Την ανάταση της Ελλάδος μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, την διακόπτουν ο πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος (1914 – 1918), η ιστορική διαφωνία Κωνσταντίνου και Βενιζέλου (1915) για την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο και ο Διχασμός με τις τραγικές του συνέπειες.
Θα πρέπει όμως κάπως παλαιότερα να αναζητήσουμε τις αιτίες που οδήγησαν στο δράμα του Διχασμού.
Η Μοίρα της Ελλάδος.
Όταν ο Γεώργιος Α΄ είχε έλθει στην Ελλάδα, η Πρωσσία είχε αφαιρέσει από την πατρίδα του Δανία, ύστερ’ από πόλεμο, τα τρία δουκάτα: Χολστάιν, Λάουενμπουργκ και Σλέβιγκ. Και ήταν φυσικό να αισθάνεται κάποια αντιπάθεια για τους Γερμανούς, που δε δυσκολευόταν να την εκδηλώνει και πολύ αργότερα. Ο Γεώργιος Α΄, από οικογενειακή παράδοση και αισθήματα, ήταν αγγλόφιλος. Αγγλικά μιλούσε με την οικογένειά του στα ανάκτορα της Αθήνας. Παρά την αγγλοφιλία του και τον πρόσφατο πόλεμο της πατρίδας του με την Πρωσσία, αναθέτει (1877) τη μόρφωση του διαδόχου Κωνσταντίνου στο Γερμανό διπλωμάτη και φιλόλογο Όθωνα Luders. Και ήταν φυσικό ο δεκάχρονος Κωνσταντίνος να επηρεαστεί από το Γερμανό παιδαγωγό του, που ήταν και αξιόλογος άνθρωπος. Δέκα χρόνια αργότερα ο αγγλόφιλος πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, ενώ έφερε στην Ελλάδα Γαλλική αποστολή για την εκπαίδευση του στρατού, έστειλε το διάδοχο Κωνσταντίνο για ανώτερες σπουδές στην Γερμανία. Η Μοίρα της Ελλάδος για δεύτερη φορά έπαιζε το ρόλο της …
Ο Κωνσταντίνος βρέθηκε στη Γερμανία την εποχή της μεγάλης δόξας της, μετά τον πόλεμο του 1870 και τον Μπίσμαρκ. Εντυπωσιάστηκε από τη δύναμη του γερμανικού στρατού και τη λάμψη των ανακτόρων του Πότσνταμ. Εκεί συνδέθηκε αισθηματικά και με την κατόπιν βασίλισσα της Ελλάδος Σοφία. Από τότε ο Κωνσταντίνος πίστευε στο «αήττητο» του γερμανικού στρατού. Και ήταν τόσο ο θαυμασμός του για τη Γερμανία ώστε, όταν επισκέφθηκε το Βερολίνο μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, να δηλώσει ότι «η Ελλάς είχε κερδίσει τον πόλεμο χάρη στη γερμανική τακτική». Και αυτό το έλεγε, ενώ Γαλλική αποστολή είχε εκπαιδεύσει το στρατό μας λίγο πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους και γαλλικοί ήταν οι κανονισμοί και η εκπαίδευση από την εποχή του Τρικούπη και παλαιότερα. Την πεποίθηση του Κωνσταντίνου για τη γερμανική νίκη την ενίσχυσαν οι επιτυχίες του γερμανικού στρατού στην αρχή του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και μια μικρή γερμανόφιλη κλίκα που είχε σχηματιστεί γύρω από το Παλάτι με τον υπαρχηγό του Γ. Επιτελείου Στρατού Ιω. Μεταξά. Ο Κωνσταντίνος, βέβαιος για τη γερμανική νίκη, ήθελε να εμποδίσει την έξοδο της Ελλάδος στο πλευρό των Συμμάχων, των αυριανών ηττημένων. Γνώριζε, επίσης, ότι ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ ποτέ δε θα συγχωρούσε στο γαμπρό του, που τον είχε κάνει και στρατάρχη της Γερμανίας, να ταχθεί με τους εχθρούς του. Και εφόσον η Ελλάς, από τη γεωγραφική της θέση, δεν μπορούσε να βγει στον πόλεμο με τις Κεντρικές αυτοκρατορίες (Γερμανία – Αυστρία), η πολιτική της «ουδετερότητος» ικανοποιούσε απόλυτα τη Γερμανία. Αυτά πιστοποιούν τα Αρχεία της Βιέννης και άλλα διπλωματικά έγγραφα που δημοσιεύτηκαν μετά τον πόλεμο.
Οι βασίλισσες της Ελλάδος.
Εκείνη που έπαιξε ασήμαντο ρόλο, παρά τα λεγόμενα τότε και πιστευόμενα, ήταν η βασίλισσα Σοφία. Ίσως, γιατί δε χρειάστηκε να επηρεάσει τον προσανατολισμένο στην ιδέα της γερμανικής νίκης Κωνσταντίνο. Είναι, μάλιστα, περίεργο που εκτός από τη Σοφία έχουν κατηγορηθεί και άλλες βασίλισσες της Ελλάδος για ανάμιξη στην πολιτική. Αν υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις, η ευθύνη βαρύνει στους εστεμμένους συζύγους και τις κυβερνήσεις που επιτρέψαν την ανάμιξή τους. Όλες οι βασίλισσες της Ελλάδος υπήρξαν καλές σύζυγοι και μητέρες. Και οι κατηγορίες εναντίον τους δείχνουν και κάποια έλλειψη ιπποτισμού. Αλλού θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε το φταίξιμο. Στο θεσμό της βασιλείας, που στον 20ο αιώνα αποτελεί αναχρονισμό. Και γίνεται εθνικά επικίνδυνος όταν οι βασιλείς θέλουν να «κυβερνούν».
Η πολιτική του Βενιζέλου.
Αντίθετα με τον Κωνσταντίνο που πίστευε στη γερμανική νίκη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος προεξοφλούσε τη νίκη των Συμμάχων και ιδιαίτερα της θαλασσοκράτειρας τότε Αγγλίας και σ’ αυτή «ποντάριζε». Ο Βενιζέλος ενισχύθηκε στις απόψεις του περισσότερο όταν οι εχθροί της Ελλάδος, η Τουρκία και η Βουλγαρία, τάχθηκαν με το μέρος της Γερμανίας. Και όταν οι Σύμμαχοι (Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία) αποφάσισαν την εκστρατεία των Δαρδανελλίων (1915) και ζήτησαν τη βοήθεια της Ελλάδος, ο Βενιζέλος πρότεινε την έξοδο στον πόλεμο. Ως τότε ήταν σύμφωνος με τον Κωνσταντίνο στην πολιτική της «ουδετερότητος». Ο Κωνσταντίνος διαφώνησε με την πρόταση και η κυβέρνηση Βενιζέλου παραιτήθηκε. Ακολούθησαν οι εκλογές του 1915, που ο λαός ψήφισε τη μεγάλη πλειοψηφία το Βενιζέλο. Παρά την ετυμηγορία του λαού, ο Κωνσταντίνος επέμεινε, ως το τέλος , στην πολιτική της «ουδετερότητος».
Η σύγκρουση.
Από τη διάφορο αυτή εκτίμηση της καταστάσεως άρχισε ο Διχασμός στην Ελλάδα. Φαινομενικά είχαν συγκρουστεί δύο προσωπικότητες επάνω στο εθνικό θέμα: Ο αρχιστράτηγος δύο νικηφόρων πολέμων και ο πρωθυπουργός της Ανορθώσεως, που είχε διπλασιάσει την Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, γύρω από το εθνικό θέμα, ο παλιός κοτζαμπασισμός, η Δεξιά της εποχής εκείνης, βρήκε την ευκαιρία να ξαναπάρει τα προνόμια που είχε χάσει με το ξύπνημα του 1909. Θα συσπειρωθεί γύρω από το βασιλιά Κωνσταντίνο και θα τον κάνει, ουσιαστικά, αρχηγό του. Στην αντίθεση μεταξύ των δύο κόσμων θα προστεθούν και οι προπαγάνδες των εμπόλεμων. Ο πόλεμος εξακολουθούσε και ο νικητής ήταν ακόμη απροσδιόριστος. Και οι Έλληνες διαιρέθηκαν τότε σε δύο παρατάξεις. Στους ανταντόφιλους «Βενιζελικούς» και στους γερμανόφιλους «Αντιβενιζελικούς» ή «Βασιλικούς». Όταν τα πολιτικά πάθη οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο, οι οπαδοί της μιας παρατάξεως αποκαλούσαν τους αντίθετους «προδότες» και «μαύρους». Έτσι η Ελλάς, την εποχή του Διχασμού, είχε μεταβληθεί σε κράτος … προδοτών και αραπάδων.
Ως τα 1918, που ήταν ακόμη αβέβαιη η έκβαση του πολέμου, η πολιτική του Κωνσταντίνου και των Αντιβενιζελικών είχε τις δικαιολογίες της. Μετά τη νίκη όμως των Συμμάχων και τη συντριβή της Καϊζερικής Γερμανίας, η επαναφορά στο θρόνο της Ελλάδος, το 1920, του Β. Κωνσταντίνου, χαρακτηρισμένου «γερμανόφιλου» από τους Συμμάχους και της βασίλισσας Σοφίας, αδελφής του Κάιζερ, ήταν πολιτικό σφάλμα. Και όπως έλεγε ο Talleyrand, «τα σφάλματα στην πολιτική είναι χειρότερα από εγκλήματα».