τη ζωή που έκανε με το Σωκράτη.

Τη φιλοσοφία του Σωκράτη τη διακρίνει βαθύ θρησκευτικό αίσθημα. Ο ίδιος είχε κάποια μυστικοπάθεια. Έλεγε συχνά πως μια εσωτερική φωνή, το «δαιμόνιό» του, του μιλούσε και τον οδηγούσε στις σκέψεις και στα έργα του. Πρέσβευε την ύπαρξη ενός και μόνο θεού και πίστευε στην επιβίωση της ψυχής και της αρετής. Ίσως στην πίστη του αυτή οφείλεται και το θάρρος που τον είχε διακρίνει σε όλη τη ζωή του και εκδηλώθηκε με πραγματικό μεγαλείο στο θάνατό του. Ήταν μια γενναία φύση. Στον πόλεμο έδειξε ανδρεία και καρτερία. Έλαβε μέρος σε τρεις εκστρατείες: την πρώτη φορά στην Ποτίδαια (432), όπου έσωσε και τη ζωή του Αλκιβιάδη, τη δεύτερη στο Δήλιο (424) και την Τρίτη στην Αμφίπολη (422) όταν πλησίαζε τα πενήντα. Το ίδιο θάρρος με τον πόλεμο έδειξε και στην ειρηνική ζωή. Καταπολέμησε τις ολέθριες θεωρίες των σοφιστών και κατάκρινε τα τρωτά της πολτείας. Εύρισκε πως ήταν γελοίο οι άρχοντες να εκλέγωνται με τον κλήρο και όχι με την αξία τους. Ήταν ο μόνος που αντιστάθηκε με σθένος στην καταδίκη των στρατηγών των Αργινουσών. Και την εποχή των «Τριάντα τυράννων» αρνήθηκε να κάνη μια παράνομη σύλληψη που τον διατάξαν να εκτελέση.

Τα ψυχολογικά αίτια της καταδίκης.

Η διδασκαλία του Σωκράτη, η ειρωνία του, και το θάρρος με το οποίο κατάκρινε κάθε τι που θεωρούσε στραβό, ήταν φυσικό να του δημιουργήσουν εχθρούς. Σ’ αυτούς είχαν προστεθή και οι σατιρικοί ποιητές. Τον παρουσίαζαν σαν ένα κοινό σοφιστή και τον διακωμωδούσαν από τη σκηνή του θεάτρου. Ο Αριστοφάνης έγραψε ολόκληρη κωμωδία, τις «Νεφέλες», για να τον γελιοποιήση. Τον παρίστανε σαν ένα γέρο παλαβό και αερολόγο, που δίδασκε στους νέους πως να παρουσιάζουν το άδικο για δίκαιο. Σε κάποια μάλιστα παράσταση, που τον διακωμωδούσαν, βρισκόταν και ο Σωκράτης. Κι’ επειδή μερικοί από τους θεατές γύριζαν προς το μέρος του, για να τον ιδούν, σηκώθηκε όρθιος στη θέση του για να … τον βλέπουν καλύτερα! Έτσι προετοιμάστηκε το έδαφος για τη δίκη και την καταδίκη του μεγάλου φιλοσόφου. Υπήρχε και η γενικότερη προκατάληψη εναντίον των φιλοσόφων, που με τις θεωρίες τους κλόνιζαν ακόμη περισσότερο τη θρησκεία. Και αρκετά είχαν ξεπέσει με τον πόλεμο το θρησκευτικό αίσθημα και η πίστη στους θεούς της πολιτείας. Τα διαδοχικά ατυχήματα των Αθηναίων είχαν κλονίσει την πίστη τους. Τι είδους θεοί ήταν αυτοί, που άφηναν την πόλη να περνάη τέτοιες δοκιμασίες; Και άφησαν τον πιο ενάρετο και τον πιο θεοφοβούμενο Νικία να έχη τέτοιος τέλος;

Καινούργιες θεότητες λατρεύονται στην Αθήνα: Του Σαβαζίου από τη Φρυγία, της Κοτυττούς από τη Θράκη, του Άδωνι από τη Συρία. Σ’ αυτό είχε συντελέσει η επικοινωνία των ναυτικών Αθηναίων με μακρυνές χώρες και οι χιλιάδες ξένοι που είχαν εγκατασταθή στην Αττική. Οι Αθηναίοι άρχισαν να γίνωνται προληπτικοί, δεισιδαίμονες και μυστικοπαθείς. Διάφοροι αγύρτες, που παριστάνουν τους ιερωμένους, τους εκμεταλλεύονται για δεκαρολογία. Γυρίζουν τα σπίτια και παίρνουν χρήματα για να τους απαλλάξουν «εκ πάσης αμαρτίας και εκ παντός άγους». Εγκαστρίμυθοι μάζευαν κόσμο για ν’ ακούση το δαιμόνιο που ήταν μέσα τους και προφήτευε από το στόμα τους, εκείνα που επρόκειτο να συμβούν. Πολλά φυλλάδια κυκλοφορούσαν με προφητείες του Ορφέως. Τα πουλούσαν τυχοδιώκτες και απαταιώνες, που έφεραν το όνομα των «ορφεοτελεστών». Μπροστά στην κατάσταση αυτή, ήταν φυσικό οι συντηρητικοί Αθηναίοι να θέλουν ν’ αντιδράσουν. Και ασφαλώς οι περισσότεροι δεν θα βλέπαν με καλό μάτι το Σωκράτη, που δίδασκε νέες θεωρίες, τους ειρωνευόταν και τους έλεγε τα τρωτά τους. Ήταν ακόμη και πολλοί δημοκρατικοί που θεωρούσαν το Σωκράτη επικίνδυνο με τις διδασκαλίες του. Μήπως από τη σχολή του δεν είχαν βγη οι δύο λαομίσητοι τύραννοι Κριτίας και Θηραμένης; Δικοί του μαθητές ήταν επίσης ο Πυθόδωρος, ο Χαρμίδης και άλλοι περιβόητοι ολιγαρχικοί, που είχαν επιβάλλει την τυραννία.

Το κατηγορητήριο.

Όλα αυτά διευκόλυναν τους εχθρούς του Σωκράτη να τον παραπέμψουν σε δίκη (399 π.Χ.) με την κατηγορία για ασέβεια προς τους θεούς και για πνευματική διαφθορά των νέων. Το κατηγορητήριο εναντίον του το είχαν υπογράψει ο πολιτικός Άνυτος, ο ποιητής Μέλητος, που το είχε συντάξει και ο ρήτορας Λύκων. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όπως το αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος:  «Αδικεί Σωκράτης ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δε καινά δαιμόνια εισηγούμενος· αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων· τίμημα θάνταος». Από τον Πολυκράτη γνωρίζουμε επίσης ότι ο Σωκράτης είχε κατηγορηθή και ως «μισοδήμος» και ότι έπειθε αυτούς που τον συναναστρέφονταν «της δημοκρατίας καταγελάν». Εδώ, ακριβώς, θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε τα βαθύτερα αίτια της πολιτικής αυτής δίκης και καταδίκης. Ήταν ακόμη πολύ πρόσφατα τα εγκλήματα των «Τριάντα τυράννων», που οι δύο πρωταγωνιστές ήταν μαθητές του Σωκράτη.

Η απολογία του Σωκράτη.

Όταν επρόκειτο ν’ αρχίση η δίκη του Σωκράτη, ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες, ο Λυσίας, ετοίμασε το λόγο για την υπεράσπισή του. Αλλά ο φιλόσοφος δε δέχτηκε να τον διαβάση στο δικαστήριο. Προτίμησε, αντί απολογίας, να υποστηρίξη τις θεωρίες του στους δικαστές. Ούτε καν φρόντισε να αντικρούση τις εναντίον του κατηγορίες. Περιορίστηκε μόνο να πη, αρχίζοντας την απολογία του, ότι όσα τον κατηγορούσαν «ήταν ψέματα». Και εξακολούθησε να διηγήται με απλότητα τη ζωή του και τη διδασκαλία του. Μοναδικός του σκοπός ήταν η ανεύρεση της αλήθειας και να κάνη τους συπμπολίτες του ευτυχισμένους. Ό,τι κι’ αν είχε, το έδωκε για χάρη της πολιτείας. Κι’ αυτά τα έκανε, γιατί έτσι τον οδηγούσε το εσωτερικό του «δαιμόνιο», κατά την παραγγελία των θεών, που η εξουσιά τους ήταν ανώτερη από των δικαστών. «Κι’ αν πρόκειται να με αθωώσετε» τους είπε «με τον όρο να παρατήσω την έρευνά μου για την αλήθεια, θα σας ευχαριστήσω, άνδρες Αθηναίοι, αλλά θα υπακούσω όχι σε σας, αλλά στο θεό που μου έχει αναθέσει αυτό το έργο και όσο έχω αναπνοή και δύναμη θα ασχολούμαι με τη φιλοσοφία. Δεν ξέρω τι είναι ο θάνατος – μπορεί να είναι και καλό πράγμα – και δεν τον φοβούμαι. Ξέρω όμως ότι είνα κακό πράγμα να εγκαταλείπει κανένας τη θέση του. Και προτιμώ αυτό που μπορεί να είναι καλό, από εκείνο που ξέρω πως είναι κακό». Ασφαλώς η απολογία του Σωκράτη – που τα ουσιωδέστερα μέρη της μας δίδουν ο Πλάτων και ο Ξενοφών – θα εξόργισε ένα μεγάλο μέρος από τους δικαστές. Εντούτοις, η απόφαση του δικαστηρίου, που κρίθηκε ένοχος, πάρθηκε με πλειοψηφία μόνο 5 ψήφων επί 500 δικαστών.

Μετά την προκαταρκτική αυτή απόφαση, κατά το δίκαιο που ίσχυε, έπρεπε να προσδιοριστή η ποινή. Οι κατήγοροι πρότειναν το θάνατο. Ο Σωκράτης θα μπορούσε να τη μετατρέψη εύκολα σε εξορία ή χρηματική ποινή. Οι φίλοι του  προσφέρθηκαν να πληρώσουν το πρόστιμο. Τον πίεσαν να προτείνη για πρόστιμο τριάντα μνας (μισό τάλαντο). Ο Σωκράτης αρνήθηκε. Πρότεινε «αντιτίμημα», για το θάνατο που είχαν προτείνει οι κατήγοροί του, να τον τρέφουν με «δημοσία δαπάνη» στο Πρυτανείο, όπως γινόταν για τους πρυτάνεις και για τους μεγάλους ευεργέτες της πολιτείας. Και δικαιολόγησε μ’ ένα θαυμάσιο λόγο γιατί ζητούσε το παράδοξο αυτό αντιτίμημα. «Εφ’ όσον» τους είπε «η τιμωρία πρέπει να είναι ανάλογη με το έγκλημα και το μόνο έγκλημά μου ήταν η απόλυτη αφοσίωσή μου στα υπέρτατα συμφέροντα της πατρίδας, η μόνη αμοιβή για την αφοσίωσή μου αυτή έπρεπε να είναι η δωρεάν διατροφή μου από την πολιτεία». Στο τέλος, με κάποια δόση ειρωνείας, τους πρότεινε να πληρώση αντί του θανάτου μία μνα!…

Η καταδίκη.

Το δικαστήριο θύμωσε με την αμεριμνησία και το σκωπτικό ύφος του φιλοσόφου και τον καταδίκασε να πιη το κώνειο. Ο Σωκράτης δέχτηκε την απόφαση με ηρεμία λέγοντας: «Και τώρα ήλθε η ώρα να φύγουμε. Εγώ θα πεθάνω και σεις θα ζήσετε. Ποιός από μας πηγαίνει στο καλύτερο, είναι άγνωστο σε όλους, εκτός από το θεό». Ένας από τους μαθητές του, ο Κρίτων, είχε ετοιμάσει την απόδρασή του από τη φυλακή. Ο Σωκράτης δεν την δέχτηκε. «Καταδικάστηκα από νόμιμο δικαστήριο» είπε «και θα συμμορφωθώ με τους νόμους της πατρίδας μου».

Ο θάνατος του Σωκράτη.

Ο Πλάτων στο «Φαίδωνα» περιγράφει την τελευταία ημέρα του Σωκράτη στη φυλακή. Με τους φίλους του, που είχαν συγκεντρωθή εκεί, άρχισε να συζητή για τη ζωή και το θάνατο. Κι’ έκανε τότε μία από τις θαυμασιότερες ομιλίες του «περί αθανασίας της ψυχής». Το απόγευμα ο Σωκράτης αφήκε τους φίλους του και πήγε να λουστή. Όταν γύρισε στο κελί του, ο ήλιος βασίλευε πια και έφθανε η ώρα για την εκτέλεση. Ο Κρίτων συμβούλευσε το Σωκράτη να μη βιαστή να πάρη το κώνειο, αφού ο ήλιος δεν είχε ακόμη δύσει. Ο Σωκράτης χαμογέλασε και είπε να φωνάξουν τον άνθρωπο που θα του έδινε το δηλητήριο. Και με μια θεία αταραξία ήπιε το κώνειο, λέγοντας σε εύθυμο τόνο, ότι εύχεται η μετοίκηση από τον κόσμο αυτό στο άλλο να είναι ευχάριστη… Οι φίλοι του που στέκονταν γύρω άρχισαν να κλαίνε. «Τι κάνετε» τους είπε «ω θαυμάσιοι; Εγώ γι’ αυτό ακριβώς έδιωξα τις γυναίκες για να μη μου κάνουν τίποτε τέτοιο. Έχω ακούσει να λένε πως είναι καλό να πεθαίνη κανείς «εν ευφημία». Λοιπόν ησυχάστε και κάνετε κουράγιο …». Το δηλητήριο άρχισε ν’ απλώνεται στα μέλη του και να τον παγώνη. Λίγο πριν πεθάνη, έδωκε οδηγίες για κάποια μικρή θυσία που είχε ξεχάσει. Και ο Πλάτων  στο «Φαίδωνα», κλείνοντας την περιγραφή, γράφει: «Έτσι πέθανε, ο άριστος, ο δικαιότατος και ο φρονιμότατος των ανδρών».

Η δικαίωση του φιλοσόφου.

Ο θάνατος του Σωκράτη ήταν η τελεία επισφράγιση της ζωής του. Πέθανε φιλοσοφώντας, όπως και έζησε φιλοσοφώντας. Οι Αθηναίοι λίγο καιρό μετά το θάνατό του κατάλαβαν το έγκλημα που είχαν κάνει. Και όταν παιζόταν στο θέατρο – έξι χρόνια μετά το θάνατό του – ο «Παλαμίδης» του Ευριπίδη και ο χορός τραγουδούσε τους αφιερωμένους στο θάνατό του στίχους: «… σκοτώσατε τον πάνσοφο, ω Δαναοί, τον άριστο των Ελλήνων …», όλοι οι θεατές θυμήθηκαν το Σωκράτη και άρχισαν να κλαίνε. Αργότερα ανάθεσαν στο Λύσιππο και έκανε χάλκινο το άγαλμά του. Του έστησαν και ιερό, το «Σωκράτειο», που υπήρχε ακόμη και το επιδείκνυαν οι Αθηναίοι 800 χρόνια μετά το θάνατο του φιλοσόφου. Τη μεγαλύτερη όμως δικαίωση ο Σωκράτης την βρήκε στην παγκόσμια ιστορία. Του αναγνώρισε όχι μόνο την αξία της φιλοσοφίας του, που σημειώνει εποχή στην ανθρώπινη σκέψη, αλλά και την ηθική του προσωπικότητα. Ότι ζήτησε να οδηγήση τους απλούς ανθρώπους με την αλήθεια στην ομορφιά της ζωής. Και η μεγαλύτερη τιμωρία για τους κατηγόρους του και γι’ αυτούς που τον καταδίκασαν, είναι η ετυμηγορία της Ιστορίας.