Ο 19ος αιώνας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί για την Αθήνα, από την άποψη του φωτισμού, για «αιώνας σκότους». Και αυτό παρ’ όλες τις προσπάθειες που έκαναν οι δήμαρχοί της να φωτίσουν τους αθηναϊκούς δρόμους.
Σποραδικά φανάρια με λάδι στην αρχή και έπειτα με φλόγα γκαζιού, που πολλές φορές έφεγγαν χειρότερα από τα λαδοφάναρα, αποτελούσαν το άπαντο του φωτισμού της Πρωτεύουσας ως το τέλος του περασμένου αιώνα. Αν οι παλαιοί Αθηναίοι ξύπναγαν σήμερα και έβλεπαν τους φωτισμένους δρόμους, ασφαλώς θα έτριβαν τα μάτια τους από το … πολύ φως και δε θα πίστευαν στο θαύμα που έχει γίνει. Και αυτό οφείλεται στον ηλεκτρισμό, που άλλαξε τη νυχτερινή όψη της Αθήνας, αλλά και τη ζωή των κατοίκων με τις βιομηχανικές χρησιμοποιήσεις του.
Το πρώτο ηλεκτρικός φως.
Οι Αθηναίοι, για πρώτη φορά είδαν ηλεκτρικό φως το Δεκέμβριο του 1886, στις γιορτές που έγιναν για την ενηλικίωση του Διαδόχου. Είχαν στήσει δύο ηλεκτρικούς προβολείς του Ναυτικού, τον ένα στην Καπνικαρέα και τον άλλο στο Πανεπιστήμιο. Καθώς μας πληροφορούν οι εφημερίδες της εποχής: «ο προβολεύς της Καπνικαρέας έρριπτε δέσμας ροδόχρου φωτός επί των ανακτόρων και της οδού Ερμού, ο δε άλλος του Πανεπιστημίου διέχεε το φέγγος αυτού επί της οδού Κοραή και του υπουργείου των Οικονομικών». Κατά μία μάλιστα αντιπολιτευόμενη εφημερίδα «ο ηλεκτρικός προβολεύς του Πανεπιστημίου είχε τοποθετηθεί επίτηδες εις την θέσιν εκείνην διά να συγκεντρώνει την λάμψιν επί την οικίαν του πρωθυπουργού κ. Τρικούπη, όπισθεν ως γνωστόν του Πανεπιστημίου κειμένην».
Το ηλεκτρικό φως, που φώτισε την Αθήνα με τους δύο προβολείς, είχε περισσότερο θεαματικό σκοπό παρά φωτιστικό. Ως τότε η φωταγώγηση της Πρωτεύουσας στις μεγάλες γιορτές γινόταν με φαναράκια του λαδιού, με φλόγες γκαζιού και με κεριά. Η χρησιμοποίηση των δύο ηλεκτρικών προβολέων και γενικότερα η φωταγώγηση της Αθήνας στις γιορτές για την ενηλικίωση του Διαδόχου, έδωκε την ευκαιρία στις κυβερνητικές εφημερίδες να θριαμβολογήσουν και στις αντιπολιτευόμενες να γράφουν ότι: «ολόκληρος η πόλις, πλην ελαχίστων δημοσίων καταστημάτων και οικιών, έπλεεν εις το σκότος». Μια μάλιστα δηληγιαννική εφημερίδα διαμαρτυρόταν γιατί με τις ψευδολογίες που έγραφε ο κυβερνητικός τύπος «περί λαμπροτάτης φωταγηγήσεως, θα παρεσύροντο οι μέλλοντες ιστορικοί εις εσφαλμένα συμπεράσματα επί της ενεστώσης καταστάσεως των Αθηνών».
Ο ηλεκτροφωτισμός του Ζάππειου.
Δύο χρόνια αργότερα οι Αθηναίοι είδαν το ηλεκτρικό να χρησιμοποιείται όχι μόνο σε γιορταστικούς σκοπούς, αλλά και για φωτιστικό μέσο. Στα εγκαίνια του Ζαππείου (20 Οκτωβρίου 1888) ολόκληρο το κτίριο φωτίστηκε με ηλεκτρικό φως. Κατά τις πληροφορίες της εποχής, το Ζάππειο φωτίστηκε «δι’ ηλεκτρικού μηχανήματος Έδισσον, τοποθετηθέντος μετά των διακλαδώσεών του υπό των Γάλλων ειδικών τεχνικών Φωδώρ και Βικτώρ». Εκτός από το Ζάππειο φωτίστηκε με ένα μεγάλο ηλεκτρικό λαμπτήρα η πλατεία της Ομονοίας, ενώ άλλα κεντρικά μέρη της Αθήνας και η Ακρόπολις φωτίστηκαν με ηλεκτρικούς προβολείς του Ναυτικού. Από τις περιγραφές των εφημερίδων πληροφορούμεθα επίσης ότι το χρόνο εκείνο φωτίστηκαν με ηλεκτρικό φως, χρησιμοποιώντας δικά τους μηχανήματα, το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», η οικία Χατσοπούλου στην οδό Σταδίου, καθώς και η οικία Μιχαήλ Μελά, του κατόπιν Δημάρχου Αθηναίων, στην οδό Πανεπιστημίου. Όλες οι εφημερίδες, κυβερνητικές και αντιπολιτευόμενες, συμφωνούσαν ότι: «ο φωτισμός του Ζαππείου δι’ ηλεκτρικού φωτός ήτο εξαίσιος, θαυμάσιον δε και μαγικόν το θέαμα όλου του εσωτερικού του κτιρίου». Με το ηλεκτρικός φως ενθουσιάστηκε και ο Σουρής και δημοσίευσε στο σατιρικό «Άστυ» του Θέμου Αννίνου ένα ποίημα. Παραθέτουμε μερικούς από τους στίχους του:
Ας φέξει τέλος πάντων … να! φως ηλεκτρικό
σε τούτο το σκοτάδι το Αθηναϊκό.
Ας φέξει τέλος πάντων, κι’ ες κόρακας ερέτω
το λάδι, το φιτύλι, το βρωμοσπερματσέτο.
Εξύπνησε ο κόσμος, θα λείψουν πια τ’ αστεία,
θα γίνουν οι Αθήναι των φώτων η εστία.
Αντιδράσεις και επικράτηση του ηλεκτρισμού.
Από το γενικό ενθουσιασμό για το ηλεκτρικό φως δεν μπορούσε να υστερήσει ο Δήμος Αθηναίων. Και τον άλλο χρόνο (1889) ο τότε δήμαρχος Τιμολέων Φιλήμων ηλεκτροφώτισε τις πλατείες της Ομονοίας και του Συντάγματος, με δαπάνη τριών χιλιάδων χρυσών λιρών. Αλλ΄ όταν θέλησε να επεκτείνει τον ηλεκτροφωτισμό και στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, ύστερ’ από σύμβαση με την «Εταιρεία των Εργοληπτών», βρήκε αντίθετους το Δημοτικό Συμβούλιο και την «Εταιρεία Αεριόφωτος». Η τελευταία διεκδικούσε το αποκλειστικό προνόμιο του φωτισμού της Πρωτεύουσας, σύμφωνα με τη σύμβαση που είχε από παλαιότερα χρόνια. Σε λίγο καιρό σταμάτησε ο ηλεκτροφωτισμός των δύο πλατειών και μόνο οι στύλοι των φαναριών είχαν απομείνει για καιρό «εις ανάμνησιν του ηλεκτρικού φωτός». Έπρεπε να περάσουν μερικά χρόνια ακόμη, για να ηλκτροφωτιστούν οι αθηναϊκοί δρόμοι και να κατακτήσει ο καινούργιος φωτισμός τα ιδιωτικά σπίτια, τα καταστήματα και τα γραφεία, εκτοπίζοντας, από τις αρχές του αιώνα μας, το γκαζ και το πετρέλαιο.
Το 1901 τέλειωσε η ανοικοδόμηση του εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος του Νέου Φαλήρου, που για δεκαετίες έπειτα τροφοδότησε την Αθήνα και τον Πειραιά. Το 1903 – 1907 ηλεκτροφωτίστηκαν οι πλατείες της Ομονοίας, του Συντάγματος και οι κεντρικοί δρόμοι: Σταδίου, Ερμού και Αιόλου, με μεγάλους ηλεκτρικούς λαμπτήρες με βολταϊκό τόξο, που θα τους θυμούνται οι παλαιότεροι. Είχαν μείνει όμως και τα τόξα με τις φλόγες του γκαζιού, για τις γιορτές και τις επίσημες φωταγωγήσεις της Αθήνας. Από την εποχή εκείνη ο ηλεκτρισμός άρχισε να κατακτά οριστικά την Πρωτεύουσα της Ελλάδος, στις ποικίλες χρησιμοποιήσεις του, και να την κάνει αγνώριστη. Ήταν το πρώτο μεγάλο βήμα στον τεχνικό εξοπλισμό και εκπολιτισμός της Αθήνας.