Την 27 Απριλίου 1941 ο γερμανικός στρατός μπήκε στην Αθήνα. Η παρέλαση των γερμανικών δυνάμεων μέσα στην Πρωτεύουσα έγινε σε άδειους δρόμους. Ήταν η πρώτη εκδήλωση από την «αντίσταση» που άρχιζαν οι Έλληνες απέναντι του κατακτητή.
Η αντίσταση θα συνεχιστεί σε όλο το διάστημα της Κατοχής και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η ύπαιθρος θα πάθει μεγάλες καταστροφές από τον κατακτητή και θα ερημωθεί. Ο πληθυσμός της Αθήνας θα αυξήσει με τους πρόσφυγες που θα καταφύγουν από την ελληνική ύπαιθρο.
Η διπλή Κατοχή.
Λίγο καιρό μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Γερμανούς, μπήκαν και τα ιταλικά στρατεύματα στην Ελλάδα, παρά τη ρητή συμφωνία που είχε γίνει κατά την υπογραφή της ανακωχής. Η Ελληνική πρωτεύουσα βρέθηκε τότε στη διπλή Κατοχή των Γερμανών και των Ιταλών. Κύρια φροντίδα και των δύο κατακτητών ήταν η καταλήστευση του τόπου. Τα λίγα αποθέματα που υπήρχαν σε τρόφιμα, σε καύσιμα και σε άλλα αγαθά, τα πήραν οι στρατοί της Κατοχής. Απομυζούσαν την Ελλάδα χωρίς φραγμό και χωρίς ντροπή. Το αποτέλεσμα ήταν να φτάσουμε το χειμώνα του 1941 – 42 στην τρομερή πείνα, με χιλιάδες νεκρούς, και με τα αποσκελετωμένα ανθρώπινα ράκη που πέθαιναν στα πεζοδρόμια της Αθήνας … Στη φτώχεια και στη δυστυχία είχε προστεθεί και ο χειμώνας. Ήταν από τους ψυχρότερους που είχαν γνωρίσει οι Αθηναίοι. Χιόνιζε συνεχώς και δεν υπήρχαν καύσιμα για να ζεσταθούν. Το κρύο είχε συμμαχήσει με την πείνα και θέριζαν τον πληθυσμό.
Οι μαυραγορίτες.
Μέσα από τη δυστυχία του χειμώνα του 1941 – 42, άρχισε να δημιουργήται ένα καινούργιο επάγγελμα, του «μαυραγορίτη», που θα διαπρέψει όλο το διάστημα της Κατοχής. Οι μαυραγορίτες ήταν στην ουσία αυτοσχέδιοι μεταπράττες τροφίμων και άλλων αγαθών που σπάνιζαν ή έλειπαν εντελώς από την αγορά. Οι έμποροι που είχαν τρόφιμα τα εξαντλήσανε γρήγορα. Μερικοί ασυνείδητοι τα κρύβανε, για να τα πουλήσουν ακριβότερα. Οι μαυραγορίτες ήταν οι «μεσάζοντες» μεταξύ εκείνων που είχαν τα κρυμμένα τρόφιμα και των καταναλωτών. Σε ορισμένες περιτπώσεις οι ίδιοι οι έμποροι μεταβάλλονταν σε μαυραγορίτες ζητώντας υπέρογκες τιμές για τα τρόφιμα που είχαν κρύψει. Πολλοί μαυραγορίτες πήγαιναν σε μακρυνές επαρχίες για να πάρουν τρόφιμα από τους χωρικούς. Κι επειδή το νόμισμα είχε ξεπέσει και κανένας δεν το ήθελε, η συναλλαγή γινόταν συχνά με είδη ρουχισμού ή με έπιπλα. Ένας τενεκές λάδι είχε φθάσει ν’ ανταλλάσσεται με την επίπλωση μιας κρεβατοκάμαρας ή μιας τραπεζαρίας.
Πρώτοι οι Ιταλοί και έπειτα οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι το επάγγελμα του μαυραγορίτη ήταν εξαιρετικά προσοδοφόρο. Και άρχισαν να συνεταιρίζωνται με τους διαφόρους Έλληνες μαυραγορίτες και να παίρνουν «μερίδιο» στις «κομπίνες», συντελώντας στην αύξηση της αισχροκέρδειας και στη μεγαλύτερη εξαθλίωση του ελληνικού πληθυσμού.
Ο εκμηδενισμός της δραχμής.
Παράλληλα με την έλλειψη τροφίμων και αγαθών σημειώνεται και η κάθετη πτώση της δραχμής απέναντι της χρυσής λίρας, που θα καθιερωθεί όλο το διάστημα της Κατοχής και μια εικοσαετία κατόπιν, σαν επίσημο νόμισμα της χώρας και θα ρυθμίζει την ελληνική χρηματαγορά. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα η αξία της χρυσής αγγλικής λίρας ήταν γύρω στις 1.000 δραχμές. Ευθύς αμέσως η λίρα άρχισε να παίρνει τον ανήφορο με μεγάλα άλματα. Λίγες ημέρες μετά την είσοδο των Γερμανών η χρυσή λίρα είχε φθάσει τις 10.000 δραχμές, για ν’ ανέβει στα 1943 στα δύο εκατομμύρια, την 31 Μαρτίου 1944 στα 22 εκατομμύρια, την 14 Οκτωβρίου 1944 στα 3,3 δισεκατομμύρια και την 11 Νοεμβρίου 1944 στα 105 τρισεκατομμύρια δραχμές!! …
Η απογύμνωση του τόπου από τους Ιταλογερμανούς.
Στον εκμηδενισμό της δραχμής είχαν συντελέσει ευθύς εξ αρχής οι Ιταλογερμανοί με τα «αξιούμενα» από την Τράπεζα της Ελλάδος ποσά, είτε για έξοδα Κατοχής, είτε για δάνεια. Αρχικά τα έξοδα Κατοχής είχαν οριστεί σε 3 δισεκατομμύρια δραχμές το μήνα. Και τα πλήρωνε η Τράπεζα της Ελλάδος. Με την πτώση της δραχμής αυξάνουν συνεχώς και φθάσαν στο τέλος της Κατοχής σε χιλιάδες τρισεκατομμύρια. Στην επίσημη αυτή αποζημίωση θα πρέπει να προστεθούν και τα τεράστια ποσά που πλήρωνε απ’ ευθείας το ελληνικό δημόσιο στους διαφόρους προμηθευτές των αρχών Κατοχής, για την εκτέλεση έργων, για επιτάξεις, για μεταφορές και λοιπό έξοδα. Και τα αφανή αυτά ποσά ήταν υπερδιπλάσια των φανερών. Υπολογίζουν ότι το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε στους Ιταλογερμανούς στο διάστημα της Κατοχής περισσότερα από 10½ εκατομμύρια χρυσές λίρες ή 210.600.000 δολάρια. Το ποσό αυτό ήταν τότε τεράστιο, αν λάβουμε υπόψη ότι με μια χρυσή λίρα το μήνα ζούσε στην Κατοχή μία αστική οικογένεια. Και με λίγες λίρες αγόραζε κανένας ένα ακίνητο, που σήμερα πουλιέται εκατό ή και διακόσιες φορές περισσότερο σε χρυσό νόμισμα ή σε δολάριο.
Τα ποσά αυτά τα έπαιρναν οι κατακτητές από μία χώρα με ανύπαρκτη εθνική οικονομία. Την είχαν απογυμνώσει από τρόφιμα και αγαθά. Τα συγκοινωνιακά μέσα τα είχε επιτάξει ο εχθρικός στρατός, τα εργοστάσια είχαν σταματήσει, εκτός από εκείνα που εργάζονταν για τους Ιταλούς και Γερμανούς και η γεωργική παραγωγή, από την έλλειψη ασφάλειας στην ύπαιθρο, είχε περιοριστεί στο ελάχιστο. Και σ’ αυτή την Πρωτεύουσα το ηλεκτρικό δινόταν με αυστηρούς περιορισμούς και μόνο για φωτισμό λίγων ωρών. Μεταφορικά μέσα δεν υπήρχαν, παρά μόνο μερικά ηλεκτρικά τραμ, που κυκλοφορούσαν ορισμένες ώρες σε 3 – 4 κεντρικές γραμμές και αυτά όχι τακτικά. Πολλές φορές μεταφέραν τους πεθαμένους στα νεκροταφεία επάνω σε χειροκίνητα καροτσάκια με μια ρόδα, που τα χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές για τη μεταφορά της λάσπης.
Όλα τα αυτοκίνητα τα είχε επιτάξει ο κατακτητής, χωρίς καμμιά αποζημίωση. Μερικά σαραβαλιασμένα, που δεν μπορούσε να τα κυκλοφορήσει, τα πήραν οι Αθηναίοι για μεταφορές επιβατών. Χρησιμοποιούσαν για καύσιμη ύλη καυσόξυλα! Τα περίεργα αυτά αυτοκίνητα με τον ατμό τα είχαν βαφτίσει «γκαζοζέν». Ήταν ελάχιστα. Ξεκινούσαν με μεγάλο θόρυβο, αλλά σπάνια φθάναν στον προορισμό τους, χωρίς να χαλάσουν δύο – τρεις φορές στο δρόμο. Ξύλα και κάρβουνα χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι στις κουζίνες τους. Και το γκαζ πολύ σπάνια λειτουργούσε. Οι παλιές φουφούδες και τα μαγκάλια έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους και σ’ αυτά τα πλουσιότερα σπίτια. Και επειδή τα ξύλα και τα κάρβουνα ήταν περιζήτητα και πανάκριβα, οι μαυραγορίτες, με συνεταίρους Ιταλούς και Γερμανούς, αποψίλωσαν όλους τους γύρω από την Αθήνα δασωμένους χώρους. Τότε απογυμνώθηκε και το ωραίο δάσος της Καισαριανής, που ξαναφυτεύτηκε μεταπολεμικά και κόπηκαν πολλά από τα αιωνόβια δέντρα της Κηφισιάς.
Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί τη νύχτα για το φόβο των αεροπορικών επιδρομών και μετά τις δέκα απαγορευόταν η κυκλοφορία ως το πρωί. Όταν οι αρχές Κατοχής τιμωρούσαν τους Αθηναίους για «σαμποτάζ» ή άλλες αιτίες, τους περιόριζαν στα σπίτια τους από τις εφτά το βράδυ. Η μόνη απόλαυση των Αθηναίων ήταν ανα ακούνε στα κρυφά τις ελληνικές εκπομπές του αγγλικού ραδιοφωνικού σταθμού (B.B.C.). Το Λονδίνο υποσχόταν τότε με τις ραδιοφωνικές εκοπμές του στους πειναλέους και υποδουλωμένους Έλληνες «λαγούς με πετραχήλια» μετά την απελευθέρωση. Αλλά οι υποσχέσεις ξεχάστηκαν μόλις τέλειωσε ο πόλεμος …
Τα υφάσματα και τα άλλα είδη ρουχισμού είχαν φθάσει σε αστρονομικές τιμές. Μόνο μαυραγορίτες «περιωπής» μπορούσαν να σκεφθούν να φτιάξουν καινούργια φορεσιά. Στα παπούτσια η έλλειψη ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Οι Γερμανοί είχαν επιτάξει όλα τα δέρματα και πολλά άλλα είδη. Τότε ξήλωσαν και την ωραία Εξέδρα του Νέου Φαλήρου, για να πάρουν το σίδερό της. Όσο περνούσαν τα χρόνια της Κατοχής, τόσο οι κουρελοντυμένοι πλήθαιναν στην Ελλάδα και οι αδυνατισμένοι αποσκελετωνόντουσαν. Αποτελούσε φαινόμενο η εμφάνιση καλοντυμένου στους αθηναϊκούς δρόμους.
Εξαθλίωση του πληθυσμού.
Η έλλειψη ορισμένων τροφών, βασικών για τον οργανισμό, είχε συντελέσει στην αποβιταμίνωση μικρών και μεγάλων και στους αθρόους θανάτους που σημειώθηκαν, ιδίως στη βρεφική και στη γεροντική ηλικία. Υπολογίζουν σε μισό εκατομμύριο τις απώλειες του ελληνικού πληθυσμού στην Κατοχή. Τα είδη που σπάνιζαν περισσότερο ήταν η ζάχαρη, το λάδι, το τυρί, τα κρέατα, τα σιτηρά. Δηλαδή, οι βασικές τροφές του ανθρώπου. Τα όσπρια και οι λαχανίδες ήταν η κύρια τροφή των Αθηναίων. Τα ζαχαροπλαστεία ήταν άδεια από γλυκύσματα. Και όταν σπάνια έφτιαχναν κανένα γλύκυσμα «ερζάτς», ήταν τόσο ακριβό, ώστε γινόταν απρόσιτο για τα αθηναϊκά βαλάντια της Κατοχής. Μερικοί πλανόδιοι πουλούσαν στους δρόμους γλυκύσματα, ελεεινά στη θέα και στη γεύση, από χαρουπάλευρο και τα διαλαλούσαν για «εντελώς προπολεμικά». Ήταν η καθιερωμένη έκφραση στα κατοχικά χρόνια. Άμα θέλατε να εκφράσετε το θαυμασμός σας για κάτι, έπρεπε να βεβαιώσετε πως έμοιαζε με «προπολεμικό». Η ίδια έλλειψη παρατηρείται και στον καπνό. Η παραγωγή είχε κατέβει από τις 55.000 τόνους, που ήταν το 1940, σε 9.000 το 1943. Και το μεγαλύτερο μέρος από το λιγοστό αυτό καπνό τον παίρναν οι Γερμανοί. Οι περισσότεροι από τους Έλληνες κάπνιζαν κάτι περίεργα «χαρμάνια» από χορτάρια, φοβερά στη γεύση και στην υγεία.
Τόσες ήταν οι στερήσεις την εποχή της Κατοχής, ώστε αξιοσέβαστοι και πλούσιοι άλλοτε Αθηναίοι, που πήγαιναν από παλιά συνήθεια στο καφενείο του Ζαχαράτου, δεν είχαν να πληρώσουν τον καφέ τους, που ήταν κατά κανόνα από κριθάρι ή ρεβίθι καβουρδισμένο. Και παραγγέλλαν ένα ποτήρι νερό δίνοντας κάποιο μικρό φιλοδώρημα στο γκαρσόνι … Και δεν ήταν λίγα τα τραπέζια των «νερουλάδων», όπως τους είχαν βαφτίσει στου Ζαχαράτου. Οι περισσότεροι Αθηναίοι έζησαν την κατοχική εποχή πουλώντας τα έπιπλά τους, τα σπίτια τους, ακόμη και τα χρυσά δόντια που είχαν. Τα περισσότερα κατοικίδια ζώα είχαν εξαφανιστεί στην Αττική, από έλλειψη τροφής. Τι γάτες τις κυνηγούσαν και οι … Ιταλοί, για να τις μαγειρέψουν στυφάδο. Και τους σκύλους τους πουλούσαν, όχι σπάνια, οι μαυραγορίτες για … αρνάκι του γάλακτος.
Η βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού.
Οι αθρόοι θάνατοι από την πείνα, τον πρώτο χειμώνα της Κατοχής, είχαν συγκινήσει την παγκόσμια κοινή γνώμη και ιδιαίτερα την αγγλική. Με την επέμβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού η Αγγλία, που είχε κηρύξει την Ελλάδα σε ναυτικό αποκλεισμό μετά την κατοχή της από τους Γερμανούς, δέχτηκε να επιτρέψει να σταλούν τρόφιμα στον ελληνικό πληθυσμό που λιμοκτονούσε. Ύστερ’ από μακρές διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς, ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός, υπό την αιγίδα του Διεθνούς, αναλάμβανε να οργανώσει, με Σουηδούς και Ελβετούς ερυθροσταυρίτες, τη διανομή των τροφίμων. Σχηματίστηκε τότε μια «Επιτροπή Διαχειρίσεως» που άρχισε από το τέλος του 1942 τη διανομή των πρώτων τροφίμων, που ανακούφισαν την Ελλάδα και ιδιαίτερα την Πρωτεύουσα, χωρίς να λύσουν, έστω στοιχειωδώς, το επισιτιστικό πρόβλημα της χώρας. Με αγωνία περίμεναν οι Αθηναίοι την άφιξη του πλοίου του Ερυθρού Σταυρού με τα τρόφιμα. Το τουρκικό φορτηγό «Κουρτουλούς», που είχε αναλάβει τέτοιες μεταφορές, είχε γίνει θρυλικό. Η άφιξή του στον Πειραιά πανηγυριζόταν από όλο τον πληθυσμό της περιοχής της Πρωτεύουσας.
Ομαδικές εκτελέσεις αθώων.
Αν η μεγάλη πείνα του 1941 – 42, με τις χιλιάδες των πεθαμένων, μετριάστηκε στα επόμενα χρόνια με τις αποστολές του Ερυθρού Σταυρού, εντούτοις η εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα της Κατοχής χειροτέρευε όσο περνούσαν τα χρόνια. Ο κατακτητής γινόταν σκληρότερος ύστερ’ από την «αντίσταση» του ελληνικού λαού. Οι Γερμανοί ήταν αδυσώπητοι σε διώξεις και βασανιστήρια. Ένα παλιό αθηναϊκό αρχοντικό, στην οδό Μέρλιν, το είχαν μεταβάλει σε γραφεία των «Ες – Ες». Όσοι μπαίναν εκεί, πολλές φορές δε βγαίναν από τα βασανιστήρια που είχαν υποστεί. Τα ίδια βασανιστήρια εφαρμόζαν οι Γερμανοί και στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως που είχαν κάνει στο Χαϊδάρι. Έστελναν εκεί όσους ήταν ύποπτοι για «αντίσταση». Επιεικέστερη μεταχείρηση ήταν να τους κλείσουν στις φυλακές του Αβέρωφ ή σε άλλες φυλακές της Αθήνας. Και είχαν περάσει από τις φυλακές και το Χαϊδάρι πρώην πρωθυπουργοί, προσωπικότητες του πολιτικού κόσμου, ανώτατοι λειτουργοί, πρέσβεις, σεβάσμιοι γέροντες, νέες γυναίκες και παιδιά ακόμη.
Το χειρότερο ήταν όταν πιάναν και ντουφέκιζαν «ομήρους» για αντίποινα. Αθώους διαβάτες ή άλλους που βρίσκονταν στην «ουρά» περιμένοντας τη σειρά τους να πάρουν το τραμ, τους μάζευε η γερμανική περίπολος για ομήρους. Και από αυτούς με κλήρο και χωρίς καμμιά διαδικασία έπαιρναν έναν αριθμό και τους πήγαιναν στο παλιό Σκοπευτήριο της Καισαριανής και τους ντουφέκιζαν. Το ίδιο έκαναν μπαίνοντας μέσα στα σπίτια και πιάνοντας ανύποπτους ανθρώπους. Συνηθέστερα οι εκτελέσεις για αντίποινα γίνονταν μεταξύ των κλεισμένων στο Χαϊδάρι ή στις φυλακές. Οικτρότερος ακόμη φάνηκε ο κατακτητής στην ύπαιθρο. Ολόκληρα χωριά έγιναν ολοκαύτωμα. Σε ορισμένες πολιτείες σκότωσαν με πολυβόλα ομαδικά τους κατοίκους, αδιαφόρως ηλικίας. Ακόμη και νήπια. Σε 1.101 θύματα έφθασε ο τραγικός κατάλογος εκείνων που εκτέλεσαν τα γερμανικά στρατεύματα στα Καλάβρυτα, σε μία μόνη ημέρα, στις 13 Δεκεμβρίου του 1943. Το ίδιο έκαναν οι Γερμανοί στο Δίστομο, που εκτελέσαν ομαδικά 344 αθώους, την 10 Ιουνίου 1944 και σε άλλα χωριά της Ελλάδος, που τα κάψαν αφού σκότωσαν τους κατοίκους τους. Οι «κυβερνήσεις» της Κατοχής δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν, ούτε τον αφανισμό των Ελλήνων από την πείνα, ούτε τις χιλιάδες των θυμάτων της χιτλερικής θηριωδίας. Στην πραγματικότητα δεν είχε καμμιά ισχύ και πρωτοβουλία και καμμιά δικαιολογία για τη σύμπραξή τους με τον εχθρό.
Εργάτες στη Γερμανία.
Όσοι κατόρθωναν να σωθούν από την ερημωμένη ύπαιθρο, ζητούσαν καταφύγιο στις πόλεις και ιδιαίτερα στην Πρωτεύουσα. Σκελετωμένοι άνθρωποι από την πείνα και τη δυστυχία, κουρελοντυμένοι, περιφέρονταν στου δρόμους της Αθήνας ζητώντας βοήθεια και εργασία. Αλλά δουλειές δεν υπήρχαν. Τα περισσότερα εργοστάσια είχαν κλείσει. Τα καταστήματα ήταν άδεια. Στην αρχή οι Γερμανοί είχαν υποχρεώσει τους εργοστασιάρχες και τους καταστηματάρχες να πληρώνουν τους εργάτες και τους υπαλλήλους και όταν δε δούλευαν. Έπειτα όμως, σκόπιμα, τους επιτρέψαν να τους απολύσουν. Ήθελαν με τον τρόπο αυτό να δημιουργήσουν μεγάλο αριθμό ανέργων, ώστε να τους αναγκάσουν να φύγουν για τη Γερμανία και να δουλέψουν στα πολεμικά εργοστάσια. Πολλοί, για να μη πεθάνουν από πείνα, αναγκάστηκαν να πάνε. Άλλοι πάλι, μη μπορώντας να ζήσουν στις πόλεις, ακολούθησαν στα βουνά τις ανταρτικές μονάδες που σχηματίστηκαν για να πολεμήσουν τον κατακτητή.
Η Εθνική Αντίσταση.
Από τις τραγικότερες σελίδες της Κατοχής είναι η περίπτωση της Εθνικής Αντιστάσεως κατά του κατακτητή. Ήταν καθολική από τους Έλληνες, εκτός από ελάχιστες ελεεινές εξαιρέσεις. Τον ωραίο όμως αγώνα για την απελευθέρωση και την προθυμία των Ελλήνων σε θυσίες, ζήτησε να εκμεταλλευθεί το Κ.Κ.Ε. (Κουμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος) για λογαριασμό του και για να επιβάλει κατά την απελευθέρωση τη δυναμική επικράτησή του. Δημιούργησε, με τη βοήθεια των Άγγλων, σε χρήματα και όπλα, την οργάνωση ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και τον ανταρτικό στρατό του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Όταν το Κ.Κ.Ε. αισθάνθηκε ότι ο ΕΛΑΣ ήταν αρκετά ισχυρός, επιχείρησε να μονοπωλήσει την εθνική αντίσταση, εξοντώνοντας τις άλλες ομάδες των πατριωτών. Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσει στη σκλαβωμένη χώρα ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Ελλήνων και να μεταβληθεί η Ελλάς σε κόλαση. Σ’ αυτό είχαν συντελέσει και τα Τάγματα Ασφαλείας, που είχαν συγκροτήσει οι κατοχικές κυβερνήσεις με γερμανικά όπλα. Κατά την επιγραμματική φράση του Γεωργίου Παπανδρέου στο Συνέδριο του Λιβάνου (Μάιος 1944): «Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι Αντάρται. Σφάζουν και καίουν… Τι θα απομείνει από την ατυχή αυτήν χώραν;». Εθνική νύχτα είχε καλύψει την Ελλάδα στα εφιαλτικά χρόνια της Κατοχής. Την εφώτιζαν μόνο οι ηρωικές πράξεις των παιδιών της. Εκείνων που πέφταν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής από τα βόλια του γερμανικού εκτελεστικού αποσπάσματος τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο …