Επί μία τριακονταετία (1933 – 1963) η Δεξιά, ο παλαιός αντιβενιζελικός κόσμος, κυβερνούσε την Ελλάδα, εκτός από δύο μικρά χρονικά διαστήματα (1944 – 46 και 1950 – 52), που τα «βενιζελογενή» κόμματα του Κέντρου είχαν έλθει στην εξουσία.
Από τον αντιβενιζελικό κόσμο είχαν προέλθει η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου (1936 – 41) και οι τρεις ψευτοκυβερνήσεις της Κατοχής (1941 – 44). Στην τριακονταετία αυτή σημειώθηκαν σποραδικές μόνο μετακινήσεις πολιτευομένων από τη μία παράταξη στην άλλη. Η μακρά άσκηση της εξουσίας από τη Δεξιά δημιούργησε δικό της κράτος και «παρακράτος».
Η κατάτμηση του Κέντρου.
Η επικράτηση της Δεξιάς τόσα χρόνια, μολονότι αποτελούσε τη μειοψηφία του λαού μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας και την εγκατάσταση των προσφύγων, οφείλεται κυρίως στην κατάτμηση των δυνάμεων του Κέντρου σε μικρά κόμματα. Ο τεμαχισμός είχε αρχίσει από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου και συνεχίστηκε μεγαλύτερος μετά το θάνατό του. Από τους συνεργάτες του Ελευθερίου Βενιζέλου 12 έγιναν πρωθυπουργοί – σε βραχύβιες οι περισσότεροι κυβερνήσεις – και ισάριθμοι αρχηγοί κομμάτων. Με τέτοια πλησμονή ηγετικών προσωπικοτήτων η αυτοδιάλυση του ιστορικού Κόμματος των Φιλελευθέρων ήταν μοιραία. Αντίθετα, ο παλαιός αντιβενιζελικός κόσμος έμεινε συνασπισμένος, με ουσιαστικό αρχηγό το Στέμμα. Την ίδια τακτική ακολούθησε η Δεξιά και μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και την απελευθέρωση της Ελλάδος. Και σχηματίστηκαν διαδοχικές κυβερνήσεις, αλλάζοντας μόνο το όνομα. Το Λαϊκό Κόμμα με αρχηγό τον Κ. Τσαλδάρη (1946 – 50), έγινε Ελληνικός Συναγερμός με αρχηγό τον Α. Παπάγο (1952 – 55) και έπειτα ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις) με αρχηγό τον Κ. Καραμανλή (1955 – 1963). Υπήρξαν, αναμφιβόλως, και άλλοι παράγοντες που βοήθησαν μεταπολεμικά τη Δεξιά στην μακρόχρονη κατοχή της εξουσίας: η ψυχολογική φοβία που δημιουργήθηκε από τις τρεις αιματηρές εξορμήσεις του Κ.Κ.Ε., η βασιλική Εύνοια και οι επεμβάσεις στις εκλογές του κράτους της Δεξιάς και του «παρακράτους». Αυτά όμως θα εξουδετερώνονταν αυτόματα, αν το μεγάλο Κόμμα των Φιλελευθέρων, με το εθνικό και ιστορικό παρελθόν του, είχε μείνει ενωμένο.
Η «Ένωσις Κέντρου».
Όταν οι δημοκρατικές δυνάμεις του Κέντρου ενώθηκαν υπό την ηγεσία του Γ. Παπανδρέου και σχημάτισαν το Κόμμα της Ε.Κ. (Ενώσεως Κέντρου), πέτυχαν στις εκλογές του 1963 να έλθουν πρώτο κόμμα. Και στις εκλογές του 1964 να πάρουν το μεγαλύτερο ποσοστό σε ψήφους (53%) που σημειώθηκε στην Ελλάδα με αναλογικό σύστημα, που δε δημιουργεί μεγάλα πολιτικά ρεύματα και μεγάλες πλειοψηφίες. Στις εκλογές του 1964 τα δύο κόμματα της Δεξιάς (ΕΡΕ και Προοδευτικοί), που είχαν κατέβει ενωμένα, πήραν τα 34% των ψήφων. Τα υπόλοιπα 13% πήρε η Αριστερά. Οι εκλογές του 1963 και 1964 είχαν γίνει από υπηρεσιακές κυβερνήσεις, ελεύθερες και ανεπηρέαστες, κατά γενική αναγνώριση. Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1964, που περιόριζε τη Δεξιά στο ένα τρίτο του εκλογικού σώματος, ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη και ένα «σήμα κινδύνου» για το Κατεστημένο, που είχε συνηθίσει τριάντα χρόνια να νέμεται στην εξουσία.
Οι βασιλικές επιστολές.
Στελέχη της Ε.Κ. βοήθησαν, δια διαφόρους λόγους, την επίθεση κατά της ηγεσίας της, που εκδηλώθηκε όταν ο πρωθυπουργός Γ. Παπαδρέου αποφάσισε να αντικαταστήσει τον υπουργό της Εθνικής Αμύνης και να αναλάβει ο ίδιος το Υπουργείο. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εναντιώθηκε στην ανάληψη του υπουργείου Εθνικής Αμύνης από τον Πρωθυπουργό και δεν ήθελε να υπογράψει το σχετικό διάταγμα. Όπως παρατηρεί ο Γ. Παπανδρέου σε επιστολή του (15 Ιουλίου 1965) προς το Βασιλιά: «Καθιερούται τοιουτοτρόπως η αρχή, ότι δύναμαι να είμαι πρωθυπουργός, αλλά και όχι και υπουργός ωρισμένου υπουργείου. Θα είμαι επομένως π ρ ω θ υ π ο υ ρ γ ό ς υπό α π α γ ό ρ ε υ σ ι ν . Αλλά εάν δεν εμπνέω εμπιστοσύνη, θα πρέπει να παύσω να είμαι πρωθυπουργός. Είναι όμως αδιανόητον ότι θα δύναμαι να παραμείνω πρωθυπουργός, αλλά όχι και υπουργός Εθνικής Αμύνης. Πολιτικός ανήρ ο οποίος θα εδέχετο τοιούτον εξευτελισμόν, θα καθίστατο άξιος περιφρονήσεως υπό του λαού. Και θα παρέμενε μοναδικόν παράδειγμα αφιλοτιμίας εις την πολιτική ιστορίαν της χώρας».
Επάνω στο θέμα αυτό ο Κωνσταντίνος είχε στείλει τρεις επιστολές στον Παπανδρέου. Οι βασιλικές επιστολές και οι δύο απαντήσεις του Πρωθυπουργού δημοσιεύτηκαν στον τύπο την 16 Ιουλίου 1965. Αδιαφόρως προς το περιεχόμενο, που δεν είχε συνταγματική βάση, οι βασιλικές επιστολές ήταν διατυπωμένες σε τέτοιο ύφος, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν και τον επικήδειο της βασιλείας. Κανένας, άλλωστε, από τους συντάκτες των επιστολών ή τους υποβολείς δεν είχε, ως σήμερα, το θάρρος να παρουσιαστεί. Και αφήνει την «ευθύνη» στον Ανεύθυνο.
Οι κυβερνήσεις της «Αποστασίας».
Μετά τις επιστολές η κυβέρνηση Παπανδρέου παραιτήθηκε (15 Ιουλίου 1965), παρά την πλειοψηφία που είχε στη Βουλή. Αντί της πολιτικής λύσεως των εκλογών, επιχειρήθηκε το «ξήλωμα» της Ε.Κ., με την ανάθεση της πρωθυπουργίας σε στελέχη που αποστατούσαν από το Κόμμα. Όποιος βουλευτής έφευγε από την Ένωση Κέντρου, γινόταν πρωθυπουργός ή υπουργός στις αυλικές κυβερνήσεις της «Αποστασίας». Και σχηματίστηκαν τρεις κυβερνήσεις «Αποστατών». Οι δύο καταψηφίστηκαν από τη Βουλή. Η τρίτη κατόρθωσε να επιζήσει, με μία ή δύο ψήφους, με την υποστήριξη των κομμάτων της Δεξιάς.
Η Υπηρεσιακή κυβέρνηση.
Η Δημοκρατία έχει το προνόμιο να μπορεί να διορθώνει τα σφάλματά της και να δίνει πολιτικές λύσεις σε δύσκολες περιστάσεις. Και η λύση στο προκείμενο ήταν οι εκλογές, που ζητούσε και η Ένωση Κέντρου. Το Κόμμα της ΕΡΕ είχε την ευθύνη για την παράταση της ανωμαλίας, στηρίζοντας τις αντικοινοβουλευτικές κυβερνήσεις της «Αποστασίας». Ο αρχηγός της ΕΡΕ Π. Κανελλόπουλος, που διαδέχτηκε (1964) τον Κ. Καραμανλή, ήταν εξ αρχής υπέρ της λύσεως των εκλογών. Αλλά βρήκε την αντίδραση του συνόλου των βουλευτών του κόμματός του και του φιλικού του τύπου, που προβλέπαν βέβαιη αποτυχία σε εκλογές, με το ρεύμα που είχε δημιουργηθεί υπέρ του Παπανδρέου μετά τα γεγονότα του Ιουλίου. Παρά ταύτα, ο Αρχηγός της ΕΡΕ είχε υποβάλει το 1966 δύο υπομνήματα στο Βασιλιά υποδεικνύοντας την ανάγκη εκλογών. Στο δεύτερο υπόμνημα δόθηκε συνέχεια από το Στέμμα. Συμφωνήθηκε ο σχηματισμός υπηρεσιακής κυβερνήσεως, με πρόεδρο το διοικητή της Εθνικής Τραπέζης Ι. Παρασκευόπουλο, για να προετοιμάσει τις εκλογές, οι οποίες και ορίστηκαν για την 28 Μαΐου 1967. Είχε συμφωνηθεί επίσης, μεταξύ Βασιλιά και Κανελλοπούλου, οι εκλογές να γίνουν από το Κόμμα της ΕΡΕ. Ο Γ. Παπανδρέου ήταν σύμφωνος για οιαδήποτε λύση, που θα οδηγούσε το ταχύτερο σε εκλογές. Υποστήριζε πως μόνο ο Λαός, με την ψήφο του, ήταν αρμόδιος να δώσει τη λύση στην ανωμαλία που είχε δημιουργηθεί και κανένας άλλος.
Οι εκλογές που δεν έγιναν.
Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ορκίστηκε την 22 Δεκεμβρίου 1966. Πήρε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή – την είχαν ψηφίσει τα δύο μεγάλα κόμματα της Ε.Κ. και της ΕΡΕ – και έμεινε ως το τέλος Μαρτίου, που η ΕΡΕ απέσυρε την εμπιστοσύνη της. Σχηματίστηκε τότε κυβέρνηση της ΕΡΕ με πρόεδρο τον αρχηγό της Π. Κανελλόπουλο. Η Βουλή διαλύθηκε και η πολιτική ανωμαλία, που είχε δημιουργηθεί μετά την 15 Ιουλίου 1965, φαινόταν πως θα έπαιρνε τέλος με τις εκλογές της 28 Μαΐου 1967. Οι προβλέψεις των αισιοδόξων δεν επαλήθευσαν. Η στρατιωτική δικτατορία της 21 Απριλίου 1967, η οποία και συνεχίζεται, ματαίωσε τις εκλογές και την ετυμηγορία του Λαού.
Θάνατος του Γ. Παπανδρέου.
Μετά την 21 Απριλίου ο Γ. Παπανδρέου έμεινε στο σπίτι του στο Καστρί, άλλοτε σε αυστηρή απομόνωση και άλλοτε σε απλή αστυνομική επιτήρηση. Τον Απρίλιο του 1968 έστειλε στο εξωτερικό μια μαγνητοφωνημένη διαμαρτυρία κατά της δικτατορίας. Τον έβαλαν και πάλι σε αυστηρή απομόνωση. Ύστερ’ από μερικούς μήνες έληξε η απομόνωση και λίγο αργότερα έπαθε γαστρορραγία, από ένα έλκος που είχε πριν από τριάντα χρόνια. Στην εγχείρηση, που του έγινε στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», πέθανε την 1 Νοεμβρίου 1968. Η οικογένεια του Παπανδρέου ζήτησε να μη γίνει επίσημη κηδεία. Και η ταφή του Αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου και Πρωθυπουργού της Απελευθερώσεως πήρε τη μορφή ενός αυθόρμητου παλλαϊκού προσκυνήματος. Ποτέ άλλοτε η Αθήνα δεν είδε τέτοιο πλήθος. Επάνω από 500.000 είχαν κατακλύσει την έκταση από την πλατεία του Συντάγματος και το Μητροπολιτικό Ναό ως το Πρώτο Νεκροταφείο, για να αποχαιρετήσουν τον Ηγέτη της Δημοκρατίας.