ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ

Ενώ η Αθήνα προσπαθούσε να συνέλθη από τα τραύματα του Πελοποννησιακού πολέμου, η Σπάρτη αναλάμβανε την ηγεμονία της Ελλάδος. Ήταν η μόνη που είχε τη στρατιωτική δύναμη για να επιβάλλεται στς ελληνικές πόλεις και να παρουσιάζεται στους βαρβάρους για εκπρόσωπός των. Για να μιμηθή την Αθήνα, άρχισε να χτίζη μεγάλα δημόσια κτίρια και μνημεία στη Σπάρτη.

Γρήγορα όμως φάνηκε πως δεν ήταν σε θέση να κρατήση τον πρώτο ρόλο, για λόγους εσωτερικούς και εξωτερικούς. Είχε κερδίσει τον πόλεμο με τη βοήθεια και το χρυσάφι του Περσικού κράτους, συνάπτοντας ταπεινωτικές συνθήκες. Το άφθονο όμως χρήμα που κυκλοφόρησε στη Σπάρτη άρχισε να μεταβάλλη το χαρακτήρα και τη ζωή των πολιτών της. Η λιτότητα και η αφιλοχρηματία, που ήταν τα χαρακτηριστικά των Σπαρτιατών, παραμερίζονται από τους νεόπλουτους της Σπάρτης. Ονομαστοί Σπαρτιάτες κατηγορήθηκαν για παράνομο πλουτισμό, όπως ο στρατηγός Γύλιππος που δραπέτευσε και ο αρμοστής της Σάμου Θώραξ που καταδικάστηκε σε θάνατο. Και το χειρότερο, πολλοί είχαν βρη τον τρόπο του παράνομου πλουτισμού, με αποτέλεσμα ν’ ανεβάσουν τον τιμάριθμο της ζωής με το χρήμα που κυκλοφορούσαν και να υποφέρουν οι φτωχότερες τάξεις, που δεν είχαν να πληρώσουν ούτε την εισφορά για τα κοινά συσσίτια. Και μη έχοντας να πληρώσουν, έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Στα συσσίτια πήγαιναν μόνο πλούσιοι και αυτοί «προς το θεαθήναι». Καθώς μας πληροφορεί ο Αριστοτέλης, συμπλήρωναν το φαγητό τους «τρυφώντες παρά την ιδίαν τράπεζαν». Αποτέλεσμα της φτώχειας ήταν να ελαττωθή σημαντικά ο αριθμός των πολιτών και να περιοριστή στις πλουσιότετερες τάξεις, που φρόντιζαν να εκλέγουν Εφόρους όσους υποστήριζαν τα συμφέροντά τους.

Επανάσταση του Κινάδωνος.

Εναντίον της μειοψηφίας που κυβερνούσε τη Σπάρτη και δεν ήταν ούτε το δέκατο των πολιτών, ξεσηκώθηκε ο λαός. Αρχηγός στην επανάσταση ήταν ένας αξιόλογος και φιλελεύθερος νέος, ο Κινάδων. Αλλά οι κινήσεις των επαναστατών προδόθηκαν. Ο Κινάδων και οι σύντροφοί του θανατώθηκαν, αφού βασανίστηκαν και οι ολιγαρχικοί της Σπάρτης έμειναν και πάλι απόλυτα κύριοι. Την κοινωνική αναταραχή την έκανε οξύτερη η αντίθεση των βασιλέων της Σπάρτης προς το Λύσανδρο και η παντοδυναμία που είχε αποκτήσει ο τελευταίος. Είχε γίνει ο πραγματικός ηγεμόνας της Ελλάδος και εγκαθιστούσε στις ελληνικές πόλεις, όχι μόνο ολιγαρχικά πολιτεύματα, αλλά κυβερνήτες που να του είναι προσωπικά αφοσιωμένοι. Ζητούσε να δημιουργήση κράτος δικό του. Οι ελληνικές πόλεις αγνοούσαν τη Σπάρτη και γνώριζαν μόνο το Λύσανδρο. Τελικά οι Έφοροι κατόρθωσαν να τον απομακρύνουν (403) από την αρχηγία του στόλου, χωρίς όμως να εξουδετερώσουν και τις σκευωρίες του.

Αποτυχίες και αδεξιότητες.

Αλλά και στην εξωτερική πολιτική η Σπάρτη σημείωσε αποτυχίες και φάνηκε κατώτερη για το ρόλο που είχε αναλάβει. Δεν είχε ούτε την πείρα, ούτε την ικανότητα να είναι θαλασσοκράτειρα και να ηγεμονεύη στην Ελλάδα. Αγνοούσε και περιφρονούσε συστηματικά τις σύμμαχες πόλεις, που την είχαν βοηθήσει στη νίκη. Μεγαλύτερη ακόμη αδεξιότητα έδειξε η Σπάρτη στις σχέσεις της με τους Πέρσες. Αφού τους είχε πληρώσει «τοις μετρητοίς» αφίνοντας τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας στην κυριαρχία τους, ζήτησε έπειτα ν’ ανακατευθή στα εσωτερικά της Περσίας. Και βοήθησε τον Κύρο να εκστρατεύση εναντίον του μεγαλύτερου αδελφού του και βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη. Στη μάχη που έγινε (401) των δύο αδελφών στα Κούναξα, κοντά στη Βαβυλώνα, σκοτώθηκε ο Κύρος και διαλύθηκε ο στρατός του, εκτός από 13.000 Έλληνες που έμειναν συγκροτημένοι. Ο σατράπης Τισσαφέρνης, φίλος του Αρταξέρξη, κάλεσε για διαπραγματεύσεις τους στρατηγούς του ελληνικού σώματος και τους δολοφόνησε στη σκηνή του. Πίστευε ότι οι Έλληνες στρατιώτες, μένοντας χωρίς τους στρατηγούς, θα διαλυθούν.

Η « Κάθοδος των Μυρίων».

Μετά τη δολοφονία των στρατηγών, οι λοχαγοί μάζεψαν τους στρατιώτες και εκλέξαν νέους στρατηγούς. Ανάμεσα σ’  αυτούς ήταν και ο Ξενοφών, ένας απλός ως τότε εθελοντής. Και ο Ξενοφών αναλαμβάνει να επαναφέρη την ελληνική στρατιά στην πατρίδα, διασχίζοντας εχθρικές και απρόσιτες περιοχές. Πρόκειται για την « Κάθοδο των Μυρίων», που περιγράφει ο ίδιος ο Ξενοφών στο βιβλίο του « Κύρου Αναβασις». Και είναι αξιοπρόσεχτο ότι, σε μια στρατιά, που το σύνολό της ήταν Πελοποννήσιοι, έγινε αρχηγός ένας Αθηναίος και μάλιστα ένα απλός στρατιώτης. Και έγινε αρχηγός σε μια τόσο δύσκολη περίσταση. Αυτό δείχνει το πόσο υπερείχαν οι Αθηναίοι από τους άλλους Έλληνες, ακόμη και μετά την ήττα τους. Υστερ’ από πολλές περιπέτειες, κατορθώνει ο Ξενοφών να φέρη στον Βόσπορο το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του. Εκεί η στρατιά ζήτησε τη βοήθεια του Λακεδαιμονίου ναυάρχου Αναξιβίου, που ήταν ο αρχηγός της περιοχής, για να γυρίση στην πατρίδα. Ο Αναξίβιος όμως αρνήθηκε κάθε βοήθεια στον ελληνικό εκείνο στρατό, που τον είχε δημιουργήσει η Σπάρτη, λέγοντας ότι ήθελε να κρατήση … ουδετερότητα απέναντι του Περσικού κράτους! Η διαγωγή του ναυάρχου ήταν ο καθρέφτης της πολιτικής που ασκούσε η Σπάρτη την εποχή της ηγεμονίας της. Μιας πολιτικής διπρόσωπης και αλλοπρόσαλλης. Τέτοια όμως πολιτική ήταν φυσικό να προκαλέση την αηδία και αυτών των Περσών, που άρχισαν να μην έχουν καμμιά εμπιστοσύνη στους Σπαρτιάτες. Ο Αρταξέρξης ζητούσε νέους φίλους. Και από την κατάσταση αυτή επωφελήθηκε ο Κόνων, για να εφαρμόση τα σχέδιά του και να πληρώση τους Σπαρτιάτες με το ίδιο νόμισμα που είχαν χρησιμοποιήσει εναντίον της πατρίδας του.

Διαπραγματεύσεις Κόνωνος.

Ο Κόνων, μετά τη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς, είχε καταφύγει με οκτώ τριήρεις στο βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα, που υπερηφανευόταν πως ήταν Αθηναίος και ανήκε στην οικογένεια των Τευκριδών. Η βασιλεία του Ευαγόρα στην Κύπρο ήταν ένα φωτεινό σημείο για την Ελλάδα, σε εποχή μάλιστα λειψανδρίας και μικροπολιτικής. Είχε κατορθώσει να εξελληνίση την Κύπρο από τους Φοίνικες και τους άλλους ξένους που είχαν εγκατασταθή στη νήσο μετά το θάνατο του Κίμωνος. Με τη βοήθεια του Ευαγόρα, του σατράπη Φαρναβάζου και του Έλληνος Κτησία, ιδιαίτερου γιατρού του Αρταξέρξη, ο Κόνων άρχισε διαπραγματεύσεις με την Περσία. Τελικά συμφώνησαν να σχηματήσουν, με περσικά χρήματα και με την αρχηγία του Κόνωνος, μεγάλο στόλο για ν’ αντιμετωπίση τις σπαρτιατικές δυνάμεις. Για το σκοπό αυτό δόθηκαν από το βασιλικό ταμείο 500 τάλαντα. Οι Πέρσες κατάλαβαν πως μόνο με τη θάλασσα θα εξασφάλιζαν τις μικρασιατικές κτήσεις τους. Και ο Κόνων ήθελε τα περσικά χρήματα για να βοηθήση την πατρίδα του  να ξαναπάρη την ηγεμονία στις ελληνικές πόλεις. Με τα ίδια χρήματα που την είχε χάσει …

Εκστρατεία του Αγησιλάου.

Οι πληροφορίες για τον ετοιμαζόμενο περσικό στόλο ξανάφεραν το Λύσανδρο στο προσκήνιο. Ήταν και πάλι απαραίτητος. Αυτή τη φορά όμως στην εκστρατεία θα ήταν και ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος. Η Σπάρτη ζήτησε και από τις άλλες ελληνικές πόλεις να την βοηθήσουν στην εκστρατεία. Την παρουσίαζε σαν πόλεμο Ελλήνων κατά Περσών. Η Αθήνα, η Θήβα και η Κόρινθος αρνήθηκαν συμμετοχή. Και η στρατιά ετοιμάστηκε με 2.000 Λακεδαιμονίους, 6.000 συμμάχους και τα ανάλογα πλοία. Ο Λύσανδρος με τον Αγησίλαο, που ήταν οι αρχηγοί της εκστρατείας, θέλησαν να δώσουν πανηγυρικό χαρακτήρα στην αναχώρησή τους. Και ο Αγησίλαος, σαν άλλος Αγαμέμνων, έφερε το στόλο στην Αυλίδα, για να προσφέρη θυσίες στο ναό της Αρτέμιδος. Ενώ όμως πρόσφερε τη θυσία, τον περικύκλωσε το ιππικό των Θηβαίων με εχθρικές διαθέσεις και τον ανάγκασε, για να σωθή, να καταφύγη στα πλοία. Η επιδρομή των Θηβαίων έδειχνε τα αισθήματά τους για τους Σπαρτιάτες, που δεν ήταν διαφορετικά και στις άλλες ελληνικές πόλεις. Από την Αυλίδα ο στόλος των Πελοποννησίων έπλευσε στα παράλια της Μ. Ασίας. Οι ελληνικές πόλεις υποδέχονταν και επευφημούσαν το Λύσανδρο, που είχε διορίσει και τους κυβερνήτες των. Ο Αγησίλαος έπαιζε διακοσμητικό ρόλο. Στο τέλος αποφάσισε ν’ αντιδράση. Παραμέρισε το Λύσανδρο από κάθε διοίκηση στη στρατιά και τον διόρισε … «κρεωδαίτη». Να κάνη, δηλαδή, τη διανομή των κρεάτων στις βασιλικές θυσίες. Ήταν ένα αξίωμα που έδιναν οι παλιοί βασιλιάδες της Σπάρτης. Το αξίωμα θα ήταν, ίσως, τιμητικό για οιονδήποτε άλλον, όχι όμως και για το Λύσανδρο. Και για να τηρθούν τα προσχήματα, διόρισαν το Λύσανδρο αρχηγό των σπαρτιατικών δυνάμεων στον Ελλήσποντο.

Το καλοκαίρι του 396 ο Αγησίλαος άρχισε τις επιχειρήσεις του στη Μικρά Ασία, στη σατραπεία του Τισσαφέρνη. Σημείωσε λαμπρές επιτυχίες και μία σημαντική νίκη στον Πακτωλό ποταμό (395). Το σύστημα που ακολουθούσε ήταν επιδρομές σε μεγάλη έκταση με ολοκληρωτικό πόλεμο. Δε μάζευε μόνο την εσοδεία, τα χρήματα και τα κινητά αγαθά, αλλά ξερρίζωνε και όλα τα δέντρα και τα σπαρτά, κατεδάφιζε τα σπίτια και δεν άφινε «λιθάρι για λιθάρι» στη θέση του. Το ίδιο σύστημα, δυστυχώς, θα εφαρμόση και στους πολέμους που θα κάνη στην κυρίως Ελλάδα εναντίον ελληνικών πόλεων. Μετά τις πρώτες επιτυχίες στη Μικρά Ασία, οι φιλοδοξίες του Αγησιλάου έγιναν πολύ μεγαλύτερες. Είχαν για αντικειμενικό σκοπό, όχι μόνο την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, αλλά την κατάλυση του Περσικού κράτους. Και με το πνεύμα αυτό συνεχίζει τον πόλεμο εναντίον των Περσών, σαν πρόδρομος του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Στην εκστρατεία αυτή θα συναντήσουμε και τον Ξενοφώντα. Ήταν φίλος και σύμβουλος του Αγησιλάου στα στρατιωτικά ζητήματα. Αργότερα οι Αθηναίοι θα καταδικάσουν σε εξορία τον Ξενοφώντα για «φιλολακωνισμό». Και ο Ξενοφών δε θα ξαναγυρίση στην Αθήνα. Θα εγκατασταθή σ’ ένα κτήμα κοντά στην Ολυμπία, όπου και θα πεθάνη (355), σε ηλικία 90 χρονών. Στο κτήμα της Ολυμπίας θα γράψη και τα βιβλία του, που τα χαρακτηρίζει η συμπάθεια και ο θαυμασμός για τη Σπάρτη.

Ο Κόνων στο προσκήνιο.

Οι επιτυχίες του Αγησιλάου στη Μικρά Ασία είχαν για αποτέλεσμα την αντικατάσταση του Τισσαφέρνη με ένα νέο σατράπη, τον Τιθραύστη. Ο τελευταίος μάλιστα φρόντισε, μόλις διορίστηκε, να στείλη και το κεφάλι του προκατόχου του στα Σούσα. Ο Τιθραύστης ακολούθησε νέα πολιτική. Αντί να χρησιμοποιήση τους τοξότες του εναντίον του Αγησιλάου, προτίμησε να χρησιμοποιήση τους «χρυσούς τοξότες» και να έλθη σε συνεννόηση με τους κυριότερους εχθρούς της Σπάρτης, με την Αθήνα, τη Θήβα, το Άργος και την Κόρινθο. Και το χειμώνα του 396 έστειλε το Ρόδιο Τιμοκράτη ν’ αρχίση διαπραγματεύσεις με τις ελληνικές πόλεις. Την ίδια εποχή ο Κόνων αναλάμβανε την αρχηγία του πρώτου στόλου, από 4 τριήρεις, που ετοιμάστηκε με τα περσικά χρήματα. Στο μεταξύ, γενική ήταν η δυσαρέσκεια των ελληνικών πόλεων κατά της Σπάρτης. Κυρία αιτία του πολέμου, που ακολούθησε, ήταν η πολιτική της Σπάρτης. Ξέχασε τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον Πελοποννησιακό πόλεμο για την ελευθερία των ελληνικών πόλεων, και τις υποδούλωσε. Και προ παντός ξέχασε τα όσα είχαν πη οι Κορίνθιοι, όταν άρχιζε ο πόλεμος: «Εις μεν πόλιν ησυχάζουσαν άριστα είναι τα ακίνητα νόμιμα, αλλ’ εις τους αναγκαζομένους να επιχειρώσι πολλά χρειάζεται και πολλή επιτέχνησις». Και, ακριβώς, αυτή η «επιτέχνησις» έλειπε από τους Σπαρτιάτες, όταν αναλάβαν την ηγεμονία των Ελλήνων. Ήθελαν με τον επαρχιωτισμό της Σπάρτης να κυβερνήσουν μία αυτοκρατορία.