ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ

Στη μεταβατική αυτή περίοδο της Αθήνας, που το χωριό άρχισε να μεταβάλλεται σε συγχρονισμένη πόλη, έγινε η εκθρόνιση των πρώτων βασιλέων. Τη νύχτα της 10 – 11 Οκτωβρίου 1862 ο λαός και ο στρατός επαναστάτησαν στην Αθήνα και υποχρέωσαν τον Όθωνα και την Αμαλία, που ήταν σε περιοδεία στην Πελοπόννησο, να εγκαταλείψουν για πάντα την Ελλάδα.

Στην «Καζάρμα του Πυροβολικού», που βρισκόταν στην πλατεία του Μεταξουργείου, μαζεύτηκαν τη νύχτα εκείνη οι επαναστάτες πολιτικοί αρχηγοί. Εκεί, ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης, χρησιμοποιώντας για υπόβαθρο ένα κανόνι, έγραψε σ’ ένα φύλλο χαρτιού, που έκοψε από κάποιο κατάστιχο του πυροβολικού, την ιστορική προκήρυξη που καταργούσε την πρώτη δυναστεία: «Τα δεινά της Πατρίδος έπαυσαν. Άπασαι αι επαρχίαι και η πρωτεύουσα συνενωθείσαι μετά του στρατού, έθεσαν τέρμα εις αυτά. Ως πιστή δε απόφασις του Ελληνικού Έθνους ολοκλήρου κηρύττεται και αποφασίζεται: Η βασιλεία του Όθωνος καταργείται, η αντιβασιλεία της Αμαλίας καταργείται. Προσωρινή κυβέρνησις συνιστάται όπως κυβερνήση το κράτος μέχρι της συγκαλέσεως της Εθνικής Συνελεύσεως, συγκειμένη εκ των εξής πολιτών: Δ. Βούλγαρη, Κ. Κανάρη, Β. Ρούφου. Εθνική Συνέλευσις συγκαλείται αμέσως προς σύνταξιν της πολιτείας και εκλογήν ηγεμόνος. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω η Πατρίς».

Ο λαός περικυκλώνει το παλάτι.

Από το στρατώνα του πυροβολικού ο στρατός και ο επαναστατημένος λαός τράβηξαν για το παλάτι. Ο μόνος υπασπιστής που δεν είχε ακολουθήσει τον Όθωνα στο μοιραίο ταξίδι της Πελοποννήσου ήταν ο γενναίος ναύαρχος Σαχίνης, από τους απομάχους του Αγώνα. Ο Σαχίνης, όταν είδε το «στρατόλαο» να πλησιάζει στο παλάτι, έδωκε εντολή να κλείσουν τις εξωτερικές πύλες των ανακτόρων, παράταξε τη φρουρά και αρνήθηκε να το παραδώσει. Οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να μείνουν έξω από το παλάτι. Και τότε άρχισαν να σπάζουν με πέτρες και με πυροβολισμούς τα τζάμια των ανακτόρων και τα φανάρια που ήταν γύρω από το παλάτι και στην πλατεία του Συντάγματος. Ένας ευτράπελος Οθωνιστής αποθανάτισε τη σκηνή σε στίχους:

 

Κι’ έθραυσαν αρειμανίως, αντιστάσεως μη ούσης,

εν μια νυκτί και μόνη τους φανούς της πρωτευούσης.

 

Αναχώρηση των βασιλέων.

Το άλλο πρωί ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης διάβασε την προκήρυξη για την εκθρόνιση σε χιλιάδες Αθηναίους, που είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία της Ομονοίας. Και την διάβασε ανεβασμένος σε μια καρέκλα του μοναδικού καφενείου της πλατείας. Το βράδυ της ημέρας εκείνης -11 Οκτωβρίου 1862 – οι βασιλείς έφθασαν στον Πειραιά με το πολεμικό «Αμαλία» γυρίζοντας από τη Μάνη. Είδαν τον επαναστατημένο λαό στην παραλία του Πειραιώς. Πολλοί από την ακολουθία τους πρότειναν να ξαναγυρίσουν στη Μάνη και με τον αφοσιωμένο στρατό που είχαν εκεί, να βαδίσουν κατά των επαναστατών. Με τη γνώμη αυτή συμφωνούσε και η Αμαλία. Ο Όθων αρνήθηκε. «Εφ’ όσον ευρίσκομαι εις την Ελλάδα» είπε «οι Έλληνες δεν θα εννοήσουν ποτέ ότι αδίκως με κατηγορούν… Έπειτα έχω απαυδήσει από τας πολλάς επαναστάσεις». Και, πραγματικά, είχε απαυδήσει. Είκοσι εννέα στάσεις, επαναστάσεις και κινήματα, αντιμετώπισε, σε διάστημα τριάντα χρόνων, η πολυτάραχη βασιλειά του! Την επομένη οι βασιλείς επιβιβάστηκαν στο αγγλικό πολεμικό «Σκύλλα» για τον τόπο της εξορίας τους. Συγκινητική ήταν η αναχώρηση από το ελληνικό πολεμικό. Ο Βασιλιάς της Μεγάλης Ιδέας κατεβαίνει τις σκάλες του πλοίου με δάκρυα. «Εύχομαι» λέει «να ευτυχήση η Ελλάς». Δίπλα του η Αμαλία κλαίει επίσης. Τους ακολουθούν μερικοί αυλικοί και ο κυβερνήτης του ελληνικού πολεμικού Παλάσκας. Μια λαϊκή χαλκογραφία της εποχής παρουσιάζει τη σκηνή από την αναχώρηση. Ο Παλάσκας, στο Ημερολόγιο που είχε κρατήσει για τα «Συμβάντα του Οκτωβρίου 1862 επί του βασιλικού ατμοδρόμωνος Αμαλία», μας δίνει τις λεπτομέρειες. Ο Παλάσκας πριν πεθάνει φρόντισε να κάψει τα χειρόγραφά του. Ελάχιστα σώθηκαν και το μνημονευόμενο που δημοσιεύθηκε το 1882, δύο χρόνια μετά το θάνατο του Παλάσκα.

Με τη δραματική σκηνή της 12 Οκτωβρίου 1862 τέλειωνε η βασιλεία του Όθωνος, αλλά και η «εποχή» που είχε ζήσει η νεώτερη Αθήνα στα πρώτα της χρόνια. Ο αυτοσχεδιασμός, η λιτότητα και η Μεγάλη Ιδέα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Η οθωνική Αθήνα έζησε ως το τέλος προσκολλημένη γύρω από την Ακρόπολη. Η Ομόνοια και το Σύνταγμα ήταν τα δύο ακραία σημεία στην πόλη. Το Ζάππειο ήταν ένα χωράφι που για χρόνια ακόμη θα σπέρνουν κριθάρι. Στη σημερινή συνοικία του Κολωνακιού υπήχε μόνο ένα μαρμάρινο «κολωνάκι», μπροστά από τη Δεξαμενή, που έδωκε και το όνομά του στην περιοχή. Στη σχηματιζομένη τότε Νεάπολη – την καινούργια συνοικία – θα συναντούσαμε μικρόσπιτα, μονόπατα ή δίπατα, στην αρχή της οδού Σόλωνος.

Πανηγυρισμοί για την έξωση.

Η μικρή αυτή Πρωτεύουσα είχε διώξει τους πρώτους βασιλείς της. Τους έδιωξε από δημοκρατισμό. Σ’ αυτό είχε συντελέσει, κυρίως, η νεολαία με το Δεληγεώργη. Επί ημέρες οι Αθηναίοι πανηγύρισαν για την έξωση. Το απόγευμα της 14 Οκτωβρίου έγινε μεγάλη συγκέντρωση του αθηναϊκού λαού και δοξολογία στην πλατεία της Ομονοίας, που τότε πήρε και το όνομα με το οποίο είναι γνωστή ως σήμερα. Προηγουμένως λεγόταν: πλατεία του Όθωνος. Στη συγκέντρωση μίλησε ο πρόεδρος στην προσωρινή κυβέρνηση Βούλγαρης «διά το αίσιον και αναίμακτον πέρας του μεγάλου και ενδόξου έργου της 10 Οκτωβρίου». Μετά τρεις ημέρες το Δημοτικό Συμβούλιο σε πανηγυρική τελετή διάβασε ψήφισμα που χαρακτήριζε «την επελθούσαν πολιτική μεταβολήν ως δικαίαν και σωτήριον». Πριν από το ψήφισμα σε ενθουσιώδη λόγο του ο Σταύρος Βλάχος είχε εξυμνήσει τη μεταβολή. Νέος πανηγυρισμός γίνεται στο Πολύγωνο την 21 Οκτωβρίου. Ο στρατός έδωκε «όρκον πίστεως» στην προσωρινή κυβέρνηση και πήρε τις νέες σημαίες χωρίς τα βασιλικά εμβλήματα «υπό τας ουρανομήκεις επευφημίας και τα χειροκροτήματα χιλιάδων λαού». Ακολούθησε μεγάλο συμπόσιο στο Πολύγωνο σε «υπερδιακόσια πρόσωπα». Πολλοί ρήτορες πήραν το λόγο στο γεύμα και «ένιοι εκ των μετασχόντων εις αυτό αρχιερέων της Ιεράς Συνόδου. Και οι πανηγυρισμοί συνεχίστηκαν. Για να καταπέσουν όμως σύντομα οι πρώτοι ενθουσιασμοί και να δημιουργηθεί αργότερα η νοσταλγική ψύχωση του «οθωνισμού».

Ο «οθωνισμός».

Ο ευμετάβολος ελληνικός λαός γρήγορα άλλαξε ιδέες. Τα ελαττώματα και οι ανθρώπινες αδυναμίες των πρώτων βασιλέων ξεχάστηκαν. Και οι Έλληνες άρχισαν να νοσταλγούν το μεγάλο Πατριώτη με το φλογερό ενθουσιασμό, τον ονειροπόλο της Μεγάλης Ιδέας, το λαμπροφορεμένο φουστανελλά και τη λιγερή αμαζόνα … Η ψύχωση του «οθωνισμού» διατηρήθηκε και μετά το θάνατο του Όθωνος σαν «ανάμνηση». Ουδέποτε, άλλωστε, είχε εκδηλωθεί σαν «πολιτική επιδίωξη» και όταν ακόμη ο Όθων ζούσε στην εξορία. Οι νοσταλγοί ήταν περισσότερο ρομαντικοί από πραγματιστές …

Οι Βασιλείς στην εξορία.

Στην Βαυαρία οι εξόριστοι βασιλείς πέρασαν τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους, στην αρχή στο Μόναχο και έπειτα στον Πύργο της Βαμβέργης. Ήταν ένα γερμανικό παλάτι, που είχε μεταβληθεί σε ελληνική γωνιά. Έζησαν εκεί σα να βρίσκονταν ακόμη στα Ανάκτορα της πλατείας του Συντάγματος. Ελληνικό ήταν το αυλικό περιβάλλον. Οι συζητήσεις στρέφονταν γύρω από τα ελληνικά ζητήματα. Η μεγάλη ευτυχία των εξορίστων ήταν να δέχωνται επισκέπτες από την Ελλάδα. Τους υποδέχονταν με βουρκωμένα μάτια. «Ακόμη μας αδικούν οι Έλληνες;», ρωτούσαν κάθε φορά. Ποτέ λόγος πικρός δεν ακούστηκε από τα βασιλικά χείλη εναντίον των Ελλήνων. Ούτε ακόμη εναντίον αυτών που τους είχαν διώξει. Την ίδια ανεξικακία έδειξε και ο πατέρας του Όθωνος, ο Λουδοβίκος. Όταν είδε τον πρέσβυ μας Θεόδωρο Δεληγιάννη, μετά την έξωση, τον πλησίασε πρώτος και του είπε: «Δεν ξέρω αν το λάθος ήταν του γιου μου ή των Ελλήνων. Εγώ πιστεύω πως δεν μπορεί να έκανε λάθος ο ελληνικός λαός. Εγώ θα μείνω πάντοτε θαυμαστής του λαού σας. Αν με χρειαστή καμμιά φορά, θα είμαι ευτυχής να τον εξυπηρετήσω».

Όταν ο Όθων δέχτηκε στη Βαμβέργη το Σπύρο Καραϊσκάκη, που μάζευε εράνους για τον αγώνα της Κρήτης, του έδωκε ένα γράμμα για τον αδελφό του, το βασιλιά της Βαυαρίας Μαξιμιλιανό. Ο Καραϊσκάκης έδωκε το γράμμα στο Μαξιμιλιανό. «Ξέρετε τι μου γράφει;» του είπε ο βασιλιάς όταν διάβασε το γράμμα. «Να δώσω όλη την επιχορήγησή του – 100.000 φιορίνια – για τον αγώνα της Κρήτης. Αλλά θα ορκισθήτε πως δεν θα πήτε τίποτα σε κανένα». Και πρόσθεσε: «Ο αδελφός μου δε θ’ αλλάξη ποτέ!». Και δεν άλλαξε ως το θάνατό του. Πέθανε το 1867 με την Ελλάδα στο στόμα και ζήτησε να τον θάψουν με τη φουστανέλλα. Ήταν 52 ετών.

Η Αμαλία πέθανε οκτώ χρόνια αργότερα (1875) σε ηλικία 57 ετών. Διατήρησε ως το τέλος της ζωής της πραγματικό έρωτα για τη δεύτερη πατρίδα της. Έναν έρωτα ρομαντικό, που ήταν μετά τον Όθωνα και ο μόνος της ζωής της. Η Αμαλία υπήρξε λαμπρή σύζυγος και μια γυναίκα και βασίλισσα αυστηρότατης ηθικής. Στα μάτια της η Ελλάδα ήταν πάντα η χώρα των θεών και των ημιθέων. Η στέρησή της την γέρασε μέσα σε λίγους μήνες. Στη Βαυαρία είχε γίνει αγνώριστη. Μόνο τα αισθήματά της δε μπόρεσε να αλλάξει η περιπέτεια. Και έγραφε στη διαθήκη της: «Ο έρως μου προς την Ελλάδα και τον λαό της με κατέχει μέχρι της τελευταίας μου πνοής, όπως κατείχε και τον πολυαγαπημένο μου Όθωνα. Είθε να γίνει ευτυχισμένη όσο και οι δυο ποθήσαμε να την κάνουμε. Είθε τα όνειρα της νεανικής μας ηλικίας να πραγματοποιηθούν».

Ο πέπλος της λησμονιάς σκεπάζει σήμερα τους πρώτους βασιλείς. Ούτε ένα άγαλμα δε σκέφθηκαν να τους στήσουν, ούτε καν την προτομή τους στο Βασιλικό Κήπο, που είναι έργο τους. Και όμως η Αθήνα, αν μη τι άλλο, χρωστάει στον Όθωνα και στον πατέρα του που έγινε Πρωτεύουσα …