Από τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα αρχίζουν οι περιπέτειες στην Αττική, με τις επιδρομές διαφόρων βαρβάρων που ξεχύθηκαν από τις βόρειες περιοχές της Ευρώπης και κατέβηκαν στη Βαλκανική Χερσόνησο. Από τις επιδρομές αυτές που συντάραξαν τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία επί μισόν αιώνα, έπαθε ανεπανόρθωτες ζημίες και η Αθήνα.
Ο αριθμός των σπουδαστών στις φιλοσοφικές σχολές της περιορίστηκε, οι ξένοι περιηγητές έπαυσαν να έρχονται και το εμπόριο νεκρώθηκε. Οι επιδρομές είχαν αρχίσει από την εποχή του αυτοκράτορα Φιλίππου (224 – 249). Τα αρχαία κείμενα αναφέρουν τους βαρβάρους αυτούς με το γενικό όνομα των Σκυθών. Στην πραγματικότητα ήταν διάφοροι λαοί της βορείου Ευρώπης και κυρίως οι γερμανικής καταγωγής Γότθοι. Εναντίον τους είχε εκστρατεύσει ο Δέκιος, αλλά σκοτώθηκε (251) ύστερ’ από την προδοσία των στρατηγών του. Ένας από τους προδότες στρατηγούς, ο Γάλλος (251 – 253), τον διαδέχτηκε και συνθηκολόγησε με τους βαρβάρους. Οι πιο μαχητικοί όμως από τα στίφη αυτά, οι Γότθοι (Γερμανοί), συνέχισαν τις επιδρομές τους εναντίον του Ρωμαϊκού κράτους και τα επόμενα χρόνια.
Η επιδρομή.
Το 267 μερικά στίφη Γότθων και Ερούλων (Σκανδιναβών), με 500 πλοιάρια, κατέβηκαν από τον Εύξεινο Πόντο και κυρίευσαν το Βυζάντιο και την απέναντι Χρυσούπολη. Από το Βόσπορο προχώρησαν στο Αιγαίο και αφού λεηλατήσαν και καταστρέψαν ελληνικές πόλεις και νησιά, φθάσαν στον Πειραιά και καταλάβαν με έφοδο την Αθήνα. Η πόλη έπαθε μεγάλη καταστροφή από την επδρομή. Πολλοί Αθηναίοι σκοτώθηκαν και πάμπολλα έργα τέχνης καταστράφηκαν. Τότε, φαίνεται, κάηκε το Ωδείο του Ηρώδη Αττικού και άλλα μνημειακά κτίρια της Αθήνας. Οι ανασκαφές που έγιναν στην Αγορά και σε άλλα μέρη, επιβεβαίωσαν την πυρκαϊά και την καταστροφή του 267. Μόνο τα μνημεία στην Ακρόπολη δεν έπαθαν καταστροφές, γιατί οι Έρουλοι δεν μπόρεσαν να την κυριεύσουν. Οι Αθηναίοι, περιμένοντας την επίθεση των βαρβάρων, είχαν ενισχύσει τον περίβολο και την είσοδο της Ακροπόλεως (πιθανώς το 253, επί του αυτοκράτορα Ουαλεριανού). Αναφέρεται ακόμη από το Ζωναρά ότι, οι επιδρομείς είχαν μαζέψει όλα τα χειρόγραφα των βιβλιοθηκών για να τα κάψουν. Κάποιος όμως τους συμβούλευσε να τα αφήσουν. «Άμα οι Έλληνες» τους είπε «ασχολούνται με τα γράμματα, γίνονται πιο απόλεμοι και επομένως ευκολώτερα υποτάσσονται». Γρήγορα όμως διαψεύστηκε. Ένας άνθρωπος των γραμμάτων, ο ιστορικός Δέξιππος, έγινε ο αρχηγός στον αγώνα κατά των επιδρομέων. Ο Αθηναίος αυτός (210 – 273) είχε σπουδάσει ρητορική και φιλοσοφία. Έγραψε πολλά βιβλία με ιστορικό περιεχόμενο, από τα οποία δε σώζονται παρά μόνο αποκόμματα. Ένα από τα βιβλία του ήταν τα «Σκυθικά», που αναφέρει τους αγώνες των Ρωμαίων εναντίον των Σκυθών ή Γότθων κατά τον 2ο αιώνα. Οι Αθηναίοι εκτιμούσαν ιδιαίτερα τη συγγραφική του εργασία και τη φιλοσοφική του κατάρτιση. Τον είχαν εκλέξει στα ανώτατα αξιώματα: του Βασιλέως και του Επωνύμου άρχοντος.
Καταστροφή των Γότθων.
Με την εισβολή των Γότθων, ο Δέξιππος έφυγε από την πόλη, με άλλους Αθηναίους. Σχημάτισε στρατό από 2.000 και έπιασε ορισμένες οχυρές τοποθεσίες στην Αττική. Από αυτές έστηνε ενέδρες και έκανε επιδρομές εναντίον των Γότθων, προξενώντας σ’ αυτούς μεγάλη φθορά. Συγχρόνως φρόντισε ν’ αναπτερώει το φρόνημα των Αθηναίων και των κλεισμένων στην Ακρόπολη. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στην Κηφισιά. Οι Γότθοι έπαθαν πανωλεθρία και τα υπολείμματά τους έφυγαν προς τη Θεσσαλία. Οι ελληνικές πόλεις της Βοιωτίας και της Ακαρνανίας τους καταδίωξαν. Στο μεταξύ δύο στρατιές ρωμαϊκού στρατού, η μία με το στρατηγό Μαρκιανό και η άλλη με τον αυτοκράτορα Γαλλιηνό, αποβιβάζονται στην Ήπειρο και στην Ιλλυρία και κατεβαίνουν στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία. Οι Γότθοι περικυκλώνονται και εξοντώνονται. Αυτή την τύχη είχε η πρώτη εναντίον της κυρίως Ελλάδος και της Αττικής επιδρομή των βορείων εκείνων λαών.
Μετά τη νίκη.
Οι Αθηναίοι αναγνώρισαν τη συμβολή του Δεξίππου στην κατατρόπωση των επιδρομέων και τον ετίμησαν με αξαιρετικές διακρίσεις. Επιτρέψαν στους γιους του να τοποθετήσουν στην Αγορά χάλκινο ανδριάντα του πατέρα των. Από το επίγραμμα του ανδριάντα πληροφορούμεθα τα εξής: «Κατά το επερώτημα της εξ Αρείου Πάγου βουλής και της βουλής των ΨΝ’ και του δήμου των Αθηναίων, τον άρξαντα την του βασιλέως εν θεσμοθέταις αρχήν και άρξαντα την επώνυμον αρχήν, και πανηγυριαρχήσαντα και αγωνοθετήσαντα των Μεγάλων Παναθηναίων, οίκοθεν ιερέα παναγή, Πόπλιον Ερέννιον Δέξιππον Πτολεμαίου Έρμειον, τον ρήτορα και συγγραφέα, αρετής ένεκα οι παίδες». Όπως φαίνεται από το επίγραμμα, το τέλος του 3ου μ.Χ. αιώνα εξακολουθούσαν να λειτουργούν στην Αθήνα οι παλαιότεροι δημοκρατικοί της θεσμοί: ο Άρειος Πάγος, η Βουλή των 650 (αντί των 500 που είχε άλλοτε, γιατί τώρα οι φυλές είναι 13), η Εκκλησία του Δήμου, οι άρχοντες Βασιλεύς και Επώνυμος. Οι επιδρομές των Γότθων και των άλλων βορείων βαρβάρων εξακολούθησαν και μετά την πανωλεθρία τους. Και χρειάστηκαν ακόμη μερικά χρόνια και σκληροί αγώνες, για να συντριβούν από τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Οπωσδήποτε, η κυρίως Ελλάς και η Αττική έμειναν ήσυχες για μισόν αιώνα μετά την επιδρομή των Ερούλων.
Η νίκη των Αθηναίων κατά των Γότθων εξύψωσε το ηθικό τους. Ήταν μία νίκη αποκλειστικά αθηναϊκή, χωρίς τη βοήθεια άλλων. Και ενίκησαν βαρβάρους και όχι Έλληνες, σε εσωτερικούς εμφυλίους πολέμους. Ύστερ’ από 750 χρόνια, ξαναζούσε στην Αττική η εποχή των Περσικών πολέμων. Γι’ αυτό και τη νίκη του Δεξίππου την εγκωμιάζουν οι Βυζαντινοί συγγραφείς (Ζώσιμος, Ζωναράς, Κεδρηνός κλπ.). Η συνειδητοποίηση αυτού του κατορθώματος, έδωκε ηθικές δυνάμεις στην Αθήνα για μια νέα ανάταση. Και η πόλη κατόρθωσε να αναλάβη και πάλι, ύστερ’ από τη μεγάλη καταστροφή του 267.